ΤΖΟΝ ΝΤΟΣ ΠΑΣΟΣ (Dos Passos, John, 1896-1970)

Τζων Ντος Πάσος 24γραμματα

24grammata.com/Αμερική (αφιέρωμα  εν προόδω)

Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (7η στάση, αφιέρωμα εν προόδω)

 έχουν  προηγηθεί κλικ εδώ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Ο Απόστολος Θηβαίος θα είναι ο οδηγός και ο ξεναγός μας σε αυτό το πανέμορφο ταξίδι στην Αμερική του ωραίου, του έρωτα και της φαντασίας.

έβδομη στάση του οδοιπορικού

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
ΤΖΟΝ ΝΤΟΣ ΠΑΣΟΣ
(Dos Passos, John, 1896-1970)

Ο Τζων Ντος Πάσος γεννήθηκε στο Σικάγο. Ανήκει, λένε στη χαμένη γενιά των αμερικάνων πεζογράφων. Ο Χέμινγουαίη και ο Φιτζέραλντ συνέλαβαν το σφυγμό μιας Αμερικής που έκλεινε τον κύκλο εμπειριών ενός ολόκληρου αιώνα. Ο Ντος Πάσος διαμορφώνει με ακρίβεια το πνεύμα της σύγχρονης εποχής. Την έξοχη Αμερική του οράματος και της εξέλιξης θα διαδεχτούν τα συντρίμμια της πόλεως Ντιτρόιτ. Μόνο τ΄όνόματα δεν γνώριζε εκείνος.
Οι έρημες πόλεις σηματοδοτούν το τέλος μιας εποχής ευμάρειας και προόδου. Ο αμερικανικός εγωισμός διαψεύδεται επώδυνα και οδηγείται πια στην παρακμή του. Μέσα απ΄τις αίθουσες των πιστωτικών ιδρυμάτων θα εξέλθει, τα πρώτα έτη της νέας χιλιετίας, η γυμνή Αμερική, με τις αδυναμίες και τ΄όνειρό της ολότελα κατεστραμμένο. Μια τρυφερή ανάμνηση το δέος και η αίγλη της. Οι εποχές που το δυτικό πνεύμα αντλούσε το περιεχόμενο, τ΄αντικείμενα και τις ιδεολογίες του από τις άφταστες πρωτοπορίες της τέχνης και της επιστήμης τέλειωσαν οριστικά. Η Αμερική ησυχάζει με τις πληγές της ανάγλυφες και αιμάτινες ακόμη. Είναι βέβαιο πως θα περάσουν αρκετά χρόνια ώσπου να κερδιθεί εκ νέου η αυτοπεποίθηση και τ΄όραμα. Ο Ντος Πάσος, ο Χεμινγουαίη και ο Φιτζέραλντ θα σέρνουν τις σκιές τους στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, καθώς ο φακός του Έβανς και οι τυχοδιώκτες θα καταγράφουν ολόκληρο το διαμέτρημα μιας ηπείρου. Κάθε εποχή διάλυσης και υποκειμενισμού, ακολουθεί η οριστική πτώση, ώσπου πάνω στην αίγλη εκείνων των ερρειπίων να γεννηθεί ξανά, καινούρια και διαυγής μια νέα ταυτότητα, μια ιδέα από φως, με βαθιά, εθνική καταγωγή. Μια ιδέα που θα καθιστά κοινούς τους χαρακτήρες των ανθρώπων, θα αποδίδει τον τόνο στην αρχιτεκτονική ως βήμα και ρυθμό αισθητικός. Μια ιδέα που θ΄αναθρέψει τις νέες αξίες και θα αναπαράγει μέσα από το σώμα της παράδοσης τις υψηλότερες και τις πιο γνήσιες μνήμες. Η Αμερική θα φανεί ξανά μες στα νερά, σαν εκείνα τα φανταστικά όντα του Μπόρχες με τα σώματα νησιά που κρατούν αμείωτο το δέος και το σεβασμό. Με τις εθνικές της διαφοροποιήσεις αμβλυμένες, η Αμερική θα επιδιώξει κάποτε την ενότητα του προσώπου με την τεχνική και πνευματική αρτιότητα. Οι νέες σκηνογραφίες θα προκύψουν στον ίδιο, ορισμένο τόπο, αποκαλύπτοντας πια τη μόνιμη δυνατότητα που περιέχεται μες στην ιστορική διαδρομή.
