Ο ποιητής Ιωάννης Ν. Κυριαζής

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο ποιητής Ιωάννης Ν. Κυριαζής γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα.
Είναι πτυχιούχος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάσκει σε δημόσια σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η συλλογή του, «η παραφορά του Ερωταφίου», αποτελείται από τρία μέρη κάθε ένα από τα οποία με τη σειρά του συνίσταται από ένα «Πεζό», ένα «Ποίημα» κι ένα «Εγκώμιο». Στην παρούσα επιλέχτηκαν να παρουσιαστούν τα τρία Εγκώμια.
Ο αναγνώστης πάντως μπορεί να βρει όλο το βιβλίο, «η παραφορά του Ερωταφίου», το οποίο κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Κονιδάρη, σε ηλεκτρονική μορφή (e-book) στην ιστοσελίδα που διατηρεί ο ποιητής: http://gianniskyriazis.blogspot.com.
Στην ανωτέρω ιστοσελίδα μπορεί επίσης να βρει σε ηλεκτρονική μορφή (e-book):
– τη συλλογή ποιημάτων «Μαύρο σαν την ψυχή του χιονιού» (1992, εκδόσεις Αλεξίσφαιρο) και
– την «Παλατινή Ανθολογία, σαν ρόδο υποπόρφυρο» (2009, Εκδόσεις Ενδυμίων) με αποσπάσματα Παλατινής και αρχαιοελληνικής ποίησης σε απόδοση στη σημερινή γλώσσα από τον ποιητή.
Επιπλέον ο Ιωάννης Ν. Κυριαζής έχει εκδώσει και: την ποιητική συλλογή «Ο τοίχος», τη συλλογή με διηγήματα «Ταξίδια μέσα στο χιόνι και στο χρόνο» κι ένα παραμύθι για μεγάλους «Το Χαμόγελό μου κι η Λύπη των ανθρώπων», ενώ ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά.  Γιώργος Πρίμπας

ΕΓΚΩΜΙΟ Α

Η ζωή εν τάφω, έρωτά μου νεκρέ,
στο ανθισμένο σεντόνι της άνοιξης
το κορμί μαραμένο απόθεσες.

Η ζωή, πώς φεύγει; και κανέναν ποτέ
από κάτω δεν είδα ν’ ανέβηκε.
Των μνημάτων με τυφλώνει το λευκό;

Ω θνητέ, αντέχεις το Θεό να πενθείς
μα για σένα κανένας αθάνατος
δε θα κλάψει στον τάφο σα θα μπεις…

Βασιλιά της λύπης, Έρωτά μου, πετάς
απολιθωμένα τριαντάφυλλα
μες στου Άδη- για να σκίσεις- την κοιλιά.

Του μυαλού η τρέλα, του κορμιού ο σπασμός,
χορηγέ της πνοής μου, άπνους φαίνεσαι,
φιλημένος απ’ τα χείλη των νεκρών.

Οι νεκροί στο μνήμα, κι εσύ μες στους νεκρούς…
πιο βαθιά να σε θάψουν δε γίνεται.
Δυο καρδιές που ματώνουν την άβυσσο.

Πασχαλιές που ανθίζουν, μαραμένες ψυχές:
ποιες μοσχοβολούνε, λέτε, πιότερο;
Των ερώτων μας ο πόνος ιερός.

Τη ζωή ποιος θέλει, σαν ο πόθος δε ζει;
Ποιος και ποιον και πού θα ερωτεύεται;
Αφού όλοι ήδη είμαστε κανείς…

Ποιος, ζωή πια δίχως, ποιος, ανάσα χωρίς,
απ’ τα πλήθη των νεκρών που σε πίστεψαν
να σου δώσει το φιλί, αχ , της ζωής;…

Οι καρδιές πώς σπάγαν…, για να σμίξουν μαζί,
κι απ’ τη γη αποσπώνταν να γίνουνε
δορυφόροι στο δακτύλιο του Παντός.

