“Στο μοιραίο μεταίχμιο των ακίνητων στιγμών” νέο αφήγημα του Μανώλη Δημελλά

Το 24grammata.com παρουσιάζει για πρώτη φορά τα αφηγήματα του Μανώλη Δημελλά, τα οποία, όταν ολοκληρωθεί η εβδομαδιαία παρουσίαση τους, θα περιέχονται στο ebook (flipping book και pdf) – σειρά: εν καινώ– με τίτλο: “Στης σοφίτας τον φεγγίτη” .

Για να διαβάσετε το προηγούμενο αφήγημα κλικ εδώ

Ιστορία 2η.

Άφησε το μαχαίρι ήρεμα, στο σεκρετέρ, δίπλα στην είσοδο της κρεβατοκάμαρας.
Δεν θα τον σκότωνε ούτε κι απόψε. Μπήκε γυμνή στο μπάνιο και ντύθηκε στα γρήγορα. Ο εραστής που κοιμόταν του καλού καιρού δεν πήρε τίποτε χαμπάρι. Την συντηρούσε έξι μήνες τώρα, μα την είχε πρήξει με την αφόρητη ζήλια του, τώρα που  έγραφε τέλος στη σχέση, είχε ξεσπαθώσει. Κάποιος από τους δυο θα τσαλάκωνε τον άλλον και αυτός, άνθρωπος της νύχτας, είχε το προβάδισμα.
Θα έπρεπε λοιπόν, να τον προλάβει.
«Cut», φώναξε δυνατά ο σκηνοθέτης και η γυναικάρα βγήκε από το μπάνιο με αργό σταθερό βήμα προς τον παραγωγό, «δεν ξαναπαίζω με τον σαχλαμάρα στο κρεβάτι, βρείτε άλλον, διαφορετικά εγώ την κάνω».
Ξύπνησα και αυτή τη νύχτα κάθιδρος, δεν μπορεί,κάτι γίνεται. Τρίτο βράδυ στη σειρά που βλέπω μα και θυμάμαι με λεπτομέρεια αυτό το όνειρο.
Γυρίσματα, κάμερες, φώτα, η παράξενη θεϊκή μορφή για τον ρόλο της μοιραίας ηθοποιού, ο καψούρης, μα κοιμισμένος μπράβος, όλα στην θέση τους και όλα να μου φωνάζουν.
Μοναχά ονόματα δεν άκουσα, δεν θυμάμαι. Μήπως να ξανακοιμηθώ, είπα μέσα μου γύρισα πλευρό με την αγωνία να ξαναβρώ στο ταξίδι μου προς το βάθος του μοναδικού μου κόσμου την παρέα που με αναστατώνει τρεις μέρες τώρα.
Το χάραμα με βρήκε ανακατεμένο με τα σεντόνια ενώ το μαξιλάρι μου ήταν πεταμένο μακριά από το κρεβάτι. Σαν να πάλευα μέσα στη νύχτα ή καλύτερα σαν να έκανα έρωτα με την φανταστική μου ερωμένη. Δαγκωνιές δεν είχα, ούτε περίεργα σημάδια στο κορμί, νομίζω. Τα σκεφτόμουν με το ξυπνητήρι να δείχνει την ώρα, φωναχτά,  να κοπανά μέσα στο μυαλό  μου ένα μικρό σφυράκι, να καρφώνει το κάδρο της είπα, αφού έψαχνα σημάδια στο πρόσωπο της για να την κάνω οικεία, υπαρκτή. Άλλωστε με συνόδευε πια στο πιο προσωπικό ταξείδι μου. Πιο δικιά μου δεν γινόταν.
Σηκώθηκα με βαριά καρδιά, δεν ξανάρθε, από την ώρα που έφυγε, που στάθηκα ηλίθια, ξύπνησα, και σταμάτησα την ροή της εισβολής της, έφυγε, ίσως να βρήκε άλλο σώμα να την ταξιδέψει.
Ετοιμάστηκα βιαστικά, με άπλυτα δόντια ήπια δυο γουλιές μαύρο καφέ χωρίς συνοδείες. Ούτε ραδιόφωνα, ούτε τηλεόραση. Δεν ήταν αυτός ο κόσμος για μένα, κοίταξα μια μπρίζα, σκέφτηκα τι κουβαλά και δεν το βλέπω. Αναρωτήθηκα τους τρόπους που θα την ανακάλυπτα, την μέθοδο που θα ακολουθούσα για να βρεθώ ή να βρεθεί κοντά μου. Ξανά.
Στο όνειρο ή στην ζωή, και τα δυο είναι δικά μου.
