«ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΝΤΕΡΙ», «BLOODY SUNDAY», 30/01/1972

24grammata.com/ ιστορικά γεγονότα

αποκλειστικά στo 24grammata.com

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η μνήμη τρέφεται από την πραγματικότητα. Τούτο το θεμελιακό αξίωμα, στέκει πέρα από κάθε αμφιβολία. Το σύνολο των εμπειριών, το συναισθηματικό τους αποτύπωμα, η αίσθηση της εντύπωσης, η οποία συνδέεται με τα βιωμένα γεγονότα διαμορφώνει εκείνο που θα ονομαστεί μνήμη. Εξειδικευμένη, συλλογική, οπτική ή ακόμα συναισθηματική, τούτη η διαδικασία αποθήκευσης του παρελθόντος αναδεικνύεται ως μια διαδικασία σημαντική. Διότι σε αυτήν θα ανατρέξει  ο άνθρωπος για να σταθεί επάξια στο μέλλον, να προβεί στην εκτίμηση των πιο ειδικών συνθηκών και έτσι να καταστήσει διακριτικό εκείνο το έντονο, το αφοπλιστικό χρώμα του τρόμου των καινούριων ημερών. Η μνήμη λειτουργεί αυτόνομα, δρα πέρα και πίσω από την ανθρώπινη ψυχολογία, ανασύρεται μέσα από τα συντρίμμια των παλιών, αδιάθετων πραγμάτων. Κάποτε θα μετατραπεί σε μύθευμα, όταν οι εποχές θα έχουν εξαντληθεί και χάνοντας τον απτό, βιωματικό χαρακτήρα της θα ενδυθεί τις ιδιότητες της μυθιστορίας και η διδαχή της θα απομείνει μοναδικός σηματωρός της ύπαρξής της.
«Εκείνος δεν μιλούσε. Κοιτούσε τα πράγματα με μια αμηχανία, σαν να πρόκειται για πράγματα παλιά, νεκρά, καθώς οι αρχαίοι θεοί και οι έρωτες. Σκεφτόταν τα μακριά απογεύματα στον εξώστη, τις γυναικείες μορφές, με τα χέρια δεμένα, όπως οι πεθαμένοι, στα πόδια τους νεκροί οι ήλιοι, τα στόματά τους σπαραγμένα θυμάται από τα αιχμηρά δόντια τους, ετούτα τα πρόσωπα έχουν μια ιστορία που έχει παλιώσει πια. Δεν μιλούσε. Άκουγε τις μουσικές, τα λαϊκά, τα χτυπήματα των χεριών στα ρεφρέν, τις σιωπηρές προθέσεις, θυμόταν τις ιστορίες εκείνες που λέγονται με στόματα κλειστά. Δεν μιλούσε, κάθε τόσο έπεφταν μεγάλα κομμάτια σοβάδων, κάπως έτσι τελειώνουν τα ανθρώπινα, σκέφτηκε και είδε που είχαν φτιάξει τις φωλιές τους στα τηλεγραφόξυλα, μαύροι, πελώριοι γερανοί.»
Η ιστορική μνήμη των ανθρώπων ενέχει την ιδιότητα ενός δόγματος, μιας θρησκευτικότητας ισχυρής και αναλλοίωτης. Δεν πρόκειται περί οπτικού ερείσματος, μια και τούτη η μνήμη συνιστά ένα κληροδότημα, μεταγγίζεται στις εποχές και τις γενιές, επικρατεί, γίνεται ταγός για να ιδωθεί το μέλλον με το ρεαλισμό και την αισιοδοξία που απαιτούνται. Η ιστορική μνήμη, με ολόκληρο το συναισθηματικό της υπόβαθρο αποτελεί μέρος της πνευματικής »περιουσίας» κάθε λαού. Ανάγεται σε σύμβολο, καθίσταται συλλογική, πολλές φορές διεκδικεί την αναγνώρισή της από το ευρύτερο περιβάλλον, γίνεται παγκόσμια, διεθνοποιείται και έτσι επιζεί πιο ισχυρή, σχεδόν ακλόνητη και αδιαμφισβήτητη.
