Ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας γεννήθηκε στη Λάρισα, σπούδασε ιατρική στη Ρώμη και ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική στο ΨΝΑ (Δαφνί). Τα τελευταία 25 χρόνια ζει κι εργάζεται ως Ψυχίατρος στην Αθήνα.
Είναι συνιδιοκτήτης του διαδικτυακού λογοτεχνικού περιοδικού Ποιείν [ www.poiein.gr ] Έχει ανθολογηθεί σε πολλά διαδικτυακά ή έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ έχει συμμετάσχει σε πολλές ποιητικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Έργα του:
Ποίηση:
Το Αθόρυβο γεγονός (1986, εκδόσεις Το Δέντρο. Επανέκδοση 2001, εκδόσεις Πλανόδιον)
Η Μάθηση της Αναπνοής (1990, εκδόσεις Πλανόδιον. Επανεκδόσεις 1999 και 2001)
Ο Κοινωνός των Αποστάσεων (1997, εκδόσεις Νεφέλη. Επανέκδοση 2002, εκδόσεις Πλανόδιον)
Νήσος Χίος (2002 εκδόσεις Πλανόδιον)
Η μάθηση της αναπνοής…σε τρεις κινήσεις (2006, εκδόσεις Μελάνι)
Προσευχές για φίλους/Prayers for friends [δίγλωσση έκδοση, με μετάφραση στα αγγλικά του Γιάννη Γκούμα], (2007, εκδόσεις Heteron. Επανέκδοση 2008)
Χόρχε (2008, εκδόσεις Μελάνι)
Νήσος Χίος/The Isle of Chios [δίγλωσση έκδοση, με μετάφραση στα αγγλικά του Γιάννη Γκούμα] (2009 εκδόσεις, Οδός Πανός)
Όρος Αιγάλεω (2009, εκδόσεις Ενδυμίων)
Χαμένο Κορμί (2010, εκδόσεις Μελάνι) από το οποίο και παρατίθενται κατωτέρω δώδεκα ποιήματα.
Μεταφράσεις:
Vittorio Sereni , Ποιήματα (1981, εκδόσεις το Μικρό Δέντρο)
Sandro Penna , Ποιήματα, (1981, εκδόσεις το Μικρό Δέντρο)
Umberto Saba , Ποιήματα (1988, περιοδικό Πλανόδιον, τευχ.7)
Η Αθήνα του Περικλή με ξεναγό τον Σωκράτη (2003, εκδόσεις Τουμπής)
Δοκίμια:
Εγκόλπιο του καλού αναγνώστη, 24 άρθρα για την ανάγνωση (2010, εκδόσεις Ενδυμίων). Γιώργος Πρίμπας

__________________________

Ένα κοτσάνι μήλου.
Κάποιος καθόταν εδώ
και δάγκωνε ένα μήλο.
Έπειτα χάθηκε. Την ίδια μέρα
που η Ιστορία κατέγραφε τρεις
νεκρούς στο κέντρο της Αθήνας.
Κάποιος άλλος σ’ ένα άλλο
σημείο, άφησε τη γόπα του τσιγάρου
πριν χαθεί κι εκείνος.
Η Ιστορία καταγράφει μόνον:
κοτσάνια, πτώματα, στάχτες.

Την καύτρα απ’ το τσιγάρο μου
θα την είδατε βέβαια,
πίσω από κατεβασμένες τέντες
ανάμεσα σε καλλωπιστικά φυτά
να φέγγει την τετάρτη πρωινή
αφού ξενύχτησα και πάλι απόψε,
με ψιλοβρόχι, μαυρογιαννάκη
και τσιγάρα άπειρα, κάτι
δεν μπορεί θα πήρε το μάτι σας,
απλή υποσημείωση στο κείμενο
της δικιάς σας νύχτας,
υπενθύμιση κι αναγωγή
σε όλες τις αναρίθμητες απώλειες,
ένας που έχασε ό,τι είχε να χάσει
έχασε στο τέλος και τον ύπνο του.

Προτού χάσω το κορμί μου
έχασα το μυαλό μου – Πάμε πάλι:
Πριν χάσω το μυαλό μου
έχασα το κορμί μου – Απ’ την αρχή:
Έχασα το μυαλό μου.
Έχασα το κορμί μου.
Πάμε πάλι από την αρχή:
Έχασα το κορμί μου.
Έχασα το μυαλό μου
σε χέρια που μια νύχτα
μου πρότειναν
τρεμάμενη σάρκα.