Με τις σκέψεις να πνίγουν το μυαλό μου κλείδωσα την εξώπορτα, καβάλησα το αυτοκίνητο και ξεκίνησα για μια δουλειά που θα με άφηνε μακριά από τον έρωτα μου για λίγες ώρες ίσα να τον αναζητήσω περισσότερο, στην αλλαγή της ταχύτητας και παρατηρώντας τα φευγάτα και παντελώς άγνωστα πρόσωπα περαστικών ξαναναρωτήθηκα: «λες να τρελαίνομαι»;

Στο χαμένο χρόνο. Στη  δουλειά. Μακριά της.
Είμαι καραβομαραγκός. Διαμορφώνω εσωτερικά πλοίων δουλεύοντας με ξύλα, έτσι είμαι στα εσωτερικά κουφάρια γυμνών καραβιών ατέλειωτες ώρες. Όταν έχω δουλειά, όταν ανακατασκευάζεται ένα βαπόρι. Τώρα πια αυτό μου συμβαίνει μια ή το πολύ δυο φορές τον χρόνο, και μοναχά για μερικές βδομάδες. Τον υπόλοιπο καιρό έχω σταθερή μια θέση στην ταβέρνα ενός φίλου. Γκαρσονάκι, λαντζέρης, κράχτης ή ψαράς πελατών στην είσοδο.
Λίγο από όλα, μα καταφέρνω να βγάζω το μεροκάματο δίχως να βαραίνω αδέλφια και ξαδέρφια, που έτσι κι αλλιώς τα έχω εγκαταλείψει από καιρό, εάν τα έβλεπα τώρα  σίγουρα θα πίστευαν σε γκρεμισμένους φούρνους και σε ιστορίες με εξωγήινους που αλλάζουν με μια μαγική ακτίνα τον χαρακτήρα των ανθρώπων.
Στους χαμηλούς ορόφους του ξεκοιλιασμένου καραβιού δεν έχει πολλά λόγια. Μπερδεύω τους  συναδέλφους που με προσπερνούν, όλοι με τις ίδιες μπλε φόρμες, έχω την αίσθηση πως όλοι έχουν τους ίδιους λεκέδες, όλοι είναι  από το ίδιο καλούπι φτιαγμένοι. Οικογένεια, παιδιά, φροντιστήρια, έξοδα, γκρίνια, γκόμενες, αρρώστια, θάνατος. Ξέχασα όταν έχει ποδόσφαιρο έρχονται και με ζαλίζουν με την άδικη την πουτάνα την μπάλα, τον πληρωμένο διαιτητή και τον μέτριο παίχτη. Στο τέλος λέω πια πάντα την ίδια ιστορία, είχα πατέρα πάπα και μου απαγόρευε να βλέπω τηλεόραση έτσι τώρα νιώθω πως  είναι αμαρτία να παρακολουθώ ποδόσφαιρο μιας και θέλω να ξεστομίσω σκληρές κουβέντες. Δεν βλέπω λοιπόν παρότι το αγαπώ, έτσι μεγάλωσα. Με λυπούνται αλλά με αποφεύγουν το ψέμα μου ανώδυνο τους κάνει να με προσπερνούν. Ο πατέρας μου ήταν μανιακός με τα αθλητικά, αλκοολικός και άθεος, τόσο που σιχάθηκα κάθε μπάλα που τρέχει. Μαζί με εκείνους που την κυνηγούν.
Ο ιδιοκτήτης του πλοίου που κάνει την ανακατασκευή έχει χρήμα να σπρώξει. Ξηλώσαμε όλο το εξωτερικό και αλλάζουμε ολόκληρο το εσωτερικό. Αλλού οι καμπίνες, ξεχωριστά τα σαλόνια, και οι κουζίνες στα χαμηλά πατώματα ευρύχωρες, άνετες κάνουν τη θαλαμηγό, έναν μικρό παράδεισο. Το μελετάω λίγο πλανάροντας, τρίβοντας ένα τικ, ένα σκληρό ξύλο, κόλαση, μόνο η κόλαση σε κάνει να θέλεις να καταστρέψεις την ζωή σου για μια μικρή, μια μικρούλα, στιγμή.
Θέλω να μοιραστώ με κάποιον την σκέψη μου. Ο έρωτας δεν κρύβεται στο πέρασμα του μάστορα φωνάζω, «τώρα που θα κατέβει το κορίτσι μου από πάνω, να κανονίσουμε να βγούμε, να την παω σε κανένα μαγαζί να γνωρίσει και τους φίλους που κάθε τόσο περιγράφω και ποτέ δεν έχει δει».
Ο μπαρπα-Γιάννης προΐσταται στην ομάδα μας, εξαιρετικός μάστορας, σκληρός δουλευτής και λιγομίλητος. Το άρρωστο παιδί του, η καταθλιπτική γυναίκα του, ένας θλιβερός κόσμος τον κάνει περισσότερο αγαπητό μα απόμακρο. Όλοι θέλουμε να συμπονούμε, μα στέκουμε μακριά από τον ουσιαστικό πόνο. Στα λόγια δείχνουμε αγάπες και αθώα, τρυφερά συναισθήματα μα στην πράξη βαρυγκομάμε σαν έρθει κοντά ο καημός.
