Κήποι, Eιρήνη Γαβριλάκη, κριτική παρουσίαση από την Αγγελική Ζαχαράτου

Κήποι
Eιρήνη Γαβριλάκη

ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ!!!

και ON LINE https://24grammata.com/product/881/

καθώς και τηλεφωνικά στο 210 612 70 74 / αντικαταβολή

ΔΩΡΕΑΝ έξοδα αποστολής σε όλη την επικράτεια (ανεξάρτητα από το ποσό παραγγελίας)
ISBN: 978-618-5423-261
Σελίδες: 58

«ΚΗΠΟΙ»

ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ

ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

ΤΡΙΤΗ 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019

Στην Ειρήνη

Το πρόσωπό σου είναι ένας κήπος

μικρός και οικείος

που τον μεγαλύνει η αγάπη

Ζωή Καρέλλη

Ο  Mario Vargas Llosa είπε στο College de France ότι η ανάγνωση παραμένει το σπουδαιότερο γεγονός στη ζωή του. Κάθε νέο λοιπόν βιβλίο είναι καρδιοχτύπι, στιγμή ευτυχίας, ένα λοξό κοίταγμα στον αναγνώστη, αυτόν τον μεγάλο άγνωστο και ανώνυμο που αντιμάχεται μαζί με τον συγγραφέα που έχει στα χέρια του όχι μόνο τη φθορά του χρόνου, αλλά την πολύ πιο διαπεραστική φθορά της λήθης. Όμως, ο συγγραφέας είναι εκεί για να θυμίζει σε αυτόν τον θαρραλέο εντέλει αναγνώστη τη ζωή ή και το αρνητικό της καταχωνιασμένης φωτογραφίας μιας ζωής πολυέξοδης, εύθραυστης, ανακόλουθης, αντιφατικής, ανερμήνευτης… Γιατί η γραφή είναι πριν απ΄ όλα, μια πράξη ζωής, αναφέρει ο συγγραφέας Νίκος Χρυσός. «Γιατί το υλικό», μου έγραψε η Ειρήνη στην αφιέρωση του βιβλίου της ‘Από το υλικό που φτιάχνονται οι κούκλες’ είναι το ίδιο. Γιατί τραγουδάμε τους δικούς μας».

Ο λόγος της αποψινής μας συνάθροισης είναι η παρουσίαση του τελευταίας ποιητικής συλλογής της πολυφίλητης Ειρήνης Γαβριλάκη με τίτλο: «ΚΗΠΟΙ», στις εκδόσεις 24γράμματα. Τη νέα αυτή δουλειά της Ειρήνης ως μία ακόμα αναγνώστρια θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω με δύο πρώτες αντιδράσεις ακατέργαστες, ωμές που σας τις μεταφέρω πάραυτα: διαβάζοντας τους ΚΗΠΟΥΣ δεν ένοιωσα μόνη, αλλά με την ανάσα της στο σβέρκο μου και τη διαπεραστική ματιά της «…αγγίζοντας για να σε πιάσω/τη μοναδική μορφή του βλέμματος μας/επάνω μου κρατώ το πρόσωπό σου/πάντα εκεί που βρίσκεσαι/το άγγιγμα της αγάπης μου στα μάτια σου κοιτάζει» (Χ. Πίντερ, «Ποίημα») και η δεύτερη: δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τον τρόπο που η Ειρήνη σκέφτεται την ποίηση από τον τρόπο με τον οποίο ζει. Οι ΘΕΟΙ ΕΥΛΟΓΗΣΑΝ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ: του έδωσαν το προνόμιο αφενός να βλέπει και να ακούει σε απόλυτη όσμωση τον Κόσμο που τον περιβάλλει και αφετέρου να είναι εκείνος, που συνδέει, με τον χαρισματικό του λόγο, τον άνθρωπο με τον Κόσμον αυτό» (Ι. Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, Εισαγωγή στο βιβλίο του Philippe Jaccottet «To Τετράδιο της Χλόης»).

