Χαριτίνη Ξύδη : Η Ερωμένη Απολεσθέντων Θαυμάτων (μέρος B’).

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Την ποιήτρια Χαριτίνη Ξύδη την παρουσιάσαμε πρόσφατα με αποσπάσματα από τη συλλογή της «Τα όνειρα καπνίζουν». To ποίημα: «Η Ερωμένη Απολεσθέντων Θαυμάτων», του οποίου η παρουσίαση θα ολοκληρωθεί σε τρία μέρη, είναι ένα ενιαίο ποίημα (εκδόθηκε το 2008 από τον εκδοτικό οίκο «Κώδικας») στο οποίο η χαρισματική αυτή Ποιήτρια καταγράφει την ιστορία μας με ποιητικό υπερρεαλιστικό τρόπο με τη δική της παρουσία να δίνεται με πινελιές που στολίζουν εξαίσια το υπέροχο τελικό αποτέλεσμα. Το κορυφαίο αυτό έργο πρόκειται να μεταφραστεί και εκδοθεί στο εξωτερικό και ευχαριστούμε θερμά την ποιήτρια που μας το παραχώρησε να παρουσιαστεί ολόκληρο.  Γιώργος Πρίμπας

Για το πρώτο μέρος του έργου κάνετε κλικ εδώ

Χαριτίνη Ξύδη : Η Ερωμένη Απολεσθέντων Θαυμάτων (μέρος B’).

./..

Και άλλες τόσες συναντήθηκες μυστικά με την κόλαση
Πυρηνικό ολοκαύτωμα
Αφιονισμένα τα φύλλα από τις ελιές
Από τις δάφνες
Τους κισσούς
Τ’ αρμυρίκια
Τις λεύκες
Τους ευκάλυπτους
Σε απειλούν

Δυστυχισμένη
Δυσοίωνη
Εφιαλτική

Πυροβολούν εν ψυχρώ
Διεπράχθη το έγκλημα

Ο ταχυδρόμος παρέδωσε
Την τελευταία αλληλογραφία
Γράμμα ανώνυμο
Τόπος εγκλήματος.

Προσπάθησαν να κρύψουν το σώμα σου
Αδύνατον!
Το κυανόλευκο μαντίλι σου φτερούγιζε ανέμελο
Στο διάφανο λαιμό σου,
Ανέμιζε υπερήφανο κι ασυμβίβαστο
Και το καντήλι σου έκαιγε τόσο φλογισμένο
Που τρομοκρατήθηκαν

Η υπόθεση έκλεισε, είπαν
Στους αιώνες των αιώνων
Όμως ήταν ένα κόλπο, έναν καιρό
Και δυο φορές…
Γι’ αυτό επέλεξαν και δεύτερο αντικείμενο εγκλήματος.
Χλωριούχο αιθύλιο. Ισχυρό αναισθητικό.
Φυσικά υπέθεσαν και απέβλεπαν στο
Χειρότερο για σένα.

Ακριβά παλιοσίδερα αδυνατούσαν
Να ξεπληρώσουν το χρέος τους.

Έμεινε ο Σκελετός σου
Πένθημα…
Πάλι δεν υπολόγισαν το τρίπτυχο ολοφώτιστο βλέμμα σου
Τίποτα δε χάθηκε απ’ αυτό
Ούτε το ελάχιστο αστέρι
Μυροβόλησε το άγριο βάθος του
Μοσχοβόλησε ο άγιος βυθός του.

Υπήρξαν και εποχές που διολίσθησες
Σαν χειμωνιάτικη αθέατη γάτα
Τριβόσουν στα πόδια τους.

Τότε ήταν, που κάποιοι λίγοι, δαυλίσαμε
Το Μεγάλο Ιδανικό σου
Κι ανασάλεψαν τα κάρβουνα
Πάρε φωτιά!
Ελευθερία ή θάνατος!
Δώσε μας ελευθερία!