Άκουσε τα λόγια μου και απόρησε, φάνηκε σαν να μην πιστεύει στην ύπαρξη ανθρώπου που ανέχεται την ιδιοτροπία του χαρακτήρα μου μα πάλι πως θα του έλεγα να βγούμε, εάν δεν υπήρχε πρόσωπο.
Απάντησε μετρημένα μα έδειξε να χαίρεται στο βάθος, στο πολύ βάθος. «φέρτην εσύ, κανόνισε όποτε θέλεις,  τόσες φόρες σου είπα να βγούμε και εσύ πάντα κάτι άλλο κανονίζεις, ιδιότροπε».
Ξεκίνησα λοιπόν, θα το κάνω επίσημο, θα γίνει το ταίρι μου, αρκεί να την βρω. Παραλίγο να μου πάρει η πλάνη το χέρι, αυτές οι σκέψεις με παρασύρουν και κάνω μηχανικά μια δουλειά που στο πρώτο λάθος κάτι χάνεις, ή το ξύλο που χαλάς, ή καμιά φορά ακόμη και το χέρι που το δουλεύει.
Μα πως θα την χαϊδεύω, αν χάσω το αριστερό μου; Αριστερόχειρας είμαι, δεν μου φαίνεται;

Αναζητώντας την προξενήτρα του ονείρου.
Η μέρα μου έκλεισε κουρασμένα μα όχι αδιάφορα, περίμενα το σχόλασμα για να κινήσω σε όλα τα μέρη που θα έβρισκα μια εικόνα να μου ταιριάζει. Να ταιριάξει στο πρόσωπο που μπήκε παράνομα  στον κόσμο μου και τώρα θέλω να το κρατήσω, να το φυλακίσω μαζί μου.
Τα στοιχεία μου για τον έρωτα μου: ηθοποιός, μάλλον κοκκινομάλλα, μα τι λένε για αυτές: Τα κόκκινα μαλλιά, τα σπαστά σχεδόν ατημέλητα κατακόκκινα, συμβολίζουν το ατίθασο του χαρακτήρα, το χειραφετημένο και παράλληλα το παράλογο, το ξέφρενα ερωτικό, εκεί που η ηδονιστική σχέση συναντήθηκε με το τέλειο.
Μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, από εκείνα που συναντάς στην Πόλη, στην Κωνσταντινούπολη, και μπορούν να σε παρασύρουν στα βάθη της Ανατολής, να μην το πάρεις χαμπάρι και σε μια στιγμή να ντυθείς μουσουλμάνος να αλλαξοπιστήσεις και να χαμογελάς στο νέο σου Θεό που δεν είναι άλλος από τα μάτια της.
Στρογγυλοπρόσωπη, με αρμονικά χαρακτηριστικά και σαρκώδη χείλια που η ηδονή ξεκινά με την προσμονή της συνάντησης μαζί τους. Σου έχουν φιλήσει όλες τις νευρικές απολήξεις πριν καν αγγίξεις την τρυφερή, μα νευρώδη παλάμη του χεριού της.
Μελαχροινή -μα όχι το σκούρο που τρομάζει-, ίσα να φορά ελαφριά ανοιχτόχρωμα φορεματάκια και να την θωπεύεις με την άκρη του ματιού σου.
Το τελευταίο στοιχείο μου: το ύψος που μου κάνει, λίγο πιο κάτω από το δικό μου. Ψηλή, περνά το 1,70 και με μέση δαχτυλίδι γίνεται το όνειρο πολλών κατεστραμμένων σαν και μένα. Μα το δικό μου παραμύθι διάλεξε. Ναι, το δικό μου. Στον κόσμο μου μπαινοβγαίνει ψάχνοντας ασφάλεια, χαρίζοντας ηδονή στα μίζερα εσωτερικά τοιχία των ματιών μου.
Ξεκινώ λοιπόν με βιβλία. Ψάχνω φωτογραφίες. Τρώγω  τον υπολογιστή που διατρέχει ιστοσελίδες χαμένων ψυχών, μόνο να έχουν μια μικρή φωτογραφία δίπλα τους, μόνο να υπάρχει εικόνα.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν βασανιστικές. Οι ψυχολόγοι λένε πως μπορούμε να συγκρατήσουμε μόνο 200 πρόσωπα και να τα κατατάξουμε στην μνήμη μας. Όλα τα άλλα πρόσωπα μέσα από αυτόματες αναγωγές και συγκρίσεις του μυαλού μας έρχονται στην επιφάνεια και αναγνωρίζονται.