Οι ΚΗΠΟΙ της Ειρήνης με παρέσυραν, γιατί άραγε ο πληθυντικός αν δεν ήταν να χωρέσει κι αυτούς που εμείς ονειρευτήκαμε(;). Ήταν νύχτα που πρωτοδιάβασα τα ποιήματά της, κι έτσι τα καταχώρισα ως μία νυχτερινή περιπλάνηση σε τοπία του χαρτιού που αίφνης γίνηκαν χώροι – φορείς βιωμάτων – χώροι ιδιωτικοί, με το προσωνύμιο ΚΗΠΟΙ, γεμάτοι συμβολισμούς, χώροι που έδωσαν στη ζωή (μου) μία άλλη διάσταση, καθώς την συμπαρέσυραν μέσα σε αυτή τη δίνη – γνώρισμα – χάρισμα – ευλογία – των ποιητικών θραυσμάτων που όλα συνωθούνται ενώ παράλληλα αδειοδοτούν κατά περίπτωση αντικρουόμενες δυνάμεις, έλξη και άπωση, συμπύκνωση και διασπορά, ουτοπία και ανορθολογισμό, εξωραϊσμό και αυτοκαταστροφή, θηλυκό και αρσενικό, για να δημιουργήσουν ένα άλλο, παρθένο τοπίο που ο κάθε αναγνώστης – εγώ σε αυτήν την περίπτωση – θα τοποθετήσει το δικό του στίγμα. Και θυμήθηκα τον Μάρκο Μέσκο που γράφει στη «Συνηγορία Ποιήσεως»: «ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ εκτίθεται γυμνό, ολάκερο απροστάτευτο στη συμπάθεια, στον χλευασμό και την ασέλγεια και την κατανόηση ή μη».

Με νοσταλγική απόδραση στο παρελθόν η Ειρήνη αναζητά (;) την εξακτίνωση στο μέλλον(;): «Κήπος Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, κήπος με τις μαργαρίτες φόντο σε μια φωτογραφία της μάνας και του πατέρα μου, και του Παράσχου το μέλημα για τα λουλούδια. Αλλά και παρακάτω «Θέλεις να σου μάθω να ζωγραφίζεις κήπους;… Έχεις τα χρώματα; Τώρα προσπάθησε να θυμηθείς. Να νοσταλγήσεις… «Μαύρο της γης, κόκκινο του δρόμου και του αίματος, πράσινο των λιμνών και των ταξιδιών, κίτρινο των αστεριών …λευκό της μάνας, μπλε της απουσίας». Αναπόδραστα μου ήρθε στο νου ο Ελύτης: «Το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση» (Άξιον εστί) ή αλλιώς οι εκδοχές των χρωμάτων, με το λευκό του Έρωτα, το μαύρο, το χώμα της αβύσσου…

Κάθε νέα ποιητική συλλογή είναι κι ένα πείραμα-πείραγμα «Λέξεων ταραγμένων»  που είναι φανερό πως το/τις απασχολούν οι τρόποι με τους οποίους γράφεται η Ιστορία, η αξία των μικρών προσωπικών ιστοριών, η ιστορία τόπων και στην περίπτωσή μας  Κήπων: «Πάμε. Θα σου δείξω τον κήπο μου. Μάλλον θα σου διηγηθώ τον κήπο μου, γιατί συνέβησαν ασθένειες και τα φυτά φυλλοροούν. Θα παραστήσω τον κήπο μου, λοιπόν για σένα. Και θα τον κρεμάσω ψηλά, ως έμμεση υπόδειξη».  Δεν μας χαρίζονται οι ΚΗΠΟΙ της Ειρήνης, η συλλογή της δεν είναι μία πράξη καλοσύνης, αλλά μια πράξη συνειδητότητας του ίσκιου, του φύλακα, του περιβόλου. «Μυρωδιές σε κλειστά μπουκαλάκια είναι, σαν σε μηνύματα». Οι ΚΗΠΟΙ της είναι ασώματοι, περίκλειστοι  - με όριο τον ουρανό (το φεγγάρι και το λιοπύρι), βρίσκονται εκεί που «όλα τα πουλιά μαζί που το πέσιμο της οπώρας τα σκόρπισε» (Δ. Παπαδίτσας) και τι άλλο τάχατες; «Όταν έχει φεγγάρι, στο στεγνό χώμα σχηματίζονται δρόμοι του φεγγαριού». Κι όμως αυτοί οι δρόμοι του φεγγαριού είναι η ώρα που η σκέψη μου ανθίζει και το τοπίο μετατρέπεται σε ανοικτή θάλασσα ενδεχομένων και προθέσεων» «οι βόλτες σταματούν στους φράκτες» της είχε πει ένας φίλος, τα όρια της Ειρήνης (;). Η Ειρήνη μας αφήνει να μπούμε στους ΚΗΠΟΥΣ της σαν μία ανάγκη να κλείσει μέσα στις γραμμές τους την ψυχή μας, την αγωνία της για τον τραυματισμό ή  της «γαίας ατίμωσις» ή των κουρνιαχτών οι ματαιώσεις (για τα παριζιάνικα περιστέρια πρόκειται) από τα μπηγμένα θραύσματα γυαλιών στο πάνω μέρος πέτρινων περιβόλων κι αν και ο χρόνος στενεύει, η ποιήτρια «περιμένει τον χρησμό» «η φύση υπαινίσσεται μιαν ιστορία για τα μάτια μόνον;»  «Μέσα της, άρχισε ένα παραμύθι για να βοηθήσει τον χρόνο να βρει το δρόμο του μέχρι το πρώτο φως». Εach morning a vision came to me. Gradually I understood that these were naked glimpses of my soul. I called them Nudes. (Anne Carson, The Glass Essay) («Κάθε πρωί ένα όραμα ερχόταν σε μένα. Σταδιακά κατάλαβα ότι αυτά ήταν γυμνές αναλαμπές της ψυχής μου. Τις αποκάλεσα Γυμνά») ή και μέχρι να έρθει το ξημέρωμα που «ο κήπος σιωπά πάλι, σαν φοβισμένος από τα βήματα των περαστικών και τα ανυποψίαστα παιδιά». «Όλοι δικαιούνται το πρωί – Σε μερικούς αξίζει η Νύχτα – Για λίγους μόνον εκλεκτούς – Λάμπει το Σέλας την Αυγή (Ε. Ντίκινσον, «Ποιήματα», 1577). 

