ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

24grammata.com/ Ιστορία της Λογοτεχνίας

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 1983.

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η πολιτική, ως πράξη, στην πιο βαθιά της ουσία, με όλη την ανθρωπιά εκφρασμένη μες στα πλαίσιά της είναι ηθική, συνιστά κανόνα ανάλογο. Με τούτο ως γνώμονα, μπορεί κανείς να διαπιστώσει το δρόμο, τον οποίο έχει να διανύσει η πολιτική δράση προκειμένου να ταυτιστεί με τούτη τη θεωρητική της πλευρά. Η επισήμανση αυτή, έρχεται να βρει τη δικαίωσή της στην περίπτωση του παλαιστινιακού ζητήματος, όπου η ηθική άσκηση της εξουσίας αποτελεί ένα ζητούμενο ουτοπικών διαστάσεων, φιλοδοξία ονειροπόλων. Πέρα από τις πολιτικές ενέργειες, οι οποίες συνθέτουν το μόρφωμα του παλαιστινιακού ζητήματος, εκφερόμενου και ως μεσανατολικού, η εποχή μας έρχεται να επιβεβαιώσει με πανηγυρικό τρόπο την υποτίμηση της ανθρώπινης αξίας, εμπρός στους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς και τις υπόγειες συναλλαγές σε επίπεδο διπλωματικό, διακρατικό. Η παγκόσμια κοινότητα, ήδη από το 1967 και τον πόλεμο των Έξι Ημερών, παρακολουθεί με παροιμιώδη νωθρότητα την τέλεση ενός ιστορικού αδικήματος, το οποίο υποκύπτει σε μια απερίγραπτη αντίφαση, καθώς ευθυγραμμίζεται με κανονιστικές διατάξεις και αποφάσεις συλλογικών οργάνων, τα οποία όχι μόνο δεν εξυπηρετούν τις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά συντελούν ώστε τούτες να αποσυνθέτονται, να διαταράσσονται και τελικά να χάνουν οριστικά, με τρόπο σκληρό την ίδια τη συνοχή τους. Η επιθυμία του Ισραήλ να αποκτήσει έναν τόπο για τον προσδιορισμό της εθνολογικής του ταυτότητας και ο κατάφωρος βιασμός του αραβικού κόσμου, στο όνομα πάντα ενός στρεβλού ανθρωπισμού, μπορεί να περιγράψει με επάρκεια τη βαθύτερη αιτία για τούτη τη μακρά και ατέρμονη σύγκρουση. Αποκαλύπτεται δε, πως η διαμάχη αυτή δεν συνιστά ένα ζήτημα εξειδικευμένης, πολιτικής υφής, μα μία μόνο πλευρά της διαρκούς και επώδυνης προσπάθειας του δυτικού κόσμου να αποκτήσει τα ισχυρά, εκείνα ερείσματα που θα μπορούν στο μέλλον να διασφαλίσουν την κατά προτεραιότητα εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Το κράτος της Παλαιστίνης, αναγνωρισμένο ήδη από το 1988, σύμφωνα με τα ψηφίσματα των ίδιων των σφετεριστών  του, αξιώνει όχι την εκδίωξη του ισραηλήτικου στοιχείου, μα την ανοχή, αν γυρεύουμε την ελάχιστη απαίτηση. Μια ανοχή, η οποία θα επιτρέψει σε δύο έθνη να σταθούν στην ίδια γη, να ορίσουν τόπο και σημείο αναφοράς τους την ίδια πόλη, μια παρόμοια, ιστορική πραγματικότητα. Είναι κάτι περισσότερο από προφανές, ειδικά ύστερα από τις μαζικές εξεγέρσεις του πρόσφατου παρελθόντος πως ο αραβικός κόσμος διαθέτει πια το αισθητήριο αλλά και τη βεβαιότητα για να υπερασπιστεί, όχι μόνο εδάφη πάτρια και εστίες, αλλά και έναν ολόκληρο, πολιτιστικό κόσμο, μες στον οποίο εγκιβωτίζεται ένα μέρος της πιο ακμαίας και υπερβατικής, ανθρώπινης πνευματικότητας, με όλες τους αναχρονισμούς και τις εντάσεις της. Το παλαιστινιακό ζήτημα, -και σε τούτο θα πρέπει κανείς να στέκει με περισυλλογή, με την αφοπλιστική ειλικρίνεια της αποτυχίας-, αποτελεί την αιτία για τον άδικο χαμό πληθυσμών και από τις δύο, αντιμαχόμενες πλευρές. Το αίμα και η φθορά ενός τόπου συνιστούν υποθέσεις υποδεέστερης σημασίας, καθώς ο πολιτισμός πασχίζει να αποδείξει πως δεν εκέρδισε σε κανένα σημείο, τη ραγδαία υπεροχή της ανθρώπινης βαρβαρότητας.
