Το ευρωπαϊκό αδιέξοδο: Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, πεθαίνει όμως κάθε μέρα περισσότερο.

243s24grammata.com/ πολιτικός Λόγος
Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Πολιτικός Επιστήμονας  –Κοινωνιολόγος

Το δυναμικό αμφισβήτησης

Λόγω της βαθιάς  κρίσης  που διαπερνά των ζώνη του ευρώ,  οι  ελπίδες και προσδοκίες που συνδέθηκαν κάποτε πρόδηλα με την θέσπιση  του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, εξανεμίζονται μέρα με την μέρα περισσότερο.
Όπως σημειώνει ο έγκριτος κοινωνιολόγος Claus Offe  «η Ευρώπη καταναλώνει περισσότερη υποστήριξη απ” όση μπορεί να παράγει, την καταναλώνει αργά χωρίς να προμηθεύει νέα τροφή στους βαθύτερους λόγους που θα έπρεπε να στηρίζουν την ίδια την ιδέα της Ένωσης.»i.
Αυτός ο φαύλος κύκλος επιταχύνεται και κανείς δεν ξέρει πώς να τον σταματήσει.         Το εφιαλτικό σενάριο είναι να δούμε να αναδύεται μια μορφή αυταρχισμού, παρόμοιου με εκείνον της δεκαετίας του 1930. Εντούτοις για τους δημοκράτες Ευρωπαίους, η Ευρώπη υπήρξε πάντα μια δύναμη εκπολιτισμού πού ήλεγχε τις παθολογικές τάσεις διάφορων κρατών-μελών και ιδιαίτερα της Γερμανίας.
Σήμερα πάντως η καθαρά οικονομική  κρίση, συνοδεύεται από μια  υπαρξιακή κρίση ταυτότητας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, η οποία παραπέμπει  αφενός στην  αβουλία δράσης των κρατών μελών και αφετέρου με  την  πολιτική της Γερμανίας η οποία δεν εμφορείται από  την απαιτούμενη σύνεση, αυτοσυγκράτηση και αλληλεγγύη που προϋποθέτει  κάθε διακρατικό υπερεθνικό εγχείρημα.
Αντίθετα παρατηρείται μια  «ασύμμετρη και επιλεκτική διάβρωση της κυριαρχίας στην Ευρώπη που προκαλεί δυο ζημίες ταυτόχρονα: οδηγεί στην απόγνωση εκατομμύρια πολιτών και την ίδια στιγμή υποσκάπτει ένα από τα πλέον φιλόδοξα και ελπιδοφόρα σχέδια της σύγχρονης ιστορίας: την ευρωπαϊκή ενοποίηση»ii.
Η εξέλιξη αυτή ανάγεται σε μια  «εξελισσόμενη παρεμβατικότητα» της Γερμανίας θεμελιωμένη  στα συγκυριακά  της συμφέροντα.
Όσο αυξάνεται η κυριαρχική εμβέλεια της Γερμανίας τόσο μειώνεται η κυριαρχία της Ευρωζώνης.  Η νέα αυτή ασυμμετρία  εκδηλώθηκε από την αρχή της οικονομικής κρίσης, με την  «Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντί να σκέπτεται άδει υπό την διεύθυνση της γερμανίδας μαέστρου με αποτέλεσμα να επιβάλλει σχεδόν τιμωρητικά μια ομοιόμορφη θεραπεία δημοσιονομικής λιτότητας που αφορούσε κατά κύριο λόγο τις υπερχρεωμένες χώρες της ζώνης του ευρώ» iii.
Ειδικότερα με το παράδειγμα της Ελλάδας οι ιθύνουσες διεθνής ελίτ επιχείρησαν   να πείσουν πως «θεράπευσαν» την Ελλάδα, για να αποκρούσουν τις επικρίσεις για τη λιτότητα στην ευρωζώνη και να υπερασπιστούν  ένα οικονομικό υπόδειγμα που μέχρι πρότινος  έμοιαζε να έχει εκπνεύσει.
