Τι σημαίνουν τα ελληνικά για έναν ξενόγλωσσο;

24grammata.com/ ελληνικός Λόγος

του Πέδρο Ολάγια,  Pedro Olalla Conzalez de la Vega

Ως Ισπανός, ως ελληνομαθής και ως μέτοικος, με τιμά ιδιαίτερα η πρόσκληση να συνεισφέρω με λίγα λόγια σε αυτό τον όμορφο φόρο τιμής στην ελληνική γλώσσα από τον εμβληματικό λόφο της Πνύκας, και νιώθω εξαιρετική τιμή που είμαι ένας από τους λίγους ξένους ανάμεσα στους ομιλητές. Η επιθυμία μου είναι, λοιπόν, να μιλήσω σε αυτή τη σύντομη εισήγηση ως ξένος· αν και μόνο ως εκπρόσωπος του εαυτού μου.

Αφετηρία για τον προβληματισμό μου είναι μια ευνόητη ερώτηση: τι σημαίνουν τα ελληνικά για έναν ξενόγλωσσο;

Αφενός, μετά από μια μακρά και ακόμα πρόσφατη ιστορία γεμάτη πολέμους, δοκιμασίες και εξορίες, η Ελλάδα έχει γίνει σχεδόν ξαφνικά για πολλούς ξένους ένας τόπος αναζήτησης ελπίδας· και συνεπώς η γλώσσα της, ένας δρόμος για να βρουν μερικοί άνθρωποι μια θέση σε μια νέα κοινωνία, για να έχουν πρόσβαση σε εύλογες προσδοκίες που τους τις αρνιούνται στη γενέτειρά τους, και για να προσβλέπουν σε μια καλύτερη ζωή. Αυτή η αλλαγή από πατρίδα ξενιτιάς σε γη της επαγγελίας —αλλαγή, που παρατηρώντας τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες με ξυπόλυτους και λιμασμένους παππούδες μοιάζει με θαύμα— είναι ο τελευταίος ελιγμός στη διαδρομή αυτής της υπερχιλιετούς κοινωνίας, που διέσχισε τους αιώνες με μόνο στοιχείο συνοχής ίσως τη γλώσσα της, μια γλώσσα που σήμερα μοιράζει μέλλον δίπλα στις άλλες γλώσσες της δύσης.

Αφετέρου όμως, οι ξένοι της γηραιάς Ευρώπης βλέπουν την ελληνική γλώσσα με διαφορετικά μάτια. Για αυτούς, υπήρξε πάντα ένα λείψανο· ένα σεβάσμιο λείψανο μεν, αλλά με τη μορφή ενός πηγαδιού από όπου αντλείται μονάχα παρελθόν. Η μελέτη της αποτελεί κομμάτι της προσέγγισης σε αυτόν τον κοινό τόπο αναφοράς, σε αυτή την αιωρούμενη Ελλάδα που πλανιέται πάνω από τα κεφάλιά μας και που ενεργεί ταυτόχρονα ως φίλτρο και ως καθρέπτης των αντιλήψεών μας. Ωστόσο, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια μας μάς δίδαξαν την ελληνική —και συνεχίζουν να τη διδάσκουν αν όλο και λιγότερο— αδιαφορώντας για την ιστορική της εξέλιξη και για τη σχέση της με το παρόν, αποτίνοντας έναν ευλαβή φόρο τιμής στην κλασσική της περίοδο αλλά αγνοώντας —ακόμα και περιφρονώντας ίσως— τις φυσικές της δυνατότητες ως μέσο επικοινωνίας. Μονάχα τα τελευταία χρόνια, αρχίζει να αφυπνίζεται δειλά ένα ενδιαφέρον για τη σύγχρονη γλώσσα, όχι όμως χωρίς την μαχητική επιφύλαξη εκείνων που κηρύσσονται ιεροί υπερασπιστές της αρχαίας.

