Ρομαντισμού Μερική Προσπάσπιση

250px-Panagiotis_Soutsos

24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Ρομαντισμού Μερική Προσπάσπιση
του Ιωάννη Π. Χουντή
Πολλές φορές έχουμε ακούσει, είτε μέσα σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα είτε σε διάφορες διαλέξεις, ότι ο ρομαντισμός της Πρώτης ή Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής λίγα έχει να προσφέρει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε διαβάσει σε πολλές γραμματολογίες –ειδικά των νεωτέρων συγγραφέων- ότι ο αθηναϊκός ρομαντισμός υπήρξε ένα υποκριτικό λογοτεχνικό ρεύμα της ανώτερης τάξης, γεμάτος έπαρση και ρητορικό στόμφο. Αντικείμενο αρνητικού -συνήθως- σχολιασμού ο κλασικός ρομαντισμός, όπως τον χαρακτήρισε ο Κ.Θ. Δημαράς στη δική του Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, επιζητά εδώ και χρόνια ένα λόγο προάσπισης, ένα λόγο που θα δει πίσω από τις κλασικές και αρχαϊκές γλωσσικές κουρτίνες και θα διακρίνει το βαθύτερο λυρικό και ευρωπαϊκό πνεύμα.
Το παρόν δοκίμιο φιλοδοξεί να σκιαγραφήσει το ιστορικό υπόβαθρο του ρομαντισμού, όπως εκδηλώθηκε στην Αθήνα και όχι στα Επτάνησα και να αναδείξει τις θετικές του αρχές και αξίες αφήνοντας κατά μέρους τις διάφορες αρνητικές και γνωστές κρίσεις. Για να αναλύσει κανείς το μέγεθος και την αξία του ρομαντικού έργου πρέπει να απαρνηθεί τις διάφορες προκαταλήψεις και να αναζητήσει τον ιδεολογικό πλούτο πίσω από το ομολογουμένως στρυφνό γλωσσικό κάλυμμα των ρομαντικών ποιημάτων και πεζογραφημάτων.

Την εποχή που ο μεγάλος στρατηγός της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Ιωάννης Μακρυγιάννης ολοκληρώνει τα Απομνημονεύματά του, ένα ανορθόγραφο, άτονο και λαϊκό βιβλίο, ο ρομαντισμός ως λογοτεχνικό ευρωπαϊκό ρεύμα κάνει την εμφάνισή του στην Αθήνα την ίδια εποχή περίπου που αυτή γίνεται η πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Από το 1830 μέχρι και περίπου το 1880 ο ρομαντισμός θα κυριαρχήσει στη λογοτεχνική σκηνή και θα εκφραστεί από κοινού από την Επτανησιακή Σχολή αλλά και την Α Αθηναική Σχολή. Την ίδια χρονιά που εμφανίζεται το λογοτεχνικό αυτό ρεύμα στην Γαλλία, ο Παναγιώτης Σούτζος συγγράφει τον ‘’Οδοιπόρο’’, ένα βυρωνικό έμμετρο έργο με εμφανή τα ρομαντικά του χαρακτηριστικά. Στις αρχικές εκδόσεις του ‘’Οδοιπόρου’’ μπορούμε να διακρίνουμε τα καθαρά ρομαντικά στοιχεία, όπως αυτά εκφράζονταν τότε και στην υπόλοιπη λογοτεχνική Ευρώπη: την τάση φυγής από τη πραγματικότητα, την λυρική ευγένεια, την θερμότητα και την εκφραστική δύναμη αλλά και την απλή δημοτική γλώσσα. Ο ‘’Λέανδρός’’ του θα ακολουθήσει την ίδια πορεία, ο ίδιος απελπισμένος έρωτας και η επίδραση του γερμανού Goethe, και θα γίνει το πεζό, τούτη τη φορά, λογοτεχνικό alter ego του Οδοιπόρου λίγα χρόνια αργότερα. Με την ‘’Νέα Σχολή γραφόμενου λόγου’’ , όμως, ο Π. Σούτσος θα αποκηρύξει την δημοτική γλώσσα και θα εισάγει την καθαρεύουσα στην νέα ελληνική λογοτεχνία.
