Ταξίδι σε 64 τετράγωνα: οι λέξεις της σκακιέρας (ετυμολογική-ιστορική ανάλυση)

24grammata.com/ από τη ζωή των λέξεων

γράφει ο Νίκος Σαραντάκος   www.sarantakos.com

… η λέξη σκάκι δεν είναι, βέβαια, ελληνική. Είχαν ασφαλώς και οι αρχαίοι επιτραπέζια παιχνίδια, είτε με ζάρια (κύβους) είτε παρόμοια με τη σημερινή ντάμα· τα πούλια αυτά ονομάζονταν πεσσοί και πεσσεία ήταν το γενικό όνομα αυτών των παιχνιδιών, για τα οποία οι αρχαίοι θεωρούσαν εφευρέτη τον Παλαμήδη· γι’ αυτό και στη νεότερη εποχή θεωρήθηκε ο Παλαμήδης εφευρέτης και του σκακιού, και μάλιστα το πρώτο στην ιστορία σκακιστικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1836, είχε τον τίτλο Palamède. Όμως, ξαναλέω, το σκάκι σαν λέξη αλλά και σαν παιχνίδι έχουν πιο ανατολικά την αρχή τους.

Εμείς βέβαια πήραμε τη λέξη από τα Δυτικά, από τους Ιταλούς· στα ιταλικά, το σκάκι είναι scacco αλλά συχνά χρησιμοποιούν τον πληθυντικό, scacchi, π.χ. gioco di scacchi, και αυτό το scacchi πέρασε και στα ελληνικά ως σκάκι, που εμείς το θεωρήσαμε ενικό αριθμό, αν και στα Επτάνησα, όπου υπήρχε μεγάλη επαφή με Ιταλία, ο Ξενόπουλος γράφει κάπου «παίξαμε τους σκάκους». Η ιταλική λέξη είναι εξέλιξη του μεσαιωνικού λατινικού scaccus, και η λατινική λέξη έχει την αρχή της στον… σάχη. Θέλω να πω, Shah στα περσικά, και τα τωρινά και τα τότε, ήταν ο βασιλιάς· θα θυμόμαστε –έστω, οι κάπως παλιότεροι- τον Σάχη της Περσίας.

Στο σκάκι, κάθε φορά που ένας παίκτης απειλεί τον βασιλιά του αντιπάλου του οφείλει να τον προειδοποιήσει λέγοντας «σαχ!» (στα νεότερα ελληνικά λέμε και «ρουά»). Σε μια παρτίδα σκάκι το επιφώνημα «σαχ!» ακούγεται πολύ συχνά, οπότε δεν είναι περίεργο ότι στην Ευρώπη το παιχνίδι ονομάστηκε shah ή μάλλον scac όπως αποδόθηκε το παχύ σίγμα, και από εκεί έχουμε το μεσαιωνικό λατινικό scacus, που στα αρχαία γαλλικά γίνεται eschec, και esches και από εκεί περνάει και στα αγγλικά ως chess. Στα γαλλικά το eschec σήμαινε όπως είπαμε δύο πράγματα, αφενός το σκάκι και αφετέρου το σαχ, την απειλή δηλαδή προς τον βασιλιά. Η σημασία αυτή επεκτάθηκε και σε εκτός σκακιέρας καταστάσεις, έτσι eschec έφτασε να σημαίνει «εμπόδιο, δύσκολη θέση, αποτυχία» -και, όπως θα μαντέψατε, η σημερινή γαλλική λέξη échec, αποτυχία, από εκεί προέρχεται. Αλλά και στα αγγλικά το προειδοποιητικό επιφώνημα («σαχ!») μεταφέρθηκε ως check! Κι εδώ η σημασία διευρύνθηκε, και η λέξη έφτασε να δηλώνει το δυσάρεστο γεγονός που σε κάνει να κοντοστέκεσαι, και στη συνέχεια την απότομη παύση, το σημάδι με το οποίο έλεγχαν αν κάτι είχε χαθεί ή κλαπεί, και από εκεί ξεπήδησαν όλες οι σημερινές σημασίες του ρήματος check, ο έλεγχος, το τσεκάρισμα, το τσεκάπ, ακόμα και το τραπεζικό τσεκ, όλα από τον σάχη κι από το σκάκι προέρχονται.

