Ο ποιητής Φίλιππος Αγγελής

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο ποιητής Φίλιππος Αγγελής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984 και σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, αποσπά τον πρώτο του έπαινο σε ποιητικό διαγωνισμό. Έχει λάβει μέρος σε πολλές λογοτεχνικές διοργανώσεις.

Έχει εκδώσει την ποιητική του συλλογή: Το αγαπημένο παιδί της μοναξιάς (2010, εκδόσεις Πολύχρωμος πλανήτης) από την οποία και τα κατωτέρω ποιήματα (τα οποία εδώ παρουσιάζονται στο μονοτονικό).

Ασχολείται, επίσης, με τη μουσική και τη στιχουργία.(Γιώργος Πρίμπας)

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Το πρόσωπο μου
σ’ αυτή την ξεχασμένη κι απ’ τη ζωή φωτογραφία
– μην κοιτάς.
Δεν είμαι εγώ.
Κι αν πάλι είμαι
το ατσαλάκωτο της επιφάνειάς του
πια δε μου ανήκει…

Τότε
τα χείλη μου αγνοούσαν
της προδοσίας τη στυφή τη γεύση.
Και για την αγάπη είχαν μόνο να σου πουν.
Τώρα
με στίχους δύστροπους
που έμαθαν να χάνουν λίγο-λίγο το νόημά τους
σε ταλαιπωρούν.
Σε κουρασμένα όνειρα
δεν περίμεναν να λογοδοτήσουν.
Ούτε για τη θνητότητα των λέξεων
να διαμαρτυρηθούν…

Όχι, ψυχή μου.
Δεν θλίβομαι για όλα αυτά.
Μόνο πού μ’ εκείνο το ίδιο παράφορο πάθος
δεν πρόκειται ποτέ να σε φιλήσουν
– θλίβομαι.
Τότε
τα μάτια μου δεν είχαν δε
την ακαριαία πτώση του Έρωτα
στο άγονο έδαφος το χρόνου.
Τα φτερά μου τσακισμένα
απ’ το βάρος των ψευδαισθήσεων
δεν φαντάστηκαν.
Κι αλήθεια –
την οδυνηρή εικόνα ενός αποχαιρετισμού
να τη γνωρίσουν, δεν πίστευαν.

Τότε
φλόγα της ελπίδας έκαιγε ακόμα μέσα τους
ανυποψίαστη
για τον χειμώνα πού θα την πάγωνε
μέχρι και την τελευταία της σπίθα.
Τώρα
ταξίδια στάσιμα σε βαλτωμένες θάλασσες και –
και δύσβατα λιμάνια
μονάχα τα στοιχειώνουν.

Όχι, ψυχή μου.
Για όλα αυτά δεν θλίβομαι.
Μόνο πού μ’ κείνη την δια ακλόνητη πίστη
δεν πρόκειται ποτέ να σ’ αντικρύσουν
– θλίβομαι.
Στ’ αυτιά μου
δεν είχε φτάσει ο απόηχος τέτοιας απόγνωσης
απ’ των ανθρώπων την φλύαρη την κράση
τόση σιωπή συσσωρευμένη δεν άκουσαν ποτέ
και ούτε για της ψυχής το παρακάτω
αντέχουν πια ν’ ακούσουν…

Το πρόσωπο μου, λοιπόν
σ’ αυτή την φωτογραφία πού δείχνει να μου μοιάζει
– μην κοιτάς.
Άτυχη στάθηκε πολύ.
Έτσι ανέφικτα όπως με απο-θανάτωσε

ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΛΑΘΟΣ, ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;

Μην κοιμηθείς ακόμα.
Μην κλείνεις τα μάτια σου τόσο νωρίς
κι από τον κόσμο σου
μια ώρα αρχίτερα με σπρώχνεις.

