Πολιτικοί και Πολιτειακοί Θεσμοί στο Βυζάντιο (7ος αιώνας)

24grammata.com/ ιστορία

γράφει η Αμαλία Κ. Ηλιάδη

Απόσπασμα από το βιβλίο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού «Νεότερες απόψεις για την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου κατά τον 7ο αιώνα». Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-4-9. (Σελ. 268). Περισσότερα σχετικά με το βιβλίο στο τέλος της σελίδας

Α) Οι Δήμοι
Σημαντική πολιτική δύναμη στην Κων/πολη και στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια, απέβησαν κατά την διάρκεια της πρωΐμου περιόδου, και ιδιαίτερα απ’ την εποχή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450) και ως την άνοδο στο θρόνο του Ηρακλείου (Οκτώβριος 610), οι δήμοι των Πρασίνων και Βενέτων, οργανωμένες λαϊκές ομάδες αθλητικού χαρακτήρα, αρχικά, των οποίων τις ρίζες, τη συγκρότηση και τη δράση θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.7
Οι δήμοι δεν αποτελούσαν πολιτειακό όργανο, αν και απ’ τον 5ου αι., πιθανότατα, οι «δήμαρχοι», οι επί κεφαλής των Δήμων Βενέτων και Πρασίνων της Κων/πόλεως, διορίζονταν απ’ τον αυτοκράτορα. Σε κάθε δήμο υπήρχαν τα ηγετικά στελέχη, οι «κορυφαιότεροι» ή οι «επισημότεροι του Δήμου», όπως χαρακτηρίζονται στις πηγές. Αυτοί ενεργούσαν κι αποφάσιζαν κατά την κρίση τους και σύμφωνα με τη γενικότερη πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική τοποθέτηση του δήμου, τον οποίο εκπροσωπούσαν.8
Οι δήμοι, τα μέρη (στη λατινική factio= ομάδα, παράταξη∙ ο επί κεφαλής «φακτιονάριος», απ’ το λατινικό factionarius), ήταν, αρχικά, σωματεία αθλητικά, που είχαν την φροντίδα της οργανώσεως ιππικών και άλλων ανάλογων αγώνων στον ιππόδρομο. Με τον καιρό απόκτησαν πολιτική ισχύ, χάρη στα οργανικά ενταγμένα μέλη τους, αλλά και χάρη στο φανατισμό των οπαδών τους και την απήχηση που είχαν στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.9
Οι αθλητικές οργανώσεις στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία διακρίνονταν, ανάλογα με το χρώμα που χρησιμοποιούσαν στα εμβλήματά τους, σε τέσσερις ομάδες, οι οποίες διατηρήθηκαν και κατά τη βυζαντινή περίοδο: σε βενέτους (= κυανούς), πρασίνους, λευκούς και ρουσίους (= ερυθρούς). Συνήθως συνέπρατταν ανά δύο, αλλά όπως φαίνεται, η συζυγία δεν διατηρήθηκε σε όλες τις εποχές και σ’ όλες τις περιοχές. Αλλά απ’ τα μέσα του  5ου αι. και ως τις αρχές του 7ου αι., περίοδο κατά την οποία συμπίπτει η ακμή της πολιτικής δραστηριότητας των δήμων, αντίπαλοι είναι οι Βένετοι και οι Πράσινοι. Με τους πρώτους συνέπρατταν στην Κων/πολη οι Λευκοί, με τους δεύτερους οι Ρούσιοι, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, ενώ παλαιότερα, όταν κυριαρχούσε ο αθλητικός τους χαρακτήρας, παρατηρούνταν, κατά πόλεις ή κατά αγωνιστικούς συνδυασμούς και σύμπραξη Ρουσίων-Βενέτων ή Πρασίνων-Λευκών.10
Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι οι Βένετοι συνδέονταν με την αριστοκρατία και ότι οι Πράσινοι ήταν ο Δήμος των λαϊκότερων τάξεων. Σήμερα έχει διαπιστωθεί ότι οι δήμοι δεν είχαν μονομερή χαρακτήρα, αλλά συνυπήρχαν σε καθέναν απ’ αυτούς διάφορες ροπές, πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές. Το αποσπασματικό σε περιεχόμενο, συγκεχυμένο σε γλωσσική διατύπωση και περιορισμένο, κυρίως σ’ ό,τι αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ των αντίπαλων δήμων, υλικό των πηγών, καθιστά δυσχερέστατη την κατανόηση των πληροφοριών και τη γνώση του τρόπου συγκροτήσεως και λειτουργίας των δήμων. Έτσι δεν είναι βέβαιο αν οι όροι «μέρος» και «δήμος» ταυτίζονται.11
Βέβαιο είναι ότι κατά την πρώϊμη βυζαντινή περίοδο υπήρχαν στις πόλεις της Ανατολής οργανώσεις με αθλητικό χαρακτήρα, οι οποίες κατά περιστάσεις, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατά κρατική επιταγή, αναλάμβαναν και άλλα καθήκοντα, ακριβώς επειδή ήταν οι μόνες κοσμικής προελεύσεως οργανωμένες ομάδες. Έτσι παρατηρείται σε ώρες έκτακτου κινδύνου οι δήμοι με τα μέλη τους να συμβάλλουν στην οργάνωση της άμυνας της πόλεως. Είναι γνωστό ότι ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος ανέθεσε στους δήμους την φρούρηση των Μακρών Τειχών εν όψει του Αραβοσλαβικού κινδύνου και το 602 την άμυνα της Κων/πόλεως, όταν έγινε γνωστή η εξέγερση του στρατού υπέρ του εκατόνταρχου Φωκά στο στρατόπεδο του Δουνάβεως.12
Κατά την επικρατέστερη, σήμερα, εκδοχή σχετικά με τη συγκρότηση των δήμων, τα στοιχεία τα οποία τους διέκριναν μεταξύ τους ήταν κοινωνικά και θρησκευτικά. Οι δήμοι είχαν ηγεσία, οργανικά ενταγμένα μέλη και ανώνυμους οπαδούς ακριβώς όπως συμβαίνει σήμερα με τα αθλητικά σωματεία και ειδικότερα τα ποδοσφαιρικά. Αλλά ενώ σήμερα η προτίμηση προς μια ομάδα είναι θέμα καθαρά προσωπικό και συνήθως «άλογο», φαίνεται ότι στο Βυζάντιο, η προτίμηση των πολιτών προς το «μέρος» των Βενέτων ή των Πρασίνων της πόλεως από μια εποχή, πιθανότατα απ’ τη βασιλεία του Θεοδοσίου Β΄, βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με την κοινωνική προέλευση των πολιτών και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Φαίνεται ότι οι ιθύνοντες του δήμου των Βενέτων προέρχονταν απ’ την παλιά συγκλητική ελληνορωμαϊκή αριστοκρατία των μεγάλων γαιοκτημόνων, ενώ τα μέλη και οι οπαδοί τους στρατολογούνταν απ’ το προσωπικό των ανακτόρων ή των ευγενών οίκων και του βοηθητικού προσωπικού της Αγίας Σοφίας. Οι θρησκευτικές τους αντιλήψεις συμφωνούσαν με το δόγμα της Χαλκηδόνος. Τα στελέχη του δήμου των Πρασίνων προέρχονται απ’ την εύπορη αστική τάξη, ήταν δηλαδή κυρίως βιοτέχνες, υπάλληλοι οικονομικών υπηρεσιών, αυλικοί που είχαν πλουτίσει, ενώ τα μέλη και οι οπαδοί τους ήταν τεχνίτες, ημερομίσθιοι εργάτες ή μικροπωλητές. Είχαν δεσμούς με την Ανατολή και απέκλειναν προς θεολογικές διδασκαλίες μη ορθόδοξες, μετριοπαθών ή ακραίων τάσεων. Ενδεικτική των οικονομικο-κοινωνικών δεσμών του κάθε δήμου είναι η προέλευση των ιδιωτικών οικονομικών ενισχύσεων που προσφέρονταν στους Πράσινους και τους Βενέτους. Έτσι, οι Απίωνες, η γνωστή οικογένεια μεγάλων γαιοκτημόνων της Αιγύπτου, παρήχαν στο «Βένετον μέρος» της πόλεως Οξυρύγχου σημαντική οικονομική ενίσχυση επί μακρό χρονικό διάστημα, ενώ ο τραπεζίτης Αναστάσιος ενίσχυσε οικονομικά το «μέρος» των Πρασίνων της ίδιας πόλεως.13
Τα προβλήματα φαίνεται ότι έγιναν περισσότερο πολύπλοκα, όταν απ’ τα μέσα του 5ου αι. κάθε δήμος άρχισε να αποκτά και δικό του πολιτικό προσανατολισμό. Για την κατανόηση τόσο της αυτοκρατορικής τακτικής απέναντι στους δήμους, όσο και του μετασχηματισμού τους από καθαρά αθλητικά σωματεία σε πολιτικές οργανώσεις, είναι αναγκαίο να προσεχθούν ορισμένα σημεία της εξελικτικής τους πορείας.14
Η ανάμιξη των δήμων στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας εξακολούθησε τόσο επί Ιουστινιανού, όσο και επί των διαδόχων του. Έτσι, οι δήμοι απέβησαν στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής πολιτικοί παράγοντες που ήταν αδύνατο να παραβλέψει ο ηγεμών, και αναπτύχθηκαν κατά το χρονικό διάστημα απ’ τα μέσα του 5ου αι. ως το 610 σε νέο ανασχετικό φραγμό της αυτοκρατορικής απολυταρχίας.15

Β)Παρουσίαση νεότερων δημοσιευμάτων για τους πολιτικούς θεσμούς κατά τον 7ο αι.
Τη βιβλιογραφική παρουσίαση των σημαντικότερων, νεότερων δημοσιευμάτων σε αγγλική, γαλλική και ελληνική γλώσσα θα συνοδεύει σύντομος σχολιασμός και επισήμανση των κυριότερων σημείων και συμπερασμάτων τους που αναφέρονται στον 7ο αιώνα.
1) Michael Mc Cormick, Eternal victory, Triumphal rulership in late antiquity, Byzantium and the Early Medieaval West. Cambridge 1986.