Βράδυ Σαββάτου σε βλέπω
να λούζεσαι. Αφρός
το σώμα σου. Αλόη
τα βυζιά σου. Μέλι
να στάζει το νερό
ανάμεσα στα σκέλια.
Το κορδονάκι είμαι
που κρέμεται με μια γαλάζια
χάντρα στου μπάνιου
τα πλακάκια. Δεν με βλέπεις.
Να το τραβούσες και πάλι
δεν θα σ’ άκουγα. Χρόνους
πολλούς απ’ τη ζωή σου λείπω.

Ένας άντρας βγαίνει στο μπαλκόνι του.
Έχει μόνο δυο κατακόκκινες μπουκαμβίλιες:
μια στα δεξιά, μια στ’ αριστερά,
κανένα άλλο λουλούδι. Καθώς σκύβει
να τις ποτίσει, γέρνουν οι πλάτες του
απ’ τα πολλά τα άνθη.

Ασώματος ων, διαρκώς κυνηγών
την αγκαλιά απ’ το σώμα στο σώμα
που θα με ντύσει, το βλέμμα
που θα μου σιδερώσει τις ρυτίδες,
θα με αποκαταστήσει όμορφο
και ευπρεπή, αλλά κυρίως το σώμα
επιζητάω που θα μου δώσει πίσω
το χαμένο μου κορμί.

Αναρωτιέμαι αυτά τα νέα
κορμιά π’ αγγίζω ακροθιγώς
με περισσή ευγένεια και χάρη,
πόσα έχουν να χάσουν ακόμα,
έτσι όπως τα βλέπω να σπαν,
να θρυμματίζονται μέσα
στα δάκτυλα μου, πόση
υπομονή χρειάζεται ο εύπλαστος
πηλός να ξαναγίνει χώμα.

Λάμπει η γυμνή γάμπα σου μισή
έξω απ’ την κουβέρτα.
Στον αέρα η ωμοπλάτη μου
ανεβοκατεβαίνει ασθμαίνουσα.
Κρότος και λάμψη
λάμψη και κρότος
οι αρθρώσεις μας,
κάθε που σμίγουν δυο χαμένα
κορμιά για μια νύχτα.

Αυτό το κάτι που βλέπω
στα μάτια σου
τώρα που με κοιτάς
κατάματα
μ’ ενοχλεί ακόμη περισσότερο:
όσο θα ‘χω δυο μάτια
για σένα δεν θα ‘μια
χαμένο κορμί
αλλά καμένο χαρτί.

Ένας άντρας με το σκύλο του
στην αποβάθρα του Ναυπλίου,
Άνοιξη Κυριακή
δεν θυμάται καν αν αγάπησε,
αν τον αγάπησαν, αν είχε δεθεί
με όρκους και φιλιά
στα κάλλη, σαν το σκυλί
στην αλυσίδα του, και προχωράει:
οι γυναίκες συγχωρούνται εν ζωή,
οι άντρες μετά θάνατον.

Είναι η θάλασσα απόψε
που μας τραγουδάει ακαπέλα.
Στηρίξαμε τις κιθάρες μας
στο πεζούλι του Ανεμόμυλου.
Κάναμε την ερωτική μας διάθεση
πειράγματα και χωρατά
μέχρι τα ξημερώματα. Ήπιαμε
στα παλιά ανέμελα Καλοκαίρια.
Σπάσαμε τ’ άδεια ρετσινάκια
στα βράχια, όπως παλιά
συνθλίβαμε τα κορμιά μας.
Πιάσαμε τα μολύβια μας
κι ενώσαμε, από παλιά σταυρόλεξα
που έμειναν άλυτα, χαμένες υποθέσεις,
τις σκόρπιες τελίτσες στο στερέωμα.
Σχηματίσαμε ένα και μοναδικό
αστέρι με πέντε ακτίνες, κόκκινο,
σαν κι αυτό που θα ράψουμε
όλοι στους μπερέδες μας.
Καινούρια τραγούδια και νέα ποιήματα
θα γράψουμε αυτόν το Χειμώνα.

40 50′ 47″ Ν-14 15′ 18″ Ε
Έξι γερανοί σε σχηματισμό τριών
πάνω απ’ τον κήπο της Σάντα Κιάρα.
Πάνω απ’ την παλιά πόλη της Νάπολης.
Βλέπουν έναν άντρα με γκρίζα γενειάδα
ν’ αγκαλιάζει μια γυναίκα με γκρίζα
μάτια. Να σταματάν τον φλογερό
εναγκαλισμό στο μισάνοιχτο μπαλκόνι.
Να σηκώνουν και οι δυο το κεφάλι.
Να τους κοιτάνε. Έξι γερανοί
σε σχηματισμό τριών να πετούν
πάνω απ’ την παλιά πόλη
της Νάπολης, πάνω απ’ το μπαλκόνι
του δεύτερου ορόφου της Via San Giovanni
Maggiore Pignatelli 15, Google Earth
40 50′ 47″ N-14 15 ‘ 18″ Ε