Ο ποιητής Παναγιώτης Γούτας

24grammata.com/σύγχρονοι λογοτέχνες

επιμέλεια / παρουσίαση: Γιώργος Πρίμπας

Παναγιώτης Γούτας γεννήθηκε το 1962 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε νομικά και παιδαγωγικά. Εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Από το 1990 δημοσιεύει ποίηση, διηγήματα και μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ από το 2002, δημοσιεύει τακτικά βιβλιοκρισίες και κριτικά κείμενα. Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά “Τραμ”, “Παραφυάδα”, “Οδός Πανός”, “Μπιλιέτο”, “Εντευκτήριο”, “Ένεκεν”, “Πάροδος”, “Πόρφυρας”, “Παρέμβαση”, “diodos 66100”, “Jazz & Τζαζ” και το ένθετο “Πανσέληνος” της εφημερίδας “Μακεδονία”. Είναι τακτικός συνεργάτης της “Οδού Πανός” και του “Index” και περιστασιακός συνεργάτης της “Βιβλιοθήκης” της εφημερίδας Ελευθεροτυπία”.

Εργογραφία.

Ντόρτια, (εκδ. Ποιήματα των Φίλων, 2012). Τα “Ντόρτια” είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή στην οποία περιλαμβάνονται τα κατωτέρω ποιήματα..

Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων (εκδ. Νησίδες, 2011)

Πάντα είναι Αύγουστος, (εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2011)

Ενός καφέ μύριοι έπονται, (εκδ. Νησίδες, 2010)

Γυναίκα στις δύο και μισή, (εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2006)

Η ρεβάνς (εκδ. Μεταίχμιο, 2004)

Το ίδιο έργο της ζωής μου (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2002)

Τα λάφυρα του Αυγούστου (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001)

 

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

(Αποκούμπι στην κουβέντα με τον Περικλή Σφυρίδη (εκδ. Μπιλιέτο, 2010) συλλογικό έργο

28η Οκτωβρίου

Ανήμερα εικοστής ογδόης

μετρώ τα «όχι» της ζωής μου.

Ελάχιστα, ασήμαντα περνούν από μπροστά μου.

Λίγα, μα αξιοπρεπή.

Σαν τους ανάπηρους πολέμου

με τα κομμένα μέλη,

στις παρελάσεις.

Ο τυφλός της στοάς

Πόσες ψευδαισθήσεις δεν απαλείφει,

πόσες ματαιοδοξίες δεν εξαρθρώνει,

πόση σκληράδα δεν καταλαγιάζει,

ο τυφλός οργανοπαίχτης της στοάς Κολόμβου!

Λύκεια

Ανηφορίζουν τη Δωδεκανήσου με παλμό.

Πικάντικες φατσούλες, μάγουλα βαμμένα

«Nowar», με καρβουνάκι.

Μπλουζάκια ανοιξιάτικα με το σήμα

της ειρηνιστικής ομάδας που ανήκουν.

«Φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι!»,

φώναξαν με την ψυχούλα τους.

Μετά, τα περισσότερα, εξοκέλλουν της πορείας

και χώνονται στα Goodys της γωνίας.

Κέτσαπ στις πατάτες, γέλια που κελαρύζουν.

Πάντα με το μπλουτζίν τους, το αμερικάνικο

Οι αδικαίωτοι έρωτες

Πιο βασανιστικά στη μνήμη επιστρέφουν

τα βλέμματα που γύρισαν αδικαίωτα στη βάση τους.

Οι μορφές των γυναικών που δεν μας δόθηκαν.

Οι έρωτες που κάηκαν στον αέρα

φιάλες, θαρρείς, υγραερίου–

και σκόρπισαν και χάθηκαν.

Πιο βασανιστικά στη σκέψη επιστρέφουν

τα σώματα που δεν γευτήκαμε,

που από μια παρανόηση ή μια κακή εκτίμηση,

από αδράνεια, φόβο ή αδιαφορία,

δεν τα αγγίξαμε,

δεν κυλιστήκαμε μαζί τους

σε σεντόνια του πόθου.

Τα βλέμματα που βιαστικά προσπεράσαμε,

οι αδικαίωτοι έρωτες, τα ανέγγιχτα σώματα,

μας τυραννούν, απ’ τα κατακτημένα, πιο πολύ.

 

Όρθρος μακεδονίτικος

Ορθρίζει. Κοπάδια βελάζουν σιγανά.

Κρυστάλλινα νερά κυλούν σε γούρνες.

Τσεμπέρια, ντορβάδες, χέρια με ρόζους.

Ο απόηχος του χθεσινού γλεντιού:

χάλκινα πνευστά και μολυβένια θλίψη

Στον Χολομώντα αναθρώσκων καπνός.

Μια ήσυχη βροχούλα στο Παγγαίο.

Κι οι βουρδουνάρηδες το κίνησαν στον Άθω,

με τεριρέμ και κύριε ελέησον στα χείλη

Ραμφίζουνε στις Πρέσπες ερωδιοί,

με ρω του έρωτ’ απερίγραπτα.