«Ο δρόμος ήταν πια ασφάλτινος, εκείνος ο δρόμος που περνούσε εμπρός από το σπίτι και είχε τόσο χώμα, σηκωνόταν κουρνιαχτό, σαν να επρόκειτο για την πορεία ενός  αρχαίου πλήθους, όπως εκείνο των Καβείρων ή των εν γένει μυστηρίων. Θυμήθηκε τους εργάτες, να τελειώνουν τη βάρδιά τους, ανθρώπινο κοπάδι που ξεσπά για κάπου, θυμήθηκε τις φωτιές τον καιρό της αγωνίας, τους αντάρτες με τα όπλα, βρώμικους να περνούν τραγουδώντας και τόσα πρόσωπα στα παράθυρα και πίσω ορθάνοιχτη η νύχτα και η μάνα γύρευε να αναγνωρίσει κάποιο γνωστό που θα ξερε για τον Αχιλλέα και αν ακόμα στέκουν οι θεοί στην ασπίδα του, σπουδαίοι με τα χάλκινα χέρια τους υψωμένα. Μες στους καιρούς φαίνονται ακόμα τα χώματα, τα αίματα, πίσω από τις πόρτες και τα κλειστά δωμάτια διαγράφονται ακόμα εκείνοι που πάσχισαν με φωνές και σίδερα να καρφώσουν τον καινούριο κόσμο, να ανοίξουν τις καινούριες πηγές. »
Η μνήμη είναι ταυτισμένη με το θάνατο. Εκείνη θα γεννηθεί όταν επέλθει η οριστική, πια απόκλιση μιας ανθρώπινης πορείας. Τότε θα προκύψουν στις πιο υψηλές τους θέσεις, αυτοί που σμίλεψαν το σκληρό υλικό της και το έπλασαν στα μέτρα και τα σταθμά τα πιο ανθρώπινα. Δεν πρόκειται για ήρωες και  πρωτοπόρους., Εκείνοι που φτιάχνουν τη μνήμη, εκείνοι που την προικίζουν με το θείο δώρο της ζωής και της διαχρονικότητας είναι οι αφανείς, οι  τυχαίοι «Ελπήνορες» του Ομήρου και του Σινόπουλου, οι αισθηματικοί, οι μέτριοι, οι σπαταλημένοι τύποι της ιστορίας. Τούτες τις μορφές, τις οποίες δεν θα καταγράψει η ιστορία, αυτές που συνήθως συνιστούν το φόντο των γεγονότων διατηρεί πάντα η κοινή γνώμη στο υψηλότερο σκαλί της μνήμης και σε τούτες αποδίδει τη μεταβολή των ρευμάτων, τον επαναπροσδιορισμό των κατευθύνσεων. Αυτές είναι πάντα οι μορφές που θα εκφράσουν και θα πραγματώσουν το λαϊκό αίσθημα και θα συνδράμουν στη διάσωση του παρελθόντος χρόνου και των επιτευγμάτων του.
«Ήταν πια όλοι νεκροί. Οι εργάτες, οι σπουδαστές, πέτρες στοιβαγμένες ο ορίζοντας με ένα σιδερένιο χρώμα βαμμένος, νεκρά όλα τα κορμιά και πια μονάχα τα κουρέλια της νύχτας στις ακτές και οι έμποροι των θεών να ευλογούν και σε κάθε σώμα, σε κάθε τραύμα, σωριασμένα και άλλα πτώματα, φόβοι, δισταγμοί, κραυγές πουλιών που πνίγηκαν στα δέντρα και χάθηκαν και τώρα περνούν τα τάγματα των κυνηγών και όλα μοιάζουν να κρατούν την ανάσα τους, καθώς ο κρυπτόμενος εν ώρα ερεύνης. Τόσοι νεκροί, ανώνυμοι, άγνωστοι νεκροί πάνω από τα ποτάμια και γύρω οι μέρες χειμώνες, αγόρια και κορίτσια που νικήθηκαν και τώρα πεσμένα μπρούμυτα ανασαίνουν δύσκολα, κάποτε πεθαίνουν. Του ζήτησαν να φύγει. Και είναι ακίνητα τα χέρια του, δεμένα με τα μεγάλα, θαλασσινά σχοινιά. Πια κανείς από τους δρόμους δεν οδηγεί στον ουρανό και είναι απέραντα, τόσα ρωμαϊκά μίλια λύπης. Ήταν πιο όλοι νεκροί, ακόμα και τα υπέροχα, τα ελάχιστα πουλιά.»