Μόλις πρόσφατα μάλιστα παραδέχτηκε δημόσια στους «φαϊνάσιαλ τάιμς» η Μαρία Πάολα Τόσι (Maria Paola Toschi), που εργάζεται ως ερευνητής αγορών στην «Τζ. Π. Μόργκαν» πως : «αν η Ελλάδα κατορθώσει να πείσει πως ανακάμπτει χάρη στην αγωγή της λιτότητας και τις συνοδευτικές μεταρρυθμίσεις, τότε η μεταρρυθμιστική στρατηγική της “ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας” (ΕΚΤ) και του ΔΝΤ θα καταξιωθεί περαιτέρω»iv.
Όπως  υποστηρίζει μάλιστα ο Γερμανός στοχαστής Ulrich Beck, η κρίση προσέδωσε στην  Γερμανία την μορφή ενός πολιτικού τέρατος  το οποίο πλέον δεν  στηρίζεται στην γυμνή δύναμη και στα όπλα, αλλά στην οικονομική ισχύ.
Παραδίνοντας μαθήματα προτεσταντικής ηθικής  που απορρέουν  από την φιλοσοφία του Μαρτίνου Λούθηρου και του Μαξ Βέμπερ με  κεντρικό μοτίβο ότι «ο πόνος εξαγνίζει, ο δρόμος που περνά από την κόλαση, ο δρόμος που περνά από την λιτότητα, οδηγεί στον παράδεισο της οικονομικής ανάκαμψης» οι Γερμανοί κατέκτησαν την κυριαρχία στην Ευρώπη. Αυτό  έδωσε στην χώρα  μια νέα αίσθηση θετικής ταυτότητας  αποενοχοποιημένης από τον φασισμό και ολοκαυτόματαv.
Ελλείψει μιας ενιαίας και κοινωνικά αποδεκτής ευρωπαϊκής λογικής στην αντιμετώπιση της κρίσης εκδηλώνονται ανενόχλητα κυκλικά φαινόμενα διάλυσης του ευρώ, εκπορευόμενα  από  την ιδεολογικές εμμονές  στο αποτυχημένο νεοφιλελεύθερο εγχείρημα της λιτότητας.
Η γενεσιουργός αιτία αυτής της ειδεχθούς  κατάστασης κατά τον Habermasvi εντοπίζεται στην έλλειψη αρμοδιοτήτων από πλευράς Ε.Ε. για την αναγκαία εναρμόνιση των διαφορετικών ως προς την ανταγωνιστικότητά τους εθνικών οικονομιών. Αντί για τη λήψη δημοκρατικών και δεσμευτικών αποφάσεων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες υιοθέτησαν  ένα κοινό νόμισμα με αδύναμο και μη ισορροπημένο θεσμικό πλαίσιο, που  προτάσσει μονάχα αυστηρούς κανόνες.  Η έλλειψη του θεσμικού πλαισίου, συνδυασμένη με την εξάρτηση των εθνικών κυβερνήσεων από ιδιωτικά κέντρα, αφήνουν κατά τον Habermas τα  σημάδια τους και στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης. Όπως επισημαίνει με έμφαση ο στοχαστής, οι διεθνείς αγορές  μετά την  πτώση του τείχους και την λήξη του Ψυχρού Πολέμου,  αποθρασύνθηκαν σε  βαθμό να  επιδιώκουν  την υποταγή των εθνικών κρατών στις επιταγές τους. Η εθνική κυριαρχία κλυδωνίζεται από έναν «φονταμενταλισμό της αγοράς» , όπου γιγαντιαίες μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις ελέγχουν κυβερνήσεις και πολιτικές vii.
Ο Colin Crouchviii φτάνει μάλιστα στο σημείο να ισχυριστεί ότι ο τωρινός νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί οικονομία της αγοράς, αλλά οικονομία των μεγάλων, σχεδόν μονοπωλιακών καρτέλ, γεγονός που αντιτίθεται πλήρως στην αγορά. Ζούμε ένα μείγμα πολιτικής και οικονομικής δύναμης, που είναι συνέπεια της συγκέντρωσης του πλούτου. Και αυτό είναι ενάντιο στις αγορές, γιατί σε μια οικονομία της αγοράς δεν θα έπρεπε να υπάρχει ένα τέτοιο μείγμα.
Τα σημάδια της κρίσης πάνω στις κοινωνίες   φαίνονται από  μια νέα υπό διαμόρφωση  κοινωνική τάξη που ονομάζεται από τον  κοινωνιολόγο  Guy Standingix  «πρεκακιάτο», αναφερόμενος σε κοινωνικά στρώματα που ζούνε στην πλήρη επισφάλεια”  Άνθρωποι χωρίς ελπίδα για μια καλή δουλειά και για  ευημερία.
