Ο ποιητής Νίκος Βουτυρόπουλος

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο ποιητής Νίκος Βουτυρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία στην Αθήνα και στο Tubingen της Γερμανίας. Έχει δημοσιεύσει μελέτες πάνω στη θρησκεία της προϊστορίας και στην καταγωγή του πολέμου.
Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές:
– Το φεγγάρι πίσω από ψέματα (2008, Οδός Πανός)
– Εκμυστηρεύσεις (2008, Οδός Πανός)
– Τραγούδι χωρίς λόγια (2010, Σαιξπηρικόν)

Σχόλιο: «Όταν χάσω τη σκιά μου / θα σ’ ακολουθήσω». Σε ένα μεγάλο ποίημα και σε μια από τις πιο σημαντικές ποιητικές συλλήψεις αρκούν δυο μόλις στίχοι να αναδείξουν όλο τον πόνο/αίτιο του. Γιώργος Πρίμπας

Από: To φεγγάρι πίσω από ψέματα

Γάμα
Η μέρα έβρεχε, εγώ έπινα καφέ προσπαθώντας να θυμηθώ παλιά ποιήματα. Είπα ψέματα, αυτή είναι η αλήθεια μου! Για ώρες μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ έστω μια σίγουρη λέξη. Ουρανογραφίες… να που κάτι βρήκα!
Η ποίηση; Τίποτα παρά μια μέθοδος να βλέπεις απ’ το σκοτάδι, δηλαδή ό,τι προλάβεις μέχρι τα 12… άντε, λίγο αργότερα.

Εντόπισα τον ήχο των πουλιών.
Η άνοιξη κρύβεται
Η βροχή ψιθυρίζει

Αναζητώ τις ρίζες μιας αναπάντεχης περιπλάνησης, σκέφτομαι να διαλυθώ σε όλα τα στοιχεία του σύμπαντος, μήπως καταφέρω να επανέλθω όπως ήμουν, προτού με γνωρίσω, θυμάμαι ωστόσο την παιδική μου ηλικία, ταινία βουβού κινηματογράφου, να παριστάνω τον Σαρλό, κι όλοι οι θεοί να είναι πιο αστείοι απ’ τους ανθρώπους. Το γέλιο και ο πόνος είναι η μοναδική θρησκεία, δεν χρειάζονται άλλα ουσιαστικά. Θα έρθουν δύσκολα χρόνια, όλοι λέγανε, κι εγώ τους άκουγα, φωνές από μακρινά αστέρια που μόνο τις νύχτες νοσταλγούσα, προετοίμαζα κρυφά τη δικιά μου περιπέτεια, ενθουσιασμένος με τις κραυγές των ζώων, τις εμφανίσεις των σύννεφων, την επιδερμίδα των δέντρων και το χιόνι της Άνοιξης, τη λιωμένη καρδιά του χειμώνα, όπως μου μιλούσε η άχρονη όραση των εποχών.

Στο φως βρήκα απέραντες στιγμές
Στο σκοτάδι φόβο που ανατέλλει πάνω από πράξεις
Έτσι, αρνήθηκα τον ύπνο μετά από αιώνες αγωνίας
Κι έψαξα ένα μικρό κοχύλι στην αμμουδιά του χειμώνα
Με ανάσες κυμάτων και τον ήλιο
Να πυρπολεί βήματα αγαπημένων προσώπων
Καθώς έρχονται από την σιωπή της θάλασσας
Και χάνονται σε άγνωστους προορισμούς