Ψέλλισα μέσα από δάκρυα,
Πόσο μισώ την αντιποιητική σου όψη,
Δώσε μου εκείνη την όψη σου, τη Δίκοπη,
Μ’ αυτή να σπαθίζω παρωχημένες,
Δειλές ανασφάλειες.

Αιφνίδια τα χείλη σου άρθρωσαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Οι νύχτες σου ανέβαιναν στην έκσταση των ουρανών,
Των υπέργειων θαυμάτων
Ούρλιαζαν οι νύχτες σου ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Τρέμουν όλοι στο λαμποκόπημά σου!
Ανατριχιάζουν και τα δευτερόλεπτα
Των Αγώνων και των Θυσιών

Σπούδασες τη φωτιά
Σπούδασες το αίμα
Τις αντιστάσεις
Τις φθορές
Τις απώλειες.

Δυστυχούσες…
Σχεδόν παραφυσικά απείραχτη.

Νυφικά βράδια
Άλλοτε πνιγηρά
Άλλοτε απροσάρμοστα
Σε ξένες άξενες συνθήκες

Ξένια πατρίδα, πώς γελούσες υπερθετικά!
Αβέβαιη
Ανέμελη δήθεν
Ξένοιαστη
Ανασκευάζοντας…ανακόλουθη
Αντιφατική
Σερφάροντας σε νέες καταιγίδες

Στα μελαγχολικά ανάγλυφα μισόφωτά σου
Προεξέχει το μέλλον
Υπερέχει το μέλλον
Σαν περίλυπο ευαγγέλιο.

Μια φορά χαιρετούσες διαρκώς το φεγγάρι
Μακρόσυρτη η άνοδός σου στον υψομετρικό ουρανό
Ανθίζει ήλιος στα μελανά, σκοτιδιασμένα τοπία,
Σταλμένος λες, νεογέννητος, από γυμνά χέρια Θεού.
Ψηλά τα άστρα. Πανέτοιμες σπάθες,
Χτύποι στο αμόνι
‘δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα’

Ανοιγοκλείνει η ρίζα μας με τις αναπνοές σου
Φωτοσυνθέτουν τα ολοκαίνουργα φυλλαράκια σου
Πέφτουν στον ύπνο σου όνειρα απαλά
Μενεξεδένια από το μωβ κάλυμμα της Μ. Παρασκευής
Χαμήλωσε πιο πολύ το μωβ κι άγγιξε τους ώμους σου,
Και τους τύλιξε σαν Αποσπερίτης.

Ανασαίνεις. Ζητιάνεψες δε ζητιανεύεις, αγνοώ…
Χαραμάδα να τρέξει από κει λίγο νερό αθάνατο,
Αθάνατος οίνος να σου βρέξει τα στεγνά,
Διψασμένα χείλια
Και μια μικρή, αθόρυβη γαλήνη, να δεις, πώς είναι να αλλάζεις,
Ν’ ανταλλάξεις για λίγο τον ίσκιο σου
Με μια αγέρωχη μοίρα.

Τι θα άξιζε ο τόπος σου δίχως άρμενα;

Με τα πουλιά της ερημιάς παρέα…

Φουρτουνιασμένοι φάροι στα πελάγη σου
Πότε θα σ’ αγγίξουν τα νερά της τύχης;
Λίμνες ποτάμια θάλασσες…

Σταμάτα!
Εσύ χάλασες τις μοίρες
Εσύ έπνιξες τα παιδιά σου
Εσύ βρώμισες το λευκό νυφικό σου
Εσύ…
Σταμάτα τώρα

Σταμάτα ν’ αγκαλιάσω τα παραθύρια σου
Που μου έμειναν,
Σαν η τελευταία στιγμή της θέας του κόσμου
Λέξεις τριγύρω θερισμένες από χέρια φτερουγιστά
Συλλαβιστές
Εικόνες τριγύρω γλιστρημένες απ’ τις χοάνες του χάους
Σε παίδεψαν; Παιδεύτηκες μόνη;
Λέξεις εικόνες και μορφές, ανώφελες σαν καλοκαίρια
Λέξεις υποσχέσεις λοξές
Θήλαζες υποσχέσεις
Θήλαζες ακόρεστα όρκους.
Ώσπου αναφώνησες φτάνει πια!
Εκμανούσες!

