Το ταξίδι είναι που κάνει τον προορισμό (νέο αφήγημα του Μανώλη Δημελλά)

Το 24grammata.com παρουσιάζει για πρώτη φορά τα αφηγήματα του Μανώλη Δημελλά, τα οποία, όταν ολοκληρωθεί η εβδομαδιαία παρουσίαση τους, θα περιέχονται στο ebook (flipping book και pdf) – σειρά: εν καινώ– με τίτλο: “Στης σοφίτας τον φεγγίτη” .

Για να διαβάσετε το προηγούμενο αφήγημα κλικ εδώ ή εδώ

Ιστορία  11η.

Καθισμένος στην άκρη του δωματίου, αμίλητος, σαν να του τις έβρεξε ο πατέρας του, περιμένει μια γλυκιά κουβέντα.
Περασμένα 60, ίσως και παραπάνω, μα και τι σημασία μπορεί να χει, είναι γραμμένα στο σκληρό του δίσκο όλα εκείνα που τον έκαμαν άνθρωπο αγωνιστή. Όλα εκείνα που δίνουν στο όνομα του το καθάριο χρώμα που έχει και το  μέτωπο του. Ο Ηλίας.
Τον έδερνε, όχι άσκοπα, για να γίνει άνθρωπος και δεν του χαριζόταν, τίποτε δεν του έδινε άκοπα, χωρίς την δεδομένη, την ζητούμενη ανταπόδοση.
Ο πατέρας του έφερνε και σπίτι την Νέα Παιδαγωγική: οι φάπες, τα χαστούκια ήταν μια καθημερινότητα. Η σφαλιάρα αντίδοτο στην υποψία, στην πιθανότητα, του ψέματος.
Δάσκαλος ο γέρος, σπουδαγμένος σε ιεροδιδασκαλείο στη Λάρνακα, στην Κύπρο. Ήταν  εκείνο το ταξίδι του που τα άλλαξε, τα γύρισε όλα.
Συνάντησε έναν ξένο, έναν Τούρκο, που ενώ εκείνος του μίλησε σε 5- 6 γλώσσες, ο μικρός ούτε κατάλαβε. Στο τέλος ήρθαν και τα ελληνικά. Εκεί ο Νικόλας -έτσι τον βαφτίσανε-, από ντροπή και μόνο αποκρίθηκε ρωτώντας  για την καταγωγή του ξένου.
Με το άκουσμα ο μικρός ντράπηκε, είχε μάθει στο κλειστό νησί,
στο χωριό που οι Τούρκοι που πέρασαν και το κατάκτησαν μα δεν στάθηκαν, πως ήταν βάρβαροι, απολίτιστοι.
Έτσι λέγανε οι ξυπόλητοι, αγράμματοι χωρικοί, έστηναν μέσα στο μυαλό θεριά που στη στιγμή σε κατασπάρασσαν.
Έτσι κι ο Νικολάκης, που μεγάλωνε με στερεότυπα -για τον έξω από το μικρό νησί κόσμο- έβλεπε κάθε ξένο ως εισβολέα, σαν έναν άγνωστο που θα του έπαιρνε τα δικά του, και θα έβαζε άλλους Θεούς μπροστά, ξένους, άγριους και αιμοβόρους.
Όταν ταξιδεύεις, σπάνε τα ανάποδα χρώματα που τα χεις δεδομένα.
Ο ίδιος ήλιος είναι παντού, και το χαμόγελο των συνανθρώπων παρόμοια ζεστασιά βγάζει, όταν είναι αληθινό.
Ο Νικόλας έμαθε και ξένες γλώσσες. Γύρισε και στο νησί δάσκαλος, μα η χαρά δεν κράτησε πολύ.
Είναι το μη δεδομένο εκείνο που σπρώχνει τον μικρό-μικρό δείκτη του ρολογιού, και μας κάνει να αλλάζουμε ρότα.
Εκεί που νιώθουμε το ταξίδι  ήρεμο, και κρατάμε ανοιχτά πανιά, ένα ξαφνικό μπουρίνι σε κάνει να τα μαζεύεις για να προλάβεις, να σώσεις τουλάχιστον το σκάφος, αν το σκαρί σωθεί θα ξαναβγεί για κυνήγι.
