Τ. Μαντζαβίνος

Σ΄όλους τους τοίχους

να γράφεις τ΄όνομα

“Αμοργός”

και έτσι να φυγαδεύεσαι λέει,

δίχως απόκριση,

προς το μέλλον

 

imagesΟ κύριος Τάσος

Τ. Μαντζαβίνος

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Στη σκηνή εθεάθη ο αιώνιος έφηβος. Πίσω του έφεγγε ένα κάτασπρο πανί ιστιοφόρου. Ήταν τέτοια η μεγαλοσύνη και η λάμψη του υλικού, ώστε θα μπορούσε κανείς να πει πως ο έφηβος αυτός είχε με το μέρος του το φεγγάρι. Διέθετε ακόμη μια στάση φωτογραφική, έτσι που τίποτε στο ύφος και το σχήμα του σώματος να μην είναι ξένο. Ο αιώνιος έφηβος ήταν ντυμένος με βαριά, χειμωνιάτικα ρούχα. Αργότερα θα υπάρξει ξανά ενώπιόν μας, σε μια όμως απόσταση μικρότερη, αφού αργά, μες στην ησυχία των νησιών ο αιώνιος έφηβος όλα τα ανακαλύπτει και τα ονομάζει απ΄την αρχή. Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται, πόσα μίλια ναυτικά στολίζουν τη μνήμη του, πόσες θάλασσες τον βρέχουν.Αποσπασμένος απ΄όλα τα επίγεια συνιστά ήδη ένα σημείο ανάμεσα στους αστερισμούς. Πλάι σ΄άλλους έφηβους, στο σύνορο άλλων εποχών ο αιώνιος αυτός νέος χαράζει ξανά τους δρόμους της θάλασσας. Σαν άλλος Μπερζιέ των ρωμαϊκών λεωφόρων, ο έφηβος αυτός όλα τα σημαίνει. Τέτοιοι έφηβοι στολίζουν τα πελάγη μας. Αλλιώτικοι σκοποί παράξενων στρατοπέδων πάνω απ΄τα κοπάδια των ψαριών, πάνω απ΄τα ερείπια της αρχαιολογίας. Κάποτε θα επιβιβαστούν στα πλοία που φεύγουν για την Κέα, την Αίγινα. Πλεγμένες κληματίδες τους κρύβουν απ΄τα χρόνια ενώ χάνονται μες στις νεφέλες και τα λεπτά υφάσματα.

Τον συνάντησα ξανά στα μαγαζιά της παραλίας. Γερνούσε κάτω από πολύχρωμους λαμπτήρες, γερνούσε και έλεγε τραγούδια.Και έφθαναν μεγάλα επιβατηγά απ΄το βάθος του πελάγου, έφθαναν περήφανα και λαμπυρίζοντα σ΄αυτήν την άκρη του κόσμου. Τα χρώματά τους κόκκινο πομπηιανό  και το οξύτατο μπλε της ανοιχτής θαλάσσης. Τα ωραία επιβατηγά με τις επιγραφές τους, τις ψηφιδωτές πλώρες και τους ήλιους φθάνουν απ΄τον Πειραιά των αστρικών και των ποιητών που χάθηκαν. Γεια σας λοιπόν παίδες εν καμίνω των οδών Ευρυπίδου και Μενάνδρου. Για σας τα χρώματα και ό,τι απ΄τ΄όνειρο και το ποίημα δεν θα γεράσει ποτέ.

Όσα γνωρίζουμε για τον έφηβο δεν είναι άλλα απ΄τις λαϊκές μυθολογίες που γράφονται στους ίσκιους δέντρων ιερών. Οι ζωγράφοι του παρελθόντος, οι δύο του κόσμου διαστάσεις, όλα υποκλίνονται δίχως να γνωρίζουν στον αιώνιο έφηβο. Τον ζώνει λένε, ένας θρύλος και η φήμη μιας πόλης σαν την Αλεξάνδρεια. Σ΄αυτά τα υπόγεια στρώματα βρίσκει ο έφηβος όσο πάθος χρειάζεται η ζωή. Άγιοι και λαϊκοί της γειτονιάς πέριξ του λιμανιού αναβιώνουν στους καμβάδες του.Όλοι τους, άνθρωποι παράξενοι μα ταπεινοί, κατάγονται απ΄την ευγενή και απρόσιτη πάντα τάξη των αυτοπροσωπογραφιών. Πρόκειται για παραλλαγές του ίδιου, ιερού θέματος. Ο έφηβος του ιστιοφόρου, ο έφηβος εμπρός απ΄το πυκνό, βυζαντινό φυλλορόϊσμα, ο έφηβος φλεγόμενος να διασχίζει νύχτες ολόκληρες, με μια Αμοργό καρφωμένη στην καρδιά του.

Η ανθρώπινη μορφή και ο χώρος της είναι το κυρίαρχο θέμα των συζητήσεων του δημιουργού από τα πρώτα φοιτητικά του χρόνια ως σήμερα. Μορφές πλασμένες ξεπρεσιονιστικά, με έντονα ρεαλιστικά στοιχεία και καθαρά χρώματα, φωτισμένες όπως οι βυζαντινές αγιογραφίας παρουσιάζουν τι βασανισμένες, τραγικές φιγούρες του, φορτίζοντας την εκλεκτική τους συγγένεια με το έργο του Soutine και του Kokoshka.