Το πρεκαριάτο κατά τον Standing είναι διαμελισμένο σε πολλά και ποικίλα μέρη και ενώνεται μόνο από τους φόβους και την ανασφάλειά  των ανθρώπων. Με την έννοια αυτή είναι μια  τάξη στα σκαριά, η οποία εισέρχεται σιγά αλλά σταθερά σε μια    διαδικασία συνειδητοποίησης των συλλογικών και ενοποιητικών της στοιχείων τα οποία συνίστανται στην  ευπάθειά και την ανασφάλεια.
Η τάξη αυτή δεν αποτελείται μόνον από όλους εκείνους που ζουν από  επισφαλείς θέσεις απασχόλησης,  Περιλαμβάνει, επίσης, όλους εκείνους αδυνατούν να  ενσωματωθούν σε κάποια διαδικασία κοινωνικής κινητικότητας.
Η ρευστοποίηση της αγοράς εργασίας,  καθιστά στα   επισφαλή στρώματα αδύνατο να  σχηματίσουν κάποια  κοινωνική μνήμη που θα τους επένδυε με  υπερηφάνεια  ότι    ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κοινότητα με την οποία μοιράζονται αξίες και ανταλλάσουν αλληλεγγύη. Αντίθετα για τα στρώματα αυτά τα πάντα είναι φευγαλέα.
Η εργασία τους δεν έχει μέλλον.
Τα επισφαλή στρώματα  ζουν σε μια συνεχή  εργασιακή και προσωπική περιπλάνηση  και αποκτούν  κοινωνικά διαταραγμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Μια , νομαδική σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. Μια νομαδική σχέση με αξίες, κανόνες,  αρχές και θεσμούς.
Είναι προφανές ότι η σημερινή  θεσμική και πολιτική λειτουργία  της Ευρώπης όχι μόνο είναι απόμακρη  για αυτούς τους ανθρώπους  αλλά αντανακλάται πολλές φορές ως εχθρικό στοιχείο  απέναντι τους.
Κατά συνέπεια αναπτύσσεται  ένα μόνιμο κοινωνικό δυναμικό αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος το οποίο υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποκτήσει σωρευτικά  εκρηκτικά χαρακτηριστικά  «τύπου Τουρκίας» με άγνωστες συνέπειες.
Είναι προφανές ότι χωρίς μια ριζική πολιτική μεταστροφή στην Ευρώπη η επιχείρηση διάσωσης του ευρώ είναι καταδικασμένη να αποτύχει.

Από το Grexit στο Euro- Exit;  
Παρά το γεγονός  ότι μια τέτοια μεταστροφή προς το παρόν δεν διαφαίνεται  στον ορίζοντα, επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη ένα διάχυτο αντιγερμανικό κλίμα το οποίο έχει αρχίσει να γίνεται έντονα αντιληπτό και στην γερμανική κοινή γνώμη καθώς επίσης  στα γερμανικά ΜΜΕ.
Το κλίμα αυτό  δεν αποκλείεται μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει σε σοβαρές μετατοπίσεις και σε εσωτερικές ανατροπές εντός της Ευρωζώνης.
Οι ρεαλιστές αναλυτές πάντως  θεωρούν την πιθανότητα επιβίωσης του  ευρώ  τα επόμενα χρόνια, όχι πολύ μεγάλη.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η πολιτική και η οικονομική ζημία από μια ενδεχόμενη  κατάρρευση του ευρώ αναμένεται να  είναι κοσμοϊστορική, ορισμένοι δημοκρατικοί κύκλοι ακαδημαϊκών και ειδικών έχουν ήδη αρχίσει να συζητούν  γύρω από  αυτό το ενδεχόμενο και να σχεδιάζουν σενάρια προσομοίωσης σχετικά με το πώς ενδέχεται να διαμορφωθεί και τι επιδράσεις θα έχει στην  πράξη ένα  πραγματικό γεγονός ολικής εξόδου από το ευρώ.