Αν και ο Ιωάννης Λυδός στο «De magistratibus» ισχυρίζεται ότι θα σχολιάσει μόνο την κρίση στην αρχαία ιστορία της Ρωμαϊκής δημοκρατίας, θα ήταν δύσκολο για ένα σύγχρονο να μην προσέξει την οξεία παρατήρηση του Ιωάννη Λυδού, ότι το πιο εμφανές πράγμα για τους ανθρώπους που βρίσκουν καταφύγιο σε λειτουργικές εκκλησιαστικές τελετές σε καιρό πολέμου, είναι η προσδοκία της ήττας τους. Και σίγουρα, δεν θα εκπλαγεί απ’ τις εξελίξεις που θα λάβουν χώρα στις δεκαετίες μετά το θάνατο του Ι. Λυδού.1
Αυτές οι εξελίξεις, κατά τον Mc Cormick, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: α) αντικατάσταση των κοσμικών τελετών της νίκης από θρησκευτικές, β) επιλεγμένο και περιορισμένο ακροατήριο (θεατές) των τελετών νίκης (τουλάχιστον αρχικά): αριστοκρατικός χαρακτήρας, αυτών των τελετών.2
Άρα, η έννοια ενός ανέγγιχτου απ’ τον χρόνο και απαράλλαχτου βυζαντινού τυπικού νίκης πρέπει να αναθεωρηθεί. Δεν υπάρχει η λεγομένη τυπική υστερορωμαϊκή ή Βυζαντινή τελετή νίκης. Η έμφαση, καθώς πλησιάζουμε στον 7ο αι. μετακινείται απ’ τις θριαμβευτικές παρελάσεις μέσα στην πόλη, στις θριαμβικές παρελάσεις στον Ιππόδρομο, απ’ τα θεάματα με άγρια θηρία, στις ιπποδρομίες, απ’ τις τεράστιες μαζικές διακηρύξεις του ρωμαϊκού όχλου σε πιο ελιτιστικές, αριστοκρατικές συγκεντρώσεις, απ’ τις γιορταστικές εκδηλώσεις για τις νίκες επί εσωτερικών εχθρών, στις γιορτές για τις νίκες επί εξωτερικών εχθρών. Και βέβαια, η κατεύθυνση της αλλαγής δεν πρόκειται πλέον να αντιστραφεί. Η σταθερή πρόοδος του Χριστιανικού στοιχείου την προωθεί ακόμα περισσότερο. Οι τελετές της νίκης δεν μπορούν, βέβαια, να αποτελέσουν παράγοντες ιστορικής αλλαγής. Πρέπει, εν τούτοις, να αναγνωριστούν ως συμπτώματα αυτής της αλλαγής.3
2) David Olster, The dynastic Iconography of Heraclius’ early Coinage. Jahrbuch der österreichischen byzantinistik 32/2. XVI Internationaler byzantinistenkongress Akten II/2, Wien 1982. σ. 399-408.
Μια εξέταση της έκδοσης νομισμάτων του Ηρακλείου, που ακολούθησαν την ανακήρυξη του γιου του Ηρακλείου ― Νέου Κωνσταντίνου σε αυτοκράτορα, μπορεί να συμπληρώσει τις σπάνιες γραπτές πηγές μας, να ρίξει φως στην επίσημη παρουσίαση αυτού του γεγονότος και να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της δυναστικής πολιτικής του Ηρακλείου.1
Το στρατιωτικό πορτραίτο του Ηρακλείου ως μονοκράτορα, απ’ το 610-613, ανήκει στον τύπο του πορτραίτου που κυριάρχησε κατά τον 6ο αι. Όταν, εντούτοις, ο Ηράκλειος άρχισε να εμφανίζεται με το γιο του, αντικαθιστά στα νομίσματά του τη στρατιωτική ενδυμασία με την πολιτική ενδυμασία, δηλ. τη χλαμύδα.2
Ο Ηράκλειος δημιούργησε τρεις εικονογραφικές παραδόσεις στα νομίσματά του. Ότι ο Ηράκλειος ήταν ενημερωμένος για την ειδική φύση αυτής της εικονογραφίας που στήριξε την διαδοχή και επομένως τη δυναστεία του στο θρόνο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Το μενταγιόν απ’ την Επιφάνεια της Κύπρου και ο δίσκος της Κυρήνειας είναι μαρτυρίες για το σύγχρονο ενδιαφέρον γι’ αυτό το συμβολισμό. Κατά τη διάρκεια του 6ου αι. η εικονογραφία της διαδοχής χρησιμοποιήθηκε απ’ τους αυτοκράτορες που δεν είχαν οριστεί απ’ τους προκατόχους τους. Η σύνδεση της εικονογραφίας της διαδοχής και της οικογενειακής εικονογραφίας στον όψιμο 6ο αι. χρησιμοποιήθηκε και απ’ τον Μαυρίκιο και απ’ τον Ηράκλειο. Και ακόμη περισσότερο η πιθανή σύνδεση της ανακήρυξης ενός γιού σε αυτοκράτορα με τα εικονογραφικά νομισματικά πορτραίτα ρίχνει φως στη διαφορετική πολιτική που ακολούθησε ο καθένας.
Και ο Ηράκλειος και ο Μαυρίκιος συνέδεσαν τους εαυτούς τους με τους γιούς τους, και στην εξουσία και στα νομίσματα, αλλά ο Ηράκλειος, κατά τον Olster, πολύ περισσότερο φιλόδοξα και τολμηρά, και στις δύο σφαίρες, σε σχέση με τον Μαυρίκιο.3
Ο G. Ostrogorsky πίστεψε ότι η βασιλεία του Ηρακλείου σημείωσε την έναρξη του μεσοβυζαντινού συστήματος των συναυτοκρατόρων αλλά και ότι η παλατιανή επανάσταση του Κων/νου Ε΄ κατά των αδελφών του έδωσε τέλος στο σύστημα των αυτοκρατορικών ισοτίμων.4
Η Αικ. Χριστοφιλοπούλου επίσης υποστήριξε πως ο Ηράκλειος προσπάθησε να εγκαταστήσει ένα σύστημα ισότιμων συναυτοκρατόρων για τους γιους του.5 Κατά τον F. Dölger ο Ηράκλειος δεν είχε καμμιά επιθυμία να δημιουργήσει ένα σύστημα ισότιμων συναυτοκρατόρων, αλλά μόνο διαδόχων.6
3) Ν. Oikonomidès, Correspondance between Heraclius and Kavadh-Siroe in the Paschal Chronicle (628) Byzantion 41, Bruxelles 1971. σ. 296-281.
α) Το ὑπομνηστικόν του Σιρόη.
Το κείμενο του Siroe χαρακτηρίζεται απ’ τους Βυζαντινούς ως ὑπομνηστικόν. Ο Σεβαίος αναφέρεται σ’ αυτό ως «διεύθυνσις». Ο όρος «ὑπομνηστικόν» συνήθως χρησιμοποιείται για ένα κείμενο που απευθύνεται στον βυζ. αυτοκράτορα με σκοπό την απαίτηση λύσης σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Στην πρώϊμη βυζ. περίοδο, ο ίδιος όρος φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν για συγκεκριμένα βυζ. αυτοκρατορικά έγγραφα. Εν τούτοις, το κείμενο του Σιρόη γράφτηκε στην Περσική γλώσσα, γι’ αυτό ο Οικονομίδης υποθέτει πως ο όρος ὑπομνηστικόν είναι μετάφραση του αντίστοιχου περσικού όρου για αυτό το έγγραφο.
β) Η αντιγραφή του Ηρακλείου.
Εκείνο το μέρος της απάντησης του Ηρακλείου όπου θα μπορούσε να βρεθεί η τίτλωσή του ως εγγράφου, δυστυχώς δεν έχει διασωθεί. Ο αυτοκράτορας ο ίδιος, εντούτοις, σε γράμμα του προς τους Κωνσταντινοπολίτες, κάνει αναφορά στην επιστολή του προς τον Siroe με την λέξη «ἀντιγραφεῖν». Αυτός ο όρος ο οποίος είναι ισοδύναμος της γενικής αντίληψης της απάντησης, θα πρέπει να σχετίζεται με τη λέξη «αντιγραφή», η οποία συχνά χαρακτηρίζει έγγραφα των βυζ. αυτοκρατόρων στους επικεφαλής των ξένων κρατών.
γ) Η απάντηση του Σιρόη.
Οι παραπάνω είναι οι τρεις κύριες πηγές μας για την αλληλογραφία ανάμεσα στους δύο ηγεμόνες.
4) Suzanne Spain Alexander, Heraclius, Byzantine Imperial Ideology and the David Plates. Speculum 52, 2 (1977) 217-237.
«Τα πιάτα του Δαυΐδ», ένα σετ από 9 ασημένιους δίσκους, που είναι μοιρασμένοι στο μητροπολιτικό μουσείο της Ν. Υόρκης και στο αρχαιολογικό Μουσείο στη Λευκωσία της Κύπρου, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα ωραιότερα διασωθέντα δείγματα της κοσμικής Βυζ. τέχνης. Προϊόντα της αυλικής βιοτεχνίας, ανακαλύφτηκαν το 1902 στη Λάπηθο (βυζ. Λαμπούσα) της Κύπρου. Αποτελούν μέρος του δεύτερου θησαυρού που βρέθηκε εκεί, οι οποίοι θάφτηκαν προφανώς πριν την Αραβική κατάκτηση της Λαπήθου στα 653/654. Οι δίσκοι παρουσιάζουν γεγονότα της νεανικής ζωής του Δαυΐδ, παρμένα απ’ τον 16ο-18ο ψαλμό, ο οποίος δίνει έμφαση στην αξία του νέου Δαυΐδ και στη νομιμότητα της απαίτησής του να διαδεχτεί το Σαούλ σαν βασιλιάς των Ιουδαίων. Με βάση τις επίσημες σφραγίδες ελέγχου που τέθηκαν κατά τη διαδικασία της κατασκευής τους, χρονολογούνται στα 613-629/630, δηλ. στα πρώτα 2/3 της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641).
Παρά την υψηλή τους ποιότητα, οι δίσκοι του Δαυΐδ μόνο τελευταία άρχισαν να λαμβάνουν την προσοχή που τους αξίζει. Νωρίτερα, ο A. Grabar τοποθέτησε τους δίσκους σ’ ένα αυλικό πλαίσιο προτείνοντας ότι ο σκοπός των καλλιτεχνών ήταν να σκιαγραφήσουν ένα παράλληλο ανάμεσα στη βασιλεία του Δαυΐδ και των σύγχρονων βυζ. αυτοκρατόρων. Ο Ernst Kitzinger αναγνώρισε κάποιους υπαινιγμούς στο στυλ των δίσκων: αναβιώνοντας χαρακτηριστικές ποιότητες της τέχνης του Θεοδοσίου Ι, οι καλλιτέχνες τους, για λογαριασμό του αυτοκράτορά τους, κατέβαλαν συνειδητή προσπάθεια ―κάτι τελείως φυσικό για έναν νικητή σφετεριστή, όπως ο Ηράκλειος― να εντείνουν το παραδοσιακό και ιδιαίτερα να μιμηθούν πρότυπα και ιδανικά που συνδέονταν με τις πρώτες μέρες της αυτοκρατορίας.
Συμπεράσματα: Σ’ αυτό το άρθρο η S. Spain Alexander καταδείχνει ότι η σύνδεση ανάμεσα στο βυζ. αυτοκράτορα και το Δαυΐδ δεν είναι τόσο απλή όσο υπέθεσε ο A. Grabar, και παρόλο που η επίκληση στο Θεοδοσιανό στυλ είναι αναμφισβήτητη, οι δίσκοι δεν προέρχονται απ’ τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου, όπως υπαινίσσεται ο Kitzinger, αλλά απ’ το τέλος του χρονικού διαστήματος που μας παρέχουν οι επίσημες σφραγίδες ελέγχου. Η Alexander, ακόμη, δείχνει πως οι δίσκοι του Δαυΐδ ανήκουν στην περίοδο που ακολουθεί την νίκη του Ηρακλείου κατά των Περσών, κατά την οποία ο Ηράκλειος απασχολήθηκε με την εικόνα του, το κύρος της αρχής του και τον ιστορικό ρόλο της εξουσίας του.
― Ομάδες ομοιοτήτων ανάμεσα στη ζωή του Ηρακλείου και στη ζωή του Δαυΐδ, που επισημαίνονται στο άρθρο: 1) στην πολιτική ζωή, 2) στην προσωπική ζωή και 3) στη διαδοχή.
