Ποιήματα απ΄ανάγκη, Αλέξης Τραϊανός

τραιανος 24γραμματα

«άσε τις μέρες αυτές να σε γεμίσουν φωτιά
έχουνε μνήμη καλή και μας χρεώνουν
μας στέλνουν πίσω της μετάνοιας τα χαρτιά
μας αγαπούν και μας τελειώνουν»

Μέρες παράξενες,θαυμάσιες μέρες
Active Member

γράφει ο Απόστολος θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Δεν ήσουν εσύ για τα πελάγη και τις δειλινές ηδυπάθειες της πόλης μας. Εσύ ήσουν φτιαγμένος από ρεύμα ηλεκτρικό. Είχες καταγωγή απ΄τους παλιούς, μακεδονικούς δρόμους. Κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες της οδού Τσιμισκή και εσύ νεότατος κοντά στα 1968, μ΄ένα συγκρατημένο χαμόγελο και εμάς ανυποψίαστους Αλέξη. Εσύ ποτέ δεν έγραψες ποιήματα γι΄αρχαιολογίες λαμπρές, φορτίο της γενιάς σου. Είχες άγνοια του κινδύνου, ο παλμός σου ολοζώντανος, αυτόματος και ξέφρενος, δοσμένος στον μεγάλο πυρετό της νύχτας.
Είπες, οι μέρες μου θα΄ναι μικρές, τις έκανες ποιήματα. Κάτι στίχους βαθιάς ψυχής ταπεινωμένης, κάτι τοπία ανθρώπινα, ενός ξαφνικού απογεύματος όταν ας πούμε αγνά τα παιδιά μας κατακλύζουν τις λεωφόρους κρατώντας μπαλόνια, δένοντας στους λαιμούς πολύχρωμα φουρφούρια. Είναι τα ποιήματά σου γραμμένα στα σπίτια, ανάμεσα σε καπνούς και πόλεις που διασχίζουν τις εποχές, τη μια μετά την άλλη, αφήνοντας εναέρια σήματα, πολύ αμυδρά. Σαν τους στίχους σου, αυτές τις υδρίες των λέξεων που κουβαλάς στις πλάτες σου, φτιάχνοντας αλφάβητα για να πεις το φοβάμαι και το χάνομαι χωρίς να μας τρομάξεις. Τ΄ασπρο χρώμα, το χιόνι, ένα σπίτι παλιό, ζεστό, μια διαχρονική προστασία, τ΄άγαλμα ενός που βγαίνει στη νυχτερινή σκηνή μέσα σε λίμνες μνήμης. Χρώματα και έτη συναπτά σπαράζουν στα ποιήματά σου, μες στην ψυχή σου μαιρεύει το τίμημα της αγάπης, το τίμημα της πολλής στοργής σου. Τόσες και τόσες αλήθειες ομοιοκαταληκτούν στα ποιήματά σου, τόσο κρύο ενώπιον των ματιών σου, εδώ και χρόνια τόσες νύχτες κλειστές. Μαζεύω τα κομμάτια σου απ΄τα ποιήματα. Αντιγράφω τις κινήσεις των πουλιών, τη θερμοκρασία της θάλασσας και όλων των πραγμάτων. Και έτσι δεν θα σε δω στο τέλος μιας συλλογής να πεθαίνεις απ΄τις γνώριμες αιτίες που συντρίβουν τα λιγοστά μυστήρια αυτού του κόσμου. Μας γνέφεις ασύρματος απ΄τις κλειστές, ψυχικές τζαμόπορτες ενός διαμερίσματος στην καρδιά της ιστορίας, κρατώντας την ανάσα σου για τις εκρήξεις που προκαλούν δεκαετίες μετά τ΄απασφαλισμένα σου ποιήματα. Τριγυρνώ στις χρονολογίες των στίχων σου, αντλώντας μικρές εκλάμψεις, τροχιές που δεν χάνουν με τίποτε την ακμή τους, επιμένοντας σε ρήξεις τροχιοδιωκτικές. Κάθε τόσο σταματώ, παίρνω απ΄τις ανάσες σου, βάφω τα χέρια μου με χρώματα βαθιά του πένθους. Σε