Σχόλιο για τα ¨Ποιήματα” του Γ. Τσαρούχη

γράφει ο  Απtsar2JPGόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

 

ΣΑΘΡΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ

 

Τα νεανικά του ποιήματα εξελίχθηκαν σε σύμβολα. Τόσα χρόνια μετά το θάνατό του ήλθε ο καιρός πια όλα να εκτιμηθούν. Ο επιγραφοποιός, η επικίνδυνη πνευματιότητα, το αγόρι και το κορίτσι που κατατρώγονται απ΄τις σκόνες και τις συνέπειες της ανθρώπινης ζωής, ο ζωγράφος Ρενουάρ, τα στοιχεία που συνθέτουν την ίδια τη ζωή μας. Διάλεξαν απ΄τα ποιήματά του τα πιο συγκλονιστικά, τα αντιπροσωπευτικότερα της ζωής μας. Λυπήθηκαν που εκείνος είχε φύγει δίχως να αναγνωριστεί ποτέ η μεγάλη του αξία. Λυπήθηκαν και έκλαψαν, ξεχωρίζοντας τα ποιήματά του μες σε σκοτεινές αίθουσες με δακρυσμένα μάρμαρα, προκηρρύξεις της καινούριας δημοκρατίας, σχέδια αναθεωρήσεων και προτάσεων επί παντός θέματος. Ανέβηκαν το λόφο που εδώ και δεκαετίες είχαν πια ξεχάσει, στάθηκαν εμπρός απ΄τις υπέργηρες, πάνσοφες κόρες. Κάτω ξεκινούσαν καλοκαίρια μες σε αποπνιχτικές ξηρασίες, ξεκινούσαν πορείες, γκρεμίζονταν τύμβοι, εθνικά μέγαρα, αυτές οι τρομερές σκηνοθεσίες που τόσο καιρό μονοπώλησαν το ενδιαφέρον μας. Όταν πια άναψαν όλα τα φώτα στην πόλη άφησαν πίσω τους τις έξι, πάνσοφες κόρες, έχοντας κατανοήσει όλα τους τα λάθη.

Τα ποιήματα του Γιάννη Τσαρούχη, γραμμένα απ΄το 1934 ως και το 1937 αποκαλύπτουν μια διαφορετική πτυχή του ξεχωριστού πνεύματος του Πειραιώτη ζωγράφου. Ποιήματα υποταγμένα στον υπερεαλισμό και τη φανταστική σκηνοθεσία των διαψευσμένων οραμάτων, χαρακτηρίζονται από τη διαχρονικότητα των νοημάτων τους και τους τόσο επίκαιρους συμβολισμούς τους. “Ζητώ από τους, ας πούμε, επαγγελματίες ποιητές να είναι επικεικείς για τα νεανικά ποιήματα ενός ζωγράφου, όπως είμαι επιεικής εγώ και πολλοί άλλοι για τα σχέδια των ποιητών.” Η προλογική αναφορά του Τσαρούχη στον αναγνώστη της μοναδικής, ποιητικής του συλλογής επιβεβαιώνει την ταπεινοφροσύνη του ζωγράφου αλλά και την πολυσχιδή προσωπικότητά του, τόσο καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση ενός εννιαίου προσώπου για την μεταπολεμική, νεοελληνική τέχνη.

Βάδισαν ανάμεσα στους στρατιώτες, τα αγήματα, τις εργατικές συνοικίες που άστραφταν μες στη νύχτα απ΄την τόση τους πίστη. Διέταξαν την αποκαθήλωση τόσων και τόσων συμβόλων. Είχαν φτιαχτεί σε μια άλλη εποχή και τώρα ήρθε η στιγμή να περάσουν στην ιστορία, κερδίζοντας ίσως μια θέση και ένα νόημα αποτρεπτικό μες στη συλλογικότητά μας. Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε μικρή ή μεγάλη ευκαιρία καταργούσαν αξιώματα και θεωρήματα και τοίχους ενώ οι παρίες αυτής της πόλης τώρα τους ακολουθούσαν πειθήνια, δίχως τίποτε να ζητούν, δίχως σε τίποτε να πιστεύουν. Όταν συναντούσαν δείγματα της σύγχρονης πνευματικότητας άφηναν τα παιδιά χαμογελώντας να κατεδαφίσουν ότι απέμενε απ΄εκείνες τις κατασκευές. Δεν είχε πάει πολύς καιρός που μια παρόμοια κατασκευή, εγκαινιασμένη με όλες τις τιμές ως φυσική συνέχεια της ένδειάς μας είχε συντριβεί κάτω απ΄το φως προξενώντας φοβερές ζημιές σε σπίτια, καταστήματα, ανθρώπους. Έτσι αργά και μεθοδικά όλα τα παλιά καταργήθηκαν. Πάλι στις γειτονιές υψώθηκαν τα παλιά σπίτια με τα υπερμεγέθη κοσμήματά τους στις οροφές σαν ιδιότυπους ανεμοδείκτες. Πάλι φάνηκαν εκείνες οι χαμένες Ελεωνόρες που κυνηγούσαν το φως και το κρυβαν σε δεξαμενές και ετοιμόρροπα νεοκλασικά, ενώ ουδείς υποψιαζόταν το σωτήριο έργο τους.