Ωστόσο, πέρα από την άμεση χρήση ως εργαλείο ή από την εσωστρεφή καλλιέργεια του αξιοσέβαστου κήπου των κλασικών συγγραφέων, υπάρχει κάτι που η ελληνική γλώσσα μπορεί να προσφέρει αποκλειστικά σε έναν δυτικό ξένο, κολασμένο από τις χάρες της κουλτούρας και ελεύθερο από επιφυλάξεις και προκαταλήψεις: μια ατελείωτη περιπέτεια της διανόησης. Για όσο διάστημα έχω αφιερώσει στην εκμάθηση αυτής της γλώσσας, για όσον καιρό έχω δουλέψει ως μεταφραστής ή ως καθηγητής μετάφρασης, για όσο χρόνο έχω αφοσιωθεί στη δουλειά του λεξικογράφου ή για όσα χρόνια έχω διατρέξει την Ελλάδα ακολουθώντας τα χνάρια των αρχαίων μύθων, η σχέση μου με την ελληνική γλώσσα ήταν πάντοτε αυτή της σαγήνης. Και σε αυτή θα ήθελα να αναφερθώ τώρα, διότι πιστεύω ότι λίγα πράγματα μας ενώνουν με πιο ακλόνητο τρόπο από το να μοιραζόμαστε κάποια συγκίνηση ικανή να μας σαγηνεύσει.

Υπάρχει κάτι που η ελληνική γλώσσα προσφέρει ως αποκλειστικό προνόμιο: η εγγύτητα των λέξεων της στην πρώτη ύλη της σκέψης μας. Το να σκεπτόμαστε είναι να θέτουμε σε ενέργεια το δικό μας κόσμο λέξεων, εικόνων και αισθήσεων, να συνδυάζουμε ασταμάτητα μια πελώρια συλλογή από μικρότατες ψηφίδες, που εκπληκτικά φέρουν τη σφραγίδα του ελληνικού πνεύματος. Παιδί, στη γενέτειρά μου, στις απότομες ακτές της Αστούριας, γνώρισα ένα σκεύος αλιείας που οι ψαράδες ονόμαζαν palangre. Από τα ελληνικά, αναγνώρισα έπειτα στις φθαρμένες συλλαβές ετούτες την αρχαία λέξη πολυάγκιστρον. Η λέξη αγκίστρι με οδηγεί στην άγκυρα, στην αγκύλη, στον αγκώνα, λέξεις με τις οποίες ζω και που μοιράζονται μια κοινή έννοια με την καμπύλη, με το κλείσιμο, με την αγκαλιά. Η ζωή σε επαφή με την ελληνική οξυγονώνει τη συνείδηση των μηχανισμών την αντίληψής μας, μας αποκαλύπτει ότι η σκέψη είναι μια απέραντη και υποβλητική διαδικασία μεταφοράς. Ποια σχέση υφίσταται ανάμεσα στην αγκαλιά και στην ανάγκη; ή ανάμεσα στην άγκυρα και στην ανάγκη, ανάμεσα σε αυτό που σταματάει και σε αυτό που είναι κατ’ εξοχήν ασυγκράτητο; Από αυτές τις καθημερινές λέξεις μπορούμε να ταξιδέψουμε έως τον Μακρόβιο, που ισχυρίζεται ότι η ανάγκη αναπαρίσταται από τον κόμβο και ο έρωτας από το φιλί· ή έως το δόγμα των ορφικών, για τους οποίους η Ανάγκη είναι αυτή η δύναμη-αγκαλιά-κόμβος, που δεσπόζει στα πάντα…

Η τριβή με την ελληνική γλώσσα φέρει σε επαφή την αμεσότητα του παρόντος με το υποβλητικό φορτίο του παρελθόντος, δημιουργώντας πάντα μια τονωτική καύση. Μας εκθέτει συνέχεια στην αναπόληση και, συνεπώς, συνέχεια και στο εύρημα. Τοποθετεί τη φευγαλέα ατομική συνείδησή μας μέσα στις μακρές κινήσεις της ύπαρξης του ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος. ¸τσι, μέρα με τη μέρα, αφήνομαι να παρασυρθώ από λέξεις όπως εστιατόριο, όρος ή σύμπτωση, απολαμβάνοντας ως ξένος ένα ατελείωτο ταξίδι στον εαυτό μου. Μια περιπέτεια που δεν θα μπορούσε να γίνει σε βάθος στα Ισπανικά, στα Αγγλικά ή στα Ρωσικά. Θα μπορούσε κάποιος να την επιχειρήσει ίσως στα Λατινικά, αλλά τα Λατινικά δεν τα μιλάνε πλέον στην αγορά…

Λόγος στον Λόφο της Πνύκας (Αθήνα) στον Φόρο Τιμής στην Ελληνική Γλώσσα, που διοργανώθηκε από την εταιρεία Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά στο πλαίσιο της ελληνικής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής ¸νωσης (20 Ιουνίου 2003)