5) Head Constance, Physical descriptions of the emperors in byzantine historical writing. Byz. 50 (1980).
Στη διάρκεια των έντεκα αιώνων της βυζαντινής ιστορίας, οι εξωτερικές φυσικές περιγραφές των αυτοκρατόρων στις ιστορικές πηγές είναι πολύ λιγότερες απ’ ότι θα επιθυμούσαμε να είναι. Η επισκόπηση και η εξέταση, που κάνει η Head, των κυριότερων αφηγηματικών πηγών που αναφέρονται σε περιγραφές αυτοκρατόρων, αποκαλύπτουν ότι οι περισσότερες απ’ τις πραγματικά ζωντανές λεπτομέρειες προέρχονται από λίγους συγγραφείς, ενώ, παράλληλα, για μεγάλες περιόδους της βυζ. ιστορίας δεν έχουμε καθόλου τέτοιες περιγραφές που αφορούν την εμφάνιση των αυτοκρατόρων. Όπως θα περίμενε κανείς, το πιο ενδιαφέρον υλικό, προέρχεται, γενικά, από περιόδους με ευρεία πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη, κατά τις οποίες οι συγγραφείς προσπαθούσαν να σκιαγραφήσουν την εξωτερική εμφάνιση των αυτοκρατόρων τους, σύμφωνα με τους κανόνες της κλασσικής παράδοσης. Κατά συνέπεια, τα κενά στις πηγές μας, όσον αφορά σ’ αυτές τις περιγραφές, προέρχονται από εποχές πολιτικής αστάθειας και πολιτιστικής αδυναμίας (7ος-8ος-9ος αι.).
Όσον αφορά στις περιγραφές των βυζαντινών αυτοκρατόρων του 7ου αι., κατά τη βασιλεία του Φωκά, παρατηρούμε ότι εμφανίζεται γενειοφόρος ο εν λόγω αυτοκράτορας, πράγμα που συμβαίνει για πρώτη φορά στην βυζαντινή ιστορία. Στα νομίσματα του ο Φωκάς εμφανίζεται με γενειάδα, σπάζοντας έτσι την παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι βυζαντινοί αυτοκράτορες εμφανίζονται στα νομίσματά τους αγένειοι. Ύστερα μάλιστα απ’ την απόδειξη της πολιτικοκοινωνικής σημασίας της γενειάδας απ’ την Δ. Μισίου, οδηγούμαστε στην εξής ερμηνεία αυτού του φαινομένου: ο Φωκάς με τα νομίσματά του, που ήταν το μέσο προπαγάνδας και μαζικής ενημέρωσης, ήθελε να διακηρύξει στους υπηκόους του ότι ο θρόνος της αυτοκρατορίας ανήκε, τώρα πια, σ’ έναν εκπρόσωπο του λαού.
Μάλιστα η κοινωνική σημασία της γενειάδας του Φωκά ενισχύεται κι απ’ ένα άλλο στοιχείο. Ο Φωκάς έκτισε στην Κων/πολη ναό προς τιμήν του συνονόματού του αγίου, του Αγίου Φωκά. Η ιδιαίτερη πολιτική σημασία που είχε η ανέγερση του ναού του αγίου Φωκά, αποδεικνύεται απ’ το γεγονός ότι όταν ο Ηράκλειος κατέλαβε την εξουσία, μετονόμασε το ναό σε ναό του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου. Ο άγιος Φωκάς θεωρούνταν προστάτης των ναυτικών και γενικά των φτωχών και των αδυνάτων∙ έτσι τον παρουσίαζαν οι βιογράφοι του και οι συγγραφείς των ακολουθιών του. Ο Φωκάς λοιπόν, προβάλλει κι αυτός στα νομίσματά του ως προστάτης των φτωχών και των αδικημένων.
Η γενειάδα είναι μια συνήθεια που παρέμεινε της μόδας σ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις απ’ αυτή την εποχή και μετά. Εν τούτοις, είναι βέβαιο πως η γενειάδα δεν οφείλει την δημοτικότητα και την επικράτησή της στο Φωκά. Κανείς δεν φαίνεται ότι θαύμαζε αυτό τον καταστροφικό αυτοκράτορα και κανείς δεν επιθυμούσε να τον μιμηθεί. Ήταν τόσο χυδαίος όπως το αποτρόπαιο τέρας της Μέδουσας∙ το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από μια βαθιά και άσχημη ουλή, κι ακόμη τα κόκκινα μαλλιά του, που στο Βυζάντιο γενικά θεωρούνταν ένα πολύ όμορφο χαρακτηριστικό στοιχείο, δεν βελτίωναν καθόλου την εμφάνισή του. «Ο Φωκάς ήταν μετρίου αναστήματος», λέει ο Λέων Γραμματικός, «με παραμορφωμένο, πρησμένο πρόσωπο, κόκκινα μαλλιά και φρύδια…».
Αν όμως ο Φωκάς ο τύραννος περιγράφεται ως τέρας, ο διάδοχός του που τον εξεδίωξε απ’ τον θρόνο, ήταν το πρότυπο ενός κατακτητή ήρωα. Ο Ηράκλειος ήταν γεροδεμένος, με πλατύ στήθος, με ωραία γαλάζια μάτια, ξανθιά μαλλιά και κοντό πυκνό μούσι. Αργότερα, κατά τη μακρά βασιλεία του, τα μαλλιά του και το μούσι του έγιναν γκρίζα και, αν πάρουμε την απεικόνισή του στα νομίσματα ως ένδειξη της εξωτερικής του εμφάνισης, το μήκος της γενειάδας του έφτανε ως τη μέση του. Και κατά τη γνώμη της Con. Head, το πιθανότερο είναι πως χάρη στον Ηράκλειο τον ελευθερωτή, τον Χρυσό Αφρικανό, έγινε η γενειάδα δημοφιλής σαν χαρακτηριστικό της βυζαντινής μόδας.
Η συνεχιζόμενη κρίση λόγω του μακρού αγώνα του Βυζαντίου με το Ισλάμ, είχε ως αποτέλεσμα η περίοδος που ακολούθησε το θάνατο του Ηρακλείου να στερηθεί παντελώς γραπτών, αφηγηματικών πηγών, που έχουν ως αντικείμενό τους την περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης των αυτοκρατόρων. Απ’ τον Ηράκλειο-Κωνσταντίνο το 641 έως το Μιχαήλ Ραγκαβέ στα 811, ψάχνει κανείς μάταια στις πηγές για τέτοιες λεπτομέρειες.
6) Irfan Shahid, Heraclius, «Πιστός ἐν Χριστῷ βασιλεύς» Dumbarton Oaks Papers 34-35 (1980/81).
Το έτος 629 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος έλαβε επίσημα τον τίτλο «βασιλεύς» τον οποίο κανείς αυτοκράτορας πριν απ’ αυτόν δεν στάθηκε πρόθυμος ή ικανός να τον υιοθετήσει επίσημα. Οι αυτοκράτορες, ακολουθώντας την τοπική συνήθεια και χρήση, λαμβάνουν τον τίτλο του «βασιλέως» ανεπίσημα, αλλά το 629 ο Ηράκλειος εγκαινίασε μια νέα φάση σ’ αυτή την εξέλιξη, αυτή της επίσημης λήψης του τίτλου στις επίσημες σχέσεις και διπλωματικές ενέργειες προς άλλα κράτη. Πριν απ’ το νέο αυτοκρατορικό τίτλο «βασιλεύς» εμφανίστηκε μια περιγραφική φράση «πιστός ἐν Χριστῷ» κι έτσι η ολοκληρωμένη αλλά ενυτπωσιακά σύντομη τίτλωση είναι: «πιστός ἐν Χριστῷ βασιλεύς». Αυτή η νέα μορφή αυτοκρ. τίτλωσης σημειώνει μια σημαντική αλλαγή στην εικόνα του Βυζαντίου μέσα στα όριά του αλλά και έξω απ’ αυτά: είναι μια τομή σε περισσότερους από έξι αιώνες νομικών και καθεστωτικών τίτλων και συνηθειών οι οποίοι κάλυπταν την πραγματική φύση του αυτοκρατορικού αξιώματος, ονομάζοντας τον απολυταρχικό του χαρακτήρα dominatus∙ και η εισαγωγή του τίτλου «βασιλεύς» σήμαινε την αποκατάσταση στη ρωμαϊκή καθεστωτική ιστορία του τίτλου rex, στην ελληνική του μορφή: βασιλεύς, ύστερα από εξορία πάνω από μια χιλιετία.
(I. Shahid, «The Iranian Factor in Byzantium during the reign of Heraclius», D.O.P., 26 (1972) 295-296. Ο τίτλος «πιστός ἐν Χριστῷ βασιλεύς» εμφανίζεται για πρώτη φορά σε inscriptio μιας Novella του έτους 629 που χρονολογείται στις 21 Μαρτίου. Σ’ αυτή τη Novella η νέα τίτλωση εμφανίζεται στον πληθυντικό, αφού ο Ηράκλειος συνδέεται με το γιο του (βλ. Zepos, Ius, I, 36).
Η Ηρακλειάς του Γεωργίου Πισίδη περιέχει ένα απόσπασμα το οποίο μπορεί να αποβεί εξαιρετικής σπουδαιότητας για την επίσημη ανάληψη της «βασιλείας» το 629. Εξαιτίας της σκαιότητας στην οποία ο ποιητής τύλιξε την σκέψη του, έχει ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους απ’ τους ιστορικούς και τους φιλολόγους. Γι’ αυτό πρέπει να υποβληθεί σε συστηματική ανάλυση. Το απόσπασμα βρίσκεται στην εκδ. του Pertusi:
ὠ Σκιπίων, σίγησον∙ ἐγράφη νόμος
τούς Σκηπίωνας Ἡρακλείωνας λέγειν.
κοινόν το δόγμα∙ νῦν ἀκινδύνως μόνον
ἔξεστι δούλοις νομοθετεῖν πρός δεσπότας.
κύρωσον, ὦ κράτιστε, τόν νόμον τύπῳ.
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία κατά τον Shahid, ότι το «δόγμα» για το οποίο μιλά το κείμενο είναι ένας πραγματικός νόμος κι όχι μια ρητορική φιγούρα, όπως υποστηρίζει ο Nissen. Αυτό γίνεται φανερό απ’ τη γλώσσα του κειμένου, που αναφέρεται στο νόμο περισσότερες από μία φορές και χρησιμοποιεί τους διάφορους τεχνικούς όρους της νομοθετικής λειτουργίας κι όχι τους γενικούς, αόριστους, στους οποίους καταφεύγουν οι ρήτορες. Παραδείγματα τέτοιων όρων είναι το «ἐγράφη νόμος», το «δόγμα», «νομοθετεῖν» και «κύρωσον τύπῳ». Το «δόγμα», βέβαια, μερικές φορές σημαίνει, εκτός από νόμο και γνώμη, αλλά εδώ κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο. Ο Πισίδης εδώ χρησιμοποιεί νομική ορολογία∙ γι’ αυτό και θα ‘ταν ασυνεπές αν εγκατέλειπε το τεχνικό επίπεδο για να χρησιμοποιήσει το δόγμα στην τρέχουσα σημασία του, ειδικά καθώς περιγράφει τα τρία στάδια της θέσπισης νόμων δηλ.: εισαγωγή του νόμου, «πέρασμά» του και επικύρωσή του.