Το 1935, ήρθε νέος διοικητής του τόπου του, ο Ντε Βέκκι, ένας από την τριανδρία του φασισμού. Είναι στα Δωδεκάνησα που -αν και από το 1912 με την συνθήκη των Σεβρών έχουν παραδοθεί στην Ιταλία-, όλα κυλούσαν ομαλά, μα μετά τον  μετρημένο και αδιάφορο διοικητή Μάριο Λάγγο, τώρα όλα αλλάζουν.
Στο μικρό νησάκι οι πρώτοι που διώκονται είναι οι δάσκαλοι.
Κοκκινίζουν το διαβατήριο τους. Δίνουν σε κάθε έναν από αυτούς που δεν είναι υποστηρικτής της Ιταλικής γλώσσας εισιτήριο, μα χωρίς επιστροφή, σκληρά να το πούμε, εξορία.
Έρχεται, φτάνει στην Αθήνα, με την οικογένεια, αφού στο μεταξύ με προξενιό, αφού περιθώρια για έρωτες υπήρχαν, αλλά μοναχά στην καρδιά και στα όνειρα, μιας και η καθημερινότητα έπνιγε ή έθαβε κάθε δύσκολη παρόρμηση.
Ο δάσκαλος βρίσκει δουλειά σε ορφανοτροφείο, στο Ζάννειο, σε δύσκολη τάξη. Μαθητές εκείνοι που προχωρούν δύσκολα, εκείνα τα παιδιά που παρατημένα, εγκαταλελειμμένα όπως είναι, δεν έχουν προτεραιότητα τα γράμματα, μα την επιβίωση.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ρημαγμένη από τους επίδοξους κατακτητές μπαίνει και σε έναν εσωτερικό εμφύλιο.
Ο Ηλίας, ο γιος του, μεγαλώνει σε προστατευμένο περιβάλλον,
το σχολείο γίνεται κέντρο του Ερυθρού Σταυρού, η Αμερικάνικη Βοήθεια φτάνει με τα τσουβάλια. Υπάρχει τουλάχιστον τροφή.
Την ίδια στιγμή με καροτσάκια μαζεύουν από το κέντρο της πόλης, την Αθήνα,  τα τουμπανιασμένα από πείνα πτώματα.
Είναι η στιγμή που ο πατέρας με το ιταλικό διαβατήριο θέλει να πολεμήσει, μα ο ελληνικός στρατός δεν παίρνει Ιταλούς υπηκόους.
Καταλήγει στο σύνταγμα Δωδεκανησίων, να πολεμά με κίνδυνο να πιαστεί, και να κρεμαστεί, σαν όλους εκείνους που πολεμούσαν εναντίον της πατρίδας τους. Ιταλός κατά της Ιταλίας.
Με την απελευθέρωση, ξανά παιδονόμος, πάλι στο σχολείο σκληρός δάσκαλος με μαθητές, που δύσκολα συνέχιζαν τα γράμματα.
Ο διευθυντής του, Γιώργος Οικονόμου, με μια βραχνή αντρίκεια φωνή ξεκαθάριζε «είναι για τεχνικό σχολείο αυτά τα παιδιά, άστα να μάθουνε μια τέχνη, να μην πεθάνουν από την πείνα».
Εκείνος δεν το έβαζε κάτω, ξεκίνησε και τα ταξίδια στην πατρίδα, στο νησί. Δεν ήταν μοναχά η αγάπη, ήταν και η ανάγκη να μάθουνε τον τόπο τα παιδιά. Ο Ηλίας, η κόρη του, να νιώθουν, και όχι να είναι Καρπάθιοι, Μενετιάτες.
Μα όλα αναποδογυρίζουν τη στιγμή που θαρρείς και ξέρεις τι σου γίνεται, πως το λένε στο τόπο μου, -άλλα μελετούν τα βόδια μα άλλα ο ζευγάς-. «κάθε τόπος μπορεί να έχει άλλο ζευγά, μα τα βόδια είναι βόδια», συμπληρώνω εγώ.