Όμως ούτε κουβέντα για τον ωραίο Καραγκιόζη του Μαντζαβίνου που εμπρός στα μάτια μας πετά στον άνεμο το νοικιασμένο ένδυμα του καιρού μας. Θαυμάσιες παραδόσεις ξεπηδούν απ΄τον χρωστήρα του, κάτι που πλησιάζει και αναδύει την αίσθηση μιας μεγάλης πορείας καθώς διαβαίνει το Μυστικόν. Χρώματα σταθερά και μάτια μεγάλα, φτιαγμένα θαρρείς απ΄τις τερακότες που στολίζουν τους αιώνες και τα μουσεία.Ελληνικές μορφές του ωραίου και του αληθινού, ξεπηδούν απόψε απ΄τα χέρια του Τάσου Μαντζαβίνου. Μορφές της πανηγυρικής μας πολιτείας έρχονται απ΄το βάθος του δρόμου που άνοιξε η ζωγραφική στους κόλπους της τέχνης μας. Σε κάποιον κόσμο, σε μια αυλή, σε κάποια πόρτα επιστρέφουν σήμερα τα εθνικά πρόσωπα του Μαντζαβίνου που κουβαλούν το φορτίο ενός ολόκληρου αιώνα. Καμιά θάλασσα πια για τα καράβια των ζωγράφων, ανεμική καμιά για τις γενιές που αναχωρούν απ΄τους πίνακες του Ματζαβίνου. Καμιά φορά κάποιος απ΄εκείνες τις ζωγραφιές χάνεται στον ιστό μιας πόλης. Τον αναγνωρίζω απ΄τ΄άκαμπτο, πετρώδες βλέμα του. Τον προδίδουν οι πολύτιμοι λίθοι και μια μεγάλη έκταση απ΄τα βάθη των αιώνων.

Η δραματικότητα της εξπρεσιονιστικής γραφής, η ανάμιξη λαμπερών – λασπωμένων χρωμάτων εντείνουν την ατμόσφαιρα ενός άγριου ψυχισμού.

Πλάι στα ερέιπια του Σίποντου, ζουν τα μετέωρα πλοία του Τάσου Μαντζαβίνου.Καρδιές μετέωρες και η μοναξιά του ενός. Μια άλλη ενότητα μας επιφυλάσσει αυτή η εποχή, μια ευλάβεια κάπως παρωχημένη. Η ζωγραφική γενιά του 1980 μόλις που αρχίζει να μεταβάλεται σ΄αντικείμενο της σύγχρονης κριτικής. Μπόντζογλου, Σορόγκας, Σακογιάν. Κάποτε θα απλώσουν μες στο φως τα αναρίθμητα ακρυλικά του. Και ίσως παραχωρήσουν με τον καιρό ένα μέρος του μηνύματος που σήμαιναν αυτά τα λάδια. Εκείνη την ωραία ιδέα της φαντασίας που δεν καταπιάνεται ποτέ με το πραγματικό, μα με τις συνθήκες που μας ορίζουν και τους κανόνες. Σ΄αυτούς τους μουσαμάδες αντέχει ακόμη το θαύμα που χάρισε τον κεραυνό σ΄άλλα πράγματα και ζωές άλλες. Μια μπαλάντα του κόσμου αυτού οι πίνακες του Τάσου Μαντζαβίνου. Ποτέ ξανά τέτοιο μπλε και αρχαία δέντρα με φύλλα ολόχρυσα. Η γενιά του ‘ 80 που λίγο λίγο φθείρεται κρεμά τ΄άρματά της στις παλιές ελιές της Μεσσήνης, τραγουδώντας στροφές βυζαντινές. Ο Τάσος Μαντζαβίνος και το χρώμα του είναι το ίδιο πράμα. Το φόντο του πάντα ένα μοντέλο κυμαινόμενο του ονείρου. Μια σήμανση για την παλιά, ανατολίτικη Ελλάδα που τελειώνει με τις εκκρεμότητες της ιστορίας για να θέσει στο προσκήνιο τη μοναξιά του ενός. Οι μορφές του Μαντζαβίνου με το χρώμα τους καταργούν οριστικά γραμμές και κώδικες. Σε μια γωνιά του πίνακα προκύπτει ο λίγος εκείνος χώρος που αρκεί και πάντα βρίσκεται για ν΄αναδυθεί απ΄το τίποτε ένα καινούριο σχέδιο, ένα καινούριο γράμμα. Τα ζωγραφιστά ποιήματα του Μαντζαβίνου, οι λαϊκοί χώροι., οι καρολόγοι και οι θαυματοποιοί και όσα πεθαίνουν για την ελευθερία σημαίνουν σήμερα έναν παλιό ποταμό του αυθεντικού και του οραματικού. Ο ποταμός, λένε, οδηγεί στην καρδιά μιας αρχαίας πρωτεύουσας. Το καλλιτεχνικό χρώμα του εξπρεσιονισμού για μια στιγμή μονάχα θα ζήσει, κερδίζοντας τα περισσότερα απ΄την παλιά ανάγκη που το θρέφει.Νύχτα του ταπεραμέντου και των ενστίκτων και ατμόσφαιρα ακέραια των αιώνιων αναπαραστάσεων που χαθήκατε για πάντα στους αγρούς. Τέτοιοι και οι πίνακες του Μαντζαβίνου που εδώ και τρεις δεκαετίες η δύναμίς του εν ασθενεία τελειούται. Δϊπλα του πάντα κτερίσματα και θεατρικά και ο βαρκάρης που λάμνει.