Ο Ir. Shahid παραθέτει πειστικά επιχειρήματα τα οποία αποδεικνύουν ότι η υποτιθέμενη αναφορά στο Σκιπίωνα τον Αφρικανό στη γραμμή 98, τίθεται υπό αμφιβολία, εφόσον, σύμφωνα μ’ αυτήν την ερμηνεία, δεν λύνονται τα προβλήματα του κειμένου. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Shahid προτείνει την δική του ερμηνεία: Μια ματιά στο apparatus criticus αποκαλύπτει ότι η λέξη κλειδί, η λέξη Σκηπίωνας, όπως παρατίθεται στο κείμενο, είναι υπόθεση του L. Sternbach, ο οποίος τη διάβασε με κεφαλαίο σίγμα και πίστεψε ότι σήμαινε τον Σκηπίωνα τον Αφρικανό. Αλλά αν κρατηθούν τα μικρά γράμματα του κώδικα VP, γίνεται δυνατή μια εντελώς καινούρια ερμηνεία του κειμένου. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η λέξη Σκηπίωνας ερμηνευόμενη ως σκήπτρο-scepters  ανακουφίζει το κείμενο απ’ τις δυσκολίες που παρατηρήθηκαν όταν η λέξη Σκηπίωνας ταυτίζεται με τον Σκηπίωνα. Αφού το σκήπτρο ήταν ένα απ’ τα διάσημα (insignia) του αυτοκρατορικού αξιώματος και το σύμβολο της βασιλείας, ο νόμος που αναφέρεται στο απόσπασμα θα μπορούσε να είναι ένας νόμος που στόχευε να μεταβιβάσει, επίσημα, τη βασιλεία στον Ηράκλειο.
Η εξωτερική μαρτυρία για μια τέτοια ερμηνεία είναι επίσης διαθέσιμη: Ο Ηράκλειος ήταν επίσημα βασιλεύς το 629, και ακόμη, αμφισβητείται ότι αυτό το χρόνο έγινε ο Ηράκλειος, επίσημα, βασιλεύς. Απ’ την άλλη μεριά, ο Γεώργ. Πισίδης δεν ήταν απλώς άλλος ένας συγγραφέας της βασιλείας του Ηρακλείου∙ ήταν ο αυλικός του ποιητής που διαφήμιζε τις αρετές και τα κατορθώματα του μονάρχη του. Είναι ποτέ δυνατόν να παρέλειπε μια αναφορά, στο έργο του, στην επίσημη ανάληψη της βασιλείας, και μάλιστα σ’ ένα έργο του όπως η Ηρακλειάδα, που ήταν ειδικά αφιερωμένη στα κατορθώματα του Ηρακλείου και που ακόμη συντέθηκε λίγο μετά την επίσημη ανάληψη της «βασιλείας»; Κι ακόμη είναι χρήσιμο να παρατηρήσουμε ότι στη Novella του 629 το σκήπτρο εξαίρεται περισσότερο από κάθε άλλο σύμβολο εξουσίας.
Η τελευταία ερώτηση που εγείρεται είναι για ποιό λόγο ο Πισίδης αναφέρει στο ποίημά του όλα αυτά. Ο Shahid υποθέτει ότι ακόμη ως και τον 7ο αι., υπήρχε κάτι ενοχλητικό σχετικά με την επίσημη ανάληψη της βασιλείας από το Ρωμαίο αυτοκράτορα, μετά από τόσους αιώνες αντίστασης στο θεσμό αυτό και περηφάνειας γι’ αυτή την αντίσταση. Ο ποιητής μιλά για «κοινόν τό δόγμα», αλλά αυτό δεν είναι εγγύηση ότι η απόφαση δεν συνάντησε αντίδραση από μερικούς παράγοντες∙ πραγματικά, το κάλεσμά του στον αυτοκράτορα να το επικυρώσει υποδεικνύει ότι υπήρξε ίσως μια τέτοια αντίδραση, για την οποία ο αυτοκράτορας, που δεν είχε ακόμα επικυρώσει το «δόγμα», ήταν ενημερωμένος. Απ’ τα τρία σώματα ―τη Σύγκλητο, το στρατό (φρουρά) και το λαό (δήμοι)― είναι πιθανόν ότι το δεύτερο και το τρίτο ενήργησαν ώστε να περάσει η απόφαση για την ανάληψη της βασιλείας. Όσο για την αντίσταση που ίσως προερχόταν απ’ την Σύγκλητο ―το θεσμό που ήταν το σύμβολο της Δημοκρατίας και που η σημασία του είχε ελλαττωθεί, μειωθεί στο ελάχιστο απ’ τον Καίσαρα (μοναρχία)― μπορούν να λεχθούν τα εξής: η επίσημη μετατροπή της αυτοκρατορίας σε Βασιλεία θα μπορούσε εύλογα να εγείρει κάποια αντίθεση ανάμεσα στους Συγκλητικούς κύκλους, μερικοί απ’ τους οποίους ανήκαν στην παλιά ρωμαϊκή αριστοκρατία. Τέτοια στάση απ’ το μέρος της Συγκλήτου θα ήταν συνεπής μ’ ό,τι είναι γνωστό για την αναβίωση της δυνάμεως της Συγκλήτου κατά τον 7ο αι. Σ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου έπαιζε ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο: παρότρυνε τον Ηράκλειο τον πρεσβύτερο να βάλει ένα τέλος στην τυραννία του Φωκά∙ έπεισε τον Ηράκλειο να γίνει αυτοκράτορας μετά την επιτυχία της επανάστασης (πραξικοπήματος)∙ αλληλογράφησε με το Χοσρόη στα 615 και λάβαινε, τακτικά, επιστολές απ’ τον Ηράκλειο που την πληροφορούσαν για την πρόοδο των εκστρατειών του κατά των Περσών και την επιτυχή κατάληξή τους στα 628∙ μετά το θάνατο του Ηρακλείου καθαίρεσε την Μαρτίνα και τον Ηρακλωνά και ευνόησε στην «αρχή» Η τον Κων/ντίνο Γ΄. Γι’ αυτό η Σύγκλητος πιθανόν αντιτέθηκε στην ανάληψη της Βασιλείας απ’ έναν αυτοκράτορα που όφειλε την εξουσία του στη μεσολάβησή της.
Αυτή θα μπορούσε να ήταν η κατάσταση στην οποία αναφέρεται ο Πισίδης: αρχικά πέρασε μια απόφαση, πιθανώς, από μία συγκέντρωση του λαού στον ιππόδρομο και στην φρουρά, αλλά η Σύγκλητος δεν πρέπει να ήταν ευνοϊκή στην τελική εφαρμογή της απόφασης με νόμο, για τον οποίο ήταν απαραίτητη η σφραγίδα του αυτοκράτορα. Ο ποιητής τον καλεί να επικυρώσει το νόμο με «τύπο».
7) Διονυσία Μισίου, Η διαθήκη του Ηρακλείου και η κρίση του 641, Συμβολή στο πρόβλημα της διαδοχής στο Βυζάντιο, Θεσσαλονίκη 1985.
Η Δ. Μισίου, μετά από εξονυχιστική έρευνα των πηγών και ένταξή τους στο ιστορικό τους πλαίσιο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πρωταγωνιστές της κρίσης του 641 δεν είναι οι νεαροί Ηρακλείδες, αλλά οι πολιτικές δυνάμεις που τους υποστηρίζουν. Οι δυνάμεις που έχουν συμπαραταχτεί με τον Ηρακλωνά και τη Μαρτίνα είναι ο δήμος των Βενέτων και οι εκκλησιαστικοί κύκλοι με επικεφαλής τον Πατριάρχη Πύρρο που ασκεί και χρέη αντιβασιλέα για τον ανήλικο Ηρακλωνά, ενώ τον Ηράκλειο-Νέο Κων/νο και το γιο του Κώνσταντα υποστηρίζουν ο δήμος των Πρασίνων και η σύγκλητος που είναι και ο κύριος υποκινητής της δυναστικής αυτής κρίσης.
Όσον αφορά την θέση της Συγκλήτου στο βυζ. κράτος ως καθεστωτικού παράγοντα η νεότερη έρευνα δέχεται τα παρακάτω: Με την αποκατάσταση της «τάξεως» που είχε διασαλευτεί απ’ την κρίση του 3ου αι., η συνεργασία ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τη σύγκλητο χαλάρωσε∙ η σύγκλητος κατέβαλε προσπάθειες να ενισχύσει τη θέση της και να περιορίσει τις μοναρχικές τάσεις των αυτοκρατόρων. Στην προσπάθειά της αυτή, συνέβαλε η ανάπτυξη της πολιτικής επιρροής των δήμων, οι οποίοι και συνέπραξαν με τη Σύγκλητο. Η σύμπραξη Δήμων και Συγκλήτου είχε ως επακόλουθο, ότι σε περίπτωση χηρείας του θρόνου, η ανάδειξη του νέου αυτοκράτορα ήταν το αποτέλεσμα του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας που αντιπροσωπεύονταν απ’ τους δύο δήμους, επίσημος εκφραστής των οποίων ήταν η σύγκλητος.
Η περίοδος αυτή της ομαλότητας διακόπηκε απ’ την επανάσταση του Φωκά, του 602∙ ο Φωκάς είναι ο πρώτος βυζαντινός ηγεμόνας που καταλαμβάνει το θρόνο με την υποστήριξη του «λαού», παραβιάζοντας τους βυζαντινούς κανόνες διαδοχής, χωρίς δηλ. η ανάρρησή του να έχει πετύχει την επικύρωση του προκατόχου του ή της συγκλήτου∙ γι’ αυτό και δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως νόμιμος αυτοκράτορας, αλλ’ έμεινε στην ιστορία με την επωνυμία του τυράννου. Η τυραννία του Φωκά φωτίζει από αρνητική άποψη το πρόβλημα της διαδοχής στο Βυζάντιο∙ σύμφωνα με την μελέτη της Δ. Μισίου, οι μεταβολές που συντελούνται, μετά την εκθρόνιση του Φωκά, στο τελετουργικό της ανάδειξης του νέου αυτοκράτορα ―η κατάργηση της χρήσης του μανιάκιου και η εγκατάλειψη της ανύψωσης του υποψήφιου αυτοκράτορα σε ασπίδα― υπογραμμίζουν το αντικανονικό της ανάδειξης του Φωκά και, κυρίως, την αποδυνάμωση του ρόλου του στρατού κατά την εκλογή του νέου αυτοκράτορα.
Μετά τον Φωκά, την αποκατάσταση της βασιλείας αναλαμβάνει ο Ηράκλειος. Όλη η βασιλεία του Ηρακλείου χαρακτηρίζεται απ’ την προσπάθειά του για την ενίσχυση της νομιμότητας, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος νέας τυραννίας. Μέσα στα πλαίσια της αποκατάστασης της βασιλείας ο Ηράκλειος εργάζεται για την ενίσχυση της μοναρχίας. Ασκεί δυναστική πολιτική, ενώ η υιοθέτηση του τίτλου «βασιλεύς» ως επίσημου τίτλου του βυζαντινού αυτοκράτορα μπορεί να έχει και πολιτειακή σημασία, δηλώνοντας την καθιέρωση της κληρονομικής διαδοχής. Ακόμη, η ανάδειξη δύο γιών του αυτοκράτορα ως διαδόχων του αποτελεί επίσης δείγμα της προσπάθειας του αυτοκράτορα για την καθιέρωση της κληρονομικής διαδοχής.