Η Μαρία, η μάνα, σύντροφος του Νικόλα αρρωσταίνει. «Αμυγδαλίτιδα, δεν είναι τίποτε», λέει ο γιατρός. Γυρνά σε βροχίτιδα. Πάλι γιατροσόφια,πάλι θεραπείες για τους φτωχούς, νοσοκομεία που οι λοιμώξεις είναι αγκαλιά με τους ασθενείς.
Στο τέλος δεν αντέχει, ξεκουράζεται.
Τότε δίνανε στο πένθος χρόνο, φορούσαν μαύρη γραβάτα τρία χρόνια και δεν γυρνούσαν την σελίδα της ζωής σαν να μπαινοβγαίνεις σε ιστοσελίδες του διαδικτύου. Ο θάνατος είχε θέση και ρόλο αναπόδραστο.
Ο πατέρας με τον καινούριο ρόλο που απέκτησε τα έχασε. Χαρτόπαιζε τα βράδια, ξενυχτούσε στα καφενεία της παροικίας.
Του Γεωργιάδη οι τσόχες ήταν στρωμένες για εκείνον. Μορφωμένος όπως ήταν, έγινε γερός παίχτης, μα τι να το κάμεις.
Θυμάται ο γιος την κατάρα που του έριξε κάποια Χριστούγεννα στα μέσα του 1950.
Ο μικρός ήθελε κι αυτός να παίξει με τους μεγαλύτερους, μάζεψε τον πατέρα από το καφενείο που το πάθος είχε κάνει κοντά 10 πόντους τα γένια του, και τα ρούχα του βρωμοκοπούσαν τσιγάρο και καφέ.
Ήταν εκείνη η στιγμή που ο Λιάκος την βλέπει ακόμη στον ύπνο του.
Τον κοιτά με βλοσυρό βλέμμα, αυτό του δασκάλου, που σου δείχνει την βίτσα, δεν αμφισβητείς την πρόθεση, μα δεν αντέχεις και το ξύλο. Είναι που του ξεκαθάρισε  «όποτε κι αν αγγίξεις τράπουλα, θα νιώθεις την ανάσα μου  στο σβέρκο σου».
Σήμερα που στο όνειρο επαναλαμβάνονται τα λόγια, περιμένει μάταια να νιώσει κάτι από την μυρωδιά του, μοναχά με το όνειρο τα βγάζει πια πέρα. Ακόμη πλένει με πράσινο σαπούνι τα χέρια του, και στη γυναίκα του δεν λέει το γιατί.
Ο Ηλίας μεγαλώνει και ο Νικόλας μικραίνει. Γίνεται πιο ευαίσθητος ο σκληρός δάσκαλος και η κάθε προσωπική ιστορία τον αγγίζει, τον ακουμπά περισσότερο.
Ένας μαθητής του, ο Κωστάκης, είναι μέτριος, μάλλον δεν παίρνει τα γράμματα, μα έλα που θέλει να προχωρήσει.
Από το γραφείο ο ανένδοτος διευθυντής δεν αφήνει περιθώρια.
Μα κάθε που το δάκρυ του πιτσιρικά γίνεται κορόμηλο, ο δάσκαλος  σπρώχνει, πιέζει για μια ευκαιρία.Σε πόσους δεν έδωσε!
Μα η Κλωθώ -ή μήπως η Λάχεσις που παίζει με το μέλλον- έστησαν ένα τρελό γαϊτανάκι σχέσεων και αλλαγών στην ιστορία.
Ο Κωστάκης έγινε Κώστας, υποπλοίαρχος στον   επιβατηγό της εποχής, το Αρκαδία. Βαπόρι που σήμερα είναι παλιοσίδερα.
Σε κάποιο από τα μπάρκα ήταν και ο δάσκαλος με τα δυο παιδιά του, τραβούσαν για το νησί.
Ο Ηλίας είναι που βλέπει τη θάλασσα και  ερωτοτροπεί, ονειρεύεται ταξίδια μακρινά πέρα και κι από τους γαλάζιους πόντους.