Κρατήθηκε από τον ξύλινο πάγκο. Ήταν μεθυσμένος και έβριζε διάφορες χυδαιολογίες. Είχε στα χέρια του μια χρυσή κασετίνα με το έμβλημα της αμερικανικής δημοκρατίας. Ήταν τα μετάλλια. Και πιο κάτω το ξύλινο πόδι, ήχος σαν βροντή από το γερασμένο σώμα που στηρίζεται τόσα χρόνια στο ίδιο δεκανίκι. Σερνότανε και προσέφερε τα μετάλλια του για λίγες δεκάδες δολάρια. Γελούσε με την απροθυμία και τον δισταγμό των θαμώνων. Εντόπιζε, έλεγε με ύφος νηφάλιο, έναν δισταγμό εθνικής φύσεως στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ύψωνε τα μετάλλια στο φως, να φανεί τ΄ασήμι και όποια δεξιότητα τεχνική προικίστηκε στο σύμβολο ενός παλαιού ηρωισμού. Έπειτα βυθιζόταν στους λογισμούς του. Παρατούσε και τα μετάλλια και τις παρατηρήσεις και όλο έκλαιγε, μόνος, με το ξύλινο ποδάρι του που ποτέ δεν βλασταίνει, σε μια απ΄εκείνες τις αδιάφορες, τις καφετέριες της νύχτας. Που είναι γωνιακές, ολόφωτες μες στη νύχτα, σε μια ξαφνική παράκαμψη των πιο κεντρικών λεωφόρων. Μες σε τούτα τα θέατρα τα παραπλανημένα εκείνος πουλά τα μετάλλια, πουλά τα τιμαλφή  και είναι μια νωπογραφία το πρόσωπό του. Νωπό είναι στο βάθος της αίθουσας, αδύναμο, μ΄όλα τα χρώματά του όμως ζωντανά. Είναι ένα απόσπασμα ο άνδρας εκείνος, ένα θρυλικό της ιστορίας εδάφιο, ελάχιστος μες στον πόνο.
Κάποτε μιλά και διηγείται την ιστορία της Ισαδώρας που εν έτοι 1878, καθώς τονίζει μαινόμενος, εγκατέλειψε το Σαν Φρανσίσκο και τον πλούσιο σύζυγό της για χάρη μιας ωραίας και πλούσια ζωής. Μες στα γέλια εκείνου του ανθρώπου, σχεδόν πνίγεται μες στους λυγμούς του, διηγείται πώς η Ισαδώρα έφυγε με τα παιδια της για την Νέα Υόρκη, το Βερολίνο, το Παρίσι και έπειτα την ελληνική Ιθάκη, την Αγία Πετρούπολη και εκείνον τον Ιταλό νεαρό μηχανικό που θα΄ταν η τελευταία της Ισαδώρας χώρα. Οι μεθυστικές νύχτες της Ισαδώρας, οι εραστές της, όλοι παιδιά νεότατα που παρηγορούσαν τη φθορά της.Μιλά με τις ώρες για την Ισαδώρα και το αθηναϊκό ιερό της, τις αυταπάτες και τα ψεύδη της, τα πνιγμένα παιδιά στον Σηκουάνα ποταμό και ακόμα τον καιρό που τραγουδούσε όλο αθωότητα την Μασσαλιώτιδα. Όταν ξεσπούσε ο πόλεμος. Στο ύψος του σκανδάλου και της δόξας η Ισαδώρα, σαν την Αμερική η Ισαδώρα, προκλητική, γελώντας μες στους ελληνικούς χιτώνες. Η Ισαδώρα που αντλεί απ΄όλους τους προορισμούς και όλες τις ευκαιρίες και έτσι διαμορφώνεται μες στη ζωή. Η Ισαδώρα, λέει ο άνδρας, ήταν η μόδα η ίδια, μια μνήμη διασκομητική που δεν αποκαλύπτει παρά σηματοδοτεί το περιεχόμενό της, έναν αιώνα και βάλε έπειτα από την ύπαρξή της.  Και όταν κάηκαν τα υπάρχοντά της, όταν το ξενοδοχείο Windsor τυλίχτηκε στις φλόγες, η Ισαδώρα έφτιαξε ξανά τη ζωή της μες στις στάχτες και αρνήθηκε όλους τους θεούς. Αδιάφορη στάθηκε εμπρός στους Πρεσβυτεριανούς και τους Κουακέρους ή τους Βαπτιστές και άρπαξε η ζωή της φωτιά. Η Ισαδώρα δεν είναι ένα ον, είναι η επιθυμία και το πνεύμα το ίδιο του όντος, όπως η Αμερική δεν είναι απλά μια ήπειρος εκεί που πνίγονται οι ήλιοι, αλλά μια ακέραια αξία εξαπλωμένη σ΄όλο τον κόσμο. Ανάμεσα στους κίονες του Παρθενώνος η Ισαδώρα μπορεί και αναβιώνει το αρχαίο, ελληνικό πνεύμα. Η Ισαδώρα μπορεί και υιοθετεί όλα του κόσμου τα υπάρχοντα και όλες τις αξίες, τις πιο θεμελιακές, ανανεώνοντας διαρκώς το πάθος και τη φήμη της.
Η Ισιδώρα, λέει σκοτώθηκε σε ένα παράξενο, αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και όμως με το λαιμό και τη μύτη της συντριμένα, πάλι ωραία φαντάζει η Ισαδώρα Ντάνκαν, αιώνια χορεύτρια του κόσμου ετούτου. Μες στην παρακμή της σκοτώθηκε η Ισαδώρα, ακολουθώντας τους φυσικούς νόμους και τις συνήθειες των αυτοχείρων.