Τους στόχους του αυτούς ο Ηράκλειος θέλησε να διασφαλίσει και μετά τον θάνατό του με τη διαθήκη του. Η διαθήκη όμως αυτή, συνάντησε την αντίδραση των καθεστωτικών παραγόντων και ιδιαίτερα της Συγκλήτου, η οποία είχε πολλούς λόγους να είναι δυσαρεστημένη με τη ρύθμιση της διαδοχής απ’ τον Ηράκλειο: 1) Η ρύθμιση αυτή επέτρεπε τη διαδοχή προς κάθε κατεύθυνση μέσα στη δυναστεία και εκμηδένιζε έτσι το ρόλο της συγκλήτου στην ανάδειξη του νέου αυτοκράτορα.
2) Η ισοτιμία των δύο συμβασιλέων σε συνδυασμό με τον επικείμενο θάνατο του Πράσινου Ηράκλειου-Νέου Κων/νου άφηνε μόνο αυτοκράτορα τον Βένετο Ηρακλωνά. Η πλειοψηφία της συγκλήτου, που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ανήκε στους Πράσινους, έβλεπε ότι έχανε τον έλεγχο του βυζαντινού θρόνου.
3) Κατά τα τελευταία χρόνια και, ιδιαίτερα, στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου, η σύγκλητος είδε να χάνει τα πολλά προνόμιά της ή τουλάχιστον πολλά απ’ αυτά, προς όφελος του ιερατίου. Η αντίδραση κατά του Ηρακλωνά και της Μαρτίνας θα έδινε την ευκαιρία στη Σύγκλητο να απομακρύνει τον αντιβασιλέα πατριάρχη Πύρρο και να αναλάβει η ίδια την αντιβασιλεία για τον ανήλικο Κώνσταντα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, σύμφωνα με τη διατριβή της Δ. Μισίου, η σύγκλητος προσπαθεί να προσβάλλει τη διαθήκη του Ηρακλείου. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύονται συνταγματικοί ―η ισοτιμία του Ηρακλωνά― και κυρίως ηθικοί λόγοι―  το μοτίβο της αιμομιξίας: το σκάνδαλο του αιμομικτικού γάμου του Ηρακλείου με την ανηψιά του Μαρτίνα δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στη σύγκλητο να εκμεταλλευτεί το υψηλό αίσθημα που έτρεφε ο λαός για την αυτοκρατορία του και την αποστολή της, για να αποκλείσει την Μαρτίνα και τον Ηρακλωνά απ’ τον βυζαντινό θρόνο. Η ερμηνεία που έδιναν μέχρι πρόσφατα οι ερευνητές, ότι η αντίδραση κατά της Μαρτίνας είχε ως αιτία το φύλο της, πρέπει να εγκαταληφθεί.
Η σύγκλητος, λοιπόν, αρνείται στον αυτοκράτορα να ενεργεί όπως θέλει. Η πολιτική βούληση την οποία επέδειξε ο αυτοκράτορας στη διάρκεια της βασιλείας του και επισφράγισε με την διαθήκη του, δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα, ενώ η σύγκλητος σημείωσε μια μεγάλη νίκη κατά της μοναρχίας και κατά των διεκδικήσεων του ιερατείου.
8) Ewa Wipszycka, Les factions du cirque et les biens ecclesiastiques dans un papyrus Egyptien. Byzantion, tome XXXIX (1969), Bruxelles 1970.
Εδώ και αρκετά χρόνια, παρουσιάζονται καινούργιες πηγές διαφόρων κατηγοριών, που έρχονται να πιστοποιήσουν την αλήθεια του λαμπρού χρονικού του Ιωάννη του Νικίου, που παρουσιάζει τις «μερίδες» του τσίρκου ως σπουδαίους παράγοντες για τη ζωή στη βυζ. Αίγυπτο. Σ’ αυτή τη σειρά των πηγών, η Ewa Wipszycka προσθέτει έναν ανέκδοτο πάπυρο, που φυλάσσεται στο Staatliche Museum του Βερολίνου. Στο άρθρο της μελετά αυτόν τον πάπυρο και βγάζει τα παρακάτω συμπεράσματα:
Η εμφάνιση, στον πάπυρο, της λέξης δημότης με νέα σημασία, έχει μια μοναδική σπουδαιότητα, στο φως των τελευταίων ερευνών για τις «μερίδες» (μέρη) του τσίρκου στην Κων/πολη. Δείχνει ότι οι βυζ. δήμοι ήταν περιορισμένες οργανώσεις των οποίων τα μέλη, οι δημότες, ήταν καταγραμμένα στους καταλόγους∙ οι κατάλογοι αυτοί ήταν τοποθετημένοι στον Ιππόδρομο, αλλά η δραστηριότητα των δημοτών δεν περιοριζόταν στο πεδίο των θεαμάτων: ήταν επίσης πολιτική με παραστρατιωτικό χαρακτήρα. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς ότι η βυζ. Αίγυπτος γνώριζε όχι μόνο τον Ιππόδρομο με τους αθλητικούς ανταγωνισμούς του και τη συμμετοχή των θεατών με το μέρος των Γαλάζιων και των Πρασίνων, αλλά επίσης, σύμφωνα με το πρότυπο της πρωτεύουσας και των μεγάλων ελ. πόλεων της αυτοκρατορίας, της οργανώσεως των οποίων τα μέλη ονομάζονταν «δημότες» και είχαν για αρχηγούς τους τους «πρωτοδημότες» («πρωτοδημόται»). Φαντάζεται κανείς πως οι δήμοτες (δημόται) δεν ήταν απλοί πολίτες, αλλά, αντίθετα, αποτελούσαν ένα είδος elite της πόλης.
9) Al. Cameron, Demes and Factions, B.Z. 1974 (67).
O Cameron, σ’ αυτό του το άρθρο, βγάζει τα παρακάτω συμπεράσματα: Χάριν συντομίας, «οι δήμοι των Πρασίνων» πολλές φορές αναφέρονται απλώς ως δήμοι. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε σύγχυση με τους «δήμους» σύμφωνα με το κοινό, γενικό τους νόημα: ο λαός, οι μάζες. Στην πράξη, η διάκριση εξαρτάται απ’ τα συμφραζόμενα και είναι εμφανής, τουλάχιστον, στους συγχρόνους. Ένα τέτοιο είδος επίσημης αμφισημίας θα μπέρδευε μόνο τον ιστορικό.
Έτσι, κατά τον Cameron οι «δήμοι» των Γαλάζιων και των Πρασίνων είναι ένας μύθος. Θα ήταν καλύτερα αν αυτός ο παραπλανητικός όρος εγκαταλειπόταν στο μέλλον. Γιατί δεν είναι περιοχές μόνιμης διαμονής∙ ή δημοτικές ενότητες∙ δεν είναι ούτε πληθυσμός σαν σύνολο ή ο κοινός λαός∙ δεν είναι ακόμη τίποτε καινούργιο∙ δεν είναι τίποτε περισσότερο απ’ τους οπαδούς των «Γαλάζιων» και «Πράσινων» «μερών» του τσίρκου. (Fan-clubs)
10) A. Cameron, Circus Factions, Blues and Greens at Rome and Byzantium, Oxford 1976.
Σύμφωνα με τον Προκόπιο και τον Μαλάλα, δήμοι (Βένετοι και Πράσινοι) υπήρχαν σ’ όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας ―μια γενίκευση που αποδεικνύεται πολύ καλά κατοχυρωμένη.
Έχουμε παπύρους απ’ την Οξύρυγχο για όλη την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Αίγυπτο. Ακόμη, απ’ τους πέντε παπύρους που ονομάζουν τους δήμους της Οξυρύγχου, τρεις χρονολογούνται στο β΄ μισό του 6ου αι., ενώ οι άλλοι δύο στον 7ο αι.
Όσο για τις επιγραφές, κάθε επιγραφολόγος ξέρει πόσο απότομα «πέφτει» η πλούσια παραγωγή επιγραφικών μνημείων απ’ τις πλούσιες ελληνικές πόλεις της αυτοκρατορίας στο τέλος του 5ου αι.
Όσον αφορά στις επαναστάσεις του πρώϊμου 7ου αι., χωρίς αμφιβολία, οι δήμοι έπαιζαν έναν εξέχοντα ρόλο στην αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στην πτώση του Μαυρικίου κι έπειτα στην πτώση του Φωκά. Τώρα, όσον αφορά στη δραστηριότητά τους, που επηρέασε τις μοίρες των δύο αυτοκρατόρων, δεν ήταν, κατά τον Cameron, ακριβώς «πολιτική». Γιατί είναι πολύ διαφορετικό να αντιπροσωπεύεις το Μαυρίκιο και το Φωκά σαν μαριονέττα στα χέρια των ευρέων πολιτικών ομάδων της αυτοκρατορίας, που θα μπορούσαν να τους ενώσουν ή να τους διασπάσουν, προσφέροντας ή αποσύροντας, απλά, την υποστήριξή τους.
Η συμμετοχή των δήμων στον πραγματικό εμφύλιο πόλεμο που οδήγησε στην διαδοχή απ’ τον Ηράκλειο το 610, μαρτυρείται και περιγράφεται εντυπωσιακά, αλλά δεν θα πρέπει να μεγαλοποιείται… Σύμφωνα με τα θαύματα του Αγ. Δημητρίου, γινόταν εμφύλιος πόλεμος σ’ όλη την αυτοκρατορία ιδιαίτερα στην Θεσ/νίκη, την Ανατολία, την Ασία, την Κιλικία και την Παλαιστίνη. Ο Παύλος ο Διάκονος παρατηρεί πιο λεπτομερειακά, ότι «κατά τη βασιλεία του Φωκά οι Γαλάζιοι και οι Πράσινοι μπλέχτηκαν σε εμφύλιο πόλεμο σ’ όλη την αυτοκρατορία και την Αίγυπτο, επιδιδόμενοι και ο ένας και ο άλλος σε αμοιβαία σφαγή». Ακόμη, υπάρχουν αρκετά κείμενα που αναφέρουν όχι μόνο τη γενίκευση για μεγάλη συμμετοχή των Γαλάζιων και των Πράσινων στη διαμάχη, αλλά επίσης την έμφαση που δίδει ο Παύλος ο Διάκονος στο γεγονός ότι δηλ. οι Γαλάζιοι και οι Πράσινοι δεν μάχονταν τόσο υπέρ ή κατά του Φωκά ή του Ηρακλείου, όσο ο ένας κατά του άλλου δήμου.
Οι επιγραφές που αναφέρονται στους δήμους αυτής της περιόδου δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση. 30 χρόνια αργότερα, βρίσκουμε τους δήμους να εκμεταλλεύονται, κατά τον ίδιο τρόπο, το χάος που ακολούθησε τις Αραβικές επιδρομές και ν’ αρχίζουν την μεταξύ τους διαμάχη.
Οι μελέτες για τους Δήμους συνήθως καταλήγουν μ’ ένα τμήμα αφιερωμένο στην παρακμή τους, η οποία αποδίδεται σε κάποιον μεταρρυθμιστή αυτοκράτορα, που συνήθως ταυτίζεται με τον Ηράκλειο ή τον Λέοντα Γ΄, ο οποίος τους απογύμνωσε απ’ όλες τις δυνάμεις τους, παρηγορώντας τους μ’ ένα ρόλο στο αυτοκρατορικό τυπικό της αυλής.
