Ο Φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας (1920 – 2011)

24grammata.com/ φωτογραφία

σε συνεργασία με τον έγκυρο ιστότοπο www.aspromavro.net


Η Ελλάδα σε άσπρο – μαύρο είναι η Ελλάδα που ξέρουμε; Η Ελλάδα του γκρίζου ουρανού, της μελανής θάλασσας και των σκοτεινιασμένων προσώπων είναι αυτή που ζήσαμε και ζούμε; Αλλά μήπως οι έγχρωμες καρτ ποστάλ, που αποτυπώνουν την ωραιοποιημένη εικόνα της χώρας και την ισοπεδωμένη όψη των ανθρώπων της, είναι η Ελλάδα; Ο Κώστας Μπαλάφας δεν είχε ποτέ αυτό το δίλημμα. Οχι μόνο τότε που το έγχρωμο φιλμ ήταν γι’ αυτόν άγνωστο, όχι μόνο γιατί το πρώτο που έπεσε στα χέρια του ήταν το ασπρόμαυρο φιλμ της «Φεράνια Καπέλι», λάφυρο από ιταλικό βομβαρδιστικό που τα ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν στα περίχωρα των Ιωαννίνων το 1940, αλλά από πεποίθηση. Και από την άποψη ότι ο κόσμος, ο δικός του κόσμος των ανθρώπων του μόχθου και της πάλης για επιβίωση, όπως και ο ίδιος την έζησε, δεν έχει ανάγκη από τα στολίδια που θα ελαφρύνουν τα βάρη και θα απαλύνουν τον πόνο για να χαϊδέψουν τελικώς τα μάτια των θεατών. Η Ελλάδα αυτών των ανθρώπων και η Ελλάδα των δύσκολων χρόνων του πολέμου, της Αντίστασης αλλά και των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν είναι αυτή που αποτελεί τον κύριο όγκο του έργου του. Με τη δύναμη του ασπρόμαυρου φιλμ καταλυτική και με πρωταγωνιστή πάντοτε τον άνθρωπο να διατρέχει όλη την γκάμα του γκρίζου.

«Η ζωή και το έργο του Κώστα Μπαλάφα σφραγίζονται λίγο-πολύ από κοινά θεμελιακά δεδομένα και αρχές: το αυτοδίδακτο (τόσο της τέχνης όσο και της επιβίωσης), η καθαρότητα του σκοπού, η αντισυμβατική στάση, η γνησιότητα της έκφρασης»

Το κύριο προσόν της φωτογραφίας του Μπαλάφα λοιπόν είναι η αμεσότητα της επαφής. Και αν αδιαφόρησε για τους αισθητικούς πειραματισμούς και για τις φωτογραφικές τεχνικές που άλλοι συνάδελφοί του έχουν καλλιεργήσει με επιμέλεια είναι γιατί ο ίδιος αναζήτησε την προσωπική προσέγγιση των θεμάτων του.

Οπως σημειώνει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου :«Στράφηκε στην καθαρή φωτογραφία, αναζητώντας με απλότητα και αναγκαιότητα την ουσία του θέματος μέσα από τα όρια του κάδρου και της φωτογραφικής πράξης. Ως εκ τούτου και οι συνθέσεις του είναι απέριττες και χωρίς επιτήδευση. Η τομή που δημιουργούν είναι βαθιά και καθαρή, με την ακρίβεια του νυστεριού».