Κι ένα φλαμίνγκο μοναχό του απορεί,

στο Δέλτα του Στρυμόνα.

Σοφά πλατάνια, μοιρολόγια.

Έντιμοι γιακάδες, σηκωμένοι.

Κρύο σοβαρό και μετρημένα λόγια.

 

Παρεκκλησάκι’ αχνίζουνε στο λυκαυγές,

στον Βάβδο, στη Γαλάτιστα, στην Όσσα.

Κουρμπάνι στη Γουμένισσα, ντόπιο κρασί.

Σκυλιά που αλυχτούνε σε σοκάκια.

Ορθρίζει και πάλι,

σεμνά,

μακεδονίτικα,

όπως αρμόζει.

Και στην υγρή Συμβασιλεύουσσα,

σα μέσ’ απ’ όνειρο βγαλμένος,

ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης

ψέλνει εσαεί το ανέκφραστο.

Άλλοτε

Τι να απέγινε η λάβα του έρωτά σου;

Οι εκρήξεις των σπασμών σου;

Το μάγμα της επιθυμίας σου;

Η καυτή ορμή σου;

Πώς, όλα αυτά, πέτρωσαν με τα χρόνια;

Και το κορμί σου,

που, άλλοτε, ήταν ηφαίστειο ενεργό,

τώρα κουβαλά, βαριεστημένα,

φτηνά μικροτεχνήματα

θλιβερά απομεινάρια παλιών εκρήξεων–,

περασμένα σε λαιμό και χέρια,

αγορασμένα από τα τουριστικά.

Δύο σβησμένα ηφαίστεια σε ένα σώμα.

Παλιά λικέρ

Παλιά λικέρ κλεισμένα σε ιδιότροπα μπουκάλια

σε σχήμα αμφίκοιλων σπαθιών

ή ανθρωπίνων ομοιωμάτων–

σκονίζονται ξεχασμένα σε ντουλάπια και σκρίνια

στα σπίτια πεθαμένων ανθρώπων.

Κεράσι, φρούτα, πικραμύγδαλο, η γεύση τους.

Σκόνη επικάθεται στη σκόνη,

καινούρια θλίψη στις τσαγιέρες,

στα ηδύποτα, στα γυαλικά, στα πιατάκια του γλυκού.

Παλιά λικέρ που περιμένουν ένα χέρι,

να τους ελευθερώσει το πώμα με λαχτάρα,

σε ποτήρια κατάλληλα να χυθούν,

να προσφερθούν σε συγγενείς και καλεσμένους,

σερβιρισμένα σε κρυστάλλινους δίσκους.

Όμως κανένας πια δεν έρχεται εδώ,

ποτέ κανένας επισκέπτης δεν πατάει,

κι εκείνα μένουν άπραγα και σκονισμένα,

αιώνια, μες στα μπουκάλια τους, να περιμένουν

 

Στο θέατρο και στη ζωή

Υποδυόταν καταπληκτικά επί σκηνής

το περιστατικό της καρδιακής προσβολής

απόρροια τόσων και τόσων επαναλήψεων στις πρόβες.

Φέρνοντας αργά το χέρι στο στήθος

λύγιζε πειστικά τα πόδια του.

Τελικώς σωριαζόταν πάνω στην πολυθρόνα.

Σαν του ’ρθε ανακοπή στο σαλόνι του σπιτιού του

τον βρήκαν πεσμένο άγαρμπα στο πάτωμα

με τα χέρια ορθάνοιχτα

Μικρά της περιφοράς

Όλος δροσιά,

ανυποψίαστος,

διαβάζει τη νεκρώσιμη ακολουθία.

*

Όσους αδίστακτα στον Άδη κι αν στοιβάξεις,

ένας βαρκάρης εσαεί, Χάρε, θα μείνεις,

ένας υπάλληλος.

*

Τα φλερτ της περιφοράς του επιταφίου

ανθός ερωτικός που ξεπηδά

μέσ’ απ’ την παγωμάρα του θανάτου.

*

(περιφορά Αγίου Μηνά)

Με τόσες καλλίγραμμες μυροφόρες στο πλευρό σου,

πώς και δεν ανασταίνεσαι, Χριστέ μου,

μια μέρα αρχύτερα;

 

Παραλία

Πρώτα τίναξε σχολαστικά από πάνω της την άμμο

Ύστερα με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού

Πήρε τα χυτά, πυρόξανθα μαλλιά της

Που έφταναν μέχρι τη γυμνή της μέση

Τα έκανε φίδι, κορδόνι, σχοινί

Τα δίπλωσε δύο, τρεις, τέσσερις φορές

Και περιμετρικά του μικρού εξογκώματος που σχηματίστηκε

Ένα φτηνό, ολόμαυρο λαστιχάκι

Δύο, τρία, τέσσερα γυρίσματα

Τα μάζεψε κότσο

 

Το μαύρο έλαμψε στο κόκκινο σαν επανάσταση

 