Οι διαδρομές στους ΚΗΠΟΥΣ της Ειρήνης έχουν κινδύνους και αναποδιές, παίζουν με την ιερότητα της απομόνωσης, σαν το μάτι του εικαστικού (το μάτι της ζωής) που προσηλώνεται σε μία λεπτομέρεια, σε μία γωνία, σε ένα σύμπλεγμα από καμπύλες και τετράγωνα, ειδικά αυτοί οι κήποι στο τέλος του κόσμου, κήποι λατρευτικοί με χρυσά φρούτα, κήποι που αποκαλύπτουν αναπάντεχα τοπία μέσα από το χάσμα της γης, κήποι επίκλησης, ευφορικότητας, κήποι που συνδέουν την οπτική με την απτική αίσθηση, κήποι που επιτρέπουν την εισροή αισθητηριακών «Κλείσε τα μάτια και άκου τα πουλιά» και συναισθηματικών ποιοτήτων «κήποι των εκλογικευμένων φόβων, των τραυματικών παραμυθιών, των μισοτελειωμένων τραγουδιών του καλοκαιριού, της απαγορευμένης εισόδου, της ποιητικής αδείας», «κήπος – λαβύρινθος, στενόχωρος, στενός» γράφει η Ειρήνη, κήποι – μήτρες που υπερπηδούν την ονειρική διάθεση και δουλεύουν πάνω στο υπαρξιακό: «Έκλεισα τα μάτια. Τότε το τοπίο γέμισε τέρατα και τρομαγμένες αφηγήσεις», ποιητικές συνθέσεις που δουλεύουν πάνω στο πριν: «Πριν, είχα στο νου μου ανοικτές, καθησυχαστικές εκτάσεις με στάχυα – θάλασσες κίτρινες που ταξιδεύουν ένα ατέλειωτο  νανούρισμα ως την άκρη του ορίζοντα», αλλά και στο μετά: «Μετά με έμαθες να μου αρέσουν οι κλειστοί κήποι των κάκτων, γιατί δεν προσκαλούν και σου μαθαίνουν την αναμονή, μέχρι να ανθίσουν υπέροχα για μια μέρα». Οι κάκτοι: «σταγόνα σταγόνα έπλασες/με τη σοφία του Ρυθμού/τις ίνες και  τα αγκάθια σου./Ασκήθηκες στην Υπομονή/κι έχτισες από τη Φτώχεια Αντοχή./Και την κατάλληλη στιγμή/καθρέφτισες τον Ήλιο… (Γιάννης Σιγάλας, «Το Άνθος του Κάκτου») και πάλι η Ειρήνη: «Τα λουλούδια του κάκτου αντέχουν το φως μόνο μια μέρα. Ίσως να φοβούνται τόσα συγκεκριμένα σχήματα γύρω τους. Κάκτους, όμως, επιμένω να φυτέψω στον κήπο μου. Δεν θα κουραστώ να περιμένω ώσπου ν΄ανθίσουν».