«Ο Κ. Μπαλάφας είναι ένας γνήσια λαϊκός καλλιτέχνης, αφ’ ενός γιατί ο λαός είναι ο βασικός πρωταγωνιστής των φωτογραφιών του, αφ’ ετέρου γιατί σ’ αυτόν κυρίως απευθύνεται αυτό το έργο. Εκτός από ανεξάντλητη πρώτη ύλη δηλαδή, οι άνθρωποι του λαού αποτελούν και τον τελικό αποδέκτη του έργου του. Η θεματική του έργου του, με ελάχιστες ίσως μικρές παρενθέσεις, είναι αξιοσημείωτα συνεχής και συνεπής και υπήρξε κατά βάση η καταγραφή της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας σε κάθε της έκφανση. Η Ελλάδα, όμως, μέσα από τις φωτογραφίες του Κ. Μπαλάφα δεν είναι γραφική, καρτ – ποσταλική, επιδερμικά ιστορική ή απλά μια γεωγραφικά προνομιακή χώρα. Είναι ένας ζωντανός παλλόμενος τόπος γεμάτος συγκρούσεις, ανακαλύψεις, αντιθέσεις…».

«Για να κατανοήσει κανείς το έργο του Κώστα Μπαλάφα βαθύτερα, πρέπει ίσως να το φέρει σε προοπτική σχέση με τη γενικότερη στάση του απέναντι στη ζωή και την τέχνη. Ετσι, από τη μια μεριά το αυτοδίδακτο της τέχνης του, σε συνδυασμό με την καθαρότητα του καλλιτεχνικού του σκοπού, τον κράτησαν σε απόσταση ασφαλείας από τις σειρήνες μιμητισμού των δυτικών φωτογραφικών τάσεων. Από την άλλη, η αντισυμβατική στάση του απέναντι στην ίδια του την τέχνη, με την αποφυγή της εμπλοκής στην επαγγελματική φωτογραφία και την άρνηση κάθε αμοιβής για τους φωτογραφικούς του καρπούς, εδραίωσε μέσα του τη γνησιότητα των κινήτρων και την αυτονομία της έκφρασης».

«Ιδωμένο με αυτούς τους όρους, το έργο του Κ. Μπαλάφα είναι δύσκολο να διαχωριστεί από την προσωπικότητά του. Και τα δύο μαζί, αλληλένδετα, συνθέτουν ίσως το πιο ολοκληρωμένο έργο που υπήρξε η ίδια η ζωή του. Ο Κ. Μπαλάφας δεν αποτελεί απλά μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές – φωτογραφικές και μη – με το σημαντικό έργο και την ξεχωριστή βιοσοφία του. Είναι πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος που δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια του μπροστά στην ομορφιά, την αλήθεια, την καταστροφή και το θάνατο και ενόσω τα αντίκρισε όλα σε γενναίες δόσεις».

Γεννημένος το 1920 σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, την Κυψέλη της Αρτας, από γονείς αγρότες, ο Κώστας Μπαλάφας βρέθηκε από μικρός στην Αθήνα, βιοπαλαιστής ετών δέκα, στη δουλειά την ημέρα και στο σχολείο το βράδυ.   Φωτογράφισε τα εγκλήματα των Γερμανών στα Ιωάννινα και εν συνεχεία, περνώντας στις τάξεις του ΕΛΑΣ, τον αγώνα των ανταρτών. Από τις λίγες περιπτώσεις ανθρώπων που η ζωή και το έργο τους συμβαδίζουν, συνθέτοντας μια αδιάσπαστη ενότητα.

Σε μικρή ηλικία κατέβηκε στην Αθήνα να δουλέψει, το βράδυ σχολείο την ημέρα δουλειά, γύρω στα 1928-29 δούλευε ως υπάλληλος σ’ ένα μαγαζί, εκεί είχε την πρώτη του επαφή με τη φωτογραφία.

Το αφεντικό του δέχτηκε επίσκεψη απ’ τα αδέλφια του απ’ την Αμερική και θέλησε να τους ξεναγήσει. Είχαν ένα κουτί Kodak που το χειρίστηκε ο Κώστας Μπαλάφας, όπως λέει ο ίδιος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που μπορούσε αιχμαλωτίσει τον ορατό κόσμο.