-Αφήστε με! Γνωρίζετε καλά, τα αύριό μου,
Από πού τα αντλώ
Αφήστε με στα τιτιβίσματα των τριζονιών,
Στις θλιμμένες μου μέρες,
Στις φτωχές αντιστάσεις μου,
Στο ηδονικό ρίζωμα του σκοταδιού
Να τυλιχτώ στην ανέμη,
Να γυρίσω όπως ξέρω
-αφού το παραδέχεστε, το ομολογήσατε-
Σας αρέσουν τα ψέματα και τα παραμύθια μου
Αφήστε με αφήστε με
Στο απόκρυφο ακοίμητο άλγος μου
Στη βασιλεία των αηδονιών
Στις αυτοκρατορικές μου θάλασσες
Στα περάσματα των καραβιών
Θα είμαι εδώ
Στην πλώρη του καραβιού του Θησέα,
Σκόπιμα δε θ’ αλλάζω τα μαύρα πανιά.
Στην πλώρη. Ατιμασμένο ακρόπρωρο
‘ ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; ‘
Θα σκεπάζομαι από ωραιότατους αφρούς
Λευκούς σταυρούς
Θα σκύβω πότε-πότε στις ανάσες του πελάγους
Τα κύματα
Αφήστε με
Το ξέρω, ζει. Όλα μου τα παιδιά ζουν.
Στους πελαγίσιους οικισμούς
Και δροσίζονται από τους δικούς μου μόνο
Θαλασσινούς τόπους
Γιατί όλοι οι τόποι είμαι εγώ
Όλοι οι κόσμοι είμαι εγώ
Και όλος ο χρόνος πάλι εγώ
Αφήστε με.
Χωρίς πυξίδα. Χωρίς θεό. Χωρίς κλεψύδρα.
Ξεχασμένη στο γαλάζιο ριπίδιο των κυμάτων.
Έχω τις αναμνήσεις μου, τις αρχαίες
Τρέμουλα και αδόξαστης και δοξασμένης σιωπής
Ωραίες κοιμώμενες απάτες
Νύχτες λευκές, μαρμάρινες
Καρυάτιδες, αιώνια παρθενικών ανέμων
Αγκαλιάσματα έχω.

-Κι αν είναι να σωπάσω για πάντα
Για πράγματα μακρινά ίσως κλάψω
Σε μια λιτανεία από τραγουδισμένους αγίους
Θεούς και δαίμονες

-Αφήστε με
Είμαι αιολική γη, το ξέρατε
Είμαι μια σφαίρα, απλώς συνδρομική.

-Ανάμεσα σε μεσημβρινούς και ισημερινούς
Παράλληλους
Κύκλους της διαφοράς
Ζυγιάζομαι στις αντανακλάσεις,
Στων αντικατοπτρισμών το στερέωμα.
Πολλοί με πλάνεψαν
Όμορφα μ’ εξαπάτησαν
Γιατί ερωτευόμουν συχνά.
Εύκολα.
Απερίσκεπτα.

Δώσε μου ένα βράδυ του κοχυλιού ή κάτι
Ανέγγιχτο από σένα, να έχω μαζί μου
Σε χρειάζομαι
Δώσε μου λίγο από το μπράτσο σου το μελανό,
Λιγάκι απ’ το χαμό σου
Ομίχλη απ’ τα μάτια σου
Κι από το μέτωπό σου φως
Απ’ το Αιγαίο άρωμα
Κήπους απ’ τα οράματά σου
Λίγο λοξό φεγγαράκι, κίτρινο,
Απ’ του μίσχους σου τον οβελίσκο
Απ’ του μίσους σου τον αφηνιασμένο απόηχο.
Απ’ τον βασανισμένο αυχένα σου περηφάνεια,
Αξιοπρέπεια.