Εντούτοις, μία πραγματολογική συζήτηση για το μέλλον του ευρώ δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ένα μεγάλο μέρος  των  νεοφιλελεύθερων  λαϊκιστών όπως για παράδειγμα το νέο αντιευρωπαϊκό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (Alternative für Deutschland).  Η συζήτηση αυτή δεν φαίνεται όμως να ενδιαφέρει ούτε την αριστερά η οποία περιχαρακώνεται σε μια απλή πολεμική κατά του νεοφιλελευθερισμού.
Τόσο οι  κύκλοι του ριζοσπαστικού νεοφιλελευθερισμού, όσο και η λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά  φαίνεται να έχουν προδικάσει εκ των προτέρων την κατάρρευση του ευρώ και την ολική  έξοδο από αυτό ( Euro- Exit). Το ίδιο άλλωστε είχαν κάνει παλαιότερα όταν προδίκαζαν την «νομοτελειακή» έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη (Grexit).
Σαφέστατα απέτυχαν στις προβλέψεις τους όσον αφορά την Ελλάδα. Ελπίζουμε ότι θα πέσουν έξω και στις προβλέψεις τους όσον αφορά το ευρώ γενικότερα.
Η επιβίωση  όμως του ευρώ έχει ορισμένες προϋποθέσεις καθόλου εύκολες.
Καταρχάς είναι απαραίτητο να  επισημανθεί ότι η κρίση είναι τόσο σοβαρή, διότι εξελίσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο φαλκιδευμένο από μια  αδιάλυτη αντίφασηx.   Τα μέτρα που λαμβάνονται είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλή και ως εκ τούτου δεν επιβάλλονται  με δημοκρατικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά τα μέτρα που προβάλλονται ως  αναγκαία από τους ειδικούς, όπως η μακροπρόθεσμη κοινή ανάληψη των χρεών  ή άλλες μορφές διασυνοριακής ανακατανομής των βαρών μεγάλης κλίμακας, δεν γίνονται αποδεκτά από τους πληθυσμούς των  πλούσιων χωρών.
Το ίδιο ισχύει και για τις χώρες της περιφέρειας: μια  ταχεία και σταθερή αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους επιχειρείται μέσα από την  τη μείωση του κόστους εργασίας  και την μείωση της εγχώριας κατανάλωσης με στόχο την μακροπρόθεσμη επίτευξη ισορροπημένων  εμπορικών  ισοζυγίων και ανεκτών  δημοσιονομικών  ελλειμμάτων. Τα μέτρα αυτά που απαιτούνται από τις κυρίαρχες ελίτ προφανώς δεν είναι εφικτά και δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς να πληγεί  σοβαρά η δημοκρατική κυριαρχία των χωρών αυτών, επειδή ακριβώς  οι πληθυσμοί τους ζητούν το ακριβώς αντίθετο .
Η αναντιστοιχία μεταξύ του οικονομικά ζητούμενου από τις ελίτ   και του πολιτικά εφικτού διαφαίνεται επομένως και στις δύο πλευρές  βορρά-νότου και αναδεικνύει την διαχωριστική  γραμμή που χωρίζει την Ευρώπη σήμεραxi.
Η διαχωριστική γραμμή αυτή  μεταξύ βορρά και νότου  ερμηνεύεται από ορισμένους στοχαστές όπως ο  Herfried Münklerxii εντελώς επιδερμικά  με τον ισχυρισμό ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια  κάθετη αντίθεση μεταξύ Γερμανίας και Ευρώπης  διότι πολλές χώρες όπως   η Φιλανδία , η Αυστρία, η Ολλανδία ακόμα και η Γαλλία και η Βόρεια Ιταλία επιθυμούν να προσανατολιστούν με βάση το γερμανικό μοντέλο που στηρίζεται στην  αμοιβή με βάση την  απόδοση, και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Η αντιπάθεια  κατά της Γερμανίας κατά τον στοχαστή παρατηρείται μόνο στο Club Méditarenée
Σε αντίθεση με την άποψη αυτή, εμείς θα ισχυριστούμε ότι η οι διαχωριστικές γραμμές που παρατηρούνται αυτή την στιγμή στην Ευρώπη στηρίζονται σε γερμανικές εμμονές  που θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να χαλαρώσουν .