Έπαψα να θυμάμαι οτιδήποτε, ξέχασα το πρόσωπο της μάνας που με γέννησε.  Σβήνω από την μνήμη μου τους συγγενείς και τους φίλους, πιάνουν χώρο σε μια μνήμη που είναι δικιά της.
Τα βράδια κοιμάμαι με την προσμονή της. Αφήνω τα κλειδιά της ξωπορτιάς μου και την καλώ. Μάταια, διαλέγει άλλους τύπους πιο σπουδαίους τάχα περισσότερο ενδιαφέροντες.
Αναρωτιέμαι τι κάνω λάθος που η ιστορία στακάρει, πια κλειστή πόρτα σταματά την εξέλιξη. Γιατί αποφάσισε να πάψει να εισβάλει στην ζωή μου και πως θα βρω μια άκρη σε ένα φανταστικό νήμα.
Οι βδομάδες που κυλούν φέρνουν το βαπόρι στα τελειώματα.
Το κουφάρι πήρε σχήμα, χαρακτήρα θα πάρει όταν μπουν ψυχές και το πατήσουν, όταν η θάλασσα του κάνει τσαλίμια και του τρίξει τα δόντια. Τότε θα πάρει τα μπόσικα, θα αρχίσει να αρθρώνει και λεξούλες.
Ο καραβοκύρης ευχαριστημένος πλήρωσε την ομάδα, το σταλό, το χρήμα έπεσε.
Θα λύσω τις διαφορές μου με τους απλήρωτους λογαριασμούς και στο περίμενε για την νέα δουλειά θα σερβίρω αγχωμένα ζευγαράκια, που αν και υπάρχουν σε τέτοιους δύστροπους καιρούς, κρατιούνται, μάλλον για να μην πέσουν και όχι από το ξετίναγμα του ερωτικού βέλους.
Οι εργάτες στο βαπόρι με κοροϊδεύουν, «σαν έρθει το κορίτσι σου να κανονίσουμε μια μεγάλη έξοδο  σαν του Μεσολογγίου, μα γιατί αργεί;», με πληγώνει που δεν έρχεσαι.
Το αποφάσισα, θα πάρω το Μαράκι διακοπές. Μια παντρεμένη που τραβάω εδώ και κάτι μήνες, βαρέθηκε τον κονομημένο μα ηλικιωμένο άντρα της, χρόνο καιρό τώρα.
Την συνάντησα στο μάρκετ κάτω από το σπίτι, το ραντάκι, το κοντό παντελονάκι δεν με άφησαν αδιάφορο. Πήγα για γάλα και τελικά κάναμε γιαούρτι. Είμαστε μια κοινωνία που λειτουργεί μέσα από τον χωρισμό, ζούμε έντονα όλες εκείνες τις στιγμές που τον καθορίζουν, περιμένουμε να πάρουμε ή να δώσουμε φως στο σπιτάκι του γείτονα το δικό μας, το συνηθισμένο γίνεται ανιαρό, αδίαφορο στο πλήρωμα του χρόνου. Μα έτσι είναι η φτιαξιά μας, το καλούπι από την αρχή είχε τα λαθάκια του.
Είναι μέρες τώρα που στέλνει μηνύματα και τα αποφεύγω, περιμένω εκείνη την αγαπημένη που ματαιώνει  μαζί με την επίσκεψη της ολόκληρο τον κόσμο μου.
Ένα ταξιδάκι σε κάποιο κοντινό νησάκι, μια δυο μέρες αδιάφορης ερωτικής στιγμής θα με απομακρύνουν, ίσως και να σβήσουν τη άκαπνη φωτιά που καίει την ψυχή μου.

Όλα τα συναισθήματα στον αφρό. Η εκδρομή.
Μέσα από διαφορετικές διαδρομές, κρυφά, καταλήξαμε στην Πέρδικα, στην κάτω γωνιά της Αίγινας. Το Μαράκι έδειχνε πως αγαπούσε αυτό που είμαι, ένας εργάτης που με τα δουλεμένα χέρια μου χάιδευα το μικρό κορμάκι της. Ο κατά δεκαετίες μεγαλύτερος σύζυγος της έπαψε να της αγγίζει το μυαλό και τα βράδια τον απέφευγε μέσα από αόριστες δικαιολογίες. Πονοκέφαλοι, αγωνίες, συγγενείς που υποφέρουν και μεταδίδουν τον καημό τους, την κάνουν να τραβιέται στην γωνιά του κρεβατιού και να περιμένει το ξημέρωμα να την κοπανήσει για το κέντρο της πόλης. Να ξοδέψει τα άκοπα χρήματα του συντρόφου της, να ικανοποιήσει την συλλογική καταναλωτική μας μανία.
Με μένα στην αρχή μιλούσε, μα τώρα με φιλά, και κλαίει σαν τελειώνει.