-Λυπάμαι. Ούτε στιγμές δεν έμειναν. Τις πήραν κι αυτές.
Το ποιητικό μου σώμα κατέληξε
Υπέκυψε στην ηθική ανάγκη των δρόμων που βάδισα
Μ’ έθαψε η αλλοπρόσαλλη θρασύτητα των ηρώων μου
Η αλαζονεία των στρατηγών μου
Η έπαρσή τους…

-Ήμουν κάποτε ένας θεατής του τίποτα.

-Πού είναι η Πόλη μου;
Μήπως δε μ’ έπνιξαν οι ενοχές τότε;
Τη βίασαν αθρώα, κτηνώδη θηρία
Μήπως δε με πνίγουν ακόμα;
Άργησα να μιλήσω γι’ αυτό μου το κομμάτι
Γιατί νιώθω ντροπή.

-Κι η Σμύρνα μου, των Αιολέων;
‘ζει ακόμα εκεί ο Αλέξανδρος’
Στους πρόποδες του Πάγου
Κι ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος τη στόλισε
Το ‘ Γκιαούρ Ισμίρ’ έμεινε πιστό σε μένα
Μέχρι το τέλος.

-Κι η Μίλητός μου,
Στις εκβολές του Μαιάνδρου,
Πόσο τον λάτρεψαν τον Ποσειδώνα μου εκεί!
Και τον Δελφίνιο Απόλλωνα
Μου έφερε κι άλλα παιδιά να έχω στην αγκαλιά μου,
Τη Ναύκρατη, την Άβυδο, την Κύζικο,
Την Απολλωνία, τον Ίστρο, την Ολβία, τη Σινώπη.
Γίνεται να ξεχάσω το μαντείο των Διδύμων;
Τα λιμάνια του Θεάτρου και των Λεόντων;

-Του Καύστρου τη Έφεσο…
Το Αρτεμίσιο Θαύμα
Δίπτερος ο μαρμάρινος ναός της Αρτέμιδος

-Η Αλικαρνασσός του Ηροδότου
Η πιο μοιραία μου από τη δωρική Εξάπολη
Τώρα κοιμάται ανύποπτη στου Μαυσώλου τον τάφο

Πρίγκιπος
Αντιγόνη
Χάλκη

-Έχω χιλιάδες παιδιά και τα σκέφτομαι
Και τα θυμάμαι όλα
Κάθε μέρα
Κάθε στιγμή
Είμαι μαζί τους πάντα

-Στο τραπέζι μαζεμένες οι στιγμές οι ώρες οι σιωπές
Να δειπνήσουν την άρνηση
Μπουσουλάνε οι λεπτοδείκτες
Ανακατεύτηκα με ανθρώπους τάχα
Τάχα με ενδιαφέρουσες παρουσίες
Έπασχα μέσα στις αυταρχικές φροντίδες τους.

Η καλύτερη πόρτα που είχα, αδιέξοδη

-Νοθεύτηκε η ευλάβεια…
Κινδύνεψα από παραμορφώσεις των αντιθέτων,
Που ήμουν οπαδός τους

Διάπλαση, αστικοποίηση με αγύμναστη συνείδηση
Έθεσα;
Αίρω;
Κληρονόμησα το αφελές κριτήριο

-Αποσύρομαι θεολογική
Θυσιαστήρια
Εποπτεύω ατραπούς

-Μετά την αθώωσή μου, επικαιρότητα προφητική
Με παρέδωσε σε επιπλέον τρωτότητα
Στην αιχμαλωσία της δημοκρατίας
Με συνεπήραν τα αινίγματα, τα αδιέξοδα, τα διλήμματα
Αφομοιώθηκα στους φιλελεύθερους κραδασμούς
Χάσκουσα
Ανίχνευσα αμφίβολες παραλλαγές
Προσέγγισα και άλλα θαυματουργά βάθη κι έχω μάρτυρες γι’ αυτό.
Πειστικές εικόνες της μουσικής μου…