Εγκατεστημένος στα Ιωάννινα, ως εργαζόμενος μπόρεσε με τις οικονομίες του ν’ αγοράσει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, ήταν μια Junior Kodak B60. Στην αρχή έβγαζε φωτογραφίες όπως όλοι, αναμνηστικές κλπ.

Στα Γιάννενα τότε υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφική κίνηση σε σχέση με την Αθήνα, πολλοί είχαν αρκετά καλές μηχανές όπως Rollei, Leica, Zeiss.

Έτυχε τότε να έρθει ένας τραγουδιστής, ο Επιτροπάκης, για την πόλη ήταν μεγάλο γεγονός, έσπευσαν λοιπόν όλοι οι φωτογράφοι να απαθανατίσουν το γεγονός, μαζί τους και ο Κώστας Μπαλάφας, οι υπόλοιποι όταν είδαν την μηχανή του είπαν: «Να ο Μπαλάφας με το σαραβαλάκι του» και γέλασαν, έτυχε όμως την στιγμή που πάτησε το κλείστρο, ο τραγουδιστής να μην κουνηθεί, και η φωτογραφία βγήκε καλύτερη απ’ όλων των άλλων, φαντάζεστε την αντίδρασή τους…

Αργότερα ο Κώστας Μπαλάφας αποκτά μια καινούργια Robot ανταλλάζοντάς την με την προηγούμενη και με το ρολόι του.

Πλησιάζει ο πόλεμος, η νέα του μηχανή είναι μικρή και εύχρηστη και έχει τη δυνατότητα να την έχει πάντα μαζί του και απαθανατίζει τα δραματικά γεγονότα της εποχής, δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος απ’ το υλικό αυτό κατασχέθηκε απ’ την Ασφάλεια.

Για όλες αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκε ένα κινηματογραφικό φίλμ που του ήρθε στην κυριολεξία απ’ τον ουρανό, ένα Ιταλικό βομβαρδιστικό χτυπήθηκε και έπεσε στην πόλη, στην άτρακτό του βρέθηκε το φίλμ.

Στον πολεμο έβγαλε πολλές «κλεφτές» φωτογραφίες όπως λέει, τα φίλμ τα εμφάνιζε εκεί, τα μάζεψε, τα έβαλε σ’ ένα μεταλλικό κουτί και τα έκρυψε στο ξύλινο πάτωμα ενός σπιτιού τα οποία θα πάει να πάρει τον 1976, αρκετά απ’ αυτά θα διασωθούν και θα γίνουν ένα λεύκωμα με τίτλο: «Το αντάρτικο στην Ήπειρο».

Από το 1951 εργάστηκε στη ΔΕΗ και τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο του τον διέθεσε στη φωτογραφία. Οι σκληρές συνθήκες ζωής των παιδικών του χρόνων και οι αγώνες του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία, επέδρασαν στον ευρύτερο ψυχισμό του και διαμόρφωσαν το ύφος της φωτογραφικής του δουλιάς, ιδίως σε θέματα κοινωνικού προβληματισμού, τα οποία κυρίως τον απασχόλησαν.

Οι φωτογραφίες του Μπαλάφα από την Αντίσταση πέρασαν αναμφίβολα στην Ιστορία ως αψευδής μαρτυρία μιας κορυφαίας πράξης του ελληνικού λαού. Η αγριότητα του πολέμου, οι κακουχίες, το πάθος για τον αγώνα, όλα βρίσκονται εκεί, καταγραμμένα από τον φακό του με την κατάθεση της ψυχής του.

Στην τριαντάχρονη φωτογραφική του πορεία, ο Κ. Μπαλάφας έχει συγκεντρωμένες στο αρχείο του τις εικόνες μιας Ελλάδας που πλέον δεν υπάρχει, συνθέτοντας έτσι την άλλη ιστορία της. Ο Κ. Μπαλάφας ανήκει στους ουμανιστές φωτογράφους της μεταπολεμικής περιόδου, που καθόρισαν την πορεία της ελληνικής φωτογραφίας. Παράλληλα, το σύνολο της δουλιάς του αποτελεί μοναδική μαρτυρία για την ιστορία και την κοινωνία του τόπου. Γνήσιος ποιητής της φωτογραφικής τέχνης, αφουγκράστηκε την ψυχή των απλών ανθρώπων και αποτύπωσε στιγμές της καθημερινής τους ζωής.

