της Αλεξάνδρας.

12068734_1081270528590859_6503425956902772019_o

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

γράφει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος

Το 1963 ήταν κι αυτό μια χρονιά για να είναι κάποιος μαθητής στη Δευτέρα Δημοτικού.
Ένα χρόνο πριν, είχε ποδίτσα, γιακαδάκι, σοσόνια, παπουτσάκι Μούγερ, καλαθάκι με σαντουϊτσάκι και για αρχή την κυρία Χρυσούλα στο κτίριο το παλιό.
Ξέρεις, αυτό με τα παλιά θρανία, που δένανε τέλεια με τον κότσο της κυρίας Χρυσούλας, που ήταν τελικά τόσο καλή όσο υπερβολικά ψηλά ήταν και εκείνα τα θρανία τα βαμμένα και ξαναβαμμένα, αλλά με ιστορία.
Εμένα πάντως κάτι τέτοιο μου δείχνανε.
Μεγάλη λέει ιστορία σαν του σχολείου.
Μαράσλειο.
Λες και όταν ένα σχολείο λέγεται με όνομα και όχι με νούμερο έχει πιο πολλή ιστορία.
Έχει?
Δε βαριέσαι, όταν μεγαλώσω θα μάθω.
Ένιωθα λοιπόν περήφανος που τα καβάλαγα, αν και πιανόμουν λίγο πάνω τους μέχρι εκείνο το καμπανάκι να χτυπούσε και θεϊκά να ξαμολιόμουν σε διαδρόμους, αυλές, σκάλες, βρύσες και θάμνους μέχρι νεωτέρας.
Τον ακράτητο κατά τα φαινόμενα πρέπει μάλλον να είχα καταπιεί.
Ελατήρια είπαν κάποιοι άλλοι, αλλά ποιος τους ξεσυνερίζεται…
Τι τα θες, όταν μας είπαν πως θα αλλάζαμε δασκάλα και θα μας έπαιρνε η κυρία Γεωργία, Παγιατάκη με τόνομα, δε θάλεγα ότι όλοι μας χαρήκαμε, αλλά μάλλον τελικά τη συμπαθήσαμε γιατί μας έστρωσαν καπάκι και την τάξη με νέα θρανία.
Και ήταν χαμηλά!
Δεν ήταν ξύλινα και παραχαραγμένα!
Είχαν καρεκλάκια!
Ήταν ωραία!
Μας πήγαν και στο καινούργιο κτίριο!
Βέβαια, εκείνος ο Κουτεντάκης ο Νίκος, σωστός τσόγλανος, που καθόταν δίπλα μου, που και που έβαζε το πόδι του κάτω από το δικό μου, το σήκωνε να κολλήσει κάτω από το θρανίο και πονούσα ο φουκαράς, γιατί ένα νεύρο που είχε γυριστό από κάτω, χωνόταν στο πετσί μου όση ώρα ο Κουτεντάκης με κοιτούσε κατάματα και γελούσε σατανικά!
Από τότε μάλιστα που μας έβαλαν να φοράμε τα κοντά παντελονάκια από το Λεβεντάκη, εκεί στην Καπνικαρέα, τα σημάδια δείχνανε σαν κόκκινες γραμμές και πολύ ντρεπόμουν για να πω την αλήθεια.
Όταν βγαίναμε έξω στο διάλειμμα όμως, που να με πιάσει!
Γι αυτό και τελικά ήταν καλύτερα να κάθομαι με το Στέλιο. Το Μαυροζούμη. Κάναμε και καλά γράμματα και οι δύο!
Όταν λοιπόν αρχίσαμε τις εκθέσεις, ήταν πολύ όμορφα όταν ξαναζούσα τις Δευτέρες το πόσο όμορφα περνούσα τις Κυριακές μου.
Εκεί, σε εκείνη την πλατεία που είχε λίγες πλάκες αλλά μπόλικο γαρμπίλι που έτσι κι έπεφτες με το ποδήλατο αρχίζανε τα αίματα και έπρεπε υποχρεωτικά να σταματήσεις. Όχι εσύ μόνος σου δηλαδή, αλλά όποιος μεγάλος σε έβλεπε και σε έδινε ξερά κάπως σαν «Ξανάπεσε αυτό το παιδί, χτύπησε πάλι» και άλλα όμορφα.
Στο Πρώτων Βοηθειών, εκεί στην Τρίτης Σεπτεμβρίου, που μπαινοβγαίνανε κάτι κουμούτσες ασθενοφόρα από τα πλάγια και που αναδίνανε μεγαλύτερη δυστυχία από ότι αυτό που μέσα τους κουβαλάγανε.
Είπαν και του πατέρα μου να μου βγάλουν λέει κάρτα μια και ήμουν συχνός πελάτης!