Όμως, οι ΚΗΠΟΙ της Ειρήνης μου φέρνουν στο νου κι έναν άλλο σπουδαίο ποιητή τον Εγγονόπουλο που ίσως «…από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο, ίσαμε την ώρα που θε ν΄αρχινίση η Γης να κυλάη άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, το στερέωμα», σαν το ζητούμενο να είναι η προετοιμασία του αναγνώστη για μία άλλη προοπτική αυτή που ξεπερνάει τα τοπόσημα, αυτή που δεν προσδοκά το δικό της κήπο, γιατί απλώς ως ποιητική αντίληψη δεν υφίσταται παρά μόνο ως βιβλική παραδοχή. «Οι κήποι που περιγράφω, μας λέει η Ειρήνη, δεν υπάρχουν. Υπάρχει ένας μόνον, ο αρχικός κήπος που με φιλοξενούσε μικρή, όταν τα όρια των κήπων συγχέονταν με τα όρια των παιχνιδιών… Αόρατος κήπος και διαφεύγων. Της εποχής της αθωότητας». Οι κήποι της Ειρήνης συνιστούν μια φιλολογική περιήγηση στις επιστρώσεις του ελληνικού πολιτισμού,  μυθολογική αδεία άραγε; «…κήποι της φαντασίας που εξέπεσε στη χειροτεχνία, κήποι χάρτινων λουλουδιών, χορεύω για μιαν πραγματική βροχή και σας προσκαλώ. Με φωνάζουν Δανάη» και αλλού: «Ο κήπος μου τη νύχτα μεταμορφώνεται σε θέατρο δραμάτων: σαρκοβόρα φυτά, δηλητηριώδεις οσμές, έντομα και νυχτόβια πουλιά-κυνηγοί. Και δαιμονικά όντα που κάποιοι τα λένε νεράιδες. Και ήχοι της γης», εάν τελικά ο στόχος της δεν είναι η απομύθευση, ως μια νέα δυνατότητα που προσφέρεται στο σύγχρονο άνθρωπο. Αλλά και ο σαρκασμός που παρομοιάζεται σαν «αυτόν τον κήπο που εκπαιδεύει τους περαστικούς στις τυχαίες πτώσεις», σκληρός και με ειρωνική οξύτητα συνάμα: «Θα τακτοποιήσω τον κήπο μου: εδώ θα βάλω μυριστικά, εκεί βότανα, πιο πέρα φυτά τροπικά. Και θα εύχομαι ανάμεσά τους ν΄ αντέξουν πολύχρωμα κι ανθεκτικά ζιζάνια, ασύνταχτα».

Η Ειρήνη δεν αρκείται σε όλα τα παραπάνω, αγαπάει τους Κήπους το χειμώνα, τις αρέσουν την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, και σαν εικαστικός φτιάχνει τους πίνακές της με υλικά σαρκικότητας: με τα πουλιά να μεταναστεύουν μέσα της και να την υποχρεώνουν να κρατηθεί ζωντανή το χειμώνα, με την αποκοτιά των δέντρων και των φυτών και μιαν επίμονη άγνοια κινδύνου την άνοιξη, με τα φιλόξενα τζιτζίκια που προσφέρονται στις πεταλούδες-ψυχές και που μετατρέπουν το νερό της ξαφνικής βροχούλας σε μυρωδιά του χώματος το καλοκαίρι, με τις εκδοχές του κόκκινου σε ορισμένα είδη φύλλων το φθινόπωρο. Η Ειρήνη ποιεί τέχνη με μαστοριά που όπως λέει ο άλλος πολυαγαπημένος ποιητής ο Ηλίας Λάγιος στο «Αgnus Dei»: «Όχι πλέον τέχνη μολυσμένη από τη διακόσμηση. «…Έτσι συμβαίνει. Με φτενά υλικά/κατασκευάζεται δημιούργημα ευγενικό/Ο αγέρας, το νερό,/η ζωντανή φωτιά όπου φαίνονται τα τούβλα/ τα στοιχεία που σωφιλιάζοντα/ για να συναπαρτίσουν τη λάσπη, ο καταβαλλόμενος μόχθος, η θέληση που τα κατευθύνει και προπαντός οι βασικοί κανόνες της αρχιτεκτονικής, η σύλληψη του οικοδομήματος στους απλούς νόες των δημιουργών».