Τίποτα δεν είναι αρκετό, όταν γίνεται κουβέντα για χαμένες εποχές. Είναι γιατί δεν συμβαίνουν ταραχές σε χορδές γελαστών τοπίων, αφού μυστικές φωνές συνηχούν με σκέψεις, και σκυφτοί οδοιπόροι αντανακλούν σε λιθόστρωτα παρακμής. Με άλλα λόγια έπρεπε να προχωρήσω, ήταν μια χίμαιρα που βάραινε κάθε λεπτό, μόλο που συχνά την έπνιγα, λες κι είχα τη δύναμη να τεμαχίσω  μυθολογικά τέρατα. Ιδεολογία μου ήταν η άρνηση του μύθου που ποτέ δεν ξεφορτώθηκα, το αντίθετο μάλιστα, έφτιαξα αρκετούς από δαύτους, να με συνοδεύουν σε μοναχικά παραληρήματα. Στο τέλος με σύντριψαν οι μύθοι, αρρώστησα και… έχω μισο-ξεχάσει τις παιδικές προσευχές, φαντάζομαι ώρες-ώρες πως αυτές θα με γλίτωναν από όσα δεν κατάλαβα. Τοιουτοτρόπως η θλίψη μου είναι για γέλια.

Θήτα
Συμβάντα και σύμβολα

Κάποτε διάβαζα τις Γραφές
Υπάκουος στις μητρικές χειρονομίες
Και γνώρισα τον πατέρα μου
Όταν κατάλαβα πως γερνάω.
Μήπως γνωρίζουμε κάποιον
Απ’ το βασίλειο της Σιωπής;
Συμβαίνει στους ικανοποιητικά απρόσεκτους
Και πιστούς μιας βαλτότοπης αντίληψης.

Αντέγραψα στιχάκια για γελαστά κορίτσια
Ποτέ δεν τους τα ‘δωσα
Αφού κατοικούσα στο κουκλοθέατρο της αυλής μου.
Έζησα όσα ονειρεύτηκα
Μόνο που ήταν Άνοιξη διαφορετική
Φριχτής συντομίας.
Έτσι. οι πληγές πληθαίνανε με τα χρόνια…

Μάρτυρες της μοναξιάς
Όσοι δεν την αντέχουν
Καταντούν παράδοξοι
Δαίμονες θλίψης.

Συμβαίνουν ωστόσο αναπάντεχα διλήμματα
Και τραγούδια της κόλασης
Και αξεπέραστες καχυποψίες
Όταν οι αλήθειες βρίσκονται σε διωγμό
Από καταστάσεις των πράξεων.

Κορυφές τοπίων δείχνουν αναίμακτες εποχές
Όσο η μνήμη αντιδρά στην πραγματικότητα.
Για σκέψου!

Ο μικρό
Είδα πατρικές συμβουλές να συντρίβονται σε παθιασμένα κύματα
Είδα φώτα αγάπης να ζητούν εξιλέωση
Τυφλωμένος γυρνούσα σε δρόμους με ληστές
Ώσπου να γίνω καχύποπτος, σαν εκτόνωση
Μιας ιστορίας που δε γράφεται ποτέ
Διωγμένος απ’ την μνήμη συμβάντων με άγνοια
Παραμιλάω σε πάρκα όταν λείπει η στοργή.

Κοίταξα τα μάτια της νύχτας
Και στάθηκα στην άκρη του σχίσματος
Αδύναμος να αποφασίσω.
Δεν υπάρχει επιστροφή για όσους
Γύρισαν την πλάτη στους καιρούς.
Και η αυγή καυτό μαρτύριο
Για τους θαμμένους της συνείδησης.

Ξυπνώ αγωνίες, σφραγίζω πελάγη
Αντικρύζω συνήθειες, με κουράζουν οι ανησυχίες
Κλαδιά του πικρού αδιέξοδου, λατρεμένης ασχολίας,
Αφού ελλείψεις τρέχουν φωνάζοντας
Κι εγώ αναμετριέμαι με λέξεις. Πφφφ…

Πιστεύω επιφωνήματα
Μου φαίνεται, είναι ό,τι έμεινε από
Τον μόχθο των απόψεων
Στη γη των ανθρώπων. Αμήν.
Παραμένω επιρρεπής. Ξανά Αμήν.

Αλλά είναι αυτή η χλόη με τα λεπτά σώματα
Όταν κρύβονται οι χειμώνες
Τη γνωρίζω από μεταφράσεις ψυχών
Όταν σταματάνε οι ερμηνείες
Τότε κάτι μπορεί να συμβεί
Πέρα απ’ τις σημασίες.