Οι γερμανικές εμμονές

Όπως έχουμε αντιληφτεί ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες αλλά και οι υπόλοιποι λαοί της νότιας Ευρώπης η γερμανική πολιτική των τελευταίων ετών  αποδείχθηκε  ανθεκτική απέναντι στην απαιτούμενη λογική της σύνθεσης και της αλληλεγγύης.
Η ιθύνουσα γερμανική πολιτικοοικονομική τάξη δεν κατανόησε ποτέ ότι  η μονομερής προσήλωση της  Γερμανίας στις  εξαγωγές  σε συνδυασμό με την δραστική συρρίκνωση  της εγχώριας ζήτησης μέσω της μείωσης των μισθών, δεν θα μπορούσε παρά να επιφέρει  καταστροφικά αποτελέσματα και  ραγδαίες ανισορροπίες σε μια κοινή νομισματική περιοχή όπως η ευρωζώνη.
Ομοίως δεν έγινε ποτέ κατανοητό πόσο σημαντική είναι η αποδόμηση και η  μείωση αυτών των ανισορροπιών.
Κατά συνέπεια, η Γερμανία αρνήθηκε να αλλάξει γραμμή ακόμα και την στιγμή που το πιστόλι είχε στραφεί στον κρόταφο της ευρωζώνης.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία  αρνήθηκε  να προβεί σε μια εσωτερική ανατίμηση μέσω της οποίας η θα μπορούσε  να μειώσει το εμπορικό της πλεόνασμα εάν ενίσχυε την εγχώρια ζήτηση.
Αντίθετα, κατά το περασμένο έτος, η γερμανική οικονομία πέτυχε  το δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στην ιστορία.
Μόνο το 2007, ένα έτος  πριν από την κρίση  το ποσοστό εξαγωγών της ήταν ακόμη υψηλότερο.
Το γεγονός ότι η πολιτική αυτή  παραβίαζε συστηματικά  τα κριτήρια του ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δεν φαίνεται να απασχολούσε κανέναν στην Γερμανία και πολύ λίγους στο ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο.
Τώρα όμως τα πράγματα αλλάζουν και οι ενστάσεις κατά της γερμανικής «εξαγωγικής» πολιτικής πυκνώνουν.
Εξ ου βλέπουμε το τελευταίο διάστημα- και λόγω επικείμενων εκλογών-  κάποιες αυξήσεις μισθών στην Γερμανία.
Την ίδια στιγμή οι οικονομίες των «υπερχρεωμένων χωρών » βρίσκονται  σε ελεύθερη πτώση, ενώ η  κρίση της πραγματικής οικονομίας έχει  φτάσει ήδη στον πυρήνα της ζώνης του ευρώ.
Σύμφωνα με τις  εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Γερμανία θα είναι το μόνο ιδρυτικό μέλος της ΕΕ  μαζί  με το «τραπεζικό κράτος» του Λουξεμβούργου που θα παρουσιάσουν   φέτος, ένα έστω ισχνό θετικό πρόσημο ανάπτυξης .
Η κρίση του ευρώ δεν απομονώνεται  πλέον στην  ευρωπεριφέρεια  ακόμη και αν εκεί  μαίνεται πιο καταστροφικά .

Ολοταχώς προς στον γκρεμό
Αλλά αντί για την αποτελεσματική  αντιμετώπιση της κρίσης, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά με την αυστηρό δόγμα λιτότητας που έχει διακηρύξει.
Πιστή στην ρήση των Ούννων  «δεν θα υπάρξει έλεος» οι Γερμανοί ιθύνοντες σκόπιμα  αγνοούν  το   γεγονός, ότι το αργότερο μετά την  διόρθωση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή και την  διάψευση των οικονομολόγων  Reinhart / Rogoff έχουν καταρρεύσει  και τα τελευταία (ψευδο) επιστημονικά θεμέλια του γερμανικού συνδρόμου «λιτότητας».
Αντί να παραδεχτούν τις δικές τους αποτυχίες, οι Γερμανοί  πηγαίνουν μάλλον σε μια  άμυνα προς τα εμπρός και προσπαθούν να καλύψουν την πραγματολογική  έλλειψη επιχειρημάτων σε διεθνή συνέδρια και φόρα μέσα από θεολογικές εσχατολογίες πειθαρχίας στον ανώτατο σκοπό ή μέσα από την όξυνση των εντάσεων.  Η  γερμανική κυβέρνηση έχει την δογματική  πεποίθηση ότι κανένας δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανακόψει την ακάθεκτη πορεία του  «μονεταρισμού».
