Το ευλογημένο καμίνι

πικασο 24γραμματαΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΚΑΜΙΝΙ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Η αρθρογραφία του σαββατιάτικου τύπου αποτελούσε ανέκαθεν ένα εξαιρετικό υλικό. Δίχως την αγωνία του σχολιασμού της καθημερινότητας, με μια ευρύτητα στην επιλογή των θεμάτων στάθηκε πάντα η αφορμή για μια προσέγγιση της εθνικής ψυχολογίας. Μια ευκαιρία ν΄αναλυθεί το εγχώριο εθιμικό, εκείνο που συγκλονίζεται, επαναστατεί και ωριμάζει μες στην καθημερινή θρησκεία. Άνθρωποι των γραμμάτων, δημοσιογράφοι, μελετητές της λαϊκής ψυχής καταθέτουν τις θέσεις τους, τραγουδούν τον επίκαιρο σκοπό και προσδίδουν βάθος και αφορμή στη συλλογιστική μας. Μια τέτοια αρθρογραφία πλουτίζει τη σκέψη και την καρδιά μας, πολλές φορές χαράζει νέες κατευθύνσεις στ΄αδιέξοδα, τα καταργεί. Ιχνογραφεί το ελληνικό δράμα, το αποτυπώνει και κάποτε τ΄αντιστρέφει μήπως και γεννηθεί τ΄όραμα, μήπως και ερμηνευθεί το παρόν, βατήρας του μέλλοντος.
Αφορμή για τούτες τις σκέψεις στάθηκε το έξοχο άρθρο της Έλενας Ακρίτα στον τύπο του Σαββάτου. Επισημάνσεις απαραίτητες, πλούσιες σε περιεχόμενο και σημασία και ένταση.Η Έλενα Ακρίτα διαπιστώνει τη ροπή της ελληνικής κοινωνίας προς το παρελθόν της. Μια ενστικτώδης κινητικότητα, ένα φυσικό αντανακλαστικό στην κρίση που βαθαίνει και εκτείνεται πια σ΄όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης, φορτίζοντας την ψυχολογία. Μια αναπροσαρμογή της εθνικής κατεύθυνσης προς εκείνα τα μεγέθη, εκείνα τα ιδανικά που διαμόρφωσαν το επίπεδο της αθωότητάς μας. Ετούτη η στροφή, σημειώνει η Ακρίτα οφείλει να είναι συλλογική. Όχι πια σε ποσοστώσεις πρόσληψης ανάμεσα στον πληθυσμό, αλλά στο ίδιο το περιεχόμενό της. Πάει να πει, επισημαίνει η αρθρογράφος, αυτή η διαφαινόμενη παρηγοριά που αντλείται απ΄το παρελθοντικό υλικό και τ΄αξιακό του σύστημα μπορεί να σταθεί στοιχείο ενεργητικού στοχασμού. Με μια ορισμένη, όμως προϋπόθεση. Εκείνη που απαιτεί απ΄τη μελέτη του παρελθόντος την ανάδειξη όλων των πτυχών, όλων εκείνων των καταστάσεων, οι οποίες μ΄αρνητικό πρόσημο συνθέτουν ένα μερίδιο του βάθους και της εθνικής συνείδησης. Στο βαθμό βεβαίως, κατά τον οποίο η τελευταία υφίσταται, κοινωνείται και μεταδίδεται ανάμεσα στις γενιές. Η Ακρίτα ζητά τη μελέτη όλων εκείνων των καταστάσεων που συγκλόνισαν και ανέκοψαν την πορεία προς την πραγμάτωση του οράματος. Του πνεύματος εκείνου που συνίσταται στην επιθυμία και το στόχο. Η συγκρατημένη λύπη, μ΄άλλα λόγια η νοσταλγία για το παρελθόν απαιτεί την κατάβαση σ΄όλο το μήκος και το πλάτος του. Η ελληνική ψυχή οφείλει να διευθετήσει οριστικά τη σχέση της με τις κακογραμμένες σελίδες της ιστορίας, τα πάθη και τις εντάσεις που ανέκοψαν κάποτε την πρόοδο, την πορεία προς τ΄όνειρο, το δεσμό με τις ρίζες που δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια απλή ενασχόληση με την επιφάνεια. Η λαγνεία για το παρελθόν, τονίζει η Έλενα Ακρίτα, δεν πρέπει να περιοριστεί στις vintage ωραιότητες άλλων εποχών, αλλά στη μελέτη και τη συμφιλίωση εκείνων των πέτρινων χρόνων, των μακριών περιόδων αναταραχής, αστάθειας και εμφύλιας διαμάχης. Εκείνων των εποχών που διέρρηξαν για πάντα τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας, μεταθέτοντας για το μέλλον το βαθμό αποτελεσματικότητας μιας συνεργασίας παλλαϊκής, σ΄όλα τα επίπεδα και τους βαθμούς.
Οι καινούριοι καιροί δεν προβλέπουν εύκολες λύσεις, επιφανειακές θεωρήσεις, παρωπίδες και όραση επιλεκτική. Οι καινούριοι καιροί αν κατορθώσουν να ρυθμίσουν με τρόπο κοινό τον παλμό της ελληνικής κοινωνίας θα είναι γιατί μιμούνται το σκληρό άθλημα της ανθρωπιάς και της αγιωνυμίας, όπως την περιέγραψε ο Παύλος Μάτεσις. Εκείνης της αγιωνυμίας που δεν αποστρέφεται την ηδονή, αλλά αναμετράται με το επίκαιρο μαρτύριο, διεκδικώντας μια πνευματική και ηθική ολοκλήρωση. Τέτοιες σκόρπιες οδοσημάνσεις, όπως ετούτη της Έλενας Ακρίτα είναι δυνατόν να αποτελέσουν στίγματα κατεύθυνσης. Σαν τις παλιές επιγραφές και τα χριστιανικά εικονοστάσια των επαρχιακών δρόμων που μας παρηγορούν και μας οπλίζουν με υπομονή και επιθυμία ν΄αντικρίσουμε τους μυστικούς τόπους. Τους κόλπους τους ίδιους μιας πατρίδας σε θλίψη, ενός λαού σε πορεία μελαγχολική, όπως ακριβώς την περιέγραψε ο ποιητής Βασίλης Γκούφας.