Λιθογραφώ αποσπάσματα απ’ το αύριο
Όλα τ’ άλλα είναι μακρινές απολαύσεις,
Λάτρης της παγκόσμιας φιλίας ξυπνάω
Να πάω δουλειά όταν πουλιά κελαϊδάνε
Και σειρήνες προειδοποιούν για φόβους.
Συχνά εξατμίζω φυγές ενός κόσμου άλλου
Ολόκληρου μες την ατέλεια μου.

Τα καλοκαίρια περνώ με θάλασσες
Και νότες κρυφές. Ώσπου να καταλάβω λίγο
Το, χε χε… ανείπωτο

Από: Εκμυστηρεύσεις

Επιστροφή στις λέξεις
( Ι )
Σ’ έναν ορίζοντα
Πέρα απ’ τα πράγματα
Ύψωσαν λάβαρο
Της ουτοπίας
Απόντες ποιητές

Μια λέξη είναι
Αν την διαβάσεις
Γίνεται χίλιες
Αν την διαβείς
Γίνονται θαύματα

( ΙΙ )
«Μόνο να δίνουμε μπορούμε
Γιατί σαπίζει ό,τι κρατάμε»
Είπε το σύννεφο

Το πολύ δεν είναι ποτέ αρκετό!
Δεν είναι αίσθημα η αγάπη
Αλλά αδέσποτη ζωής στάση
Πληθυντικών αριθμών

«Το ψέμα είναι πάντα κοντά μας»
Θυμάσαι που το ψιθύριζες;
Μια Ιουλιέτα ήσουν και τίναζες
Τον κισσό απ’ τα μαλλιά μας

( ΙΙΙ )
Αν θες να ξέρεις
Τι θα ζήσεις
– Δηλαδή η εμμονή σου –
Συχνά αναγκάζεις
Προσποιούμενες υποκλίσεις
Και αποτέλεσμα;
Τίποτα

Πότε θέλεις κάτι;
Όταν νομίζεις πως το θέλεις

( ΙV )
Πόσο μεγάλη είναι η νύχτα;
Μόλις ξεκίνησε
Ηχήσαν τα τύμπανα ενός αδιάφανου μαύρου
Τους  δείκτες γύρισε η σιωπή

Πες πως δεν βλέπεις, δεν είδες ποτέ!

Πίσω κοιτάξαν οι έρημοι χρήστες
Μιας συμφιλίωσης με το παρόν

Μόλις ακούστηκαν κάποιες κουβέβτες…

Γδύνουν οι ώρες το παρελθόν
Καρδιές σαλεύουν αίμα ανάμικτο
Με εικόνες που φεύγουν και γίνονται ένα
Μέσα σε ζάλη βαθιάς αγρυπνίας

Οι κήποι φώτισαν άγρια όνειρα
Η νύχτα έσπασε σαν κιμωλία

( V )
Πάλι μιλάς σε καθρέφτες
Θυμάσαι στα σχολικά βιβλία
Σκληρές γραμμές και πρόσωπα μυστήρια;

Παιδιά είμαστε ενός πολέμου
Που ακόμη δεν τελείωσε

Θυμάσαι πως κυλούσαν
Οι ώρες απ’ τα μελανοδοχεία;

( VI )
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Τ’ ακροδάχτυλα τίναξαν στάλες χαράς
Έγνεψε τ’ απόγευμα μες απ’ τη φτέρη