Για τον λόγο αυτό τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού αντιλαμβάνονται  την αληθινή πραγματικότητα πολύ επιλεκτικά  και είναι απίθανο να αποκλίνουν  χωρίς εξωτερική πίεση από την επίμονη πορεία τους.  Με βάση τα παραπάνω ανακύπτει ότι οι πραγματικοί αντίπαλοι του ευρώ δεν είναι κάποιες μικρές λαϊκιστικές παρατάξεις που δεν διαθέτουν καμία εξουσία και καμία πολιτική παρουσία αλλά τα ίδια τα κόμματα της γερμανικής συμπολίτευσης   CDU / CSU και FDP που κάνουν ότι μπορούν  για  να εκτροχιάσουν το ευρώ.
Επειδή δε τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το SPD και οι Πράσινοι δεν  έχουν  μεγάλη διαφορά στο  θέμα «διάσωσης του ευρώ» από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, δεν αναμένεται  στο  εγγύς μέλλον να υπάρξει εσωτερική ανατίμηση και σημαντική  ενίσχυση της ζήτησης στην Γερμανία.
Στην καλύτερη περίπτωση, το Βερολίνο θα προβεί απρόθυμα σε ορισμένες  μικρές διορθώσεις.
Το δεξαμενόπλοιο ωστόσο οδεύει  σε πλήρη ταχύτητα προς τα βράχια. Μικρές διορθώσεις  δεν είναι πλέον επαρκής
Τελευταία ελπίδα,  η εσωτερική ανατροπή
Η τελευταία ελπίδα για τη ζώνη του ευρώ δεν βρίσκεται , επομένως στο Βερολίνο, αλλά και στις πρωτεύουσες των άλλων χωρών του ευρώ. Αν και οι δημόσιες προβολές   υπαινίσσονται το αντίθετο, η Ευρώπη δεν είναι (ακόμη) προτεκτοράτο της Γερμανίας.   Η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Ισπανία είναι κυρίαρχα κράτη και μπορούν να  ανατρέψουν από κοινού την  γερμανική υπεροχή στην επιχείρηση  «διάσωσης του ευρώ». Άλλωστε η  Γερμανία  δεν διαθέτει απαραίτητα την  πλειοψηφία των χωρών του ευρώ με το μέρος της. Με την στενή έννοια μόνο η Φιλανδία στηρίζει τις γερμανικές θέσεις απόλυτα και ακολουθεί με διαφοροποιήσεις η Αυστρία.

Η Γερμανία έχει δηλαδή δύο στενούς συμμάχους. Δεν υπάρχει επομένως κάποιο κορυφαίο  ευρωπαϊκό θεσμικό σώμα στο οποίο η γερμανική πλευρά θα διέθετε απαραίτητα μια επαρκή πλειοψηφία.  Οι αντίπαλοι του γερμανικού προσανατολισμού απεναντίας  διαθέτουν και  την πλήρη υποστήριξη της G7 – διότι και σε αυτή  η Γερμανία έχει πλέον απομονωθεί και κυρίως από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, η Γερμανία δέχεται  τεράστιες  επικρίσεις.                               Το αργότερο το 2014 αναμένεται να αλλάξει  έτσι κι αλλιώς ριζικά η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη. Μετά τις ευρωεκλογές του 2014 , θα συγκροτηθεί  ένα νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ήδη σήμερα, η πολιτική «λιτότητας» του Βερολίνου δεν συναντά  στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο  πλειοψηφίες.
Το 2014,  “εκλέγεται” επίσης μια νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μετά την αποχώρηση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  Barroso και του επίτροπου για νομισματικές υποθέσεις  Rehn, τα χαρτιά θα ξαναμοιραστούν από την αρχή.
Παρόλα αυτά η διαδικασία ανατροπής θα είναι δύσκολη και περνάει μέσα από πολλά στάδια.

Για να διασωθεί  πραγματικά το ευρώ, θα πρέπει να αλλάξει κατά αρχάς  το καταστατικό της ΕΚΤ, και να αναιρεθούν  κάποιοι  νόμοι που έχουν ήδη εγκριθεί, όπως το δημοσιονομικό σύμφωνο.
