“Το τέλος της Αντιγόνης”, με αφορμή τον Νικόλα Κάλα…

Κάθε απομεσήμερο σέρνει η Αντιγόνη
το τυφλό της πάθος στο Κολωνάκι»
«Θεατρικά»

«ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ»

Βασισμένο στο ποίημα «Θεατρικά»

Του Νικόλα Κάλα

Λnikolasίγες μέρες αφότου μαθεύτηκαν τα τρομερά γεγονότα η Αντιγόνη έφυγε. Την είδαν αργά τη νύχτα που τραβούσε κατά το σταθμό της Λιβαδειάς. Η Αντιγόνη, είπαν το επόμενο πρωί, δεν άντεξε τέτοια φωτιά και έφυγε κατά την Αθήνα. Ρώτησαν μάλιστα τον σταθμάρχη, εκείνος επιστράτευσε τον έντυπο κανονισμό του οργανισμού σιδηροδρόμων. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του υπουργείου μεταφορών, οι υπεύθυνοι σταθμάρχες δεν υποχρεώνονται να παραμένουν στις θέσεις τους παρά μόνον τις πρωινές ώρες, όταν ο σταθμός σφύζει από ζωή και οι έφηβοι φαντάροι θορυβούν σαν αδέσποτα σε όλη την έκταση της αποβάθρας.

Έπειτα κατευθύνθηκαν στο φρουραρχείο, εξήγησαν την κατάσταση, την εκτίμησαν, ο διοικητής διέταξε να σφραγιστεί το σπίτι, να μην εκτεθεί η πόλη περισσότερο σε αυτήν την τρομερή υπόθεση. Η καημένη η Αντιγόνη, χάθηκε μες στα ψηλά σπίτια, κρυμμένη πίσω από τις φωσφορικές μαρκίζες χάθηκε λυπημένη, είπαν οι γριές που γνωρίζουν την οδυνηρή της μοίρα. Ύστερα κλείσανε το σπίτι, σφραγίσανε τις πόρτες και καρφώσανε τα παράθυρα. Το αφήσανε να το πνίξουν τα χορτάρια, κρεμάσανε στις πόρτες τα μαύρα πανιά του πένθους και τη λησμονήσανε την Αντιγόνη. Είπαν θα αγαπηθεί στην Αθήνα, ανάμεσα στις κόκκινες γυναίκες θα γεράσει και τίποτε δεν θα θυμάται από την παλιά εκείνη ιστορία. Ίσως ακόμα να λησμονήσει τις πληγές στο κορμί του αδερφού, ίσως να πάψει να τιμωρεί το σώμα της που δόθηκε στον πατέρα και λερώθηκε το αίμα της

 

Τα λέγανε όλα ετούτα και σταυροκοπιόνταν ή χάνονταν νευρικά μες στα σπίτια, ζητώντας με τις φωνές τα παιδιά και τους άντρες

 

Για εκείνον δεν είπαν τίποτε. Μάλιστα γκρεμίσανε τον ανδριάντα που είχαν στυλώσει ως αντίδωρο για την προσφορά του. Λιώσανε το μέταλλο και είπαν να φτιάξουν ένα σταυρό, καθ΄όλα χριστιανικό, να συγχωρεθούν οι αμαρτίες ολάκερης της φυλής τους. Ο τεχνίτης όμως κατέληξε μια Κυριακή, δίχως κανείς να τον προσμένει. Τον βρήκαν μες στο λιωμένο μέταλλο και πίσω από τα μάτια η ωραία κοιλάδα του Ιωσαφάθ και κίτρινοι, άγριοι οι ωχροί μουσώνες των τροπικών. Αφήσανε το μέταλλο να στεγνώσει με το σχήμα του νεκρού γιατί πολύ τους ενθουσίαζε η φυσική ετούτη διαμόρφωση, η δίχως χωριστικότητα, η απλή και η

 

Κατά το φθινόπωρο φθάσανε τα νέα από την Αθήνα. Η Αντιγόνη λέει, αγαπιέται με τον πατέρα της, περνούν τις ζωές τους αναγκαστικά μες στη μεγάλη πόλη, έχει σκληρύνει το πρόσωπό της, εκείνος τυφλός με το κυριακάτικο κοστούμι του περιφέρεται στην πλατεία Κολωνακίου ζητώντας την Ιοκάστη. Δεν θέλησαν μάθουν τίποτε άλλο στη Θήβα. Το ίδιο βράδυ κάψανε το παλιό αρχοντικό, κρεμάσανε ψηλά τα ομοιώματα των ενόχων, όλο το βράδυ καίγονταν και γύρω τα έφηβα αγόρια, δίχως τα σακάκια τους να γελούν με τις στάχτες βαθιά μες στα

