Στη μνήμη του Νίκου Νικολαΐδη

νικολαιδης 24γραμματα

 Συγκεντρωτική εργογραφία (2012-2013) του Απόστολου Θηβαίου

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες, μελέτες και ηλ. βιβλία (περ. 250 δημοσιεύσεις)

του Απόστολου Θηβαίου, αποκλειστικά, στο 24grammata.com κλικ εδώ

ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΕΣ
Στη μνήμη του Νίκου Νικολαΐδη

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Ο Νίκος Νικολαΐδης περπατά στην οδό τρίτης Σεπτεμβρίου. Φορά ένα αμπέχονο Βιετνάμ τρόπικαλ, είναι χειμώνας, στην Αθήνα δεν πεθαίνει πια κανείς. Νωθρά πρόσωπα, στην οδό Χέυδεν κατοικούν οι πιο χλωμές προσωπογραφίες, εργαζόμενοι των τηλεπικοινωνιών, το ημιυπόγειο βιβλιοπωλείο με τις εκλεκτές εκδόσεις, οι άνθρωποι των πεζοδρομίων που γνωρίζουν λεπτομέρειες για την ανθρώπινη γεωγραφία. Ο Νίκος Νικολαΐδης περπατά προς την οδός Αγίου Μελετίου, παρατηρεί με προκλητικό ύφος εκείνα τα κορίτσια που δακρύζουν οξυζενέ, ρημαγμένα κορίτσια των Αθηνών, δεν ήταν ποτέ μονάχα οι λέξεις που σήμαιναν μοναξιά φίλε Ουίλιαμ. Εμπρός από το κατάστημα με τις μαριονέτες ο Νίκος Νικολαΐδης σβήνει το τσιγάρο του, σκληροί καπνοί, μέχρι τα μεσάνυχτα θα έχει θάψει ολότελα τα παιδιά του πεδίου, τους αγαπημένους θαμώνες του μπαρ Ροζινκλαίρ, τη σωρό του πατέρα που εξαντλείται μες στο δωμάτιο της οδού Ηπείρου, η φωνή του θα σπάσει με σιγουριά έπειτα από τόσο θάνατο, όμως ο ίδιος θα αποτυπώσει, σαν σε πόζες φωτογραφική οδύνης το μύθο που προδόθηκε από λογοτεχνικές επεμβάσεις, καρέ κινηματογραφικά, αδιάκοπες επεμβάσεις μαρτύρων που γνώριζαν και δεν είπαν τίποτε για τις θύελλες που κατακλύζουν τις πόλεις. Ελάχιστοι γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. Ίσως γιατί υφίστανται σχεδίες σε όλη την κάθετη κατατομή της πόλης και είναι κλεισμένοι οι ορίζονες, συντρίμμια, σπασμένα πιάτα στους εξώστες και το νερό που φωνάζει από μακριά.
Αιρετικός, με μια γραφή έξω και πέρα από τα ακαδημαϊκά, αστικά πρότυπα, τις μανιέρες των σύγχρονων, λογοτεχνικών τάσεων, τα συστήματα δυτικής προελεύσεως, τις εισαγόμενες αγωνίες, τεχνικής ή ιδεολογικής φύσεως. Ο Νίκος Νικολαϊδης διαμορφώνει μια μπήτ αίσθηση, πάει να πει πως η αισθητική του αντλεί την εσωτερική της ψυχολογία από τις παγκόσμιες τάσεις, δίχως όμως σε τίποτε να λησμονεί την ελληνική σκηνογραφία. Η φυσική ροπή του προς την αναπαράσταση των περιθωρίων σηματοδοτεί τη στοχοθέτηση του αφηγηματικού του πλαισίου. Μιλούμε για μια βαθιά, αντισυμβατική εικονοποιία, προσαρμοσμένη επιμελώς μες σε αληθινά ή τεχνητά περιβάλλοντα. Οι έγχρωμες εμμονές του Νικολαΐδη αποτυπώνει και επιβεβαιώνει την κινηματογραφική δομή της γραφής του, μια αφήγηση με ειδικό ρυθμό και την εκφραστική ένταση της εκράν. Θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της