Σε τέσσερις σκηνές το φιλμ του Αλέξη Δαμιανού

εξειδικευμένα μαθήματα για την εισαγωγή στα Πρότυπα Πειραματικά Λύκεια (κλικ εδώ)

Φιλολογικό Σπουδαστήριο “Γιώργος Δαμιανός”
Με ειδικότητα στο μάθημα της Έκθεσης – Έκφρασης

α. Ολιγομελή τμήματα: Μαρούσι – Αγία Παρασκευή
β. Οnline μαθήματα (με βιντεοσυνδιάσκεψη) σε οποιοδήποτε σημείο της Ελληνικής Επικράτειας
γ. Μαθήματα Ελληνικών για τους απόδημους. Εξετάσεις ομογενών (ακόμα και με βιντεοσυνδιάσκεψη) κλικ εδώ

24grammata.com/κινημevdokia2ατογράφος

«Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ»

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Σκηνή 1η.
Οι πεταλούδες τα απογεύματα πεθαίνουν φλεγόμενες. Μπορεί κανείς να τις δει που εκτείνονται αναμμένα σημεία ως τις πολύ μεγάλες αποστάσεις. Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη από το 1971. Τότε πρώτη μια κοπέλα η Ευδοκία παρατήρησε πως  τους θερινούς μήνες κατακλύζουν το αχανές πεδίο άγριες πεταλούδες. Εξήγησε κλαίγοντας πως δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, καθώς σε όλο τον τόπο υπάρχουν μόνον χώματα και μεγάλες, ακαθόριστες πέτρες. Κάτι κατασκευές δηλαδή, σαν τα ογκώδη πρόσωπα του Γιαννιώτη ζωγράφου Χουλιάρα που προσωποποιούν τα τοπία της Ηπείρου. Η Ευδοκία κλαίει απαρηγόρητα στην αγκαλιά της Στέλλας. Καθώς αγκαλιάζονται όλο το σπίτι πνίγεται στις στάχτες. Η Ευδοκία και η Στέλλα και στα μαλλιά τους το λευκό, η στάχτη και το χιόνι. Έπειτα οι δυο τους μακραίνουν. Επισημαίνουν την ύπαρξη ενός βωμού λίγο πιο μακριά, δεν καταλαβαίνει κανείς τι λένε καθώς τώρα στον Ασπρόπυργο φυσά ένας δαιμονισμένος αέρας. Ωραίες, καλοσχηματισμένες ορχηστρίδες ενός άλλου καιρού η Στέλλα και η Ευδοκία τώρα επιπλέουν μες στα χώματα. Εμπρός οι πεταλούδες φλέγονται ολοκληρωτικά με ξαφνικές εκρήξεις. Και άλλοι τραβούν τώρα κατα κεί με το πρόσχημα της ελληνικής πανηγύρεως. Μαζί και ο Μίλτος.

ΣΚΗΝΗ 2η
Η Ευδοκία με τα πόδια της γυμνά χορεύει μες στο μαγαζί. Μια όψη γραφικότητας επάνω στο τζάκι, από κάτω η φωτογραφία της Ελευσίνας, με τις έφηβες Περσεφόνες θεατρικά βαλμένες μες στον αρχαιολογικό χώρο. Είναι μιας κάποιας εποχής η αναπαράσταση, τώρα δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από μια ξεχασμένη, αρχαιοελληνική φρουρά. Έξω το βράδυ πώς μαίνεται και η Ευδοκία χαρούμενη που χορεύουν οι άνδρες για αυτήν. Όλο το μαγαζί ένα σπουδαίο καράβι που σέρνεται στα νερά, φωτισμένο καράβι. Η Ευδοκία σκυφτή, μαχαιρωμένη εμπρός στα ψυγεία του μαγαζιού. Οι φαντάροι από πάνω, άγριοι μεθυσμένοι στρατοί. Όλο λένε πως θυμίζει τα κορίτσια με την καταγωγή από τη θάλασσα της Προποντίδας.

ΣΚΗΝΗ 3η
Πίσω από το παράθυρο σκυφτή και άγουρη, θερμή Ευδοκία στα άδεια κρεββάτια, μια μοτοσικλέτα που ανηφορίζει δαιμονική προς το σπίτι, η γριά που γνωρίζει να ερμηνεύει τις γραμμές των χεριών, σκισμένες κουρτίνες σαν να σκοτώθηκε ένα πουλί μες στο μεσημέρι. Σκληρό, ελληνικό κορίτσι, σκληρό όπως κιβώτια. Τα χέρια της σπουδαίοι, άκαμπτοι οψιδιανοί από τον καιρό των παγετώνων. Με τη μοίρα της Ελένης, η αδικημένη Ευδοκία του Ασπροπύργου. Όλο άγριες καταστροφές μες στα μάτια της.

ΣΚΗΝΗ 4ηαλέξης δαμιανός
Κάποιος διαβάζει αποσπάσματα από τον «Λοιμό» του Ανδρέα Φραγκιά. Μόνο σήμερα λύθηκε το μυστήριο και ερμηνεύτηκε ακριβώς ο συγγραφέας. Τα αρπαχτικά που γυροφέρνουν  τους τάφους είναι άνθρωποι, αλλά με χαμένα τα συναφή χαρακτηριστικά. Τα αποσπάσματα μιλούν για έναν αποκλεισμένο τόπο, τη σκευωρία της ευτυχίας, τα σκληρά, θολά χρόνια, απέραστοι χειμώνες εκείνοι του λοιμού. Η Ευδοκία περνά αργά τη νύχτα από το μαγαζί. Ορισμένοι θυμούνται και κάτι λένε για την ασταθή ζωή της, εκείνη γελά τρανταχτά και χάνεται μες στο σκοτάδι του Ασπροπύργου. Οι άλλοι συνεχίζουν την ανάγνωση. Είναι σκυφτοί άνθρωποι, σαν να βαρύνονται από κάτι ασήκωτο, κάτι βαρύτερο από τις στοές και τα επιστύλια. Η Ευδοκία θυμίζει σε κάποιον μια πρωταγωνίστρια του Παζολίνι. Δεν μπορεί να ανακαλέσει τίποτε περισσότερο. Βεβαίως έχει δίκιο. Ο νεορεαλισμός  με την προβολή των λαϊκών στρωμάτων δεν αναπαριστά παρά το σύγχρονο περιθώριο. Είναι το βίωμα του πολιτισμού, η βαρβαρότητά του. Όλοι συμφωνούν και πίνουν στη μνήμη της Ευδοκίας. Το μαγαζί καίγεται μες στα σκοτάδια. Όπως τα σπίτια. Όταν αποχαιρετούν τους νεκρούς. Οι τελευταίες πεταλούδες ακούγονται έξω που φτεροκοπούν, κουρασμένες. Στο βάθος φλέγονται, αφήνουν μια κεραμεική λάμψη. Αντίο Ευδοκία. Ο ποιητής Νίκος Καρούζος το επισήμανε εύστοχα. Θα αποκαλύπτεσαι πάντα, όταν θα υπάρχεις πολύ.