μια κάμαρη σ΄αναγνωρίζω ανάμεσα σε πράγματα σκονισμένα, κατακίτρινο, σε μια ατμόσφαιρα θειαφιού μ΄ένα σκοινί στο λαιμό και έναν φίλο, ακίνητους με λεζάντα έναν στίχο σου, σ΄ένα ξαφνικό ποίημα σαν νεροποντή. Σ΄άλλες αίθουσες, αρχαιολογικές, μες στο ημίφως της μέρας που σβήνει σε βρίσκω σε στάση παγωμένου χορευτή που θ΄ανακαλυφθεί απ΄τις σκαπάνες του μέλλοντος, σε βλέπω να γράφεις επιστολές. Μικρές παραδοχές, παράπονα, σκόρπιες απελπισίες, επιτάφιους, σκληρές αμφιβολίες, ονόματα πόλεων. Λονδίνο, Αθήνα, άδεια μπουκάλια τζιν, Μαρία, Νανά, τ΄απέναντι πεζοδρόμια. Ένα ανεπανάληπτο, ανοιξιάτικο πρωινό Ρώσων, αγνών ακόμη ποιητών σε παίρνει από κοντά μας. Σε βλέπω να χάνεσαι μες στον κόκκινο, απ΄το πάθος, ουρανό. Δεν είσαι ανθρώπινος. Οι ρίζες σου, που είναι πράγματα σημαντικά και ξυπνούν στις καρδιές ενστικτωδώς κρατούν απ΄το φεγγάρι και ίσως ακόμη η φλέβα στο μέσον του μετώπου σου να πάσχισε να κρατήσει το ίσο αυτού του κόσμου.Σε νιώθω Αλέξη που η καρδιά σου ανάβει και σβήνει όλα τα φώτα της, που κάτι σε σκοτώνει και συ τραγουδάς ακόμα. Εσύ μου είπες Αλέξη, οι νεκροί ουρλιάζουν, λίγοι ακούνε. Μαζί σου τραγουδούν όλες οι φωνές της ζωής σου, όλοι οι κατοπινοί νεκροί, διαρκείς υπομνήσεις για ένα κλειστό παράθυρο, για τους όρους της τέχνης, γι΄απουσίες μόνιμες και δύσκολες.
Πλησιάζεις με τον χαρακτηριστικό τρόπο που τόσο καλά γνωρίζεις. Μ΄ένα κερί καρφωμένο στο μέτωπο, νεκρός από χρόνια, κάτω από σταυρούς και αετώματα. Όλα σου τα ποιήματα τα΄γραψες για κάποιον που έφυγε από μέσα μας. Για κάποιον που ξεκλείδωσε κάποτε τους αρμούς μας και χάθηκε με μια αγκαλιά φτερά παγονιού σε φανταστικές επαρχίες.
Τίποτε δεν έχω να γράψω για τα ποιήματά σου. Τα διαβάζω ξανά και ξανά ν΄αναγνωρίσω τ΄όριο εκείνο που ακούγεται η ρωγμή. Όταν ανοίγουν παράθυρα και μουσικές εντός σου και προεκτείνονται της καρδιάς σου κοπάδια τα ποιήματα και οι καημοί. Τα χέρια σου Αλέξη, τ΄αφιέρωσες στα ποιήματα και τους έρωτες και σ΄ένα ποτέ πικρό των επιστροφών.
Μιλάς σ΄ότι έχει απομείνει απ΄τις καρδιές μας. Είναι στα σώματα κρυμμένη η ζωή και απ΄εκεί αρχίζει. Τα πράγματα, οι μέρες και οι νύχτες μας περνούν παθητικά. Και εμείς μοιραίοι, γεμάτοι ντροπή πάντα να χαράζουμε πορεία, στρέφοντας τα κορμιά μας προς τους γκρεμούς.
Κάτι ποιητές όμως που ζουν ανάμεσά μας, αφήνουν μια κραυγή. Τα μάτια μας ηχεία τώρα που οι αποστάσεις μεγαλώνουν και ο δρόμος της επιστροφής χάθηκε για πάντα.
Δεν ζητούν τίποτε αυτοί οι ποιητές. Γράφουν ποιήματα απ΄ανάγκη, αυτοκτονούν, πάντα να τους βρίσκουν οι άλλοι μες στο πλήθος. Κάποτε γυρνούν, με στίχους στα χέρια, σπονδές στον καιρό που εξαντλείται.