Έπειτα μετρά ένα προς ένα τα μετάλλια και τα θραύσματα. Χτυπά το ξύλινο πόδι του στα σανίδια και έτσι, γελασμένος και μυστηριώδης οδεύει προς την παγωμένη πόλη. Καμιά φορά διακρίνεται κάτω από το φώσφορο ενός ερωτικού μαγαζιού ή πάλι ανήμπορος διανύει στο μήκος τους τις περίφημες λεωφόρους της Δημοκρατίας και των θρυλικών επωνύμων.Έτσι περπατά, έτσι, και όλο το σώμα του είναι πολέμου απομεινάρι και ευδιάκριτη η μοίρα των ηρώων της Σαϊγκόν, του Βελιγραδίου και ακόμα της Περσίας της ίδιας.Έτσι βαδίζει εκείνος ο άνδρας, κουνώντας τα χέρια του μες στον αμερικάνικο, χειμωνιάτικο αέρα. Με τ΄όνειρό του ερείπια αμμολίθινα, με τη ρίζα και το μυστικό του σφαγμένα σύριζα, εδώ και αιώνες. Μονάχα εκείνη την Ισαδώρα θυμάται και όλο εξιστορεί το συναξάρι της κόρης του Θεού. Αποκοιμιέται στα πάρκα, βαθιά μες στα φυλλώματα, όπως τότε στις ασιατικές σκοπιές και τ΄ανθρώπινα μέλη. Συλλογίζεται πράγματα που είναι τίποτε, συλλογίζεται τον άνεμο, την Ισαδώρα και την εθνική ιστορία. Ετούτα είναι λοιπόν πράγματα που συντελούνται μες στους αιώνες και απομένουν τα μετάλλια και τα εμβλήματα των ακαδημιών. Το ξύλινο πόδι και η μαύρη, σαν συκώτι όψη του κόσμου. Κανείς δεν είδε νεκρή την Ισαδώρα. Μόνον μια αναμνηστική φωτογραφία της από την Νίκαια κρατούσαν στο προσκέφαλό της. Έσκυβαν όλοι βαθύτερα μες στη σιωπή της, βαθύτερα. Τον πρησμένο λαιμό της κανείς δεν είδε, όπως κανείς δεν θυμάται πια τους αστικούς ερρειπιώνες της αμερικανικής μήτρας. Μόνο οι μνήμες της παραφροσύνης του αιώνα μας, μονάχα αναμνήσεις τυφοειδούς πυρετού, παραληρηματικές. Και η Ισαδώρα που μένει σύμβολο και της φαντασίας το άνθισμα. Την νεκρή χορεύτρια θυμούνται πια, ως πράγματα μικρά, οι ζωγράφοι της Κυριακής και ορισμένοι άλλοι που διακρίνουν τις αναγωγές και τις αντιστοιχίες.
Ο Τζων Ντος Πάσος στήριξε ολόκληρο το έργο του στην αμερικανική ιστορία. Σαν να υπήρξε ανθρώπινος ο χαρακτήρας της, άκμασε και έφθασε σε μια κορυφή απ΄όπου κανείς μονάχα συντρίβεται. Με τρόπους θρυλικούς, δίχως φωνές με το θάρρος και την αμηχανία ενός γυμνού μοντέλου. Με την ψυχραιμία των αγαλμάτων και μ΄όλη τη δυστυχία του πολιτισμού. Η Ισαδώρα και η Αμερική κρατούν ακόμη κάτι το μεταφυσικό και το ασύλληπτο. Υφίσταται μια αντιστοιχία μεταξύ τους.  Κρατούν τον χαμένο εκείνο τόνο από το γαλάζιο της Μυτιλήνης και άλλα χρώματα. Έτσι αυθαίρετα ερμηνεύονται πάντα τ΄απόφωνα.
Όταν σκοτώθηκε, παγωμένος μες στα βάθη του αστικού πάρκου, βρήκαν στο πανωφόρι του μια καταγεγραμμένη ιστορία της Αμερικής. Μια αφήγηση και ίσως τα μετάλλια του, σκορπισμένα γύρω , στα χώματα.Κανείς δεν ληστεύει πια για τ΄ασήμι Έτσι αποκλείστηκε ως αιτία του θανάτου η κλοπή. Έκλαψαν όλοι πικρά για τη χαμένη δυνατότητα. Την άνοιξη, είπαν, το ξύλινο πόδι θα βλαστήσει. Πάντα το νέο φύλλωμα και πάντα η θύμηση της Ισαδώρας καθώς τραβά προς τη δόξα. Πάντα η Αμερική και οι νυχτωμένες πόλεις πάντα. Το Ντιτρόιτ και οι προφητείες των τρελών και των ποιητών. Η χώρα και η ψυχή. Τα κυμαινόμενα μοντέλα της ιστορίας και του κόσμου.
Η βεβαιότητα του Ντος Πάσος δεν αμφισβητείται. Οι μεγάλοι πεθαίνουν από καθαρή, ευλογημένη διαίσθηση.