Ξέρεις πόσες νύχτες ξόδεψα να σε περιμένω
κάτω από αυτό το ταβάνι
πού απόψε και τους δυο μας σκεπάζει
και παράλογα μας κρύβει
από το φως των αστεριών και το φεγγάρι;
Το φεγγάρι – πού πολύ θα χαιρόταν να μ’ έβλεπε μαζί σου.
Σαν κουρασμένο μου φάνηκε την τελευταία φορά
χρόνια και χρόνια εκεί πάνω κρεμασμένο
να προσπαθεί μάταια να φωτίσει
τόση γκρεμισμένη ανθρωπότητα
με τέτοια δύστροπη ψυχή.

Ξέρεις πόσο αβάσταχτα γίνονται όλα εδώ μέσα
όταν λείπεις;
Τίποτα δεν είναι αγαπημένα ίδιο.
Τη δυσκολία να υπάρχω μόνος μου
με πράγματα πού άγγιξες
την ξέρεις;
Φαντάστηκες ποτέ
την απόλυτη μοναξιά των χεριών μου
όταν τραβούν τα παράθυρα
για να υποδεχτούν το σκοτάδι
και τη δύναμη πού χρειάζεται
να ζεις με μια απώλεια;

Σκληρό πού είναι
να ξυπνάς το πρωί και να ψάχνεις
μια παρουσία να ευχηθείς «καλημέρα».
Και να μη βιάζεσαι να γυρίσεις από τη δουλειά
γιατί δεν σου βρίσκεται κάποιος
να προσδοκεί την επιστροφή σου…

Ξέρεις
που πηγαίνει ο Έρωτας όταν χάνεται;
Πίσω από ποιον θάνατο
πάει και συντονίζεται
για την εφήμερη τη φύση του
να κλάψει;
Μια αλήθεια

πού να μη σκοτώνει τη χαρά
που μου δίνει το καθαρόαιμο ψέμα σου
– μήπως ξέρεις;

Μην κοιμηθείς ακόμα
Μην κλείνεις τα μάτια σου τόσο νωρίς
κι από τα όνειρά σου
έξω πάλι με αφήσεις.
Μην κοιμηθείς ακόμα
και τη σιωπή σου ας τρέμω
έτσι όπως εμμένεις
να μη μου απαντάς…

Μην κάνεις τάχα πώς λυπάσαι.
Τη σπούδασα καλά την απογοήτευση.
Περήφανα σηκώνει το σταυρό σου

πού ορθόδοξα επάνω του
θα πας να καρφωθείς.

ΜΑΜΑ
Τα σπέρματά σου, θεέ μου
γονάτισε το βλέμμα σου και κοίταξε.
Ανήλικα κι εξαθλιωμένα πως σε καρτερούν.
Ανήλικα κι εξαθλιωμένα, λέω.
Βουτηγμένα στην πρέζα
και την πλάνη της ουράνιας βασιλείας σου
σέρνονται στα πεζοδρόμια και τις πλατείες
κι έτσι – όπως
τη μήτρα των υποσχέσεων σου ποτέ δεν βρίσκουν –
αθόρυβα γλιστρούν έξω απ’ τη ζωή τους
και ξεψυχούν ασήμαντα
στης ισότιμης αγάπης σου το κενό…

Εσύ, μαμά
αποφάσισες να φύγεις νωρίς
και της ψυχής σου ζήλευα την αποδήμηση
τώρα πού ελεύθερη απ’ τον κοινωνικό πανικό
έναν δικό της ουρανό θα ατένιζε.
Όχι. Δεν ήταν για να γλυτώσεις από όλα αυτά.
Μα για να πας εγκαίρως να σταθείς μπροστά του
και γενναία την κουρασμένη σου θνητότητα
να αναμετρήσεις μαζί του.
Να του ζητήσεις εξηγήσεις
για τη δυσκολία να είσαι άνθρωπος.

Άνθρωπος – άνθρωπος
με αίμα αιμάτινο
και αναρίθμητες αδυναμίες…

Να του μιλήσεις
για όλα εκείνα τα βουβά ξημερώματα
πού σε βρήκαν μόνη και λυπημένη
να παγώνεις τον καφέ σου
με τα δάκρυα
για το μικρότερο νεκρό αδερφό σου…
Την ατυχία μου
να πηδιέμαι τις νύχτες με τους πόθους μου
πίσω από τα δέντρα
να μη ντραπείς να αναφέρεις.