Εδώ θα πρέπει να πραγματοποιήσουμε μία μικρή ιστορική στάση για μεθοδολογικούς όρους. Η καθαρεύουσα ή αττικίζουσα γλώσσα, η οποία εισάγεται από τον Αθηναικό Ρομαντισμό έχει τις βαθιές ρίζες της στην εποχή της Νεοελληνικής Αναγεννήσεως. Κράτα από την διαμάχη του ΒΡΕΣ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΗ. Δεν ακολούθησε ποτέ την ‘’μέση οδό’’ του Αδαμάντιου Κοραή. Ήταν η προσπάθεια μίμισης και επαναφοράς διαφόρων αλλοιωμένων κανόνων της αττικής γλώσσας του 5ου π.Χ. αι. , όπως αυτή διατηρήθηκε από τα λόγια βυζαντινά (μεσαιωνικά) κείμενα.
Πάντως, από εδώ και πέρα ο ‘’Οδοιπόρος’’ και τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα θα επέλθουν ριζικής γλωσσικής αναμόρφωσης κατά τις κατοπινές εκδόσεις και θα εξαρχαιστούν, ώστε να ανταποκρίνονται στις νέες γλωσσικές επιταγές. Σε αυτό το σημείο αρχίζουν οι πρώτες σοβαρές αντιδράσεις της λογοτεχνικής κριτικής κατά του Αθηναικού Ρομαντισμού. Λίγοι κριτικοί αντιδρούν στο περιεχόμενο των έργων του Π. Σούτσο αλλά στέκονται στα γλωσσικά στεγανά και αρνούνται να κοιτάξουν την βαθύτερη λυρική ενάργεια του έργο του, που είναι ξεκάθαρη στις αρχικές εκδόσεις.

Ο αδελφός του Παναγιώτη Σούτσου, Αλέξανδρος, θα ακολουθήσει μία διαφορετική λογοτεχνική πορεία και θα αναδειχθεί ως ένας μέγιστος κοινωνικός και σατυρικός συγγραφέας, ένας πολιτικός αναμορφωτής, που γράφει σε απλή γλώσσα χωρίς εκφραστικά μέσα, σε ένα ύφος απογυμνωμένο από κάθε λυρισμό και κάθε προσπάθεια γλωσσικής επιτήδευσης.
Ένα από τα τελευταία έργα της ρομαντικής σχολής, αυτής της πρώτης περιόδου, που θα γραφτούν σε απλή γλώσσα είναι το βυρωνικό έργο του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, γόνου της γνωστής φαναριώτικης οικογένειας, ‘’Ο Δήμος και η Ελένη’’. Αυτό το έργο δημοσιεύεται στο Ναύπλιο το 1831, ίδια χρονιά με τον ‘’Οδοιπόρο’’, και αποτελεί ένα από τα καλύτερα έργα του κυρίου εκπροσώπου της Α Αθηναϊκής Σχολής. Είναι ένα γνήσιο ρομαντικό έργο στο ίδιο κύμα με τον ‘’Οδοιπόρο’’. Επηρεασμένος από τη Νέα Σχολή γραφόμενου λόγου ο Α.Ρ. Ραγκαβής θα στραφεί προς την υπεραρχαίζουσα γλώσσα με αποκορύφωμα το ψυχρό έργο ‘’Διονύσου Πλους’’ κατά την διάρκεια των επόμενων χρόνων.