Συναντηθήκαμε, όπως πάντα, στο 311, το πρώτο δωμάτιο αριστερά του ανελκυστήρα, στον τρίτο. Μπαλκονάκι μικρό, μα θέα στο απέραντο γαλάζιο. Το δωμάτιο μικρό μα καθαρό, όχι σαν την σχέση που κάθε που την έπαιρνα σοβαρά με γέμιζε μικρές στάμπες ανηθικότητας και ντροπής. Περάσαμε τη μέρα μέσα στη γλύκα του φιλιού, αλλάξαμε υγρά και γινήκαμε ένα, μακριά από θεούς που τιμωρούν το λάθος. Κουβέντα για δεν είπα για κείνη που έκαιγε την καρδιά μου.
Βγήκαμε σε ένα ταβερνάκι και μου είπε πως ζηλεύει, αόριστα, ένιωθε πως είχα κάτι, ετοίμαζα κάτι. Είχε ενόραση. Άγγιζε το μέλλον και στεναχωριόταν που με έχανε. Φαντάσου κιόλας να είχα ανοίξει και το στόμα μου!
Άκου αναίδεια, δεν φτάνει που είμαι μια σκιά, με ζηλεύουν για την ικανότητα της εξαφανίσεως μου.
Δεν έδωσα σημασία, προτίμησα να φιλώ τα χέρια της και να κρύβω την εικόνα σου στο βάθος του σκοτεινού κόσμου μου.
Στην επιστροφή αποκαμωμένοι και οι δυο κοιμηθήκαμε αγκαλιά μα με τα μαξιλάρια μας.
Ήρθες στο ύπνο μου με μια τρομερή σκηνή, μου μίλησες έξω από τα δόντια. Ζήλευες και παραδινόσουν στο πάθος σου για μένα.
Φορούσες ένα λευκό, σχεδόν διάφανο, φόρεμα και κόκκινες γόβες σαν το κραγιόν στα χείλια σου και με φωνή γεμάτη κορεσμένη κι αυτή σαν το άρωμα σου, ξεκαθάρισες «έρχομαι για σένα, σε θέλω ολότελα δικό μου, πίστεψα στο ώριμο και ζεστό  κράτημα των ματιών σου, μα εσύ με πουλάς για μια ξένη, δανεισμένη, αγκαλιά.
Κλεμμένες στιγμές, ψεύτικες αγάπες. Με σκορπάς αγαπημένε, και εγώ που σε θέλω για τόσα, μα τόσα».
Αυτό το «αγαπημένε» με ξύπνησε, και «τα τόσα» που με  θέλει με τάραξαν, η αντάρα πήρε θέση στην ψυχή μου.
Τα χαράματα, μάζεψα τα πράματα μου τα τσουβάλιασα, έριξα μια ματιά στην τακτοποιημένη μικρούλα, ούτε που ξύπνησε από τον ύπνο. «Οι τύψεις πήγαν σε άλλο νησάκι», σκέφτηκα. Την κοπάνησα ευτυχισμένος, έκανα γρήγορο το βήμα μου προς το λιμάνι και την επιστροφή μου στην κανονική ζωή.
Το καραβάκι θα ξεκινούσε στο επόμενο μισάωρο, είχα λοιπόν λίγο χρόνο να σχεδιάσω την επόμενη κίνηση που θα με έφερνε πιο κοντά στο ονειροδρόμιο μου. Κυριολεκτούσα, το όνειρο ήταν το παρόν και με έσπρωχνε στο μέλλον.

Πέρα από τα όρια. Ο παλιόφιλος που με έβαλε σε πραγματικό χρόνο.
Μια λύση στο υπερβατό  δεν μπορεί να έρθει από λογικές σκέψεις.
Ούτε ο Φρόιντ μα ούτε και ο Λακάν μπορεί να με βοηθήσουν να κάνω  πιο ουσιαστική την συνύπαρξη με την γυναίκα της ζωής μου.
Η κοπιαστική μου έρευνα δεν οδήγησε παρά μονάχα σε άρνηση και ξένες αγκαλιές.
Ευτυχώς ήμουν άνεργος. Μα τα μεροκάματα του πλοίου ζέσταιναν ακόμη την θήκη του πορτοφολιού μου.
Δεν άργησα να θυμηθώ τον Δημήτρη, έναν χαρισματικό φίλο που τα χρόνια του στρατού, για την ακρίβεια η θητεία στο πολεμικό ναυτικό μας έφερε κοντά.
Ναυτάκια και οι δυο μοιράζαμε στο καράβι, τα λόγια της πλώρης,
το χρόνο της αδιάφορης θητείας μας με ατέλειωτες συζητήσεις για την ζωή και ότι την ξεπερνά.