Η σύντομη, με ανθρωποκεντρική στόχευση, αναφορά μας στο ζήτημα της Παλαιστίνης πραγματοποιείται με αφορμή μια πρώτη επαφή με τη σύγχρονη, παλαιστινιακή λογοτεχνία. Οι ανθολογήσεις,- είναι γραμμένο και αναγνωρισμένο ήδη-, αποτελούν μια κιβωτό της γλώσσας, του ύφους και κυριότερα του λογοτεχνικού ήθους, το οποίο διατρέχει όλη την δομή της δημιουργίας. Μες σε μια αντίστοιχη, λοιπόν συλλογική έκδοση μερικών από τους πιο  σημαντικούς, Παλαιστίνιους λογοτέχνες, γίνεται εύκολα αντιληπτό, πως η περιθωριοποίηση, ο κοινωνικός απομονωτισμός, στον οποίο καταδικάστηκε επί σειρά ετών η Παλαιστίνη , εμπότισε και πλούτισε την αισθητική και το συναίσθημα των νεότερων δημιουργών, δίνοντας αποτελέσματα πολύ υψηλότερα από τα αναμενόμενα. Δεν θα πρέπει να σταθεί κανείς στην πλούσια και πάντα επίκαιρη θεματική των λογοτεχνών αυτών, αλλά στην κοινή, σιωπηρή αντίληψη της καθημερινής τραγικότητας. Με άλλα λόγια, πριν προβούμε σε οποιοδήποτε σχολιασμό της σπουδαίας αυτής ανθολόγησης, θα πρέπει να εκτιμήσουμε πως οι σύγχρονοι, Παλαιστίνιοι λογοτέχνες αξιοποίησαν, καθώς ένα ρεύμα ή μια σχολή τη ζοφερή πραγματικότητα,  χωρίς να εμμένουν σε στείρες, συγκινησιακές αναφορές ή εθνικιστικές παλινωδίες. Προφανώς  κάτω από τα ερείπια τούτου του κόσμου, ίσως ακόμα και στον πιο βαθύ και εσωτερικό, ανθρώπινο πυρήνα επωάζεται, ισχυροποιείται και εξαντλείται το αίσθημα του δικαίου και των ευρύτατων προοπτικών του.