Όσον αφορά τον συγκεκριμένο συγγραφέα η κριτική, κατά τη γνώμη μου, έχει σταθεί ιδιαίτερα εχθρική και άδικη απέναντί του. Μπορεί ο ‘’Διονύσου Πλους’’ να μην αποτελεί το πλέον εύληπτο και λαϊκότροπο ανάγνωσμα αλλά δεν θα πρέπει να στεκόμαστε σε ένα μόνο ή δύο το πολύ έργα, όταν μελετούμε ένα συγγραφέα του μεγέθους και της δεξιοτεχνίας του Α.Ρ. Ραγκαβή. Ο ‘’Συμβολαιογράφος’’, ο ‘’Αυθέντης του Μορέως’’ και τα διάφορα μικρότερης εκτάσεως διηγήματά του αποτελούν ένα πραγματικό θησαυρό. Ο Α.Ρ. Ραγκαβής είναι από τους πρώτους εισηγητές της διηγηματογραφίας στην Ελλάδα και μάλιστα μίας διηγηματογραφίας και πεζογραφίας με ευρωπαικούς προσανατολισμούς. Έργα, όπως το ‘’Χρυσούν μαστίγιον’’, αποτελούν κείμενα που αντανακλούν το κοσμοπολίτικο πνεύμα του συγγραφέα και τις εμπειρίες του από το Εξωτερικό. Πολλά από αυτά τα έργα διαδραματίζονται σε ξένες χώρες, την Αμερική, την Μεγάλη Βρετανία αλλά και ακόμα πιο εξωτικές τοποθεσίες. Η ελληνική πεζογραφία, ακόμα και στις καλύτερές τις στιγμές με την συμβολή διηγηματογράφων του βεληνεκούς του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και του Γεωργίου Βιηζυνού ή πεζογράφων με την αστείρευτη φαντασία του Μ. Καραγάτση, σπάνια ξέφυγε -μέχρι τα νεώτερα τουλάχιστον χρόνια- από την ηθογραφία της ελληνικής υπαίθρου ή της ελληνικής αστικής ζωής. Ο Α.Ρ. Ραγκαβής, όμως, πολλά χρόνια πριν από τον Αλ. Παπαδιαμάντη, τον Γ. Βιζυηνό και τον Αν. Καρκαβίτσα, καλλιέργησε την πεζογραφία στην Ελλάδα και μας έδωσε μερικά εξαίσια διηγήματα και μυθιστορήματα, τα οποία, εάν κανείς τα εξετάσει χωρίς τις γλωσσικές προκαταλήψεις, θα καταλάβει την λογοτεχνική τους μαγεία και την συγγραφική βούληση. Τέλος, ο αστείρευτος νους του παρέδωε και θεατρικά, όπως ‘’Του Κουτρούλη ο γάμος’’. Τα Άπαντα του Α.Ρ. Ραγκαβή είναι από τα εκτενέστερα ολόκληρης της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας. Ανταγωνίζονται επάξια τα Άπαντα του Κωστή Παλαμά.
Ο νεοκλασικισμός του Α.Ρ. Ραγκαβή είναι επιφανειακός αλλά ο ρομαντισμός του είναι λίαν βαθύτερος και φιλοσοφημένος. Η αρχαίζουσα γλώσσα μερικών έργων του μπορεί να τους στερεί τη ζωντάνια και την γλαφυρότητα της δημοτικής αλλά τους προσδίδει μία ρητορική δομή, μία υποβλητικότητα αλλά και μία απαράμιλλη λογοτεχνική καλλιέπεια. Οι συγγραφείς που ακολουθούν τον Α.Ρ. Ραγκαβή κατά τα χρόνια της ακμής του, Ι.Καρασούτσας, Θ. Ορφανίδης, Γ. Ζαλόκωστας και Δ.Βαλαβάνης, πολλές φορές ακολουθούν τα πρότυπά του και έχουν κατηγορηθεί για αμέλεια στο στίχο, κενές ιδέες και ρητορικότητα. Οι ίδιοι κριτικοί, όμως, πολλές φορές κατηγορούν τη Β Αθηναική Σχολή του Κ.Παλαμά και του Παρνασσισμού για εύκολες ομοιοκαταληξίες, κενές ιδέες και μία αντιποιητική θεματική. Χρυσή τομή στη λογοτεχνία δεν μπορεί να βρεθεί και ποτέ ένα έργο δεν θα τέρπει και θα ικανοποιεί αισθητικά όλους τους αναγνώστες και κριτικούς.