Ο φίλος αυτός γόνος ευγενικής γενιάς δεν κατάφερε να αντιγράψει τον πατέρα του. Εκείνος, ο πατέρας του, μεγαλογιατρός, ειδικευμένος ψυχίατρος. Από αυτούς που η αγορά λέει, χαρακτηρίζει φαρμακαποθήκες. Αυστηρός και πλήρης εμπειριών και ορίων.
Η μάνα αναισθησιολόγος, άλλη κατάσταση.
Άλλη ιστορία κι αυτή νιώθεις όλη την ώρα πως θα σε ξετρυπήσει με μια μακριά βελόνα, θα σε κοιμήσει, θα σου πάρει τα ζωτικά όργανα θα σε βαλσαμώσει.
Σε σκληρή οικογένεια μεγαλωμένος, περιθώρια για τσαλίμια δεν είχε, έλα που το παιδί έκανε προσπάθεια και του βγήκε στο παράλογο, στο μη λογικό. Έγινε υπνωτιστής. Έτσι για να τους την σπάσει, για να κάνει την οικογένεια να πάρει τα μάτια από τα λεφτά και την καθημερινή, εφήμερη δόξα, να τον κοιτάξουν και λιγάκι.
Μα στην πορεία μέσα από την αμφισβήτηση του πήγαινε αυτό το παιγνίδι. Τότε τον κορόιδευα, τώρα αναζητώ μια κουβέντα του μια πιθανότητα διεξόδου, την θεραπεία στην άνιση μάχη με τον πνιγμένο στον ύπνο έρωτα μου.
Στο μεταξύ ερχόταν πια κάθε βράδυ, ναι, η γυναίκα της ζωής μου έμαθε να μπαίνει κάθε νύχτα στα όνειρα μου και να συντροφεύει τον σταματημένο χρόνο μου.
Όμως άλλαξε τροπάριο, μοναχά σε ρόλους την έβλεπα.
Σαν ηθοποιός έπαιζε μέσα στον ύπνο μου ρόλους κατά κανόνα μοιραίους. Κάθε βράδυ μια διαφορετική σκηνή από μια άγνωστη ταινία. Κάθε βράδυ είχα πρώτη προβολή.
Σαν να ήμουν παρών στα γυρίσματα και παρακολουθούσα την εγγραφή. Κάθε τόσο γυρνούσε προς το μέρος μου, χαμογελούσε και ζητούσε την δικιά μου θετική συγκατάβαση για την υποκριτική της.
Μια βραδιά ήταν  διπλή κατάσκοπος, ενώ μια άλλη έπαιζε την ερωμένη που την ποθούσαν δυο αδέλφια εξίσου.
Σε όλες της παραγωγές ήταν η γυναίκα που με την επιλογή της θα έδινε ή θα έπαιρνε κάποια ζωή ή θα έχανε την δικιά της.
Ποτέ δεν πρόκανα το τέλος αφού σε κάποια σκληρή στιγμή δεν άντεχα και επανερχόμουν  στην ψεύτικη πια ζωή μου.
Η αληθινή ήταν δίπλα της.
Κατέληξα, ζητούσε βοήθεια, ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο που είχε βρει καταφύγιο στο απάγγειο λιμάνι  της ψυχής μου.
Είχε βρει την γαλήνη αλλά και την πιθανότητα διάσωσης που σίγουρα θα της προσέφερα, αρκεί να την εύρισκα, να την ανακάλυπτα μέσα σε σωρούς από αδιάφορους ανθρώπους που προσπερνούσα βίαια και βιαστικά.

Μυστικά και ψέμματα της αδιόρθωτης ζωής μου.
Έβγαλα το εισιτήριο για Θεσσαλονίκη, εκείνο της προσφοράς, μέσω διαδικτύου με επιστροφή ένα 48ωρο αργότερα.
Το τραίνο το αγαπούν όλοι, είναι ασφαλές και δεν υπάρχει έρωτας χωρίς σταθερές γραμμές.
Η πόλη αυτή με σημάδεψε στα νιάτα μου, ένας κατεστραμμένος και δολοπλόκος έρωτας έκανε ακόμη και την σκέψη μου να πνίγεται στα βρώμικα νερά του Θερμαϊκού.
Μα ο υπνωτιστής, φίλος Δημήτρης εκεί έχει στήσει το μαγαζί του.
Δυσκολεύτηκα με την απόφαση, ήταν που τον κορόιδευα όλο τον καιρό που κάναμε παρέα. Δεν πίστεψα ποτέ στην τέχνη του.
Εκείνος στωικά έλεγε και ξανάλεγε, «που θα πάει θα πέσεις στην ανάγκη μου, όλοι κάποια στιγμή αναζητούν το σύνορο που πίσω ακριβώς είναι η αλήθεια της ζωής. Τότε σε θέλω μάγκα μου».