 

Η Αντιγόνη είναι γερασμένη. Όλο γελά μες στα βραδινά μαγαζιά, έχει αποκτήσει την όψη που αποδίδουν οι φοιτητές της σχολής καλών τεχνών στα ψυχιατρικά σκίτσα. Ερωτοτροπεί με τον Οιδίποδα, όλο θέρμη, εκείνος μοιάζει με τους αποστεωμένους βεδουίνους που έχουν τα συρμάτινα κιούρτα και μέσα πλήθος τα άγρια πουλιά. Ρωτά πάντα για την τύχη της Ιοκάστης που είναι πια σπουδαία και αλησμόνητη και υποδύεται με εκλέπτυνση τη Θεοτόκο σε συνοικιακά, ποιμενικά δράματα. Τον κέρδισε ετούτο το ρόλο.

 

Πρόκειται βεβαίως για παραστάσεις με υπερβολική θεατρικότητα, σχεδόν που λησμονούν ολότελα τις σύγχρονες σκηνογραφίες και επιδίδονται με ζήλο στην αναπαράσταση του τοπίου του ζωγράφου Λύτρα. Αγαπημένε, νεκρέ Πολυνείκη, ψιθυρίζει η Αντιγόνη και κοιτά τα πουλιά που σηκώνονται από τις χαράδρες και τέμνουν σαν σύρματα τους χαμηλούς ουρανούς. Λένε, ο θάνατος πως κάνει ακριβότερη τη ζωή μας, μα τούτα δεν την παρηγορούν την Αντιγόνη και όλο κλαίει τις ώρες της αττικής, δειλινής ηδυπάθειας, όλο κλαιει η Αντιγόνη μες στη βουλιμία και την έλξη της νύχτας. Εμπρός από τις φωτεινές βιτρίνες, στις κουβέντες των μπαρ, στις γρήγορες τροχιές των τραμ, σε κανέναν τόπο δεν χωρά η λυπημένη Αντιγόνη και όλο πνίγονται τα φώτα της Αθήνας μες στην καρδιά της και όλο συντρίβεται μέσα της βαθιά ο παλαιός παλμός της ζωής και φτάνουν κυματίζοντας τα ωραία απογεύματα της σκοτωμένης ευτυχίας, η μυρωδιά του χώματος, τα ειρηνικά εκείνα βράδια, μέσα βαθιά στους κήπους της Θήβας. Καμιά φορά μόνον παρηγοριέται η Αντιγόνη που νιώθει πως θα πεθάνει και εκείνη κάποτε, δίχως τίποτε βασανιστικό πια να μένει, με την αρμονικότητα καμπύλη του θανάτου να τέμνει το πρόσωπό

 

Ό,τι απέμεινε από το πρόσωπο της Αντιγόνης είναι λεει, δίχως μάτια, ένα πρόσωπο λατομείο, με τα σημάδια από τις εκρήξεις, τα ίχνη του ξεχασμένου πεπρωμένου, τις φωνές και τις τρυφερότητες μιας άλλης ιστορίας. Τίποτε δεν απέμεινε πια το ίδιο. Μήτε ακόμα εκείνο το άδειο που κέρδισαν πια τα

 

Η Αντιγόνη εκτιμά μόνον εκείνον τον ποιητή που κατανοεί το πάθος της Ελένης ή τη σκληρή λογική της Κλυταιμνήστρας. Συχνάζουν στα ίδια μαγαζιά του κέντρου, μιλούν κάποτε για την πόλη και τους ανθρώπους της, για τις σοδειές που κάηκαν, για το σταυρό που στήσανε πριν από χρόνια μες στην καρδιά της. Έπειτα εκείνος αναχωρεί. Προφασίζεται το προχωρημένο της ώρας και με ένα συγκρατημένο μειδίαμα αποχωρεί για την οδό του Νικήτα Ράντου, κάπου βαθιά μες στην ήπειρο της πόλης. Ο Οιδίποδας που απέκτησε πια μια άλλη ορθογραφία, προστάτης των κλονισμένων από τη μοίρα, στέκει πάντα πατριαρχικός, ακούγοντας το χώμα να τελειώνει. Η Αντιγόνη μαινόμενη υπάρχει ολοένα και λιγότερο. Και η Αθήνα που καταδιώκεται από τους ανέμους και την ιστορία. Απίθανη και ακατανόητη η ζωή της Αντιγόνης.