Αυτός ευθύνεται και για τις δύστροπες τις τάσεις μου…
Τον καρκίνο
πού σου έτρωγε λίγο-λίγο την καρδιά

μην ξεχάσεις να του δείξεις.
Με κάποιο θαύμ
– από αυτά τα γραφικά –

απαίτησε να σου αφαιρέσει.
Πρέπει κάποτε να μάθεις να διεκδικείς…

Κι έπειτα, πες του
τον παράδεισο να κλείσει οριστικά
και να πετάξει τους αγίους του στο δρόμο.
τα τάματα, μαμά, μας χρεωκόπησαν
και δεν έχω κάποιον να μου φέρει τσιγάρα…

Και να μπορούσες – μακάρι να
γυρνούσες πάλι εδώ κοντά μου.
Έχω γεμίσει το σώμα μου πληγές.
Και σε χρειάζομαι, μαμά.
Αυτός ό επίπονος λεκές
δεν ξέρω πώς να φύγει…

ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ, ΘΥΜΗΣΟΥ

Τα μάτια σου επάνω μου –
ένα ζευγάρι άστρα που έχασαν το δρόμο τους
και ξέμειναν στη γη.
Γι’ αυτό σου λέω…
κοίτα με.
ανάγκη επιτακτική έχω
έναν ουρανό να με στεγάσει.
Με λίγο από τη σκόνη σου να σκεπαστώ.
Ξέρεις –
αυτή που εγκαταλείπουν τα βήματα των ανθρώπων

που διέσχισαν άτσαλα τη ζωή μας
…και μη σε νοιάζει για μένα.

Διδάχτηκα σωστά την ύλη της απουσίας.
Επιμελητής ποιητικών αδιεξόδων έγινα
και πεζογραφημένων αμφιβολιών.
Κάθε βράδυ μ’ επισκέπτονται αιμόφυρτες
οι παλιές μου αναμνήσεις
και τρίξουν οι πόρτες.
Και χαμηλώνω τα φώτα
– πάντα με τρόμαζαν τα ύψη –
σε τρυφερό σκοτάδι μέσα
να βαφτίσω τις διαδρομές της εμπειρίας
στο πρόσωπο μου.
Αδικοχαμένες τόσες στρώσεις
αντιγηραντικών αναμνήσεων.

Από εδώ αλώβητη πέρασε ή φθορά.
Αφού ακόμα αναπολώ
εκείνον τον ελπιδοφόρο θάνατο
πού άστραφτε σαν ηλιαχτίδα απρόσμενη
στα θολά της καρδίας μου τα τζάμια…
Ρίξε, λοιπόν
όλη την ευθύνη για τον χαλασμό μου
στο βιαστικό κι αβέβαιο πέταγμα
κάποιου μεγάλου έρωτα.
Στην εφήμερη προσδοκία
της ζωής μιας πεταλούδας.
Στα διανυκτερεύοντα της λύπης μας τα φαρμακεία.
Και στ’ όνομά σου το πικρό.
Το επικίνδυνα δισύλλαβο.
Να σου το κρύψω πια δεν θέλω –
μα πολλές φορές το ονειρεύτηκα
στα δύο να το σπάσω.
Και την ένωση ευχήθηκα

ποτέ
να μη μπορέσεις να την βρεις
ώστε ξανά να υπάρξεις.
Και να πάψεις προδοσία να θυμίζεις…
Σας μιλάει ο αυτόματος τηλεφωνητής.
Παρακαλώ
αφήστε το μήνυμα σας μετά τον χαρακτηριστικό ήχο…
Να ντυθείς καλά απόψε.
Με τέτοια ασύδοτη παγωνιά εκεί έξω
πολύ φοβάμαι θ’ αρρωστήσεις.
Τώρα πού δεν θα σε προσέχω πια εγώ.
Τώρα πού εγώ πια δεν θα σε προσέχω.

Εγώ πού τώρα δεν θα σε προσέχω πια…