Κανείς δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι η καθαρεύουσα ή αττικίζουσα αποτέλεσε και ίσως αποτελεί μέχρι και σήμερα ‘’κόκκινο πανί’’ για πολλούς λογοτέχνες και κριτικούς της λογοτεχνίας. Οι λόγοι είναι περισσότερο ιστορικοί και κοινωνικο-πολιτικοί παρά αμιγώς λογοτεχνικοί και γλωσσολογικοί. Όπως έχει γίνει ήδη φανερό και έχει δηλωθεί παραπάνω δεν πρέπει ποτέ να αδικούμε λογοτεχνικά ένα έργο λόγω των γλωσσικών προκαταλήψεων. Πολλοί θα ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν το 1830 τον άκρατο δημοτικισμό του Ι.Μακρυγιάννη, που μάλλον όμως οφείλοταν σε παντελή έλλειψη εκπαίδευσης παρά σε ιδεολογική τοποθέτηση, όπως αυτή διαγράφεται στα Απομνημονεύματά του. Είχαν όμως δίκιο; Σύμφωνα με την πλειοψηφία της σύγχρονης λογοτεχνικής κριτικής θα είχαν άδικο. Κάθε έργο που δεν συνάδει με την εποχή σχολιασμού του τείνει να αποδομηθεί και να απαξιωθεί. Έτσι έγινε και τα προηγούμενα χρόνια με τον Αθηναϊκό Ρομαντισμό. Μερικά έργα και μερικοί πραγματικά αμφιβόλου ποιότητας συγγραφείς στάθηκαν η αφορμή για να απαξιωθεί και να κατηγορηθεί μία ολόκληρη λογοτεχνική γενιά.

Αν αναζητήσουμε τα νεοκλασικά λογοτεχνικά στοιχεία στην ποιητική των μεγάλων ρομαντικών της Α Αθηναικής Σχολής θα εκπλαγούμε. Πόσες φορές άραγε εμφανίζονται τα νεοκλασικά πρότυπα και στεγανά στα μεγάλα έργα της περιόδου 1830-1880; Το απλό και λιτό ύφος του νεοκλασικισμού δεν εντοπίζεται στην τρομερή πλειοψηφία των ρομαντικών ποιημάτων και πεζογραφημάτων αλλά ούτε και η θετικιστική δομή ενός λογοτεχνικού επιχειρήματος. Οι νεοκλασικές αναμνήσεις των θεών, των βάκχων και των μυθολογικών εικόνων, εμφανίζεται μεν κάποιες φορές στα ρομαντικά έργα αλλά σίγουρα όχι στον βαθμό που αναπαριστώνται στη φαναριώτικη ποίηση των Γ.Βηλαρά και Α. Χριστόπουλου αλλά και στις Ωδαί του Αν.Κάλβου. Ο νεοκλασικισμός αποτελεί, άλλωστε, τη φάση της πολιτισμικής συστολής που πηγάζει από την αριστοτελική εμπειρική φιλοσοφία ενώ ο ρομαντισμός αντιπροσωπεύει την διαστολή που έχει τις ρίζες της στον πλατωνισμό και το νεοπλατωνισμό. Σίγουρα η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, οι αρχαιολογικές ανασκαφές και ο ιδεολογικός προσανατολισμός του νέο ελληνικού κράτους έδωσαν μία νεοκλασική ώθηση στο ρομαντικό εγχείρημα αλλά ο όρος ρομαντικός κλασικισμός είναι μάλλον ξεπερασμένος και αδόκιμος, εάν αφήσουμε πίσω την αρχαίζουσα γλώσσα.