Η λιτή έκδοση του «Θεμέλιου», πρωτοκυκλοφόρησε το 1983 στην Αθήνα και συνιστά άμεση συνέπεια η διακίνησή του σε ορισμένο, σε επίπεδο πεπερασμένο. Κυρίως λόγω της αυτόκλητης, πολιτικής διάστασης την οποία απέκτησε το έργο αυτό, καθώς επίσης και της αμεριμνησίας του δυτικού κόσμου εμπρός στη βαθύτερη δυστυχία σε τούτη τη γωνιά της Μεσογείου. Το έργο περιλαμβάνει αυτοτελή διηγήματα των σημαντικότερων, Παλαιστίνιων λογοτεχνών, όπως οι Γκασσάν Καναφανί, ο Μαχμούτ Λαμπάτι και άλλοι. Τα κοινά βιώματα, η κοινή πορεία, η ενεργή ανάμειξη, ακόμα και σε πρακτικό επίπεδο απλής συνεισφοράς, αποτελούν τα στοιχεία εκείνα τα οποία όχι μόνο υπερασπίζονται τη συλλογικότητα, αλλά την ίδια στιγμή επιβεβαιώνουν την ουσία τούτου του λογοτεχνικού είδους, της συλλογής ή ανθολόγησης. Η μετάφραση της Ντίνας Κατσούρη, δεν μπορεί να αξιολογηθεί σε καμία περίπτωση από τούτο το κείμενο. Μπορεί όμως κανείς να ισχυριστεί πως ακόμα και δίχως την αναγκαία, γλωσσική επάρκεια για να εκτιμήσει κανείς ένα έργο του λόγου, εντούτοις δεν μπορεί να μην προβεί στην παραδοχή της ικανοποίησης ενός βαθύτερου, συγκινησιακού κώδικα, μιας βαθιάς ανθρωπιάς, η οποία με τούτη τη δυναμική της μπορεί να υπερβεί απροσπέλαστες, εθνολογικές διαφορές και αντιθέσεις.
«…[Οι άντρες αναποδογύρισαν κι άλλο λεωφορείο, το γύρισαν ανάποδα και έβαλαν φωτιά στα λάστιχά του. Ήταν τότε ακριβώς που τους έριξε η αστυνομία και χτυπήθηκε ένας από τους έκτακτους εργάτες.]…[Η φοιτήτρια συνέχιζε να φωνάζει από τους ώμους του σύντροφού της και οι τίμιοι στρατιώτες συνέχισαν να ενώνονται με τη διαδήλωση.] (Γιαχά Γιακλέφ, «Αράμπι, ο καταπιεσμένος»)
Το εισαγωγικό σημείωμα της παραπάνω συγγραφέως, μας δίνει μια μάλλον πολιτική διάσταση του ζητήματος, καθώς ο ρόλος της ως Γενική Γραμματέας της Ένωσης Παλαιστινίων Συγγραφέων και Δημοσιογράφων το επιβάλει. Μας δίδει όμως, η ίδια και μια παράθεση των βασικών στοιχείων της παλαιστινιακής λογοτεχνίας, εκείνων που τελικά χαρακτηρίζουν το σύνολο της εντόπιας εργογραφίας. Το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της λογοτεχνικής φόρμας και του ύφους, η καλλιτεχνική δηλαδή διάσταση της λογοτεχνικής παραγωγής συνιστά το πρώτο από τα ουσιώδη, αυτά χαρακτηριστικά. Η μεταβολή της κοινωνικής πραγματικότητας, η επανάσταση η ίδια δεν μπορεί παρά να βασίζει την πραγμάτωσή της, κατά ένα μεγάλο ποσοστό στη δυνατότητα του λόγου να ευαγγελιστεί την επιδιωκόμενη αλλαγή, μέσω της υιοθέτησης νέων τάσεων, ρευμάτων και αρχών. Η Γιακλέφ τονίζει ακόμα το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας για τη ζωή, την ιστορία και την παράδοση του παλαιστινιακού λαού, αποδεικνύοντας τις ισχυρές βάσεις στις οποίες η εργογραφία συντελείται και εμπλουτίζεται. Η ταύτιση της σκέψης και της πράξης δεν μπορεί να μην συσχετιστεί με την επανάσταση και τις επιδιώξεις της. Ο Παλαιστίνιος λογοτέχνης καλείται να γίνει ο κύριος εκφραστής του παρελθόντος και του παρόντος του λαού του, καλείται να δημιουργήσει την αισθητική προσέγγιση του μέλλοντος, εκείνη που θα μπορεί δηλαδή να εκφράσει με πληρότητα τις βλέψεις ολόκληρης της δοκιμαζόμενης κοινωνίας. Τέλος, κατά την Γιακλέφ η παλαιστινιακή λογοτεχνία δεν παρουσιάζει τον αναμενόμενο, λόγω των συνθηκών, αυτισμό, προϊόντος της απομόνωσης και της περιθωριοποίησής της. Εντάσσει στη δημιουργία της την επικαιρότητα, στέκει με τις αντένες της ευαίσθητες στα σημεία των καιρών, πασχίζοντας να εκφράσει το σιωπηρό, εκείνο ζητούμενο μιας συλλογικής μεταβολής του κοινωνικού «γίγνεσθαι», μια εκ βαθέων ανατροπή των καθεστώτων, μια αναδιαμόρφωση των προτεραιοτήτων για τις κοινωνίες και τον άνθρωπο, το γέννημα του δικαίου και της αλήθειας του προηγούμενου αιώνα.