Οι παλιότεροι ίσως θυμούνται ότι στην καθαρεύουσα το σκάκι λεγόταν ζατρίκιον· μάλιστα, ένας από τους παλιότερους σκακιστικούς συλλόγους της χώρας είναι ο Σύλλογος Παικτών Ζατρικίου της Κέρκυρας. Το ζατρίκιον είναι παλιότερη ονομασία, βυζαντινή, και μας οδηγεί στην απώτερη κοιτίδα του σκακιού, που δεν είναι η Περσία, αλλά η Ινδία. Λοιπόν, η αρχή του σκακιού βρίσκεται σε ένα παιχνίδι που λεγόταν chaturanga, σανσκριτική λέξη που μαρτυρείται γύρω στον 6ο μ.Χ. αιώνα· αυτό το chaturanga (η λέξη σημαίνει στρατός) ήταν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που παιζόταν σε ένα αβάκιο με 8×8 τετράγωνα και με κομμάτια περίπου σαν τα σημερινά του σκακιού. Η λέξη (και το παιχνίδι) διαδίδονται στην Περσία των Σασσανιδών και έχουμε την περσική λέξη shatranj, που τη δανείζονται οι Άραβες. Το σατράντζ αυτό γνώρισε τεράστια άνθιση, με επαγγελματίες παίκτες, αραβικά βιβλία με συλλογές προβλημάτων κτλ. Κάποια στιγμή έφτασε στην Ευρώπη, η λέξη και το παιχνίδι, από δυο πλευρές: από την Ισπανία, όπου στα ισπανικά το σκάκι λέγεται και σήμερα ajedrez, που είναι εξέλιξη του σατράντζ, και από το Βυζάντιο, όπου το σατράντζ ονομάστηκε ζατρίκιον. Δηλαδή, στα άκρα της Ευρώπης που είχαν άμεση επαφή με τους Άραβες το παιχνίδι διατήρησε την αραβοπερσική του ονομασία, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη που έμαθε το παιχνίδι από δεύτερο χέρι επικράτησε η ονομασία scacco, Schach, chess, échecs κτλ.

Οι Βυζαντινοί λοιπόν γνώριζαν το σατράντζ, και μάλιστα η αρχαιότερη ένδειξη γι’ αυτό προέρχεται όχι από βυζαντινή αλλά από αραβική πηγή. Συγκεκριμένα, όταν ανέβηκε στο θρόνο το 802 ο Νικηφόρος ο Α’, θεώρησε καλό να καταργήσει μια συνθήκη που είχε συνάψει η προκάτοχός του, η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, με τον χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίδ των Αράβων. Και έγραψε στον χαλίφη, όπως μας μεταφέρει άραβας ιστορικός: «Η αυτοκράτειρα που βασίλευε ως τώρα, σε είχε μετρήσει ισάξιο με Πύργο και τον εαυτό της ισάξιο με Πιόνι, κι έτσι σου πλήρωνε φόρο υποτελείας, ενώ κανονικά υποτελής έπρεπε να ήσουν εσύ. Όμως εκείνη ήταν γυναίκα αδύναμη και ανόητη. Λοιπόν, από τώρα θα μας πληρώνεις εσύ το φόρο που σου πληρώναμε, αλλιώς θα μιλήσουν τα σπαθιά». Για την ιστορία, το γράμμα αυτό του Νικφούρ (ο Νικηφόρος στα αραβικά) εξόργισε τον χαλίφη: έγινε πόλεμος που έληξε με νίκη των Αράβων και ανανέωση του φόρου υποτελείας των βυζαντινών. Σε ένα μεταγενέστερο βυζαντινό κείμενο, της εποχής της άλωσης, ο ιστορικός Δούκας αφηγείται ότι ο Βαγιαζήτ με τον γιο του έπαιζαν «ζατρίκιον, ό οι Πέρσαι σαντράτζ καλούσιν, οι δε Λατίνοι σκάκον», όπου αναγνωρίζουμε και τις τρεις ονομασίες τη μία πλάι στην άλλη. Πάντως, μεγάλος βυζαντινός παίχτης της εποχής δεν έχει διασωθεί και μάλιστα η Άννα η Κομνηνή θεωρεί πως το παιχνίδι είναι τρυφηλή συνήθεια των Ασσυρίων (δηλ. των Αράβων).

Όσοι παίζουν σκάκι ξέρουν ότι απώτερος σκοπός του παιχνιδιού είναι να αιχμαλωτιστεί ο αντίπαλος βασιλιάς, δηλαδή να απειλείται (με σάχ) και να μην έχει τετράγωνο διαφυγής. Αυτό το λέμε «ματ» ή «σαχ και ματ». Και αυτό από την ανατολή προέρχεται, από το αραβικό as-sah mata, δηλ. ο βασιλιάς είναι νεκρός. Η λέξη διαδίδεται σε όλη τη Δύση απαράλλαχτη, και φαίνεται ότι κι αυτή αποκτά εξωσκακιστικές προεκτάσεις, αφού σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη διάφορες λέξεις όπως το ισπανικό ρήμα matar (και ο ματαδόρ) αλλά και το επίθετο ματ (mat), δηλ. ο θαμπός, ο μη λαμπερός, φαίνεται να προέρχονται από την αραβική λέξη, ενδεχομένως σε συμφυρμό με άλλες λατινογενείς ομόηχες και περίπου συνώνυμες.