Σύμφωνα με τα επιχειρήματα που παρέθεσε ο Cameron στο βιβλίο του, οι δυνάμεις απ’ τις οποίες οι δήμοι απογυμνώθηκαν (δηλ. όλα τα «πολιτικά» δικαιώματα και ο έλεγχος των δημοσίων διασκεδάσεων) ήταν δυνάμεις που δεν κατείχαν ποτέ, πραγματικά. Ο μοναδικός σημαντικός, επίσημος ρόλος που έπαιζαν κατά τη διάρκεια της περιόδου της μεγαλύτερης ακμής τους (τέλος 5ου- αρχές 7ου αι.) ήταν εκείνος που είχαν και μετά: ο ρόλος τους στις αυτοκρατορικές τελετουργίες.
Σύμφωνα με τον Cameron, η ιδέα της παρακμής είναι περισσότερο υπόθεση παρά γεγονός, βασισμένη εν μέρει στην έλλειψη μαρτυριών για βίαιη δραστηριότητά τους στην περίοδο απ’ τον Ηράκλειο και μετά, και εν μέρει στην παρανόηση της φύσης τους και του σκοπού τους πριν απ’ την βασιλεία του.
Στα συμφραζόμενα του ενός και μόνου επίσημου ρόλου των δήμων, δηλ. του ρόλου τους στο εθιμοτυπικό της αυλής απ’ τον 7ο αι. και μετά, γίνονται όλο και περισσότερο σημαντικοί, καθώς περνά ο καιρός και ο ρόλος τους στο αυτοκρατορικό τελετουργικό αυξάνει σε σημασία.
Αλλά, απ’ τον 7ο αι. και μετά, καθώς τα εθιμοτυπικά καθήκοντα των δήμων αύξαιναν σε σημασία και λάμβαναν χώρα στο παλάτι και στις εκκλησίες, πολύ μακριά, πλέον, απ’ την έξαψη των αγώνων, αναπόφευκτα οι ταραχές τους θα έτειναν να γίνονται λιγότερο εμφανείς.
Συνεπώς ίσως να υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στην πιθανότητα κάποιας παρακμής στις ιπποδρομίες των δήμων και στην αναμφισβήτητη ανάπτυξη του τελετουργικού τους ρόλου. Εντούτοις, αυτό σε καμμιά περίπτωση, κατά τον Cameron, δεν σημαίνει ότι τα υποτιθέμενα πολιτικά τους δικαιώματα χάνονται και αντικαθίστανται απ’ τα εθιμοτυπικά τους καθήκοντα.
11) Patricia Karlin Hayter, Studies in Byzantine Political History. (Sources and Controversies), Variorum Reprints, London 1981. Factions, Riots and Acclamations.
Η P. K. Hayter παραδέχεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του Α. Cameron για τους δήμους εξαντλείται σε επιθέσεις στους προηγούμενους μελετητές, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους, κατά τον Cameron, έχουν βιάσει τις μαρτυρίες των πηγών για να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα που τα υπαγορεύουν οι ιδεολογίες τους (μαρξισμός κ.λπ.).
Ο Cameron απορρίπτει τη χρησιμοποίηση της λέξεως «parties»―«δήμοι» απ’ τους σύγχρονους μελετητές, γιατί ισχυρίζεται πως έτσι αποδίδεται στους δήμους ένας ρόλος που έχει τις ρίζες του στις αντιλήψεις και στις συνωμοσίες του 19ου αι. Επομένως, κάτι τέτοιο είναι, κατά τον Cameron, αναχρονιστικό.
Προφανώς, κατά τον Cameron οι Γαλάζιοι και οι Πράσινοι δεν ήταν πολιτικές μερίδες που δρούσαν ως μηχανισμός της πολιτικής εξουσίας, αλλά ήταν «claques» (μερίδες του τσίρκου) που αναπτύχθηκαν σε «clubs». Έτσι, κατά τον Cameron, οι δήμοι των Γαλάζιων και των Πράσινων είναι ένας μύθος, γιατί δεν αποτελούσαν ούτε το σύνολο του πληθυσμού της πρωτεύουσας, ούτε ήταν ο κοινός λαός. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο απ’ τα μέλη των «fan clubs» των Γαλάζιων και των Πράσινων.
Η P. Hayter αναρωτιέται τότε, αν τα καταγραμμένα μέλη των «δήμων» ήταν οι μοναδικοί Γαλάζιοι και Πράσινοι που υπήρχαν, ή αν αυτός ο διαχωρισμός σε χρώματα εκτεινόταν και πέρα απ’ τον Ιππόδρομο.
Η Patricia Karlin Hayter υποστηρίζει πως αντικείμενο της πολιτικής θεωρίας της βυζ. αυτοκρατορίας είναι οι φατρίες του ιπποδρόμου, μια διάκριση του λαού της Κων/πολης και στον μεταξύ τους αγώνα και κατ’ επέκταση, στην αποδυνάμωσή τους στο διάλογο με τον αυτοκράτορα (την πηγή της πολιτικής δύναμης).
Κι εφόσον οι «δήμοι» άφηναν τον ιππόδρομο για να βγούν στο δρόμο, τους καταλάμβανε η ψυχολογία του όχλου. Ο βανδαλισμός και η βία δεν απογυμνώνει, κατά τις απόψεις της Hayter, τις ταραχές απ’ τις πολιτικές τους προεκτάσεις. Όσο για το φόνο και το λιθοβολισμό («λιθοβολεῖν») θα μπορούσαν να είναι είτε απλός χουλιγκανισμός είτε πολιτική πράξη, όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα.
12) J.A. Fine, Two Contributions on the Demes and Factions in Byzantium in the Sixth and Seventh Century, ZRVI (Receuil des travaux de l’ Institut d’ études byzantines) 10 (1967) σ. 29-37.
Ι. Οι Βένετοι και οι Πράσινοι του 6ου και 7ου αι. αποτελούνταν από δύο στοιχεία ―τα μέρη του τσίρκου (circus factions) και τους δήμους της πόλης (municipal demes). Δύο προβλήματα που σχετίζονται μ’ αυτούς δεν έχουν λυθεί ακόμη απ’ τους ιστορικούς: 1) Πώς συνδέονταν, πρακτικά, τα «μέρη» με τους «δήμους»; 2) Στην πράξη, ποιά ήταν η διάκριση ανάμεσα σ’ ένα «μέρος» και σ’ ένα «δήμο»; Η αιτία της σύγχυσης οφείλεται στις πηγές. Διαβάζοντας κανείς τους σύγχρονους με την εποχή που μελετάμε συγγραφείς, βρίσκει την ίδια σύγχυση και έλλειψη καθαρότητας αναφορικά με τις δύο αυτές ομάδες. Αυτό το άρθρο του Fine ελπίζει να καταδείξει ότι ο λόγος αυτής της σύγχυσης είναι το γεγονός ότι, απ’ τον 5ο αι. ο «δήμος» και το ισοδύναμό του «μέρος» είχαν τόσο πολύ συγχωνευθεί που ήταν αδύνατο να διακρίνεις τις δραστηριότητες του ενός απ’ του άλλου, αν και θεωρητικά οι δύο ομάδες θεωρούνταν διαφορετικοί θεσμοί.
Ο Manojlovic έχει δείξει ότι οι Γαλάζιοι, γενικά, βρίσκονταν στο κέντρο της παλιάς πόλης, ενώ οι Πράσινοι ζούσαν στην πόλη του Κωνσταντίνου, πίσω απ’ τα τείχη της παλιάς πόλης. Η πλειονότητα των αριστοκρατών ζούσε στην περιοχή των Γαλάζιων, ενώ η πλειονότητα των μεγάλων εμπόρων και των βιοτεχνών ζούσε στην περιοχή των Πράσινων. Αφού κάθε «δήμος» κυριαρχούνταν από διαφορετικές πολιτικο-οικονομικές ομάδες, οι οποίες ήταν επικεφαλής των αντιπάλων μερών στο τσίρκο, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως η περιοχή, που κυριαρχούσαν απ’ τους πάτρωνες της Γαλάζιας μερίδας κατέληξε να ονομαστεί «Βένετος Δήμος».
Βέβαια δεν έχουμε καμιά ειδική πηγή που να περιγράφει τις λειτουργίες και τα καθήκοντα των Δήμων. Ο μοναδικός ρόλος που τους βλέπουμε να εκτελούν είναι εκείνος των βοηθητικών στρατιωτικών τμημάτων που υπερασπίζουν τα τείχη της πόλης σε καιρό εθνικού κινδύνου. Αυτό δεν φαίνεται να είναι ένα από τα αρχικά τους καθήκοντα, αφού η πρώτη φορά που τους βλέπουμε να υπερασπίζουν την πόλη τους είναι το 559. Μετά απ’ αυτή τη χρονολογία, επετέλεσαν ξανά αυτή τη λειτουργία το 584, 600, 602, 610 και 626. Αυτή η λειτουργία εντούτοις, δεν ήταν τακτική, αφού μόνο για το 602 πληροφορούμαστε πως οπλίστηκαν ειδικά γι’ αυτή την περίπτωση. Καθώς επιτελούσαν αυτή τη στρατιωτική τους λειτουργία, ο «δήμος» ήταν υπό την επίβλεψη ενός αυτοκρατορικού απεσταλμένου, του «δημάρχου». Για πρώτη φορά συναντούμε τους δημάρχους, ένα για κάθε δήμο, στα 602. Σύμφωνα με τη στρατιωτική λειτουργία που επιτελούσε, ο δήμαρχος πρέπει να τελούσε υπό τη διοίκηση ενός τακτικού στρατιωτικού αξιωματούχου. Φυσικά επηρεαζόταν απ’ την πολιτική τοποθέτηση των επικεφαλής των δήμων και υπήρξαν περιπτώσεις που υπηρέτησε τα συμφέροντα των δήμων παρά τα αυτοκρατορικά.
ΙΙ. Οι δήμοι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου.
Η άνοδος του Ηρακλείου στον αυτοκρατορικό θρόνο το 610 ήταν, κατά μεγάλο μέρος, αποτέλεσμα της υποστήριξης των δήμων (των Πράσινων και των Βενέτων στην Αίγυπτο και των Πρασίνων στην πρωτεύουσα). Αμέσως μετά τη νίκη του, η σημαία των Βενέτων κάηκε στον Ιππόδρομο. Μετά από ένα τέτοιο ξεκίνημα, θα αναμέναμε να δούμε τους δήμους να παίζουν ενεργητικό ρόλο κατά τη βασιλεία του, ιδιαίτερα, εφόσον κατά τη διάρκεια των προηγούμενων βασιλειών του Μαυρικίου και του Φωκά είχαν αυξήσει τη δύναμή τους και, συχνά, είχαν χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη για να προκαλέσουν ταραχές.