Κι εγώ, μετέωρος και πεινασμένος,

Να κρέμομαι απ’ τις διχάλες των δαχτύλων της

 

Μελαγχολία

Η παραλία με τα δεντράκια

Οι ξαπλώστρες πέρα στην ακτή

Τ’ ασάλευτα στο βάθος καράβια

Η ησυχία του απογεύματος, ο Πύργος

Οι απίστευτες κλεφτές ματιές, τα σανδάλια σου

Οι βουτιές μας στον Κάβο

Τα υγρά φιλιά, οι μουσικές της νύχτας

Τα ηλεκτρισμένα σώματα, οι σιωπές,

όλα είν’ ακόμα εδώ…

 

Αύριο θα συνθλιφτούνε

στο νταμάρι της πόλης

 

ΣΑΡΑΚΙ

στη μνήμη του Χρίστου Τσολάκη

Μικρό ποίημα

Στη γλώσσα

Τρίμμα

Αντίδωρου

Από της ποίησης

Το αγιασμένο

Πρόσφορο

*

Φιλτράρω το ποίημα

Το ξεφλουδίζω

 

Ένα ένα πετώ

Τα βαριά του ενδύματα

 

*

Λέξη λέξη

Νοικοκυρεύω το ποίημα

Έχει μεγάλη σημασία, βλέπεις,

Η εκφορά της απόγνωσης

*

Ωραία χορεύουν οι λέξεις σου

Ανάλαφρα λικνίζονται σε μαγικό σκοπό

 

Κι ας μιλούν για έναν σακάτη

 

*

Στα ταπεινά σοκάκια

Όμορφα φυτρώνουν ποιήματα

Στις λεωφόρους

Ευδοκιμούν bestsellers

*

Ποίημα εργόχειρο κεντώ

Με τον μουλινέ της θλίψης μου

*

Πάλι τους δρόμους παίρνω

Για κάνα στιχάκι της προκοπής

 

Τα βράδια το ξετυλίγω

Όπως ο χρήστης τη σκόνη τη λευκή

 

Βελόνα, κουτάλι, σύνεργα του χαμού

Κυλά ξανά στις φλέβες μου

το ποίημα

 

*

Νύχτα φαρμάκι, έχιδνα

Και ξεροσφύρι ο πόνος

 

Μπρος στο κατώφλι του χαμού

Και πάλι ξεπαγιάζω

 

Το ρόπτρο κρούω της ποιήσεως

Και διακονεύω λέξεις

 

*

Άνυδρο ποίημα

Μ’ ένα παγούρι αδειανό

διασχίζω την έκτασή σου

Σβησμένα χείλη, στεγνά,

λαρύγγι κόμπος διπλωμένος

Στο βάθος, σαν φάρσα, λιμνούλα

τρελαίνοντ’ οι αισθήσεις μου

Καμία όαση

Μόνο μια πεταμένη λέξη,

κάκτος που επιμένει

*

Τα ποιήματα

Μοναξιάς διαπιστευτήρια

Καθρέπτες της ματαιοδοξίας μας

Ν’ αξιοποιηθεί η συντριβή μας

*

Το ποίημα

πάντα γυρίζει

Όπως πουλί

εκπαιδευμένο

στο κλουβί του

 

*

Πάλι γεννώ ποιήματα

Στο μαιευτήριο τής ερημιάς μου

 

*

(σταδιοδρομία ποιητή)

Απ’ τα πακέτα των τσιγάρων

στο μπλοκάκι

ύστερα

σε χρωματιστό χαρτί πολυτελείας

*

Σαν μελισσούλα

Από λέξη σε λέξη

Πάλι πετάς

*

Τις νύχτες βγάζω βόλτα τα ποιήματα

όπως οι ηλικιωμένοι τα σκυλιά τους.

 

*

Λέξη λειχήνα

Στης ψυχής την τούνδρα

Πάλι φυτρώνεις

*

Λίγα παλιά του ποιήματα

Χωμένα σε μικρή ανθολογία

Αυστηρώς επιλεγμένα

Από τους επαΐοντες του χαμού

*

Αντανακλούν οι λέξεις πάνω σου

Στο πρόσωπό σου αντιφεγγίζουν

Οι λέξεις σε ακτινοβολούν

Ή τάχα λάμπουν από σένα;

*

Λειαίνω, λειαίνω

Ακονίζω τη φράση

 

Ακίδα αιχμηρή η τελευταία λέξη

 

Προσέξτε, ματώνει!

 

*

Γιαταγάνια περήφανα οι λέξεις σου

Στριφογυρίζουν, σκίζουν τον αέρα

 

Πολεμιστές αγέρωχοι οι στίχοι σου

Πάνω σ’ αραβικά άτια, καθαρόαιμα

Καλπάζουν, σφάζουν ανελέητα

 

Λεηλασία ήσουν

Εξανδραποδισμός

*

Ένα ποίημα τελειώνω

Δυο ξεφυτρώνουν

φτάνει πια!