Στον ρομαντισμό κυριαρχεί η δημιουργικότητα της φαντασίας και η έκφραση της προσωπικής εμπειρίας χωρίς αυστηρή ομοιοκαταληξία ή δομή. Αυτό είναι το δόγμα του ευρωπαικού ρομαντισμού. Γιατί ο Α.Ρ. Ραγκαβής και τόσοι άλλοι ποιητές της περιόδου να γίνονται αντικείμενο δρυμίας κριτικής για τον χαλαρό και πραγματικά ατημέλητο ορισμένες φορές στίχο όταν η απουσία ομοιοκαταληξίας στίχου και λογικής δομής στο έργο των μεγάλων υπερρεαλιστών θεωρείται μία τεχνική και ποιητική επανάσταση; Άλλωστε και στα μεγάλα πρώιμα έργα της Κρητικής Αναγεννήσεως οι συγγραφείς, όπως ο Στ. Σαχλίκης, ο Μ. Φαλιέρος και ο Λ.Ντελλαπόρτας, που για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν την ομοιοκαταληξία δεν είχαν αστοχίες; Στον ρομαντισμό του Α.Ρ. Ραγκαβή, του Π. Σούτσου, του Αχ. Παράσχου ο ποιητής γίνεται οραματιστής και η φαντασία γίνεται εκφραστική. Η οργανική ενότητα της φύσης και του ανθρώπου μπορεί να είναι πιο φανερή στον ρομαντικό ιδανισμό της Επτανησιακής Σχολής αλλά δεν ελλίπει παντελώς από την Πρώτη αυτή Αθηναϊκή Σχολή. Τέλος, η εικονοπλασία, η χρήση συμβόλων μυθικών αλλά και το ονειρικό, το υπερφυσικό, το υψηλό αλλά και το γκροτέσκο, που αντικατροπτίζεται θαυμάσια στο έργο του Edgar Allan Poe, προσδίδει στη ρομαντική ποίηση μία αύρα ευρωπαϊκή και μυστηριακή που δύναται να τέρψει τον αναγνώστη.
Φυσικά, η πατριωτική έξαρση δικαιολογείται από τις ιστορικές συνθήκες της περιόδου, όπως και η μελαγχολική διάθεση, η απαισιοδοξία και η εξέγερση του ρομαντικού ήρωα ενάντια στο κοινωνικό κατεστημένο (βλ. ‘’Οδοιπόρος’’, ‘’Λέανδρος’’ κ.α.). Μην ξεχνάμε τις διεθνείς ιστορικές εξελίξεις, που υπαγόρευσαν την εμφάνιση του ρομαντισμού. Η Γαλλική Επανάσταση του 1796 και άλλα τόσα σημαντικά γεγονότα γεννούν τον ρομαντισμό σαν ρεύμα τέχνης, που έρχεται να ανατρέψει τον περιορισμό και τα θέσφατα του νεοκλασικισμού, που παρήγαγε η Αναγέννηση. Τα κοινά λογοτεχνικά μοτίβα του αθηναϊκού ρομαντισμού και του ευρωπαϊκού του προτύπου είναι πολλά: Εικόνες τάφων, νεκροταφίων, φαντασμάτων, δακρύων και περιπλάνησης προς τη νεκρή αγαπημένη είναι θετικά και λογοτεχνικά στη λογική και συγκρατημένη υπόστασή τους, όταν δεν εμφανίζονται κάποιες ομολογουμένως αδικαιολόγητες ρομαντικές υπερβολές. Άλλα ο Ρομαντισμός δεν χρησιμοποιεί ενίοτε και την υπερβολή ως ρητορικό μέσο;
Η παρακμή του Αθηναικού Ρομαντισμού από το 1860 και εξής, με το 1863 να αποτελεί κρίσιμη ημερομηνία αλλά και το οριστικό του τέλος κατά τη δεκαετία του 1870, αποτέλεσαν τις μεγαλύτερες πηγές εναντίωσης και ψόγου του ρομαντικού ρεύματος στην Ελλάδα τις περισσότερες φορές δικαιολογημένα. Τα χρόνια τούτα είναι αντιποιητικά. Το ατημέλητο ύφος κυριαρχεί και η υπερβολές αποτελούν κοινό τόπο των ρομαντικών ποιημάτων. Η πεζογραφία του Ραγκαβή και η ποίηση του Π.Σούτσου δεν βρίσκουν άξιους συνεχιστές στα πρόσωπα των τελευταίων ποιητών της Σχολής.