Προς έκπληξή μας, όμως, δεν έχουμε ούτε μία μαρτυρία για κάποια ταραχή των δήμων στην Κων/πολη, απ’ την άνοδο του Ηρακλείου στο θρόνο το 610 μέχρι την εκθρόνιση του Ιουστινιανού το 695. Επίσης δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για ταραχές στις επαρχίες, με εξαίρεση την Αίγυπτο, όπου οι δήμοι ήταν συνεχώς σε δράση ως την Αραβική κατάκτηση, και την Ιερουσαλήμ, όπου υπάρχει αντίδραση των δήμων και αντίθεσή τους προς τον πατριάρχη Ιεροσολύμων το 614. Σ’ αυτό το άρθρο, όμως, ο συγγραφέας συγκεντρώνει την προσοχή του ολοκληρωτικά στην Κων/πολη, εξετάζει όλες τις πηγές της βασιλείας του Ηρακλείου, που σχετίζονται με τους δήμους, και προσπαθεί να εξηγήσει την αδράνειά τους.
α) Υπάρχουν μόνο τέσσερις αναφορές στους δήμους κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Για το έτος 612, το Πασχάλιο Χρονικό αναφέρει ότι οι δήμοι είχαν έναν αυστηρά τελετουργικό ρόλο καθώς συμμετείχαν στη στέψη του γιού του Ηρακλείου Κων/νου, ως συναυτοκράτορα.
β) Η δεύτερη αναφορά δείχνει ότι ο ένας δήμος εκφράζει την αντίθεσή του, αν και δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για κάποια ταραχή. Το 613 ο Ηράκλειος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά και διάλεξε για σύζυγό του την ανεψιά του Μαρτίνα. Αυτό θεωρήθηκε «ἄσεμνον συνοικέσιον». Ο Νικηφόρος μας παρέχει το ακόλουθο κείμενο: «διήλεγχον δέ αὑτοῦ μάλιστα τό ἄσεμνον συνοικέσιον ἐπί ταῖς ἱππικαῖς ἀμίλλαις καί οἱ τοῦ πρασίνου [sic !] δημόται χρώματος + συνήνουν τε ἐπί ταύτῃ καί συνέπραττον». Επειδή το κείμενο είναι φθαρμένο, όπως ήδη είχε παρατηρήσει ο de Boor, δεν είναι παράξενο που οι μελετητές είχαν δυσκολίες στην ερμηνεία του.
Υπάρχει, εντούτοις, ένα δεύτερο χειρόγραφο του Νικηφόρου που φυλάσσεται στο Βρεττανικό Μουσείο (ms. 19390). Αυτό το χειρόγραφο δεν είχε εξετασθεί προηγουμένως στα συμφραζόμενά του. Αυτή η παραλλαγή αναφέρει τα εξής: «Διήλεγχον δέ αὑτοῦ τήν ἐπί τῇ ἀνεψιᾷ παρανομίαν ἐφ’ ἱππικοῦ ἀγῶνος καί οἱ τοῦ πρασίνου χρώματος δημόται, καί κωλύσειν τήν συναφήν ἐπειρῶντο τήν ἄθεσμον, οἱ δέ τοῦ ἀντικειμένου χρώματος συνήνουν τε καί συνέπραττον». Ο εκδότης αυτού του χειρόγραφου, Louis Orosz, αναφέρει ότι το χειρόγραφο είναι αντίγραφο του 9ου αι. ενός γνήσιου χειρογράφου του πρώϊμου 9ου αι., ενώ το κείμενο του Νικηφόρου Πατριάρχη της έκδοσης του de Boor είναι παρμένο από αντίγραφο του 11ου ή του 12ου αι. Όταν συγκρίνουμε τα δύο κείμενα γίνεται αμέσως φανερό ότι ο συγγραφέας της έκδοσης του de Boor παρέλειψε ολόκληρη τη σειρά «καί κωλύειν τήν συναφήν ἐπειρῶντο τήν ἄθεσμον, οἱ δέ τοῦ ἀντικειμένου χρώματος…». Το κείμενο μπορεί να μεταφραστεί ως εξής: «Οι δημότες του Πράσινου Χρώματος επέκριναν αυτόν τον παράνομο γάμο με την ανιψιά του στους ιππικούς αγώνες και προσπάθησαν να απαγορεύσουν αυτήν την άνομη ένωση και εκείνοι του αντιθέτου χρώματος συναινούσαν και συνεργάζονταν».
Δυστυχώς, όμως, το χειρόγραφο του Λονδίνου είναι αμφίσημο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Πράσινοι έπαιζαν ενεργητικό ρόλο, αντιτιθέμενοι στον αυτοκράτορα. Όμως, με ποιούς συναινούσε και συνέπραττε το αντίθετο κόμμα; Εφόσον καμιά άλλη πηγή δεν αναφέρεται στους Βένετους μετά τα καταιγιστικά γεγονότα του 610, πρέπει να προσπαθήσουμε να εξάγουμε μιαν απάντηση απ’ το αμφίσημο κείμενο του Νικηφόρου.
Το γεγονός ότι ο συγγραφέας δηλώνει το αντίθετο χρώμα μ’ ένα απλό συνδετικό «οι δε», υπονοεί ότι οι Βένετοι συνεργάστηκαν με τους Πράσινους. Αν ο συγγραφέας ήθελε να διαχωρίσει τη θέση τους απ’ εκείνη των Πράσινων, θ’ ακολουθούσε διαφορετική σύνταξη. Όμως, σκεπτόμενοι μ’ αυτό τον τρόπο, ίσως αναζητούμε υπερβολική λογική απ’ τον συγγραφέα (Νικηφόρο Πατριάρχη). Στο κείμενο του de Boor βρίσκουμε: «συνήνουν τε ἐπί ταύτῃ καί συνέπραττον». Το «ἐπί ταύτῃ» δεν εμφανίζεται στο παλιότερο χειρόγραφο του Λονδίνου και έτσι θα μπορούσε, πολύ πιθανόν, να είναι μια μεταγενέστερη προσθήκη του συγγραφέα. Όμως οι Πράσινοι είχαν διαμαρτυρηθεί για το γάμο και επίσης συνεργάστηκαν με τη Μαρτίνα, γεγονός αντιφατικό από μόνο του, επομένως είναι πιο λογικό να πιστέψει κανείς ότι το «ἐπί ταύτῃ» υπήρχε στο γνήσιο κείμενο και παραλείφτηκε απ’ τον αντιγραφέα του χειρογράφου του Λονδίνου. Έτσι, αν εξετάσουμε το συμπληρωμένο κείμενο, βλέπουμε ότι το «ἐπί ταύτῃ» ταιριάζει απόλυτα∙ μάλιστα αναφέρεται στο θηλυκό «συναφήν», πράγμα που σημαίνει ότι «το αντίθετο χρώμα» συναινούσε στο θέμα του γάμου. Αν αυτό αληθεύει, τότε είναι προφανές ότι οι Βένετοι ως το 613, μόνο τρία χρόνια μετά το κάψιμο της σημαίας τους στον ιππόδρομο, έχουν πια γίνει υποστηρικτές του αυτοκράτορα, σε αντίθεση με τους Πράσινους.
γ) Υπάρχει και μια άλλη αναφορά σε δήμο αυτής της εποχής, η οποία δεν έχει, ως τώρα, παρατηρηθεί. Υπάρχουν δύο επιγράμματα που αναφέρονται σε ένα άγαλμα, το οποίο ανεγέρθηκε προς τιμήν του Νικήτα, αδελφού του Ηρακλείου. Το πρώτο επίγραμμα αναφέρεται στα σπουδαία κατορθώματα του Νικήτα κατά των Περσών. Το δεύτερο αναφέρει τα εξής: «τόν μέγαν ἐν πολέμοισι τόν ἄτρομον ἡγεμονίαν, Νικήταν ἀρετῶν εἵνεκεν οἱ πράσινοι».
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το άγαλμα ανεγέρθηκε στο τέλος της εκστρατείας του Νικήτα. Η μοναδική εκστρατεία κατά των Περσών για την οποία γνωρίζουμε ότι συμμετείχε ο Νικήτας ήταν το 614. Ο Νικηφόρος Πατριάρχης λέει ότι ανάμεσα στο 614-616 ανεγέρθηκε ένα άγαλμα προς τιμήν του Νικήτα στον Ιππόδρομο. Είναι λογικό να υποθέσουμε πως το επίγραμμα αναφέρεται σ’ αυτό το άγαλμα και ότι το άγαλμα ανεγέρθηκε λίγο μετά την επιστροφή του Νικήτα από την εκστρατεία, δηλ. αρχές του 615. Και εφόσον ο Νικήτας ήταν απ’ τους πιο στενούς και έμπιστους συνεργάτες του Ηρακλείου, το άγαλμά του μπορεί να εκλειφθεί ως μαρτυρία για το ότι αυτή την εποχή οι Πράσινοι υποστηρίζουν ακόμη την αυτοκρατορική κυβέρνηση.
δ) Η τελική αναφορά στους δήμους συμβαίνει το 617 όταν οι «δημότες και των δύο δήμων» αναφέρονται ότι συνόδευσαν τον Ηράκλειο στις διαπραγματεύσεις του με τον Χαγάνο των Αβάρων. Το πιο πιθανόν είναι πως βρίσκονται κι αυτοί στη συνοδεία του Ηρακλείου για να διασκεδάσουν τον Χαγάνο με την οργάνωση ιπποδρομιών. Το γεγονός αυτό προσδίδει στην τελευταία αυτή αναφορά στους δήμους περισσότερο αθλητικό παρά πολιτικό ενδιαφέρον και μας πληροφορεί πολύ λίγο για τη στάση των δήμων ως καθεστωτικών παραγόντων αυτήν την εποχή.
Σε κάθε συζήτηση για τους δήμους, κατά την εποχή της βασιλείας του Ηρακλείου, δίνεται έμφαση στο γεγονός πως οι πηγές για όλο τον 7ο αι. γενικά, είναι σπάνιες και ελλιπείς. Έτσι, είναι πολύ πιθανό πως οι δήμοι ήταν δραστήριοι καθ’ όλη τη διάρκεια του 7ου αι., αλλά καμιά πηγή δεν έχει διασωθεί που να το αναφέρει. Όμως το γεγονός πως οι δήμοι δεν αναφέρονται στις σύντομες συζητήσεις κατά τις κρίσιμες στιγμές του 7ου αι. και οι οποίες διασώζονται στις πηγές μας, δείχνει, κατά τον Fine, ότι ο Ηράκλειος πέτυχε να εξασφαλίσει τη σύσσωμη υποστήριξή τους στην αυτοκρατορική κυβέρνηση, τουλάχιστον για τους Περσικούς πολέμους, που διήρκεσαν απ’ την άνοδό του στο θρόνο (610) μέχρι το 629.
Κατά την ανάρρηση του Ηρακλείου στο θρόνο, είναι φανερό πως ο δήμος των Πρασίνων τον ευνόησε∙ υποβοήθησε την επανάσταση που τον ανέβασε στο θρόνο και, για να γίνει εντυπωσιακός ο θρίαμβός του, κάηκε η σημαία των Βενέτων στον Ιππόδρομο. Όμως μόνο τρία χρόνια μετά, το 613, τα πράγματα φαίνεται πως είχαν αντιστραφεί. Υποθέτοντας ότι ο Fine έχει ερμηνεύσει σωστά το αμφίσημο χωρίο του Νικηφόρου, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι Βένετοι υποστήριζαν τον αυτοκράτορα στην επιθυμία του να παντρευτεί την ανιψιά του, ενώ οι Πράσινοι ηγούνταν της αντίθεσης σ’ αυτό το γάμο.