Μια τέτοια μνήμη, εκείνη της φριχτής σφαγής στο προάστιο Ντέρι αποτελεί δείγμα του τρόπου, με τον οποίο η μνήμη ενός τόπου ή ενός γεγονότος αναδεικνύεται σε καθολική και αποκτά έπειτα την παγκόσμια διάσταση, εκείνη που επιβάλλει πάντα η ηθική του ανθρωπισμού. Το γεγονός, τα πρόσωπα των αφανών ηρώων, ο τόπος, ειδικά ή γενικά στοιχεία της ιστορικής συγκυρίας μετατρέπονται σε σύμβολα, δημιουργούν μια ισχυρή μυθολογία και έτσι η μνήμη αναδεικνύεται παγκόσμια και ανθρωπιστική. Με το σεβασμό μιας τέτοιας προσέγγισης μπορεί κανείς να σταθεί απέναντι στη θηριωδία των βρετανικών δυνάμεων κατοχής, οι οποίες σε μια επίδειξη πολιτικού και κοινωνικού αυτισμού επιβεβαίωσαν με το χειρότερο τρόπο τη φυσιολογική, αν και όχι δίκαιη αντίδραση των Ιρλανδών στις δεκαετίες που ακολούθησαν με την ακραία δράση του εκτελεστικού τμήματος του IRA, ενός οργανισμού, ο οποίος προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην Αγγλία και το ιρλανδικό στοιχείο, αποζητώντας το αυτονόητο κεκτημένο της αυτοδιάθεσης.
Η «Ματωμένη Κυριακή», όπως ονομάστηκε η μέρα εκείνη («Bloody Sunday»), συνιστά πια μία από τις πιο τραγικές συλλαβές της ιστορίας, καθώς ερμηνεύει αιώνες τώρα το ανθρώπινο βήμα στον κόσμο. Νέοι και νέες, φοιτητές κυρίως και εργάτες των γύρω περιοχών, άνδρες και γυναίκες, θέλησαν να δηλώσουν ειρηνικά την απαίτησή τους για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Θέλησαν με άλλα λόγια να ορίσουν τη μοίρα τους, να κοινοποιήσουν την παρουσία τους, την ύπαρξη ενός περιθωρίου, το οποίο επιδεικτικά αγνοούσε για πολλά χρόνια η βρετανική, κεντρική εξουσία.
Πολίτες του Ντέρι, καθολικοί Ιρλανδοί διαδηλώνουν, υπό τη σκέπη της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το βρετανικό Πεντάγωνο αποφασίζει να κάνει επίδειξη δύναμης και αποστέλλοντας ένα σύμβολο της αγγλικής κυριαρχίας, αξιωματούχο με το βαθμό του στρατηγού φροντίζει να ασκήσει τη δέουσα πίεση ώστε να κατασταλεί εν τη γενέσει της η πορεία των «άθλιων Βορειοιρλανδών χούλιγκαν», όπως συνηθίζουν να τους αποκαλεί η βρετανική, ιμπεριαλιστική κοινωνία. Η άρνηση των διαδηλωτών να διακόψουν τη διαμαρτυρία τους, αλλά και η οργισμένη αντίδραση των νέων στην βρετανική πρόκληση θα αποτελέσουν την αφορμή για το ξέσπασμα. Στα πλαίσια ενός διαχρονικού παραλογισμού, δείγματα του οποίου επιζούν σε κάθε εποχή, δίνεται εντολή στους Άγγλους στρατιώτες να ανοίξουν πυρ προς το άμαχο πλήθος. Έτσι, σε ελάχιστο χρόνο γύρω από τα οδοφράγματα κείτονται ανθρώπινες σωροί, παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι. Η θηριωδία, όχι μόνο δεν θα εγείρει προβληματισμό στην κοινή γνώμη, αλλά θα επιφέρει και την προκλητική περιφρόνηση των βρετανικών αρχών, οι οποίες σε μια τελετή βράβευσης, παρωδία κάθε υγιούς πρόθεσης τιμούν τους «πρωταγωνιστές» των γεγονότων. Η δήλωση του βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Τζον Χιουμ, αυτόπτη μάρτυρα της σφαγής και η ομολογία του κατά την περιγραφή των γεγονότων για την ύπαρξη Βρετανών αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι πυροβολούσαν από αέρως το σαστισμένο πλήθος δεν θα επιφέρει καμιά αλλαγή στην εκτίμηση των αγγλικών αρχών.  Τα ειδικά τάγματα ασφαλείας,  οι περίφημοι «Black and Tans» και οι «Auxiliary Division» εκτέλεσαν για μια ακόμη φορά, με πλήρη αρτιότητα το σκοπό για τον οποίο είχαν συσταθεί στις αρχές του 20ου αιώνα, απολαμβάνοντας πάντα την προστασία των επίσημων, βρετανικών, στρατιωτικών αρχών. Η πορεία προς το ιστορικό κέντρο του Λόντοτερι επρόκειτο να παραμείνει στην ιστορία ως μια στιγμή ανείπωτης θηριωδίας, όχι μόνο για τη βρετανική πρακτική, αλλά και για την αργή, ανελαστική αντίδραση σύσσωμης της διεθνούς κοινότητας. Οι φωτογραφίες των 10000 ανθρώπων, αλλά και εκείνα τα ντοκουμέντα από τα πεσμένα θύματα, αγόρια και κορίτσια του Ντέρι θα παραμείνουν για πάντα στη μνήμη όλων όσων πιστεύουν στο ουτοπικό όραμα της ουσιαστικής αυτοδιάθεσης και του ειλικρινούς ουμανισμού.