Το βράδυ φανέρωσε αρχαίες ουλές
Στα στήθη χτύπησε μια νυχτερίδα

Χρόνος ήταν ο υδράργυρος της σκέψης

Από: Τραγούδι χωρίς λόγια

Στη μνήμη
του Τάσου

I
Με το μέτωπο της νύχτας να πλένεται
σε μιας σελήνης το φως που έτρεμε
την αντοχή της θάλασσας
ήρθε χθες ένας φίλος έγνεψε
ενώ τα χείλη του αρχαίες
καλούσαν καταιγίδες
το σκοτάδι αντιστρέφαν
καιρό τώρα χαμένος στην αλμύρα της γης
ώσπου την παλιά του ξέβρασε φωνή
για ν’ απομείνουν σκιές
λέξεις κρεμασμένες
στην άκρη της μνήμης
…τις φωνές των άλλων κρατάμε
άλλο τίποτα ίσως
ακόμη ένα δυο βλέμματα είναι
ό, τι διαιρούμε απ’ τον κόσμο
όμως δες πως κοιμάται το πράσινο των λόφων
γύρω απ’ αυτή τη τρυφερή μουσική
των μάταιων ορισμών των πραγμάτων
καθώς πασχίζω να θυμηθώ
τα βότσαλα που διάλεγα μικρός
είναι ο αιώνας μου σκυμμένος
πάνω απ’ ένα λαμπρό αντίο…
αν έγινα βάρκα του χρόνου χαμόγελο
των άστρων που λιώνουν
ασύλληπτος παραμένει ο κόπος
να λογαριάζεις τη νεκρότητα
…δες τώρα αυτό το λευκό των λέξεων
την ανταύγεια της σιωπής
όσο το αλφάβητο θρηνεί
και στα χέρια σβήνουν οι στίχοι
όνειρα μιας ανεκπλήρωτης εποχής
αγκαλιές από βάσανα
…ο θρήνος των δέντρων
δε μ’ αφήνει πια να κοιμηθώ
και κουβαλώ τούτα δω τα βράχια
μέχρι να χασμουρηθεί ο ήλιος
με βρει να μετρώ κύματα
ως ν’ ανέβει η θάλασσα ψηλά
στα σύννεφα και γίνει ουρανός
φωνή μικρού παιδιού και άρνηση
στους μάταιους ορισμούς των πραγμάτων
γιατί κανένα αλφάβητο
δεν χωρά τα φωνήεντα της γης…
είναι ο αιώνας μου σκυμμένος
πάνω απ’ ένα λαμπρό αντίο
οι φίλοι μου πέτρινοι
ψίθυροι μου χαϊδεύουν
το πρόσωπο ριγμένο
σ’ ένα δοχείο από στιγμές
που κατάπιε ο χρόνος
όμορφα όνειρα θα δούμε απόψε
…είναι πάλι φορές που κλείνω τα μάτια
και βλέπω ότι ζω μα όταν τ’ ανοίγω
νιώθω έναν πόνο στο στήθος
μια ανάσα να λιγοστεύει
ώσπου οι χτύποι της καρδιάς
γίνουν κρύες λεπίδες δάκρυα
στα έρημα χέρια της νύχτας
…δεν περιμένω άλλα χρώματα
καπνούς ανάσανα ήλιους αντίκρισα
λόγια χάραξα στην ομίχλη
αλλά ακόμα θυμάμαι να σφίγγω
τη ματιά ενός κοριτσιού που φεύγει
ύστερα βλέπω να φεύγουν οι εποχές
άνεμοι να φυσούν επίμονες συνήθειες
κι ανήμπορος να κοιτάξω κατάματα
τις φλόγες που σκάβουν
τους κροτάφους της θλίψης
βλέπω…τον αιώνα μου σκυμμένο
πάνω απ’ ένα λαμπρό αστείο

ΙΙ
Όταν χάσω τη σκιά μου
θα σ’ ακολουθήσω
θα ‘ναι τότε οι λέξεις
περήφανες τροχιές
από ηφαίστεια φωνές
να κερνούν το μέλλον
θάλασσες σκέψεις
μακρινές θ’ αγρυπνούν
σε κήπους παιδικούς
με γέλια δούρεια
αλογάκια του χρόνου
μες τους ιδρώτες
του μεσημεριού
θα λάμπει το κρασί
παρέα με τους φίλους
όταν χάσω τη σκιά μου
θα σ’ ακολουθήσω
μέχρι την άνοιξη
και τα κυκλάμινα
πέρα απ’ τα ζώδια
πέρα απ’ τη νύχτα
της ελπίδας