Οι πόλεμοι του Ηρακλείου κατά των Περσών, χωρίς αμφιβολία, θα συντέλεσαν στην ειρήνη και στην κατάπαυση της έχθρας των δήμων. Κατά τη διάρκεια των πολέμων αυτών ο αυτοκράτορας δεν βρισκόταν σε θέση που να μπορεί να ευνοήσει κάποια συγκεκριμένη παράταξη με χαμηλότερη φορολογία, εφόσον χρειαζόταν όλα τα χρήματα που μπορούσε να αποκομίσει. Έτσι, το πιο πιθανό είναι να φορολογούσε και τους δυο δήμους ισότιμα.
Ακόμη, είναι φυσικό πως κατά τη διάρκεια αυτού του μακρού πολέμου που έφτασε να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας, οι διαφορές μεταξύ των δήμων θα πρέπει να είχαν μειωθεί στο ελάχιστο και ο πληθυσμός της πρωτεύουσας θα είχε συσπειρωθεί γύρω απ’ την κυβέρνηση. Το 629 ο πόλεμος τελείωσε. Όμως, ακόμη και τότε, δεν υπάρχει καμμιά αναφορά στις δραστηριότητες των δήμων για τα τελευταία δώδεκα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου. Κι εφόσον δεν φαίνεται να παίζουν κανένα ρόλο, κατά τη γνώμη του Fine, στην εμφύλια αναταραχή που ακολούθησε το θάνατο του Ηρακλείου, είναι εύλογη η υπόθεση πως μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή βρίσκονταν υπό αυστηρό έλεγχο.
Τέλος, ο Fine καταλήγει στο συμπέρασμα πως ανάμεσα στο 610 και 629 ο «δήμαρχος» είχε πετύχει να σπάσει το μονοπώλιο της επιρροής πάνω στους δήμους που ασκούνταν ως τότε απ’ τους αρχηγούς-επικεφαλής κάθε δήμου. Αν και αυτή η υπόθεση του Fine είναι αρκετά εύλογη, πρέπει ωστόσο να τονιστεί το γεγονός πως δεν έχουμε ούτε μια πηγή που να αναφέρει το δήμαρχο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου. Θα ‘πρεπε επίσης να δοθεί έμφαση στο γεγονός πως δεν τίθεται καν ζήτημα ότι ο Ηράκλειος αποδιοργάνωσε και κατέστρεψε πραγματικά τους δήμους, εφόσον οι δήμοι συνεχίζουν να υπάρχουν στο τέλος του 7ου και στις αρχές του 8ου αι. Αυτή την περίοδο, μάλιστα, τους βρίσκουμε να παίρνουν μέρος στην εκθρόνιση τριών αυτοκρατόρων.
13) Alan Cameron, Heresies and Factions, Byzantion XLIV (1974) Fascicule 1.
Κατά τη γνώμη του Cameron, τα θρησκευτικά κίνητρα δεν έπαιζαν κανένα ρόλο στις αντιθέσεις και στους ανταγωνισμούς των δήμων μεταξύ τους και οι δήμοι δεν πήραν ποτέ μέρος σε θρησκευτικές αντιδικίες σαν οργανωμένοι δήμοι.
Ο Bratianu, αντίθετα, τονίζει τόσο πολύ τον αντισημιτισμό των δήμων και ιδιαίτερα των Πράσινων, που συνδέει την υποτιθέμενη παρακμή τους τον 7ο αι., με μια υποτιθέμενη αντισημιτική κρίση του 7ου αι. Οι αυτοκράτορες, κατά τον ίδιο μελετητή, υποτίθεται ότι ενθάρρυναν τους δήμους να ενωθούν στον αγώνα τους κατά των Εβραίων, ενώ πριν ήταν διαιρεμένοι. Κατά τον Cameron, όλες αυτές οι υποθέσεις του Bratianu είναι κτισμένες στην άμμο, γιατί οι δήμοι δεν παρήκμασαν τον 7ο αι. αλλά στην πραγματικότητα κέρδισαν σε σημασία, όπως δείχνει ο ρόλος τους στο αυτοκρατορικό αυλικό τυπικό. Κι ακόμη δεν υπάρχει καμμιά μαρτυρία για μαζική εκτέλεση των Εβραίων της βυζ. αυτοκρατορίας ανάμεσα στα έδικτα του Ηρακλείου το 632 και του Λέοντα Γ΄ στα 721/2.
Πραγματικά, κατά τον τελευταίο ιστορικό του Εβραϊκού στοιχείου της βυζ. αυτοκρατορίας, το διάταγμα του Ηρακλείου ήταν «μια μεμονωμένη βίαιη χειρονομία», χωρίς σημαντικά αποτελέσματα στη νομική θέση ή στην καθημερινή ζωή των περισσοτέρων Ιουδαίων της αυτοκρατορίας.
Οι Εβραίοι, κατά την άποψη του Cameron, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παράγοντας που συνέβαλαν στο χωρισμό και στην εχθρότητα των δύο δήμων μεταξύ τους. Σε μια εποχή, όπου οι περισσότεροι Χριστιανοί μισούσαν τούς Εβραίους, δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η διαπίστωση πως και οι δήμοι τους μισούσαν∙ όμως, πρέπει να επισημανθεί πως ο «αντισημιτισμός» των δήμων, (όπου, τουλάχιστον, φαίνεται κάτι τέτοιο), παρουσιάζεται μόνο ως συνέπεια, όχι ως αιτία των αναταραχών που προκαλούσαν οι δήμοι. Όταν, εξάλλου, χάνεται η ψυχραιμία και αρχίζει η βία, η πραγματική αιτία της αναταραχής μπορεί να ξεχαστεί και οι άτυχοι Εβραίοι να βρεθούν στη θέση των θυμάτων.
14) Διονυσία Μισίου, Δήμοι και Δημοκρατία στο Βυζάντιο, Αφιέρωμα στον Νίκο Σβορώνο, τ. Α΄, Ρέθυμνο 1986. σ. 59-69.
Οι μελέτες του Uspenskij και του Manojlovic έδειξαν την νέα φυσιογνωμία που απέκτησαν οι βυζαντινοί δήμοι μέσα στον 4ο-7ο αι., υπογράμμισαν την κοινωνική, πολιτική και στρατιωτική τους σημασία και αποτέλεσαν τη βάση των εργασιών που ακολούθησαν.
Όσον αφορά την εκτίμηση του ρόλου τους στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας, μας βοηθά μια πληροφορία απ’ το Χρονικό της Σέρτ. Σύμφωνα με την πληροφορία αυτή, «στη βυζαντινή αυτοκρατορία οι συγκλητικοί διακρίνονταν στους Πράσινους και στους Βένετους. Όταν ο αυτοκράτορας πέθανε, χωρίς να έχει αφήσει διάδοχο, ο νέος αυτοκράτορας εκλεγόταν απ’ τον κύκλο των Πρασίνων, ενώ απ’ τον αντίζηλο κύκλο των Βενέτων εκλεγόταν η σύζυγος του αυτοκράτορα, στην περίπτωση που αυτός δεν ήταν παντρεμένος, όταν ανέβαινε στο θρόνο».
Η πληροφορία αυτή του Χρονικού της Σερτ επιβεβαιώνεται απ’ τις εργασίες των ερευνητών∙ βέβαια, η πληροφορία δεν ανταποκρίνεται σε κανόνα, αλλά αντιστοιχεί στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής στην οποία αναφέρεται. Το χωρίο, επίσης, μαρτυρεί μία σύμπραξη των Δήμων με την άρχουσα τάξη, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα οι βυζαντινοί μονάρχες να εκλέγονται μέσα απ’ τους κύκλους τους, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την άποψη, ότι η σχέση δήμων και κυβέρνησης περιοριζόταν στο ότι η κεντρική διοίκηση, υπολογίζοντας τους δήμους ως παράγοντες της πολιτικής ζωής, προσπαθούσε να προσεταιριστεί τους Πράσινους και τους Βένετους, ευνοώντας πότε την μία και πότε την άλλη παράταξη.
Παλαιότερα υποστηρίχθηκε η άποψη, ότι οι Βένετοι αντιπροσώπευαν τις ανώτερες τάξεις και οι Πράσινοι τις κατώτερες. Σήμερα, χάρη κυρίως στη μελέτη του Djakonov, οι βυζαντινολόγοι δέχονται ότι οι δήμοι δεν είχαν μονολιθικό χαρακτήρα, αλλά ότι κάθε δήμος μπορούσε να δεχτεί στους κόλπους του μια κλίμακα από κοινωνικές ανισότητες. Οικονομικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί προσανατολισμοί διέκριναν τον έναν δήμο απ’ τον άλλο. Οι διαφορές ανάμεσα στους δυο δήμους συνοψίζονται στη γενική διατύπωση, ότι οι Βένετοι αντιπροσώπευαν τα συντηρητικότερα και ορθόδοξα στοιχεία του πληθυσμού, ενώ οι Πράσινοι τα προοδευτικότερα και πιο ανήσυχα στοιχεία. Εξαιτίας των διαφόρων επιλογών των δύο δήμων αναπτύσσονται αντιθέσεις που εκδηλώνονται με συμπλοκές και στάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές οι πηγές μας μιλούν για «δημοκρατία» ή χρησιμοποιούν το ρήμα «δημοκρατώ»: «ἐδημοκράτησεν ὁ δῆμος τῶν Βενέτων» ή «τῶν Πρασίνων». Ως δημοκρατία χαρακτηρίζονται τόσο οι συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο δήμους, όσο και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δύο δήμοι θα δηλώσουν την αντίθεσή τους προς την κεντρική διοίκηση.
Διενθές Βυζαντινολογικό Συνέδριο με θέμα: «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο».
15) Δ. Μισίου, Η πολιτική στην καθημερινή ζωή του Βυζαντίου. Οι βένετοι στασιώτες στην εποχή του Ιουστινιανού.
Στο άρθρο της αυτό η Δ. Μισίου, μετά από προσεκτική και συνδυαστική μελέτη των σχετικών πηγών, αναθεωρεί την άποψη ότι οι Βένετοι αντιπροσώπευαν την αριστοκρατία και οι Πράσινοι τις κατώτερες τάξεις, και δέχεται ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλ. οι Πράσινοι αντιπροσώπευαν την ανώτερη τάξη και οι Βένετοι τα κατώτερα στρώματα.
Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από την παρακάτω παρατήρηση: όλοι οι Βένετοι αυτοκράτορες πήραν μέτρα κατά της ανώτερης, συγκλητικής τάξης.

Στη μελέτη αυτή η ιστορικός Αμαλία Κ. Ηλιάδη αποδύεται σε μια προσπάθεια προσέγγισης του 7ου βυζαντινού αιώνα απ’ την άποψη της εσωτερικής ιστορίας του Βυζαντίου και εξετάζονται οι αντίστοιχοι τομείς της: κοινωνία, οικονομία, στρατιωτική οργάνωση, πνευματική ανάπτυξη κ.λ.π. Αρχικά γίνεται ανασκόπηση των παλαιοτέρων απόψεων για τον 7ο αιώνα. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι νεότερες απόψεις για την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου. Το βάρος αυτής της παρουσίασης δίνεται κυρίως στα δημοσιεύματα της Αγγλικής και Γαλλικής Σχολής, που εμφανίστηκαν κατά την τελευταία εικοσιπενταετία, καθώς βέβαια και στις νεότερες απόψεις των Ελλήνων Βυζαντινολόγων.