Η τέχνη και τα υγιή, ακόμα αντανακλαστικά της, δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν αδρανή εμπρός στα γεγονότα της «Ματωμένης Κυριακής. Στη ποίηση, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική, η δολοφονία των 13 ανθρώπων τιμήθηκε και υμνήθηκε με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο.  Γνώριμο άκουσμα φαντάζει το ομώνυμο τραγούδι των U2, με τον τραγουδιστή Μπόνο να τραγουδά για τις ψυχές των λησμονημένων, πια, εκείνων Ιρλανδών. Ο Σέημους Χέινι, με το τρίπτυχο ποίημα του «Casualty» τολμά να αγγίξει ένα θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο ως τις μέρες μας. Μέσα από την ποίησή του, ο νομπελίστας ποιητής δοκιμάζει να περιγράψει τη θηριωδία εκείνου του πρωινού, αποθέτοντας στο κέντρο της ποιητικής του προσέγγισης, τον άγνωστο και άσημο Ιρλανδό πεσόντα, τον ψαρά, τον εργάτη που κουρνιάζει, όπως οι φωνές των σκοτωμένων στα αμέτρητα αναψυκτήρια και γυρεύει την «κατά μόνας ανασυγκρότηση του ευατού.» Ο ποιητής αντικρίζει μες στην ιστορία τη μορφή του απλού ανθρώπου, εκείνου του «Ελπήνορα» της εισαγωγής μας, ο οποίος δεν φαντάζεται και δεν επιθυμεί, μα παρόλα αυτά συνιστά τον παράγοντα που μορφοποιεί την ιστορία.
Τέλος, δεν θα πρέπει να παρακάμψει κανείς το αναπαραστατικό ντοκουμέντο του Άγγλου κινηματογραφιστή Πολ Γκρίνγκρας, το οποίο τιμήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, όχι μόνο για την ακρίβεια και την μυθιστορηματική παράθεση των γεγονότων, αλλά κυρίως γιατί δεν απέκρυψε και δεν φέρθηκε με ευγένεια στους συμπατριώτες του για το σκηνικό τρόμου, το οποίο έστησαν πριν, κατά τη διάρκεια και φυσικά μετά τα γεγονότα της 30ης Ιανουαρίου. Στο πλαίσιο αυτό, κανείς δεν μένει ασυγκίνητος εμπρός στην εικόνα του Βρετανού στρατιώτη, ο οποίος τοποθετεί μια βόμβα στα χέρια ενός νεκρού διαδηλωτή για να τον ενοχοποιήσει. Αυτές εξάλλου είναι οι πρακτικές, οι οποίες θα οδηγήσουν στους άγριους καιρούς, φαίνεται να δηλώνει προφητικά ο Γκρινγκρας, δείχνοντας εικόνες νεαρών Ιρλανδών να εξοπλίζονται με τις «ευλογίες» του αποδυναμωμένου, σημερινού IRA.
Σε μια εποχή άκρατου ολοκληρωτισμού, εμπρός στο φάσμα ενός κόσμου δίχως ίχνος ανθρωπισμού, ας φροντίσουμε να μην λησμονούμε τέτοιες επετείους. Η μνήμη θα αποτρέψει την επανάληψη παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον. Ακόμα όμως, και αν κάποτε, η ιστορική μνήμη θα συγχέεται με τη λήθη και τον αστικό μύθο ,οι 13 ψυχές θα κείτονται πάντα στους δρόμους του Ντέρι και εκείνη η μέρα, εκείνη η Κυριακή θα λέγεται πάντα «Ματωμένη.» Σκληρές υπενθυμίσεις, θα πει κάποιος. Αναγκαίες, θα αντιτάξουμε.