Δεδομένου ότι πρόκειται για πολυμερείς συνθήκες,  μια γερμανική έγκριση είναι υποχρεωτική. Ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι σήμερα αρνούνται να λάβουν υπόψη ως ρεαλιστικό το ενδεχόμενο μιας γερμανικής έγκρισης.

Το ενδεχόμενο αποτυχίας του ευρώ

Οι παραπάνω εξελίξεις έχουν δυναμώσει εκείνες τι φωνές που επιμένουν ότι εάν η Γερμανία δεν μετακινηθεί από την πολιτική της  τότε είναι καλύτερο να επιστέψει στο αναβαθμισμένο Μάρκο. Οι φωνές αυτές υπαινίσσονται ότι  εκεί που απουσιάζει μόνιμα η λογική, επικρατεί τελικά ο παραλογισμός.
Αν και κανείς δεν μπορεί να επιθυμεί  πραγματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο  η πιθανότητα επιβίωσης του ευρώ παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες.
Εντούτοις ακόμα και εάν αποτύχει τελικά το ευρώ πρέπει να υπάρχουν επεξεργασμένα και συγκροτημένα σενάρια  για το πώς πρέπει να γίνει η διαχείριση  της κατάρρευσης του ενιαίου νομίσματος.
Η συζήτηση αυτή δεν πρέπει να συγχέεται  με ευκταίες διαθέσεις κατάρρευσης  του ευρώ αλλά το αντίθετο.
Θα πρέπει κάποιος  να είναι σε θέση να συζητήσει γύρω από  φράγματα, χωρίς να υπόκειται στην υποψία ότι επιθυμεί την  πλημμύρα.
Η συζήτηση αυτή άνοιξε στην Γερμανία πρόσφατα  χάρη στον  Oskar Lafontaine. Είχε προηγηθεί ωστόσο πέρυσι το φθινόπωρο παρέμβαση του γνωστού οικονομολόγου του ΟΗΕ  Heiner Flassbeck
Αμερικανοί οικονομολόγοι όπως ο Paul Krugman, ο Joseph Stiglitz και ο Nouriel Roubini από καιρό έχουν  εγκαταλείψει το ευρώ και αναρωτιούνται  πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα σενάριο ολικής εξόδου από αυτό  και πως θα μπορούσε να σχεδιαστεί μια περίοδο μετά το Ευρώ
Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες το συγκεκριμένο ζήτημα θεωρείται ταμπού
Η φράση της Merkel «αν αποτύχει το ευρώ, αποτυγχάνει η Ευρώπη» απηχεί ακόμα στα αυτιά μας με φόβο και δέος.

Σε αυτή την ρήση μπορούμε ωστόσο να αντιτάξουμε την ρήση «η Ευρώπη είναι πιο σημαντική από το ευρώ» και εάν η Γερμανία επιμένει να οδηγεί το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα προ του αδιεξόδου, θα πρέπει να σκεφτούμε τρόπους να επιβιώσουμε  αυτό το κοσμοϊστορικό σενάριο χωρίς ζημιές.
Φυσικά η κατάρρευση του ευρώ συνιστά ένα ζοφερό σενάριο τόσο για την Γερμανία όσο και για  όλη την ευρωζώνη. Έχει όμως μεγάλη διαφορά  εάν βρεθούμε μπροστά σε μια  σκληρή και απότομη  προσγείωση και οι πρώην χώρες του ευρώ  επιστρέψουν στα εθνικά τους νομίσματα ασυντόνιστα  ή αν  το τέλος του ευρώ ακολουθήσει μετά από  μια προσεκτικά συντονισμένη διαδικασία εξόδου σε ένα σύστημα πολιτικά καθορισμένων  συναλλαγματικών  ισοτιμιών όπως προτείνει για παράδειγμα ο  Όσκαρ Λαφοντέν.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτή  η συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί.  Το  να κλείσουμε τα μάτια, μπροστά στις αρνητικές εξελίξεις θα σήμαινε απόσυρση από τον αναγκαίο εποικοδομητικό διάλογο και παραχώρηση του εδάφους στους  νεοφιλελεύθερους λαϊκιστές οι οποίοι ανέκαθεν έσκαβαν τον λάκκο της ευρωπαϊκής ιδέας.