γραφής του Νικολαΐδης, αντίστοιχο με τις ασθμαίνουσες προσωπογραφίες του Πετράρχη και μια ανάλογη κατεύθυνση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Ο Νικολαϊδης συνιστά το είδος του ταξιδιώτη, το οποίο τόσο εύστοχα σχολίασε ο Γιώργος Βέης, επισημαίνοντας πως το αληθινό ταξίδι δεν συνιστά παρά μια απόλυτα, ποιητική διαδικασία. Η αθηναϊκή σκηνοθεσία αποτελεί το φόντο μες στο οποίο εκφράζεται με απόλυτη διαύγεια η δυνατή και αποδιαρθρωμένη τέχνη, μια ειλικρινής αποτύπωση προσώπων και αισθημάτων, ιδωμένων πάντα μέσα από την προσωπική διάλυση.
Έπειτα νυχτώνει αργά, ξύλα και άνθρωποι του αμερικανικού νότου στη φεγγαρένια πρόσοψη, φορτωμένοι δεμάτια φεύγουν για τις πιο αθέατες εκτάσεις. Τώρα κίτρινα φώτα, χαμηλό βαρομετρικό, οι πλεύσεις παλιών ψυχών μες στους ολοσκότεινους δρόμους και ο Νίκος Νικολαΐδης, καθισμένος, μιλά αδέξια στα πουλιά, πλάι του κορίτσια με το ύφος της Τζιν Χάρλοου, ασημένια βραχιόλια και σκόνη στις ανάσες τους, η Ζαν Μορό έκανε λάθος και  έτσι η αγάπη δεν προστατεύει από τη φθορά μα την εντείνει και την καθιστά μια βέβαιη εξέλιξη. Στις γωνιές απομεινάρια του Τιντορέτο, φωτοσκιάσεις, η θρησκευτικότητα του έρωτα και τα αφρικανικά χρώματα στις ενδυμασίες. Στον αέρα πετούν γουρούνια, ωραίοι, πιτσιλωτοί χοίροι των εκατό κιλών, σαν άλλοι φίλοι του Οδυσσέα, μεταμορφωμένοι μες στους αιώνες των θορύβων και των μηχανών. Ο Νίκος Νικολαΐδης πρόσωπο σωσμένο από τα λιοπύρια του Ανδρέα Φραγκιά, ο Νικολαΐδης ο μόνος αθώος ανάμεσα σε εκείνους που ευθύνονται για τους σεισμούς και τις  φοβερές, εκτρωματικές εξάρσεις, ο Νίκος Νικολαΐδης που εισέρχεται στις καφετέριες της νύχτας, απέραστα βράδια δίχως κουβέντα, δύσκολα βράδια που περνούν μες σε εκπλήξεις και δαφνοσταφανωμένους έρωτες, οι φίλοι του Νίκου Νικολαίδη ιππεύουν έκτοτε ένα τεράστιο βεγγαλικό σώμα και επιταχύνουν μες στις νύχτες. Ο Νίκος Νικολαίδης μιλά για τους ανθρώπους σαν να πρόκειται για μια ακυρωμένη πράξη πίστης. Κάπως έτσι θα μας βρουν οι σκληρές χαραυγές, ήπειροι χυμένοι έξω από τα αληθινά σφαγεία του έρωτα, συντριπτικά κουρασμένους από το μονότονο βάδισμα προς τη σοβαρή απόφαση της επιβίωσης που σε τίποτε δεν έχει να κάνει με το ζήτημα του βίου.
Ερωτισμός στα όρια της διαστροφής, κυνικές θεωρήσεις των νεκρών, αθηναϊκές εικόνες διαταραγμένων προσώπων, σχεδόν απροσδιόριστων που μοιάζουν να συμπάσχουν με την αισθητική δυστυχία της πόλης. Η ανθρώπινη μοναξιά επιβλητική και ψύχραιμη, παρούσα διαρκώς, διαμορφωτική του περιβάλλοντος και κυρίαρχη μες στο άγνωρο πλήθος. Κάπως έτσι αναμιγνύεται το ονειρικό, το προσωπικό και το πραγματικό, με αδιάφορη την όποια επικράτηση. Η Αθήνα παραμένει αναλλοίωτη, δοσμένη μες σε αποσπασματικούς χώρους, υποκατάστατους του χρόνου, ακριβώς όπως ορίζονται στο προλογικό σημείωμα της μετάφρασης του Φώκνερ από τον Κουμανταρέα.