Σε κείνο το ταξίδι για το νησί, την Κάρπαθο τους, τη δικιά τους Κάρπαθο, γιατί ο καθένας από εμάς τον τόπο τον εθέλει για δικό του, δεν είναι κοινό το μοίρασμα, κι αν άλλοι μας λένε πως τον αγαπούν  σαν τους  εραστές στεκόμαστε στο πάνω σκαλί και κάνουμε ζήλιες και άλλα τέτοια για να δείξουμε πως η μοναδικότητα μας ανήκει, ολοκληρωτικά, ολότελα. Μπορεί να χωρέσει τρίτος σε μια σχέση, ούτε που περνά από το μυαλό και η καρδιά δεν το παζαρεύει.
Σε κείνο το ταξίδι που κράτησε δυο μέρες και κάτι, και το βαπόρι τραβούσε ακόμη πάνω σε χορταριασμένα, απάτητα μονοπάτια, ξαναβρέθηκε ο μαθητής με τον δάσκαλο.
Λογοφέρανε για μια ασήμαντη αφορμή στην πλαϊνή σκάλα, τότε τα πλοία δεν είχαν μεγάλη πίσω είσοδο για αυτοκίνητα αλλά δέναν στο λιμάνι, στο πλάϊ. Ήταν τότε που ο κόσμος σεβόταν τους συνανθρώπους του και σηκωνόταν στο πέρασμα ενός  ηλικιωμένου, τότε που οι επιθυμίες όταν ενοχλούσαν, έμεναν στα κατάβαθα της ψυχής.
Αλλάξανε βαριές κουβέντες, εκείνης της εποχής που σήμερα μοιάζουν να είναι σαν χάδια εραστών. Ο δάσκαλος τον είπε ανάγωγο και ανάξιο. Μα ο υποπλοίαρχος γνώρισε την χροιά της άγνωστης φωνής και βρήκε στο γερασμένο πρόσωπο τα σημάδια του ευεργέτη του.
Μα έμελε η γνωριμία να αλλάξει το δρόμο του γιου.
Ο Ηλίας μπήκε στη γέφυρα με σκοπό να βάλει και τη ναυτική στολή, να ντυθεί αξιωματικός, αλλά ο υποπλοίαρχος τον έκοψε.
«Τα καράβια θα σου πάρουν, θα σου πιούν τη δροσιά της ζωής σου», επαναλάμβανε στον μικρό, που ενώ τελείωνε το ναυτικό σχολείο, ζούσε  μέσα σε αλμυρό από θάλασσα μέλλον.
Ο μικρός που σπούδασε τη ναυτοσύνη με τη χάρη του δασκάλου άλλαξε τη διαδρομή του απόγονου με δυο κουβέντες.
Τον έκανε λογιστή. Παράξενα που ντύνουμε τη ζωή μας, πόσο περίεργα ετοιμάζουμε το μέλλον που γίνεται ανάλογα με τη ματιά, τη στιγμιαία λάμψη, ενός λαμπρού παρόντος.
Κάτι σαν το φλας φωτογραφικής μηχανής που σε τυφλώνει μια στιγμή αλλά κρατά και το ενσταντανέ μια ζωή.
Ο Ηλίας ταξίδεψε, μα για την Αμερική, δούλεψε σε δυνατούς ρυθμούς, ενώ η απουσία της μάνας τον έκανε όλο και πιο σιωπηλό.
Όχι, με την οικογένεια, ούτε με τους φίλους του, με συλλόγους της παροικίας καλά τα πήγαινε, τα πάει. Είναι μετρημένος κάθε που γυρνά στις δικές του σκέψεις, κάθε που το ταξίδι κάνει μια σε πιο βαθειά, πιο σκοτεινά νερά σε εκείνα που έχει σταματήσει σε χρόνους που νιώθει ατελείωτους, , έρημους, μέσα  στο ανολοκλήρωτο παρελθόν.