Ο Δημήτριος Παπαρηγόπουλος γράφει επικολυρικά και πεζά έργα. Στις δημιουργίες του κυριαρχεί η απαισιοδοξία, η διαμαρτυρία, το μίσος ενώ ο Λίνος Πολίτης τα χαρακτηρίζει στυγνά και στεγνά φιλοσοφικά. Ενδεικτικό έργο για την ποίησή του, καθώς και για τη σταδιακή παρακμή αυτών των χρόνων αποτελεί ‘’Ο Φανός του Κοιμητηρίου των Αθηνών’’. Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης χρησιμοποιεί μία ψυχρή και δύσκαμπτη αρχαίζουσα γλώσσα ενώ από τα υπερβολικά και κενόλογα ρητορικά έργα του αξίζει να αναφέρουμε το δραματικό του έργο ‘’Γαλάτεια’’. Στο ίδιο κύμα και άλλοι ποιητές. Όλοι αυτοί αντιπροσωπεύουν το σταδιακό ξέφτισμα της αίγλης της Πρώτης Αθηναικής Σχολής. Ο εξέχων εκπρόσωπος αυτής της γενιάς είναι ο Αχιλλέας Παράσχος. Γράφει ποιήματα ερωτικά, ελεγειακά, επικά και πατριωτικά. Τούτος αποτελεί το τέλος του Αθηναικού Ρομαντισμού. Η ποίηση του χαρακτηρίστηκε ως φτωχή από ιδέες και εικόνες, μεγαλόστομη και ρητορική. Το νεανικό αυτό είδωλο, όμως, για λίγο μεσουρανεί και αποτελεί τον κύριο εκπρόσωπο της πνευματικής ζωής της πρωτεύουσας με τη παρουσία του στα ‘’μεγάλα σαλόνια’’, λογοτεχνικά και μη, να κρίνεται επιβεβλημένη. Από τη μία διακρίνουμε στα ποιήματά του μία πλατυάζουσα δημοτική και από την άλλη μία καθαρεύουσα με περισσή ρητορία και στόμφο. Ο Α. Παράσχος χρησιμοποιεί τα κοινά θέματα του Ρομαντισμού σε τόσο υψηλό βαθμό, που τείνει να προκαλεί την περιφρόνυση. Η πλησμονή του Ρομαντισμού, όπως αναφέρει ο Λ.Πολίτης, φτάνει σε παρωδία σε στίχους σαν τους ακόλουθους:
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου, ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρική συνδόνη,
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμμίαν…
Σ.Βασιλειάδης, Μυρσίναι
Τα χρόνια στα οποία ο Α. Παράσχος γνωρίζει την ακμή του, 1870-1880, αποτελούν και την περίοδο, που ετοιμάζεται το κάτι νέο στη λογοτεχνία. Ο Κ. Παλαμάς και ο Παρνασσισμός, σύντομα θα κάνουν την εμφάνισή τους και ο Αθηναϊκός Ρομαντισμός της Πρώτης Σχολής θα φτάσει στο τέλος του. Συνολικά, από την αρχή μέχρι το τέλος, το κίνημα αυτό, με διεθνή πρότυπα ορισμένες φορές παραμορφωμένα στην εφαρμογή τους έδωσε τουλάχιστον μέχρι το 1860 έργα υψηλής λογοτεχνικής αξίας. Τα έτη 1860-1880 με ελάχιστες αναλαμπές δεν προσέφεραν πολλά θετικά δείγματα για την Ιστορία της Λογοτεχνίας και έτσι επεβλήθη η αυτόματη αλλαγή στο κλίμα των ποιημάτων και των πεζών κειμένων με την ανάδειξη μίας νέας γενιάς. Άλλωστε με αυτούς τους μηχανισμούς, ακμής, παρακμής και αλλαγής λειτούργησε πάντα η λογοτεχνία μας.