ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ, ΑΡΧΑΙΩΝ ΔΡΩΜΕΝΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Οι σποραδικές εμπειρίες δεν αρκούν για να χαρακτηριστεί ένα γεγονός θεσμός. Απαιτείται η επανάληψη, η ιστορική πείρα, η προσέλκυση και η επιδοκιμασία της κοινής γνώμης για να κατορθώσει μια απόπειρα, οποιασδήποτε φύσεως, να ενδυθεί τα χαρακτηριστικά ενός θεσμού. Δηλαδή, για να υπάρξει η συμμετοχή και η ανυπομονησία για την τέλεσή του, από την πλευρά τόσο των συμμετεχόντων,όσο και των θεατών.
Με γνώμονα τα παραπάνω δίκαια κατέκτησε την ευρύτητα ενός θεσμού το ξεχωριστό και λαμπρό φεστιβάλ της Επιδαύρου. Πρόκειται φυσικά για τα θεατρικά και μουσικά δρώμενα, τα οποία λαμβάνουν χώρα στην αργολική γη, στο «ομορφότερο θέατρο του κόσμου», καθώς επισημαίνεται από την οργανωτική επιτροπή του φεστιβάλ. Αφορά φυσικά την αναπαραγωγή των αρχαίων, θεατρικών έργων, των μεγάλων ποιητών, οι οποίοι κατόρθωσαν να συνεισφέρουν στην παγκόσμια γνώση ένα υλικό αξεπέραστο, τόσο για την τεχνική και καλλιτεχνική αρτιότητά του, όσο και για την ψυχογραφική και ανθρωποκεντρική του στόχευση και ουσία. Με το υλικό αυτό, κάθε έτος, την περίοδο του καλοκαιριού, στο αρχαίο θέατρο αναβιώνουν οι τραγικοί και συγκλονιστικοί μύθοι των Ατρειδών, σέρνεται αιχμάλητη η Εκάβη, συντρίβεται ο Πρίαμος, τυφλώνεται ο κατάπληκτος Οιδίποδας, ο Ορέστης κάθε καλοκαίρι καταδιώκεται από τις Ερινύες και διανύει τον ίδιο, γνώριμο δρόμο προς την λύτρωση.
Το Φεστιβάλ της Επιδαύρου οργανώθηκε για πρώτη φορά το έτος 1955. Η Κατίνα Παξινού στο ρόλο της Εκάβης, σε σκηνοθεσία Μινωτή αποτέλεσε την πρώτη παράσταση, την παρθενική αναβίωση του αρχαίου θεάτρου και τελικά αρκούσε για την καθιέρωση του φεστιβάλ ως θεσμού.Στα χρόνια που ακολούθησαν ο θεσμός γνώρισε περιόδους άκρατου κοσμοπολιτισμού. Σε αυτό συνέβαλε και το ενδιαφέρον των ξένων, οι οποίοι συνέρρεαν και ακόμα το πράττουν κάθε καλοκαίρι στο φιλόξενο τόπο για να βιώσουν μια συγκλονιστική, καλλιτεχνική περίσταση. Έπειτα από την πρώτη παράσταση, η οποία πραγματοποιήθηκε με φυσικό φωτισμό, δίχως τεχνικά μέσα επαρκή και την περίοδο της φήμης, το φεστιβάλ γνώρισε την απομόνωση, συνέπεια της επτάχρονης χούντας και την γενικότερης, καλλιτεχνικής «σιωπής», η οποία επικράτησε στοχευμένα αλλά και λόγω των συνθηκών λογοκρισίας. Η δυνατότητα παραχώρησης του θεάτρου και σε ομάδες ή σύνολα πέρα του Εθνικού Θεάτρου, θα καταστήσει το φεστιβάλ ακόμα πιο δημοφιλές, θέτοντας όμως ταυτόχρονα, ζητήματα αμφιβολίας περί της αξίας των παρουσιαζόμενων έργων. Η πρακτική αυτή δεν θα εγκαταλειφθεί. Η νέα, δε καλλιτεχνική διεύθυνση θα θέσει ως στόχο την προσέλκυση και ξέων σχημάτων ή ηθοποιών αναγνωρισμένου κύρους, οι οποίοι με την παρουσία τους μπορούν να προσδώσουν μια ευρύτερη προοπτική στο θεσμό.
Εϊναι γεγονός πως συνιστά καταξίωση προσωπική για κάθε ηθοποιό ή σκηνοθέτη, η συμμετοχή σε κάποιες από τις παραγωγές του φεστιβάλ. Εκείνο όμως που προσφέρει την καταξίωση αυτή, είναι το σύνολο των καλλιτεχνικών προτύπων, τα οποία έχουν επιβληθεί μέσα από τις πιο κορυφαίες στιγμές του ίδιου του θεσμού. Συνιστά λοιπόν ζήτημα ουσιώδες, τόσο για το φεστιβάλ το ίδιο όσο και την ακόμα, μεγαλύτερη, μελλοντική καταξίωσή του, τα κριτήρια και οι απαιτήσεις εκ μέρους των διοργανωτών να ξεπερνούν μεγέθη οικονομικά ή άλλου είδους «συναλλακτικές» συμπεριφορές. Υπάρχουν χώροι,όπου και επιβάλεται η ευλάβεια. Αφορά την παράδοση την ίδια, εκείνο που αποτελεί τον πυρήνα του «ελληνικού.» Σε καμιά περίπτωση δεν επιδιώκεται η επιβολή μιας ελιτίστικης θεώρησης, καθώς το θέατρο αφορά και σκοπεύει προς τον άνθρωπο, πέρα και έξω από κάθε περιορισμό. Επιβάλεται όμως η ύπαρξη προτύπων, διότι τούτα όρισαν τον ίδιο το θεσμό. Περί αυτού πρόκειται.