-Φάνηκαν τα σφάλματά μου, επιμελημένα και μη
Κοίτες
Μαντεία
Φρικτά μυστικά
Λυρισμοί
Διατεταγμένες θυσίες

-Θρηνώντας τα ποιητικά αίτια…
Τα πολεοδομικά κίνητρα…
Το μπετόν με καταβρόχθισε, στην πορεία
Με πληρέστερο, αρτιότερο, ωριμότερο πείσμα
Υπερασπίστηκα αμετακίνητη-λόγω τιμής-
Τα αμετάθετα, αμετάβατα όρια
Της ολικής έκλειψής μου

-Κι ας μου στέρησαν στυγνά και ωμά τα
Παιδιά μου

-Μήνες χρόνια εξόντωσης
Σε παρατεταμμένα πειράματα

-Εύπεπτοι διαχειρισμοί ευκολίας
Απονέκρωση
Ταρίχευση

-Στ’ αλώνια μου, ο Χάρος κι ο Διγενής
Με ιδιότροπα θεατρικά κοστούμια
Υπαινίχτηκαν καινούριες αναγνώσεις
Και ερμηνείες…

-Προδόθηκα ανελέητα
Έπαιξα τη στιγμή
Ναυάγησα παντού και στη Σελήνη
Διέσωσα το ένστικτό μου
Εκτελώντας γοητευτικές αντιφάσεις.

-Μυθολογώ
Επεξεργάζομαι πομπές
Πρόσφορα
Δε δέχομαι λύσεις-δόγματα

-Απαρατήρητοι πέρασαν
Οι μέγιστοι συνειρμοί μου

-Η αναμάρτητη πρεμιέρα,
Αφορούσε σχέδια και πλάνα απραγίας.

-Πολύχυμες οι αρθρώσεις του Μύθου μου
Κακοποιήθηκαν αδέξια
Αδικαίωτα…

-Θα με αναπαράξει τούτο το χώμα
-Ως κοινόχρηστη εμμονοληπτική ερωμένη
Κι ο πύρινος νυμφίος,
Μάρτυρας μιας θαυματοποιίας

-Λιτοί και άναρχοι σφυγμοί με διαφώτισαν,
Μου έδειξαν πώς θα πειθαρχώ στις διαδοχές τους.

-Καμπύλη
Οι καμπύλες μου…
Εντατικότερες οι προσποιήσεις
Φροϋδικοί οδηγοί…

-Ευτελείς απόπειρες αλλοίωσης

‘βροντεία και αστραπεία’
Μεστή, αφανής αρμονία
Αδιάκοπη…

Διεστράφη κάθε απόπειρα ενότητας
Φέρων οργανισμός δεν υπήρχε ούτε ένας
Ούτε λίθος ακρογωνιαίος

-Αμνήστευσα παλιότερα φαντάσματά μου
Πλάνα και τοπία μου

-Είμαι κατασκευάστρια πλοκής
Μια κολυμπήθρα με παλινωδίες
Μια κολυμπήθρα με άλογα σπερματικά ντοκουμέντα
Αδιέξοδη πτητική και πτωτική γη
Παίγνιο υποκατάστατων κυνισμών και αλαζονείας

-Παραπληρωματική ενανθρώπιση κάποιων ανέκκλητα
Ύποπτων εραστών μου
Το βολικό νοητό δεν άφησε περιθώρια
Στο ήδη υπάρχον σύστημα αναφοράς
Κάποιοι εκλογίκευσαν τους φόνους
Εγώ όμως ήμουν το αδικαίωτο ηφαίστειο,
Το τρεφόμενο από τη λάβα του

-Αυτοεξευμενίζομαι
Απαλλοτριώνω δικαιώματα, με θέα προγονοκτόνο
Μισώ

Απαγωγή της μοιχαλίδας
Σφαγή της μοιχαλίδας
Λιθοβολισμός
Κινητή κι ακίνητη τι ίδιο
Ανενεργό το δικαίωμα ενός-ας είναι-
Συμβατικού σημείου

./..

Για το τρίτο και τελευταίο μέρος κλικ εδώ