«Τα γουρούνια στον αέρα» συνιστούν ένα σκληρό οδοιπορρικό στο κέντρο της δικτατορικής Αθήνας, τα πρόσωπα και τις απελπισίες της εποχής. Η μποέμικη ζωή του πρωταγωνιστή, το παρελθόν μες στις νυχτερινές εκπλήξεις, ανάμεσα σε ερεθιστικά κορίτσια και ομιχλώδεις μέρες, δεν αφήνουν περιθώρια για μια διαφοροποιημένη, αισθητική προσέγγιση. Ο Νίκος Νικολαϊδης δεν εγκαταλείπει τίποτε στην τύχη του, οι εξιστορήσεις του ολοκληρώνονται μες στις παλινωδίες παρόντος και παρελθόντος. Η μνήμη ανασύρεται, διαμορφώνει τις πτυχές του διηγήματος και προσφέρει το ιδεολογικό και αισθητικό υπόβαθρο για τις επικαιροποιημένες εκθέσεις. Πρόκειται για ένα είδος συναισθηματικού λόγου, διαρκώς εμπλεκόμενου με τον κυνισμό της κύριας αφήγησης, μια διαρκής και διακριτική, ανθρωπολογική εκτίμηση ικανή να αποσαφηνίσει, να υδατογραφήσει ίσως οριστικά την κριτική μελαγχολία του αφηγητή. Η έκβαση του αφηγήματος εγκαταλείπει οριστικά τα μικρά πράγματα που φτάνουν κυματίζοντας. Συνεπάγεται μια οριστική απόσταση από τη μνήμη, την επαναφορά των προσώπων και των πραγμάτων σε μια αρχική κατάσταση, ενδυόμενα τις πιο τρυφερές τους όψεις.  Ο Πεντζίκης επισημαίνει πως η λογοτεχνία με την ποιότητά της υποβάλλει απευθείας στις αισθήσεις ποικίλες έννοιες σοβαρού, κωμικού  ή τραγικού. Με τούτο ως αξίωμα θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει τη σπουδαία, σχεδόν βιωματική λογοτεχνία του Νίκου Νικολαΐδη.  Η λογοτεχνική σήμανση του Νικολαΐδης αποτελεί το είδος εκείνης της βροχής που πέφτει πάντα ανάμεσα στα κενά των σπιτιών, συμπληρώνοντας με οριστικό τρόπο μια ειδική έλλειψη της σύγχρονης, εντόπιας δημιουργίας.
Ο Νίκος Νικολαΐδης πετά στα είκοσι χιλιάδες πόδια. Πίσω του νεκροί, νερά στους πάγους, η εποχή που τελειώνει οριστικά, όσοι απέμειναν κουρέλια που τραγουδούν ακόμη. Οι σκοποί δεν είναι εμβατηριακοί. Πρόκειται για αμερικάνικα μπλουζ, η αγαπημένη κόρη του Θεού πάνω στα υψώματα, παλιό χαλάζι πάνω στα υψώματα, η τρομερή υγρασία και οι φωτισμοί του παλιού, δυτικού αερολιμένα στο μέσον της παραλιακής οδού, υψωμένα σακάκια που γυροφέρνουν στον άνεμο, μικρές κραυγές, επιφωνήματα, όπως πουλιά που μεταναστεύουν στις αρχές των φθινοπώρων.
Η σχέση του ποιητή με την ιδέα θα πρέπει να είναι ειρωνικής τάξεως, σημειώνει ο Γ. Σαραντάρης. Ετούτο λοιπόν το στοιχείο μπορεί κανείς να διαπιστώσει στο αφήγημα του Νίκου Νικολαΐδη, αλλά και σε άλλους της γενιάς του. Ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Κωνσταντίνος Τζούμας και ίσως ακόμη άλλοι, ελάσσονες ή σπουδαίοι εκπρόσωποι της γενιάς του επιβεβαιώνουν με τον πιο σαφή τρόπο τη ρήση του τρομερού Μαλαρμέ. Ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να καταλήξει κάποτε σε ένα ωραίο βιβλίο.