Ο ποιητής Ιωάννης Μυτιληναίος

Εάν (ένθετο του 24grammata.com)/ ποίηση

 

 

παρουσιάζει ο  Γιώργος Πρίμπας

 

Ο Ιωάννης Μυτιληναίος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο) γεννήθηκε το 1980 και σπούδασε Νομική και Θεολογία στη Θεσσαλονίκη. Η ποιητική συλλογή “Κάτω απ’ το ρούχο της σιωπής” (από την οποία παρατίθενται τα κατωτέρω αποσπάσματα) είναι η πρώτη του εκδοτική απόπειρα.

 

 

 

Ιστορίες μιας εποχής που άργησε να έρθει.

α’

Αν δείτε την αδήριτη ορμή του

μη τρομάξτε

είναι που έρχεται

απ’ της νύχτας τον άγριο χορό

Γι’ αυτό και τώρα αυγάζει

τόσο ήλιο

απ’ των ματιών του τις πληγές

 

Μη τρέξτε μη φωνάξτε

μη φέρετε άλλα γιατρικά

στην επαλήθευση του ναι

που προσδοκά θα ησυχάσει

Μάταια τυφλά θα τον αναζητούν

οι κυνηγοί του

 

Μέσ’ στην απαραβίαστη κρυψώνα

του απείρου θα σκορπά

σε μια κυψέλη νίκης

σκηνή δικαίων πάντων και αδίκων

 

β’

Από τα μάτια θα σε σύρω

και θα τρέμεις αρένα

μπροστά στα πρώην σφάγιά σου

Θα μάθεις να χορταίνεις με αιθέρα

μ’ αθύρματα αύρας λεπτής

Συθέμελα θα τρέμεις όρθια

στις σιδερένιες των αλόγων σου οπλές

θ’ ανατριχιάζεις

Η ώρα εκείνη δε θ’ αργήσει

που θα τρέμεις αρένα

Να καίγονται θα βλέπεις τα τερέν σου

και μέσα σ’ άϋλο καθάριο φως

θριαμβικά θα αιωρούνται

οι πρώην παλαιστές σου

 

γ’

Ποιος άδικος μηχανισμός

χτυπάει βαριά και μένει

η πόλη τόπος μακρινός

κι οι σύντροφοι πιο ξένοι

 

Απόψε δε θα βρέχει

ένα ακρωτηριασμένο μισό

που δεν πόθησε το όλο

ένα παιδί που λέει κρυώνω

δε μπορώ ν’ αγωνιστώ

τ’ αδέρφια μου

απ’ ένα πεδίο ήττας τυφλό

 

Κι η προδομένη αρραβωνιαστικιά

αναμμένο κρατώντας φεγγάρι

κοιτάξτε την τώρα δακρύζει

σαν λένε του γάμου τα δίστιχα

 

δ’

Θα κοκκινίζει ο ουρανός σκοτεινιάζοντας

και το πρωί θα μείνετε άναυδοι σαν δείτε

τις άδειες τρύπες που θα χάσκουνε στο χώμα

εκεί που πριν τα φοβερά βουνά ορθώνονταν

 

και δέντρα εξαφανισμένα απ’ τις ρίζες

Την ίδια ώρα που θ’ αρχίσουν να αιωρούνται

υπό την έλξη της καρδιάς μας δορυφόροι

γύρω απ’ το ίδιο πάντα κέντρο το αιμάτινο

 

εκείνα που δε χώρεσαν μες στα μπαούλα

όσα δε σήκωσαν τα κυρτωμένα κορμιά

Κι από το χώμα μέσα σπίτια συθέμελα

σαν σώματα πάνω στη γη θ’ ανασταίνονται

 

και τα μικρά λευκά ξωκλήσια θ’ απαστράφτουν

μέσα στη νύχτα θα γυρνούνε και τις πόρτες

απελπισμένα μία μία θα χτυπούνε

τα εικονίσματά τους πίσω απαιτώντας

ε’

Έτσι απλά τη ζωή μας περνούμε

σαν άνθρωποι κι εμείς

με τις επιθυμίες τις φυσικές των ανθρώπων

Τον πόθο για το πιο λευκό απ’ το λευκό

και το δάκρυ μας έτοιμο

στου άλλου μπροστά τον αβάσταχτο πόνο

 

Άνθρωποι είμαστε κοινοί συνηθισμένοι

αθόρυβα υπάρχουμε και ζούμε

επί των υδάτων βαδίζουμε

μέσα στο φως προχωρούμε

 

Αυτό κάνουμε απλά

για το οποίο φτιαχτήκαμε

το μηδέν μας βάζουμε

κάποιος Άλλος

είθε να βάλει την απεραντοσύνη