Ο πατέρας του εξορισμένος από τον τόπο του μεγάλωσε μετρημένα μισώντας το ψέμα. Ο γιος αυτοεξόριστος για πολλά χρόνια, μετανάστης, δεν έπαψε να κοκκινίζει στα μικρά καθημερινά, αναπόφευκτα παραμυθάκια της ζωής.
Στο καφενείο του Γεωργιάδη, στα φτωχά Καμίνια, τα γκαρσόνια φορούσαν παπιόν,  οι πελάτες  μετανάστες μέσα στο ίδιο τους τον τόπο προσπαθούν να γράψουν την ιστορία των παιδιών τους με περισσότερα χρωματιστά μολύβια.
Ο δικός τους γκρίζος σχεδόν άχρωμος τόνος δεν άφησε περιθώρια για χαμογελαστή, ακούραστη, ζωή.
Τα παιδιά πάλι που δεν το πάλεψαν έσκισαν της ζωγραφιές και αγόρασαν χρωματιστά αντίγραφα ιμπρεσσιονιστών ζωγράφων.
Μα η επιλεκτική μνήμη είναι που στέκεται στους αποχωρισμούς, στα σφάλματα και ενώ τα μετρά κόμπο-κόμπο,  δεν βρίσκει τρόπο να τα κάνει λέξεις, τα κλείνει στα μέσα του μυαλού, τα αγκαλιάζει σφιχτά και τα φέρνει μπροστά κάθε που τα τριγύρω  σχήματα παρομοιάζουν.
Οι προορισμοί δείχνουν να έχουν το βάρος την ουσία, την αξία που μας κινητοποιεί. Μα όλο το παιγνίδι της ζωής είναι πάνω στη διαδρομή, στη διανυόμενη πορεία προς τον στόχο κρύβεται όλη η χαμένη ή κερδισμένη στιγμή μας.
Στους πρωταγωνιστές μετανάστες ο στόχος δεν ήταν άλλος από την εξέλιξη, από τα μπαλωμένα παντελόνια, από τα ξυπόλητα πόδια σε μια λιγότερο ματωμένη πορεία.
Αν και προσπέρασαν το καθημερινό για το στόχο, αν και ταξίδευαν κοντά δυο βδομάδες για Αμερική ή  45  μερόνυχτα για την Αυστραλία, κανείς δεν θυμάται το ταξίδι. Μοναχά με μια ξεχασμένη φωτό του καραβιού  το όνομα συνδεμένο στην αόριστη μυρωδιά, μια μνήμη απροσπέλαστη έρχεται σαν αφρός που σπάει στα ήδη χαλασμένα τσιμέντα της προβλήτας του μυαλού.
«Όλυμπια» , «Πατρίς» ονόματα καραβιών σε  σιωπηλές μνήμες χαϊδεύουν τρυφερά ρυτιδιασμένα μέτωπα.
Ο Λιάκος ποτέ δεν φόρεσε στολή αξιωματικού, δεν ταξίδεψε με τον Καββαδία στο προσκέφαλο του.
Έγραψε μια ιστορία που δε συγκινεί κοριτσάκια και μοιραία στο πέρασμα του χρόνου θα σβήσει σαν τα κεριά που σώνονται πριν ξημερώσει, ο καντηλανάφτης  θα σκορπίσει τα ψιλά σώματα τους στο σκουπιδοντενεκέ του χρόνου με μια βιαστική και αδιάφορη κίνηση.
Έπαψα να ανάβω κεριά και  αποφεύγω τα κομμένα λουλούδια όμως ούτε έτσι αποφεύγω τη μοιραία μετωπική με το πεπερασμένο χρόνο που τελειώνει.
Το μόνο που μας σώζει είναι το άλλοθι από τις συμπληγάδες, εκείνες τις πέτρες που σε σταματούν όπως προσπάθησαν και τον Οδυσσέα, όπως έκαμαν και με την «Αργώ», μα με εκείνους δεν τα κατάφεραν, με όλους εμάς φαίνεται να πηγαίνουν καλύτερα, μας σταματούν αλλά μας προσφέρουν την δεδομένη δικαιολογία, την  ασφάλεια που κλείνει τον κύκλο μας.