Μήπως και γλύτωναν κάθε φορά τα γραφειοκρατικά και γω έμπαινα για ράψιμο πιο γρήγορα και με λιγότερο πατρικό άγχος!
Α ρε πατέρα, τι έχεις τραβήξει και σύ!
Ο πόνος ήταν πόνος. Τον ανέχεσαι. Ακόμη και με οινόπνευμα πάνω στα αίματα.
Κι όταν σε ράβουν ακόμα!
Αλλά το να σου κόβουν το ποδήλατο και τις βόλτες στη μέση είναι ο μαύρος θάνατος.
Με τι να παίξεις?
Και καλά όλα αυτά.
Όταν αυτή η κυρία Παγιατάκη πέταξε κάποια στιγμή το Θέμα της Δευτέρας «Πως ΘΑ ΗΘΕΛΑ να περάσω την Κυριακή μου» τι καταλάβαινε?
Εννοείται πως θα ήθελα να κάνω τα ίδια, να μην πέσω, να τρέχω στα γαρμπίλια και να στρίβω με τις πάντες και κυρίως να μη βρέχει!
Άλλος καημός αυτός!
Όταν βρέχει δε μπορείς να κάνεις τίποτε! Πρέπει να κάτσεις μέσα!
Τι μας λες μωρέ!
Και στο σχολείο ακόμη, δεν μας αφήνουν λέει να παίξουμε έξω γιατί έχει λάσπες και θα λερωθούμε.
Ε και?
Και τι να κάνουμε μέσα?
Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό.
Όταν το τετράδιο μου γύρισε διορθωμένο, μπερδεύτηκα.
Αυτά το κοκκινάδια εκεί κάτω γράφανε κάτι περίεργα.
Δεν είχε 10 όπως πάντα.
Εκτός θέματος λέει.
Τι λέει?
Τι θα πει αυτό?
Δεν έγραψα ότι θα ήθελα να κάνω?
Και τι ξέρει αυτή η κυρία Παγιατάκη πιο καλά από μένα?
Ξέρει ποδήλατο?
Ξέρει τι σημαίνει στρίβω με τις πάντες στο γαρμπίλι χωρίς να πέφτω?
Μάλλον όχι.
Και τελικά τι σημαίνει Εκτός θέματος?
Εγώ δεν ξέρω, καλά, αλλά φαίνεται πως και εκείνη δεν καταλαβαίνει τι μου αρέσει.
Μετά πάντως, μας είπε πως όλοι σχεδόν ήμασταν Εκτός θέματος.
Άκου τώρα!
Όλοι!
Όλοι εκτός από την Αλεξάνδρα.
Έλα Αλεξάνδρα να μας διαβάσεις την έκθεσή σου, είπε η κυρία, που για μένα, πέρα από τα συνήθως ωραία της σκουλαρίκια, εξακολουθούσε να μην ξέρει από ποδήλατο.
Τελικά η Αλεξάνδρα διάβασε την έκθεσή της από τη θέση της.
Ομολογώ ότι τη διάβασε όμορφα.
Και ήταν όμορφη.
Θυμάμαι που εγώ ήμουν από τη μεριά του τοίχου, η Αλεξάνδρα αριστερά προς τα παράθυρα και ο ήλιος έπεφτε πάνω της όση ώρα διάβαζε.
Η Αλεξάνδρα θα πήγαινε για βόλτα αεροπορικά στο Παρίσι και θα γυρνούσε με τη βραδινή πτήση.
Φυσικά με τους γονείς της.
Τους ήξερα και τους δύο. Ήταν κάτι ψιλόλιγνοι ευγενικοί.
Ο μπαμπάς της ήταν λέει δημοσιογράφος.
Έγραφε δηλαδή σε κάποια εφημερίδα.
Εμείς δεν παίρναμε βέβαια εκείνη την εφημερίδα, αλλά την έπαιρνε ο παππούς μου. Άρα θα ήταν καλός άνθρωπος ο μπαμπάς της, εκτός από ψηλός.
Παρίσι ε?
Εντάξει. Είναι μακριά. Θέλει κι αεροπλάνο για να πας και νάρθεις την ίδια μέρα. Τελικά εκεί θα κρύβεται η μαγκιά.
Πώς να τα χώσεις όλα να χωράνε σε μια μέρα.
Βρέχει δε βρέχει.
Με ποδήλατο ή όχι.
Χτυπήσεις δε χτυπήσεις.
Με κάρτα ή όχι.
Μπράβο ρε Αλεξάνδρα που δε βγήκες απ το θέμα.
Γιατί εγώ βγήκα?
Κυρία Παγιατάκη δεν ξέρεις τι σου γίνεται.
Μου θες και καινούργια θρανία.
Άντε μη σε στείλω και σένα στην κυρία Κωστάκου για εμβόλιο..
Σε κείνο το ιατρείο που μύριζε Πρώτων Βοηθειών και η κυρία Κωστάκου ήταν πιο περίεργη κι από τα ασθενοφόρα ακόμα.
Που σφυρίζαν κάθε τόσο στην Αθήνα του 63 είτε είχα χτυπήσει είτε όχι.
Έβρεχε δεν έβρεχε……….