Του τηλεφώνησα με την αλήθεια στην γλώσσα μου να στάζει πίκρα, μελιστάλαχτος θυμήθηκε τον δικό μου ξεδιάντροπο χαβαλέ,
– έλα φίλε ορθολογιστή να τα πούμε, να ξεδιαλύνουμε το μύθο-.
Στο τραίνο σε ένα βιαστικό υπνάκο ήρθε με ένα χαμόγελο πλατύ, μια κούκλα, θαρρείς πιο νέα αυτή την φορά, όλα και πιο νέα την έβλεπα, μπα, εγώ γερνάω, κουράστηκα και θέλω την αγκαλιά της, να πέσω να πνιγώ στα στήθια της, μονολογούσα στο ξαφνικό απότομο, από τα φρεναρίσματα, μα και από τους φωνακλάδες μετανάστες, ξύπνημα μου.
Σε αυτήν την συνάντηση για πρώτη φορά σταμάτησε το γύρισμα, είπε στο συνεργείο πως πλησιάζει η στιγμή που θα αφήσει τις ταινίες και τον μύθο,  θα φύγει για έναν λιγότερα σύνθετο κόσμο, μου έκλεισε το μάτι τρυφερά και με ένα μειδίαμα ήδη έτρεχε  μέσα στις φλέβες μου. Αφηνίασα.
Ανέβηκα με τα πόδια την Μοναστηρίου, φαγώθηκα να περάσω από εκείνο το ζαχαροπλαστείο που πιστεύω ότι βάζει ναρκωτικά στα τσουρέκια και σε δένει κρυφά,  είναι οι μάγισσες, οι σμυρνιές, που κάνουν τα δικά τους σε πνίγουν στα μυστικά βότανα και στο τέλος κυριεύουν όλη την ύπαρξη σου.
Το λεγα στην τότε ερωμένη και γελάγανε τα μάτια της, τώρα να δω σε τούτη εδώ την γνωστή-άγνωστη, θα καταφέρω να της πάρω τρίγωνα, να την ξεγελάσω, και να τη ρίξω στο πηγάδι της καρδιάς μου, είναι ο προβληματισμός ολόκληρου του υπέρ-εγώ μου.
Ο Δημήτρης με περίμενε ανυπόμονος, η ιστορία μου, του φάνηκε απίθανη, ούτε που του είχε ξανασυμβεί να συναντώνται στον ύπνο δυο άγνωστοι, άσε που με θεωρούσε σοβαρό και μετρημένο.
Δεν αμφέβαλλε για μένα για το πνεύμα κάτι ψέλλισε, μα εγώ δεν ήθελα να ακούσω τίποτε.
Πριν μπούμε στην διαδικασία που επιστροφή δεν έχει, ήθελε να τα μάθει όλα. Με πήγε λοιπόν, στην Αρετσού, σε ένα κεντράκι μονάχα γαρίδες και λευκό κρασί είχε το μενού.
Εκεί η ιστορία μου έγινε φύλο και φτερό. Του μέτρησα όλες της στιγμές μου μαζί της.
Έβγαλα και το μπλοκάκι, να και τα καταμετρημένα όνειρα, το σχέδιο, ο χάρτης του κορμιού της.
Το φωτεινό πρόσωπο της μα και τα λόγια, λόγια, λέξεις που στόλιζαν κάθε βράδυ τον μικρομέγαλο κόσμο μου.
Ο πνευματικός γιατρός μου με ύφος μυστικού αστυνομικού κατέληξε, η ανεύρεση της γυναίκας είναι ζήτημα ωρών.
Προετοιμαζόμουν για έναν καινούριο,  χαμογελαστό, ευτυχισμένο κόσμο. Θα έπρεπε να αντέξω, να σηκώσω το βάρος της δικιάς μου ευθύνης. Να σταθώ άξια στο πλάϊ της.
Το φρέσκο λευκό κρασί μας έπλασε τις μνήμες,  έκανε το παρόν ένα κουβάρι με το παρελθόν, έτσι στο κοντινό μέλλον μονάχα τα κρεβάτια μας είχαν προοπτικές, η ομορφιά της για μια στιγμή ξεχάστηκε μα με την πρώτη ανάσα στο σκληρό κρεβάτι του ξενοδοχείου ήρθε ντυμένη με  μακρύ βυσσινί φόρεμα αλλάζοντας ύφος και τόνο -πόσο πια θα περιμένω έναν θαρραλέο- αναρωτιόταν.

Η μοιραία αποκάλυψη των μικρών ανθρώπων.