Μελετώντας κανείς τις αυτοτελείς, διηγηματογραφίες των ανθολογούμενων λογοτεχνών, παρατηρεί δίχως αμφιβολία μια επιβεβαίωση των όσων η Γιακλέφ επισημαίνει στην παράθεση των γνωρισμάτων της εγχώριας λογοτεχνίας. Διαρκείς, χρονικές μεταβολές, μετάθεση των προσώπων, του αφηγητή, όλων των εμπλεκομένων μερών αποτελεί μια πρώτη υπεράσπιση εκείνου του στοιχείου, σύμφωνα με το οποίο η παλαιστινιακή λογοτεχνία παραμένει, ίσως με κόπο, απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τα νέα, λογοτεχνικά ρεύματα, τις νέες τάσεις και τα ύφη. Ο Παλαιστίνιος λογοτέχνης προσπαθεί και το πετυχαίνει να μεταδώσει την ταραχώδη αίσθηση της πραγματικότητας, τη διαρκή αγωνία, την απροθυμία να καταστεί αποδεκτός ο κόσμος. Δεν πρόκειται φυσικά για τον κόσμο που ορίζεται από τις ίδιες τις κοινωνικές πλειοψηφίες, αλλά από τις πολιτικές σκοπιμότητες. Η ανθρώπινη ζωή εξαντλείται μες σε τούτο το περιβάλλον, ήδη από την πρώτη νεότητά της στην αναζήτηση, τη ρεαλιστικοποίηση της ίδιας της ελπίδας, μιας φρικτής, ευλαβικά τηρούμενης θηριωδίας. Η παλαιστινιακή λογοτεχνία δεν αναλώνεται σε καλλιτεχνικές επιδιώξεις, σε εντυπωσιασμούς, αντίθετα καταθέτει πρώτιστα έναν λόγο αίματος, μια βαθιά και εύθραστη ομολογία πίστεως. Η ανάμειξη της τραχύτητας του ρεαλισμού, τεχνικά θα μπορούσε να θεωρηθεί πως συνιστά μια σημαντικότατη αναγκαιότητα, πως η τέχνη υποτάσσεται στην ίδια τη ζωή, τη μίμησή της, ενώ εκείνο που τελικά βαθύτερα επιδιώκεται δεν είναι άλλο από την ανάδειξη του καταποντισμένου κόσμου, εκείνου που αδυνατεί να υψωθεί πέρα από τον άξιο θάνατο και τελικά ζήσει.
[… «Όμως ο Αμπού Αλ Χαμπάς έφυγε και δεν ξαναγύρισε μα ο κόσμος στον προσφυγικό μας καταυλισμό, τον περιμένει ακόμα να γυρίσει.»] (Γιαχία Ραμπάχ, «Η θάλασσα έγινε γαλάζια»)
Επιστολογραφίες, κείμενα τα οποία κινούνται στις παρυφές του εσωτερικού μονολόγου, αυτοβιογραφικές αναφορές αποτελούν δάνεια για τούτη την ανθολόγηση. Μελετώντας δε με μία αίσθηση μύησης, κανείς,  εξειδικευμένη δηλαδή, διαπιστώνει μια εργογραφία, η οποία διακατέχεται από το αίσθημα της πίστεως προς έναν αγώνα εθνικό, με κύριο υποκείμενο την ίδια τη ζωή, μες στον τόσο αντιφατικό κόπο της υπεράσπισής της. Η πίστη στον αγώνα, η δέσμευση απέναντι στο μέλλον σε μια ιδέα κορυφαία, όπως η ενική αυτοδιάθεση γεννιάτια, ακμάζει και στέκει προσδιοριστική της ίδιας της κοινωνίας, ακριβώς διότι τούτο το σκοπό μπορεί μόνο να θέσει, κατ’ αποκλειστικότητα, αντικειμενικό ο Παλαιστίνιος  άνθρωπος. Κοιτώντα τεχνικά την περιεχόμενη κειμενογραφία, γίνεται φανερό πως παλαιστινιακός λόγος αναζητά την αλήθεια, την υπόστασή της μες στη ρεαλιστική, την αποτρόπαια κάποιες φορές, εικονογράφηση της παλαιστινιακής πραγματικότητας. Η λογοτεχνία, μαζί με όλα τα υφολογικά της χαρακτηριστικά, τις λεπτομέρειες της τεχνική δεξιότητα, υποκύπτει στην απαίτηση μιας κραυγής, μιας ενσυνείδητης και βαθιάς εξομολόγησης.