Το σκάκι παίζεται σε αβάκιο με 64 τετράγωνα που το λέμε σκακιέρα, προφανές ιταλικό δάνειο. Από το παλαιογαλλικό eschequier (σημερινό échiquier) προέρχεται το παλαιοαγγλικό escheker. Επειδή στη μεσαιωνική Αγγλία η κρατική υπηρεσία που ήταν αρμόδια για τα έσοδα χρησιμοποιούσε ένα τραπέζι σκεπασμένο με ένα ύφασμα με άσπρα και μαύρα τετράγωνα για να κάνει πιο εύκολα τους λογαριασμούς ο λογιστής, η υπηρεσία αυτή ονομάστηκε Exchequer, δηλαδή ο σημερινός Lord of Exchequer, ο υπουργός οικονομικών, έχει την ετυμολογία του στη σκακιέρα.

Το σκάκι σαν παιχνίδι είναι μεταφορά του πολέμου και τα κομμάτια του θυμίζουν στρατό, με διάφορες εξειδικεύσεις. Τα οχτώ πιόνια, βέβαια, είναι οι απλοί στρατιώτες. Η παλιά περσική ονομασία ήταν piyadah, που σημαίνει ακριβώς αυτό, τον πεζό στρατιώτη, και στα αραβικά έγινε baidaq. Στις ευρωπαϊκές γλώσσες το γαλλικό pion, όπως και τα ομόρριζα αγγλικά, ισπανικά, ιταλικά, ανάγονται στο λατινικό pedo (αιτιατική pedonem) που σήμαινε τον πεζικάριο. Από εκεί το πήραμε κι εμείς, μαζί με τη μεταφορική σημασία του άβουλου οργάνου, του ανθρώπου που είναι υποχείριο κάποιου άλλου. Να πούμε πάντως ότι οι Γερμανοί βάφτισαν το πιόνι Bauer, δηλ. χωριάτη.

Αν το πιόνι έχει τη μικρότερη αξία απ’ όλα τα κομμάτια, η βασίλισσα έχει τη μεγαλύτερη. Όμως αυτό ισχύει σήμερα· το παλιό σατράντζ, το αραβοπερσικό, στη θέση της βασίλισσας πλάι στον βασιλιά είχε ένα αδύναμο κομμάτι, που μπορούσε να κινηθεί μόνο κατά ένα τετράγωνο, και μόνο διαγώνια. Το κομμάτι αυτό λεγόταν firz, που στα αραβικά σημαίνει «σύμβουλος», λέξη συγγενική με τον βεζίρη. Στην αρχή, οι ευρωπαίοι κράτησαν την αραβική ονομασία, όμως περί τον 15ο αιώνα, είτε με την επιρροή των ιπποτικών μυθιστορημάτων είτε για λόγους συμμετρίας και επειδή στην Ευρώπη υπήρχαν βασίλισσες, άρχισε να χρησιμοποιείται η ονομασία ‘βασίλισσα’ ή ‘ντάμα’. Την ίδια περίπου εποχή, μάλλον από την Ιταλία, εμφανίστηκε το «νέο σκάκι», που είχε δύο βασικές καινοτομίες ως προς το παλιό, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν ότι η βασίλισσα μπορούσε να κινείται όπως και σήμερα, προς όλες τις κατευθύνσεις και για όσα τετράγωνα ήταν ελεύθερα, κι έτσι μεταμορφώθηκε από το πιο αδύνατο κομμάτι της σκακιέρας στο πιο δυνατό! Πάντως, ακόμα και σήμερα στα τουρκικά η βασίλισσα λέγεται vezir (βεζίρης) και στα ρωσικά Fers.