Της Σαλονίκης ταιριάζει το καράβι, έλεγε και ξανάλεγε η πρώην μου, η Σαλονικιά. Μέσα από το γραφείο του Δημήτρη και προετοιμαζόμενος για την κλινική  ύπνωση  μου φάνηκε τόσο ανακατεμένη και αυτή η πόλη. Σαν την μπερδεμένη Αθήνα, σαν όλες τις μεγαλουπόλεις του κόσμου που σαν τις δεις από ψηλά, γκρίζες, γυμνές από το στόλισμα του ήλιου χάνεις την προοπτική τις ανωνυμίας σου. Εδώ οι ορθογώνιοι όγκοι υψώνονται εγκλωβίζοντας  τις σκιές σαν σιδερένια κάγκελα να αγκαλιάζουν άθελα τους σώματα.
Κομμάτι κι εγώ του ιστού μιας πόλης δεν θέλω να κοιτώ τα σπλάχνα της τέτοιες ώρες. Είναι σαν να χαζεύω την σπλήνα και το συκώτι μου με παρρησία και να μην με παίρνουν για τρελό.
Η μεγάλη στιγμή έφτασε, τραβήξαμε τις κουρτίνες, κάθισα αναπαυτικά στον καναπέ και παρατηρώντας στα μάτια τον Δημήτρη χάθηκα.
Ο υπνωτιστής της έσυρε μια φωνή, «θα μας πεις τώρα που μείναμε οι δυο μας τι θέλεις από το παλικάρι και το τραβολογάς;».
Μια φωνή λίγο τσεβδή, σχεδόν ερωτική, παιγνιδιάρα απάντησε:
Μπαινοβγαίνω μέσα στον ύπνο πολλών ανθρώπων, αναζητώ απαντήσεις μέσα από τις καρδιές και το συναίσθημα όλων εκείνων που στέκονται, κοιτάζουν το όνειρο με τα μάτια της ψυχής και δεν τα κλείνουν στο πρώτο φύσημα του ανέμου, στην πρώτη χρυσόσκονη που κάθεται στην αύρα τους.
Πάνε μήνες που αναρωτιέμαι για το εάν πρέπει να κατέβω, αν πρέπει να αλλάξω διάσταση και να γεννηθώ ανάμεσα σας.
Είμαι αγέννητη, μικρέ μου, και μπορώ να έχω μια ευκαιρία στον στενό κόσμο σας, μα είναι τέτοια η απεραντοσύνη της ανοησίας που συναντώ, έτσι ώστε  ψάχνω το κατά πόσο  αξίζει να ντυθώ με το δικό σας ρούχο,  να τραβήξω μια πορεία σαν και την δικιά σας μοιραία και αναπόφευκτη.
Στον κόσμο σας, στη δικιά σας διάσταση, ο,τι αναπνέει δεν είναι μόνιμο, μα εσείς του δίνεται έναν χαρακτήρα απεραντοσύνης, μια υπερβολή που κάνει τα πράματα σοβαρά, κάνει τις μικρές στιγμές ασήκωτες, και το συναίσθημα τραγικά μοιραίο.
Στο παλικάρι που λες, βρήκα ένα θύμα, ένα παιγνίδι, μπαινοβγαίνω και σε αυτόν αφού έτσι κι αλλιώς ένας ακόμη  καμένος είναι.
Φεύγω τώρα, με περιμένουν ένα σωρό τέτοιες τελειωμένες ψυχές, να υποκριθώ έναν καινούριο ρόλο. Οι πελάτες μου.
Μέχρι να βαρεθώ, να αλλάξω διάσταση, και να έρθω με σάρκα κοντά σας.
Ό΄τι και να του πεις δεν θα σε πιστέψει, την αλήθεια δεν την πιστεύουν, οι περισσότεροι από εσάς έχουν τον καθρέφτη μέσα τους που οδηγεί σαν GPS την διαδρομή τους. Δοκίμασε να δεις, κι εσύ ακόμη θα κατασκευάσεις ένα άλλο διαφορετικό σενάριο για να υποστηρίξεις την δικιά σου θέση, την επιλογή σου, τον χαμένο χρόνο σου.
Στο παράλληλο σύμπαν  είσαστε θεατές στις παραστάσεις μας, μέχρι που όταν κατεβαίνουμε μπλεκόμαστε μαζί σας και κολλάμε από την δικιά σας μιζέρια γινόμαστε κι εμείς ένα κομμάτι αυτού που λέτε αληθινός κόσμος…
Με ξύπνησε βίαια, τρομαγμένα τα επανέλαβε  δυο-τρεις φορές.
Μετά άρχισε να τα αλλάζει, μου τα γυρνούσε «παιγνίδια πνευμάτων» έλεγε και ξανάλεγε, «δεν μας άφησαν να έρθουμε σε επαφή με τη γυναίκα, την γυναίκα της ζωή σου».
Πάνε μήνες που δεν γράφω τα όνειρα μου, έπαψα να αναζητώ στο ταξείδι του ύπνου το δεδομένο.
Αλήθεια γιατί έπαψες να έρχεσαι;

Για να διαβάσετε το προηγούμενο αφήγημα του Μανώλη Δημελλά κλικ εδώ