Η Ειρήνη πράττει το ποιητικό της χρέος, αλλά δεν ξεχνά την αρχαιολογική της καταγωγή που εμφανίζεται ξεκάθαρη, καταφατική και αδιαπραγμάτευτη στο ποίημα 40: «Την είχε λυπηθεί αυτή τη συγκεκριμένη πέτρα, τελικά, όταν συνειδητοποίησε ότι θα βρίσκεται στην ίδια θέση για χρόνια. Για αιώνες, ίσως». Σε αυτή τη μικρή ελεγεία της πέτρας που σαν τα λόγια της Ειρήνης «φυλάγουν τη μορφή των ανθρώπου/κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί» (Σεφέρης, «Τρία Κρυφά Ποιήματα») η Ειρήνη περιγράφει: «Σε λίγο, κανένας δεν θυμόταν την αγωνία του να κυλήσει την πέτρα. Ούτε κατάλαβε κανείς ότι αυτή η πέτρα του κήπου ήταν αυτός που είχε κυλήσει μια πέτρα, επειδή κάποτε λυπήθηκε. Σε λίγο, η λύπη του, οι προσπάθειες, η αγωνία, η κόπωση είχαν ενσωματωθεί στο τοπίο». «Πώς η ποίηση μπορεί να κυρτώσει, να λυγίσει μια στιγμή, το σίδερο της μοίρας. Όλα τ΄ άλλα, ας τ΄ αφήσουμε για τους φλύαρους» (Philippe Jaccottet, «Στα Ανοδικά Σκαλοπάτια»).

Ποίημα 41: Τρείς λέξεις – Έλεος – Έρωτας – Ίκαρος. Πτήσεις – Διόδια «σ’ εκείνον τον τόπο που ευαγγελίζονται τα τυχαία πετάγματα των πουλιών. Να μετάσχει της εαρινής συμφωνίας τους», γράφει η Ειρήνη από Έρωτα για τον Ίκαρο(;): «Ακούς, Δαίδαλε; Μαζί με τους λαβυρινθώδεις κήπους, δημιούργησες κι ένα αίσθημα φυγής και ενδεχόμενης πτώσης». Κι αυτό γιατί «Κανέναν δεν γνωρίζουμε Επιβάτη να΄ χει φύγει – Αν μια Νύχτα έμεινε περαστικός στη μνήμη – Αυτό το καταχθόνιο το Χάνι – ιστούς στήνει Κανέναν να ξαναβγεί έξω δεν αφήνει – (Έ. Ντίκινσον, 1406).   

Δεν μίλησα για τις σκιές, ούτε για τις χορογραφίες των αγαλμάτων μέσα στους κήπους, Ποίημα 42, ούτε γιατί αυτά «επενδύουν στη δύναμη της αναμονής ή της προετοιμασία της κίνησης, με τα μισά βήματα, τα δάχτυλα στη λύρα…»,  ούτε για τα λογής φυτά, τα έντομα και τους ήχους, ούτε έψαξα για λογαριασμό σας να βρω το «γιατί μια γυμνή γυναίκα … Λέγεται Ηχώ και μετατρέπει τους ανθρώπους σε ηλιοτρόπια», όμως δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο Ποίημα 44 που κλείνει τη συλλογή κι αυτό γιατί μου θύμισε έναν άλλο προσφιλή σε μένα ποιητή, τον Αργύρη Χιόνη που «Στη Μικρή Φυσική Ιστορία ΣΤ» γράφει: «Θαρρούσα πως ο Έρωτας ειν΄ ένα κατοικίδιο λουλούδι εξημερωμένο άρωμα. Δεν ήξερα πως είναι νηπενθές που διόλου δεν απέχει από το πένθος». Στο Ποίημα 44 η Ειρήνη μας φανερώνει επιτέλους Εκείνη που αρνήθηκε στον άντρα να την παρασύρει στο κήπο, θυμίζοντάς μου αυτό που ο Λέοναρντ Κοέν εξομολογείται θαυμάσια: «Όσο μεγαλώνεις, τόσο λιγότερο πρόθυμος γίνεσαι για να αγοράσεις την τελευταία έκδοση της πραγματικότητας».

Σίγουρα Ειρήνη μου και αγαπητοί φίλοι: «Είμαι κήπος, είσαι κήπος, είναι κήπος. Είμαστε, είστε, είναι κήποι. Όχι κρεμαστοί, κρεμασμένοι». Και θέλει το τσαγανό της Ειρήνης για να κλείσεις με το «Και την πρόκληση του χαμένου ορίζοντα».

Σ΄ ευχαριστώ ολόψυχα Ειρήνη, για την τιμή να μου εμπιστευτείς τα ποιήματα σου τούτη εδώ τη βραδιά που θα «δέσει» τη σχέση μας, ώστε αυτή να γίνει πιο ισχυρή, πιο μεστή, πιο αληθινή και εντέλει άτρωτη!

Αγγελική Ζαχαράτου

Δεκέμβριος 2019