Ναι , νεκρή αγάπη, όχι τ’ Άδη οχυρό,
δεν μπορεί να με διώξει το σκότος σου
να μην κλάψω ό,τι χάρηκα στο φως…

Άνοιξη θα είναι που θ’ ανοίξει η γη
κι όσοι έως θανάτου αγάπησαν
θα ξανα-αγκαλιαστούνε ζωντανοί!

ΕΓΚΩΜΙΟ B

Γενιές παλιές και νέες θρηνούνε την ταφή σου,
νεκρή, αιώνια αγάπη…
Κι ο άντρας κι η γυναίκα στο χώμα της ψυχής τους
βαθιά μέσα σε θάβουν.
Και σα να μην υπήρχες ποτέ μες στη ζωή τους
πορεύονται μακάριοι.
Ώσπου να ‘ρθει μια μέρα απρόσμενα τα δάκρυα
να στάξουν απ’ τα μάτια.
Κι ο ήλιος θα μαυρίσει, τα δέντρα θα λυγίσουν
θα μαραθούνε τ’ άνθη…
Τα όρη θα μουγκρίσουν, μαζί τους θα ψελλίσω:
«Γιατί σιωπάς, αγάπη;»

Στρατιές νέων και γέρων, αγέννητες ψυχούλες
και χρόνια πεθαμένες
στου έρωτα δε λένε ν’ αναπαυτούν ακόμη
το μέγα χωνευτήρι.
Ξοπίσω ακολουθούνε το λόγο της ζωής τους
νεκρός τώρα που είναι.
Θρηνούν για όσα ζήσαν και ζουν για όσα θρήνησαν-
τα πάθη της ψυχής τους.
Το δάκρυ τους πριν πέσει στη γη, αρωματίζουν
του Ερωτάφιου τ’ άνθη…
Κι όλοι σα μεθυσμένοι κοιτούν πάνω να καίνε
κεριά αντί γι’ αστέρια,
σα να ‘γινε καθρέφτης ο ουρανός και δείχνει
τη θεία περιφορά σου.
Κι αντί νεκρό, τ’ αστέρια πένθιμα συνοδεύουν
ένα χλωμό φεγγάρι…

Μ’ ένα λιγνό κεράκι κι εγώ σ’ ακολουθάω
νεκρή, αιώνια αγάπη…
Που βρήκα το κουράγιο περιφορά να κάνω
της στάσιμης ζωής μου;…
Στην εκκλησιά σα φτάσω ας μου παραχωρήσει
ο Θάνατος στασίδι!

ΕΓΚΩΜΙΟ Γ

Ω, στέμμα του Απρίλη, Ερωτοκράτωρ Έαρ,
Βασίλειο των δακρύων…
μέσα στην τόση δίνη της ομορφιάς οδύνη
πόση μπορώ ν’ αντέξω;
Ω, μύρο μου χυμένο, χαμένο χελιδόνι,
πως Άνοιξη θα φέρεις;
Θαλασσο-ουρανάκι και Ηλιοφεγγαράτη,
φιληδονοφωλιά μου!…
Γυμνή σε είδα μόνο σε ονειροκαταρράκτες
να πνίγεσαι γαλήνια.
Το χέρι σου απλώνω, μα ο βυθός του ύπνου
σε καταπίνει πάντα…
Που φως τώρα να χύνεις και ποιου ουράνιου θόλου
να σε φθονούν τ’ αστέρια;…

Σκαμνί έχω το παρόν μου, σκοινί το παρελθόν μου
και για κλαδί, το μέλλον.
Χρόνε, ψυχρέ προδότη, Ιούδα Ισκαριώτη,
να σε κρεμάσω θέλω!
Σ’ ό,τι κι αν αγαπήσω, μαθαίνεις πώς να δώσει
φιλί της προδοσίας.
Μα όμως δε σ’ αντέχει ούτε κι αυτό- για σκέψου!-
και σπάει το σκοινί μου.
Ερωτοκτόνε Χρόνε, ως πότε θα διαβάζω το Δυσαγγέλιό σου;…