Το άλλο κομμάτι που άλλαξε κινήσεις με τους νέους κανόνες του σκακιού ήταν ο αξιωματικός. Στο αραβοπερσικό σκάκι μπορούσε να κινείται μόνο κατά δύο τετράγωνα διαγωνίως, αλλά μπορούσε να υπερπηδά το διαγώνια γειτονικό του τετράγωνο αν ήταν κατειλημμένο, όπως δηλαδή το άλογο. Στα αραβικά το κομμάτι αυτό λεγόταν fil που θα πει «ελέφαντας» (θυμηθείτε το φίλντισι, το ελεφαντόδοντο), και η λέξη αυτή πέρασε στην Ευρώπη με το άρθρο κολλημένο ως al-fil, από όπου και το σημερινό ισπανικό alfil. Όμως στην Ευρώπη δεν υπήρχαν ελέφαντες, κι έτσι οι ευρωπαίοι προσπαθούσαν, με λαϊκή ετυμολογία, να ερμηνεύσουν αυτό το περίεργο alfil, έτσι οι Ιταλοί το είπαν alfiere (σημαιοφόρο), ενώ οι γάλλοι το συσχέτισαν με το fol, fou, που σημαίνει τρελός αλλά και γελωτοποιός· κι έτσι βάφτισαν fou αυτό το περίεργο κομμάτι που βρισκόταν πλάι στο βασιλιά και κινιόταν περίεργα. Η ονομασία πέρασε και στα ρουμάνικα και στα ελληνικά, ενώ σε άλλες γλώσσες προτιμήθηκαν άλλες: οι άγγλοι τον είπαν επίσκοπο (bishop) ενώ οι Γερμανοί και οι γειτονικές τους γλώσσες ‘μαντατοφόρο’ (Läufer). Ταυτόχρονα, τροποποιήθηκε κι ο τρόπος που κινείται κι έγινε ίδιος με τον σημερινό.

Αντίθετα, το άλογο δεν άλλαξε τρόπο κίνησης ούτε ονομασία· στα αραβικά λεγόταν Faras, που σημαίνει άλογο, ενώ στις ευρωπαϊκές γλώσσες ονομάστηκε είτε άλογο είτε ιππέας/ιππότης. Στα ελληνικά κρατάμε επισήμως τη λέξη της καθαρεύουσας, Ίππος.

Μένει ο Πύργος, το κομμάτι που είναι τοποθετημένο στα ακριανά τετράγωνα. Στο αραβοπερσικό σατράντζ ήταν το δυνατότερο κομμάτι, αλλά στο ευρωπαϊκό πέρασε στη δεύτερη θέση όταν η βασίλισσα πήρε προαγωγή. Το αραβικό Rukh σήμαινε το άρμα, και η λέξη αρχικά πέρασε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, rook στα αγγλικά, roc στα γαλλικά, rocco στα ιταλικά και ούτω καθεξής. Το 1525 ο ιταλός Μάρκο Τζιρόλαμο Βίντα δημοσιεύει ένα μεγάλο ποίημα (στα λατινικά) αφιερωμένο στο σκάκι, ακριβέστερα σε μια παρτίδα σκάκι του Απόλλωνα εναντίον του Ερμή, παρουσία των άλλων θεών του Ολύμπου. Σε αυτό, προτείνει ονόματα κλασικής έμπνευσης για τα κομμάτια του σκακιού· οι άλλες του προτάσεις δεν έπιασαν, αλλά για το Rukh προτείνει τον ελέφαντα που έχει στην πλάτη του έναν πολεμικό πύργο, και αυτή ακριβώς η ονομασία του πύργου (tour, torre κτλ.) σιγά-σιγά εκτοπίζει την ακατανόητη αραβική, αφού βολεύει και τους κατασκευαστές κομματιών (ένας πύργος φτιάχνεται πιο εύκολα). Μόνο στα αγγλικά διατηρείται η αραβογενής ονομασία, Rook, ενώ απόηχός της υπάρχει και στο ροκέ, την κίνηση με την οποία ο βασιλιάς και ο πύργος αλλάζουν αμοιβαία θέσεις, η οποία, ειρωνικό είναι, δεν υπήρχε στο αραβοπερσικό παιχνίδι, είναι ευρωπαϊκή καινοτομία.

Με όλα αυτά εξαντλήθηκε ο χώρος που μου παραχωρεί ευγενικά το περιοδικό, αν και δεν εξαντλήθηκε το θέμα –θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για το σκάκι στην ποίηση, ας πούμε. Κι επειδή δύσκολα βρίσκεται καλύτερος επίλογος από ένα ποίημα, ας κλείσουμε με ένα σκακιστικό ποίημα. Όχι το «Σκάκι» του Μανώλη Αναγνωστάκη, που είναι σχετικά γνωστό και μελοποιημένο, αλλά την «Παρτίδα» του Νάσου Βαγενά, από τη συλλογή «Πεδίον Άρεως» (1982):

Πώς να σε κερδίσω.

Με παίζεις όπως θέλεις. Και μου παίρνεις

έναν-έναν τους στρατιώτες. Μου κυκλώνεις

τους πύργους. Τ’ άλογά μου έχουν τρομάξει

και τριγυρνούν εδώ κι εκεί χαμένα.

Μα πώς να σε κερδίσω. Που ακόμα

κι αυτή η βασίλισσά μου ξεπορτίζει.

Και με προδίνει αδιάκοπα μέσα στα χόρτα

με τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς σου.