Στο έργο του πρωταγωνιστούν οι κάτοικοι των απομακρυσμένων χωριών της Ηπείρου, που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, δίνουν το σκληρό αγώνα της επιβίωσης. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι αγέρωχες Ηπειρώτισσες μάνες, ταγμένες στη συνέχεια της ζωής. Οι φωτογραφίες του από την Αντίσταση, ασπρόμαυρες, δραματικές, ιστορικά σημαντικές, είναι το πολύτιμο ντοκουμέντο μιας εποχής, που, ταυτόχρονα με την αφαιρετικότητα και την ευαισθησία τους αποτελούν πρόταση για την προσέγγιση σύγχρονων βίαιων γεγονότων που σήμερα συνεχίζουν να καταγράφουν οι νεότεροι.

Αν όμως οι φωτογραφίες της Αντίστασης, όταν δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά, προκάλεσαν δικαιολογημένα τεράστια συγκίνηση για τις μνήμες που διέσωσαν, η συνέχεια δεν υπήρξε λιγότερο ενδιαφέρουσα. Για τον Κώστα Μπαλάφα η φωτογραφία θα έμενε πάντοτε, πέραν των άλλων, ένα εργαλείο για κοινωνικό προβληματισμό. Και από αυτή τη θέση εκκινώντας και περπατώντας όλη την Ελλάδα, στάθηκε για να αποτυπώσει τον νέο αγώνα του Ελληνα στα χρόνια που ακολούθησαν.

Γιατί αν η Ελλάδα της δίνης του πολέμου και της Αντίστασης είναι δικαιολογημένα αυτή που καταγράφεται στις φωτογραφίες της εποχής, η εικόνα της δύο και τρεις δεκαετίες αργότερα ξαφνιάζει. Η Αθήνα, έχοντας απομακρυνθεί από την εποχή των δεινών, μπορεί να ζούσε ήδη τις μεγάλες αλλαγές σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο· τα νέα ρεύματα που έρχονταν από το εξωτερικό μπορεί να έβρισκαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν· η «επαρχιακή», όπως χαρακτηριζόταν από τους ξένους επισκέπτες, πρωτεύουσα να άρχιζε να αποκτά λούστρο ευρωπαϊκό.

Ο κόσμος φαίνεται στενός για τους άνδρες που αγωνίζονται τώρα ενάντια στη φτώχεια, για τις γυναίκες που κουβαλούν παντού μαζί τους τα μωρά στον ώμο, για τον βοσκό που τα πρόβατα είναι ολόκληρη η ζωή του, για τον εργάτη που γι’ αυτόν η εξέλιξη δεν έχει ακόμη φθάσει.

Σε αυτές τις φωτογραφίες ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει σε ένα άχρονο τοπίο και βεβαίως να δικαιολογεί στο έπακρο τη μετανάστευση προς το κέντρο αλλά και προς το εξωτερικό ως μοναδική ελπίδα διεξόδου από την ανέχεια. Η καταγραφή έτσι της μεταπολεμικής κοινωνίας της άλλης Ελλάδας, αυτής που βρίσκεται μακριά από την Αθήνα και αγκομαχά κάτω από το βάρος της οικονομικής δυσπραγίας, των περιορισμένων μέσων για την επιβίωση και των ανύπαρκτων δυνατοτήτων για εξέλιξη, συνιστά μία ακόμη συμβολή του Κώστα Μπαλάφα στη διαφύλαξη μιας όχι και τόσο μακρινής εικόνας μας.