Ο συμβολισμός, η φυσική αυτή ροπή για τη θεώρηση του κόσμου και του εαυτού μας, βρίσκει στην παλαιστινιακή λογοτεχνία τη βαρύτητά της. Με την ανάδειξη τέτοιων στοιχείων, εξυπηρετείται ο αιώνιος σκοπός να υπονοηθεί η πραγματικότητα, να εκφραστεί μέσα από την κατάκτηση αυτή. Ο Παλαιστίνιος δημιουργός σηματοδοτεί την πραγματικότητα, την περιγράφει, διασώζει τη μνήμη του μέσα από τις συμβολικές αναφορές, λειαίνει το έδαφος ώστε να ασκηθούν οι ιδεολογικές ευρύτητες, αυτές που σε όλες τις εποχές τελικά εξαργυρώνονται σε αξίες και αρχές. Ο εφιάλτης της ιστορίας και εκείνος του παρόντος, δεν μπορούν να εκφραστούν παρά με τη χρήση των υπονοουμένων, ενός κώδικα οικείου μόνο σε όσους αγαπούν κάτι πέρα από τα σύνορα, τα τείχη. Και όταν λέμε «κάτι», εννοούμε την ίδια την πατρίδα.
Η επιδίωξη είναι το όνειρο, η ανατροπή συνιστά το ζητούμενο, το οποίο και μπορεί να διαψεύσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο μια αδρανής, νικημένη κοινωνία. Η αποτύπωση της μορφής της παλαιστινιακής λογοτεχνίας δεν μπορεί να συνιστά μια ήπια ρωπογραφία ή μια νοσταλγική αναλαμπή. Η φρικτή, ωμή αντίδρασή της αρχίζει να φαντάζει ως μία βέβαια επιλογή, ένας μονόδρομος, μια κατάσταση ασφυκτική, μα αναγκαία. Η κοινωνική περιθωριοποίηση, η οποία μεταφράζεται και σε πνευματική, πολιτιστική, κλονίζει τους δημιουργούς και συνιστά τη βασική αιτία για τις θεματικές ακρότητες, την ένταση του συναισθήματος.
Τελειώνοντας το σχολιασμό στην ανθολόγηση των σύγχρονων, Παλαιστινίων λογοτεχνών οφείλουμε να πούμε πως κανείς θα ήταν άκαιρος ή υπέρμετρα αφελής, αν δεν έβλεπε μες στη λογοτεχνική σύνθεση την απελπισία, αλλά και την ευκαιρία η πρώτη επιτέλους να ειπωθεί, να παρακαμφθεί ο κάθε δισταγμός, όλα να τεθούν στην υπηρεσία μιας τέχνης. Στην εν λόγω ανθολόγηση συμμετέχουν ισχυρές, λογοτεχνικές μορφές, οι οποίες έτσι καταξιώνουν τούτη την εργασία, επιβεβαιώνοντας λοιπόν πως η τέχνη είναι ένα μέσο να ειπωθεί το αληθινό, να ταπεινωθεί ή να λάμψει.