Η σύγχρονη, ελληνική πνευματικότητα, η εισαγόμενη, ελληνική αναγέννηση,-μια ας πούμε κατ΄αναλογία περίπτωση τύπου Φαμπρ-, ο καλός μύθος, η καλή παρηγοριά, διαχρονικές παθογένειες ενός πολιτισμού σε ακατάσχετη παρακμή, το θαύμα του εμπορίου, όλα μοιάζουν να περνούν και να αφομοιώνονται στους ποιητικούς στοχασμούς του Γιάννη Τσαρούχη. Η σχέση του σύγχρονου, ελληνικού κόσμου με την τέχνη, την πίστη, τη μνήμη, τις δυτικές τεχνοτροπίες, η αναγκαιότητα να καθοριστεί μια φωνή ως συνέπεια της νέας ελληνικότητας απασχολούν ως θεματολογία τον Τσαρούχη. Η διορατικότητά του μπορεί να πει κανείς πως στις μέρες μας δικαιώνεται απόλυτα, καθώς οι κατασκευές των ποιημάτων του, η τόση προχειρότητα των επίσημων σχεδίων του νέου ελληνισμού, προσδίδουν στα ποιήματα του Τσαρούχη μια ευαγγελική, σχεδόν σημασία.

Η φαντασία μας κινδύνευε είπαν. Η αναγέννηση απειλούσε να κατασπαράξει ότι απέμεινε απ΄τ΄όραμά μας για το μέλλον. Κάθε τόσο μια υποψία της έφεγγε πίσω απ΄τα τελάρα που έτσι εκ του προχείρου είχαν τοποθετηθεί εδώ και εκεί, συνθλίβοντας κάτω απ΄το βάρος τους μια άφταστη παιδικότητα, μια αγάπη σχεδόν αγγελική για το απλό και αισθηματικό υλικό της ψυχής μας. Αφού ξεκαθάρισαν την πόλη απ΄τις σαθρές κατασκευές, σώπασαν. Προσπαθούσαν ν΄ακούσουν τα μυστικά που φέρνει ο άνεμος, προσπαθούσαν να δουν εκείνο που κρύφτηκε πίσω απ΄τους ταφτάδες και τις σύνθετες κατασκευές. Δίχως πια εκείνη τη γνώριμη αμφιβολία τους, όσοι σώθηκαν απ΄τις καταρρεύσεις, κυρίως διανοούμενοι με ισχυρές άμυνες υποσχέθηκαν να διακρίνουν μες στον καιρό τα μηνύματα. Δεσμεύτηκαν να εγκαταλείψουν οριστικά κάθε συζήτηση για πνευματικότητες και συναφή, αποφάσισαν να σβήσουν όλους τους λύχνους, να αλλάξουν τα φριχτά τους φορέματα, τις προσόψεις των σπιτιών τους, όσα θύμιζαν τις παλαϊκές εποχές και τις τραγικές τους επιλογές. Οι επιγραφοποιοί πήραν να συνθηματολογούν στους τοίχους, τις αυλές, τις μάντρες. Σε τούτες τις αυλές, τούτες τις πόρτες έγραφαν, χάραζαν κύκλους και τις γέμιζαν με τις πολύχρωμες, αιγαιακές ψηφίδες, αναστυλώνοντας εκ νέου τα πρόσωπα τόσων αγίων, φέρνοντας στ΄αλήθεια την ψυχή τους κοντά τους. Τα ξεκληρισμένα μας χρόνια, η ασυνέχεια της εσωτερικής μας ζωής, με τις ποικίλες εκλογές και προτιμήσεις της μνήμης, κάθε φορά και μ΄αφορμή κάποια συγκίνηση, όλα έπαψαν. Όλοι προσηλώθηκαν σ΄εκείνο το γνώριμο που ανέκαθεν υφίσταται. Μιλούμε φυσικά για την απερίγραπτη και αμετάφραση αιωνιότητα μιας εντύπωσης.

Ο Τσαρούχης στον πρόλογο των ποιημάτων του επισημαίνει. “Πολύ γρήγορα έπαψα να θεωρώ τιμή ότι συντελώ στην καταστροφή του παλιού κόσμου. Πάντως χρειάστηκε πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσω πως ότι γκρεμίστηκε είναι καλώς γκρεμισμένο, αλλά πως θα΄ταν ανόητο να γενικεύσει το χάλασμα από ανάγκη ιδεολογικής ενότητας.” Με άλλα λόγια αξίζει κανείς να επενδύσει σ΄εκείνο που καλείται ατμόσφαιρα και που τη γνώση της την κατέχει καλύτερα απ΄όλους ο ίδιος ο λαός και η απλή του ιστορική πορεία.