Παναγιώτης Τέτσης

Παναγιώτης ΤέτσηςΟΛΕΣ ΤΟΥ ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΕΔΩ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Εν έτει 1938 ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει το άκρως επιτυχημένο τραγούδι του “Τα ζηλιάρικα σου μάτια.” Τη χρονιά αυτή, νέος ακόμη, δοκιμάζει τη σκληρότητα της ζωής στην πόλη. Αργότερα θα λάβει τις τιμές και το σεβασμό που του οφειλόταν, καθώς η μουσική του ιδιοφυία παρέμεινε ως το τέλος άρρηκτα συνδεδεμένη με την λαϊκή ζωή, την ιστορία, τα μικρά και τα μεγάλα δράματά της, τα τόσο κοινά και ακριβή την ίδια στιγμή.
Στους στίχους του τραγουδιού του λοιπόν ο Βαμβακάρης επιστρατεύει ολόκληρη τη μεταφυσική του έρωτα, επιστρατεύει το ρήμα “αγναντεύω”, σε πείσμα της ζωής και των δυσκολιών της. Τη χρονιά εκείνη ο σπουδαίος συνθέτης εργάζεται στα δημοτικά σφαγεία. Η χρήση του ρήματος αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς το καθημερινό, εργασιακό τοπίο του Συριανού συνθέτη.
Και όμως, μες στους κόλπους της μεγάλης τέχνης καταχωρούνται πάντα εκείνοι που ανατρέπουν την καθορισμένη διάταξη των πραγμάτων και ακόμη ακόμη το ίδιο το αίσθημά τους. Όσοι προξενούν μια ρωγμή στη συνήθεια και παραχωρούν το αναγκαίο εκείνο πεδίο στ΄όνειρο για να διαπρέψει. Όραμα στιγμιαίο ή και διαχρονικό, τομή σε ότι ποτέ συμπεριλήφθηκε στις αχανείς ερμηνείες της πεπατημένης. Εκείνο που αγναντεύει ο Βαμβακάρης έρχεται να υπομνηματίσει τη βαθιά πίστη του συνθέτη στην έννοια της ομορφιάς και ίσως να την κατοχυρώσει ως ουσία αυτού του κόσμου, μέτρο και αιτία πρωταρχική μιας ανεπανάληπτης ποικιλίας. Μιας επιθυμίας βαθύτατα εσωτερικής που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται.
Το μικρό αυτό σημείωμα θα μπορούσε να κατάγεται ως αφορμή απ΄τις απειράριθμες χειρονομίες δέους και συγκίνησης απέναντι στο έργο του Μάρκου Βαμβακάρη. Η διαχρονικότητά του επαναλαμβένται κάθε νύχτα. Θα μπορούσε πάλι η στιχουργική του Συριανού να τέμνεται με τα δεδομένα μιας άλλης δυνατότητας, όπως η ζωγραφιά του πρόσφατα χαμένου Τέτση. Στο Χασάπικο του θα αναπαρασταθεί για πάντα η τρομερή ατμόσφαιρα, η σκοτωμένη εποχή, το ημίφως των άλλοτε θρυλικών εγκαταστάσεων που τώρα μαραίνονται φιλοδοξώντας να εξαντλήσουν οριστικά κάθε μνήμη, κάθε αδιέξοδο. Ο Παναγιώτης Τέτσης έρχεται να εικονογραφήσει την πραγματικότητα των τραγουδιών. Με πληθωρικές κινήσεις τα λάδια του διατηρούνται ορμητικά, το κόκκινο χρώμα του καμβά του αποδεικνύεται πλουσιότερο υπό μια ορισμένη προοπτική, επιβεβαιώνοντας την αυθεντία του εκλειπόντος.
Η αποψινή συνύπαρξη, για την αυθαιρεσία της οποίας ευθύνεται η αποδημία του σπουδαίου ζωγράφου μοιάζει με εκείνα τις ιστορικές συγκυρίες που κόστισαν στις αρχαιότητες του κόσμου μας, αλλά ταυτόχρονα έδωσαν άλλη, καινούρια πνοή στα συντρίμια μιας ολόκληρης εποχής, ανανεώνοντας την καλλιτεχνική τους χρήση. Μονάχα εκείνος θα μπορούσε να απεικονίσει τον κατάκοπο εργάτη των σφαγείων καθώς ραντισμένος στο αίμα φροντίζει για τ΄αδηφάγο μερίδιο της φαντασίας, που ακόμη αντέχει σε πείσμα της άρρωστης ψυχής μας.
Η αγάπη του Τέτση γι΄αυτόν τον τόπο υπήρξε μνημειώδης. Τα τοπία του, έργα αποκαλυπτικών ακτών και δυσπρόσιτα μέρη της διάσπαρτης πολιτείας μας υπογραμμίζουν την αστείρευτη αγάπη του ζωγράφου. Ένας τέτοιος δεσμός δίχως αντίκρισμα, με όλες τις πικρίες και την ευαρέσκεια της πίστης κοσμεί περισσότερο από κάθε τι το έργο του. Απ΄αυτή δε τη σκοπιά ο Τέτσης συγκαταλλέγται σήμερα ανάμεσα στους ποιητές. Σε όσους αγάπησαν μ΄αγγελικό τρόπο, δίχως να προσμένουν ανταπόκριση, πιστοί ακόλουθοι του ενστίκτου. Η ως το θάνατό του απασχόληση πάνω σε θέματα ζωγραφικά τον διασώζει.Άλλωστε σύμφωνα με τον Ε. Ντορ΄ς ο καλλιτέχνης παραμένει πάντα νέος, μόνο αν πεθάνει καλλιτέχνης.