2013 μ.Χ.

2013 24γραμματα24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

2013 μ.Χ.
Στην πόλη, πριν αλλάξουν οι καιροί, έχει ησυχία. Οι περαστικοί χάνονται. Οι στιλβωτές, οι μαστροποί, οι εργάτες, όλοι σιγά αποχωρούν από τούτο το χρόνο. Μες στα νυχτερινά λεωφορεία αναχωρούν σκεφτικοί για τις Αχαρνές και τον Κόκκινο Μύλο. Σε λίγο η πόλη θ΄απομείνει έρημη. Όπως τα κορίτσια μετά τους έρωτες, το χάραμα ή χρόνια αργότερα, όταν ξυπνούν μ΄ άσπρα όνειρα και όλα είναι συγγενή. Τίποτε τότε δεν νιώθεται.
Θα΄θελε να επιστρέψει πάλι στο σπίτι. Την πεθύμησε και πάει καιρός που της μίλησε. Κατέβηκε τελευταία φορά στην οδό Θεσσαλονίκης μια Κυριακή του Πάσχα. Αβέστωνε με τα χέρια της τους κορμούς και τα περβάζια. Έτσι μοιάζουν όσοι χτίζουν τον κόσμο. Δεν της μίλησε. Ήταν όλα παλιά και εκείνη, η πιο γερασμένη δένει σφιχτά τη σκεπή. Θα θυμάσαι ατλαζένιους ουρανούς, θα θυμάσαι τις γερανογέφυρες, τους νεαρούς που κρατούν σφιχτά τις ανάσες τους, τους νεαρούς που εξέρχονται σαν θαύματα απ΄το νερό, μες στο φως του πετρελαίου. Και ακόμα την Ηρώ που σ΄ερωτεύτηκε απ΄την πρώτη στιγμή και ερχόταν μ΄αγκαλιές λουλούδια και μάρτηδες και δενόταν σαν κλωστή πάνω στο χέρι σου. Όμως εσύ, είχες αγαπηθεί μ΄άλλους τρόπους και εκείνη, πικραμένη το κατάλαβε όταν σ΄είδε που αποχωρούσες με τ΄ακριβό αμάξι του εμπόρου. Ήρθε και σου μίλησε, ζήτησε εξηγήσεις. Επέστρεψε και ένα βραχιόλι που της είχες χαρίσει μια περασμένη Άνοιξη, τίποτε δεν κράτησε η Ηρώ, τίποτε. Και γρήγορα έφυγε απ΄τη γειτονιά μ΄έναν Άρη που την αγαπούσε αληθινά και αργότερα σκοτώθηκε σ΄ένα εργοτάξιο της Κορίνθου. Δεν φάνηκε ποτέ ξανά η Ηρώ. Οι δικοί της φύγαν μαραζωμένοι. Είπαν κάτι πράγματα για την Πάτρα, την είδαν λέει στα μαγαζιά των εθνικών οδών, σ΄ένα προάστιο. Το σπίτι το σφραγίσαν οι κληρονόμοι.
Η μάνα σου τίποτε δεν είπε. Συνέχισε τη ζωή της. Καμιά φορά μονολογεί στη λάντζα, ενώ εσύ αναχωρείς με τη φλορέττα για το γήπεδο. Όλο εκεί συχνάζεις. Έξω απ΄τις θύρρες, στα γειτονικά καφενεία, σ΄αλάνες. Εκεί γύρω σε γνωρίζουν για τ΄αμαρτήματά σου. Ξεχνιέσαι στα χαρτιά και τους τεκέδες και άλλοτε φεύγεις για την Τρίπολη με το φορτηγό, περνάς όμορφα στις ταβέρνες και γυρνάς αργά, μεθυσμένος στην οδό Θεσσαλονίκης. Με τα κλειστά σιδηρουργεία και τα ψαράδικα και τον άγιο, που ξοδεύεται στην προκυμαία. Και εκείνη τίποτε δεν σου λέει. Ζεσταίνει το νερό και χάνεται σαν όραμα στο μέσα δωμάτιο. Την ακούς που κλαίει, την ακούς που τρέχει μες στο σπίτι με το λαδωμένο της φόρεμα, την ακούς που  λυγίζει έξω απ΄την πόρτα σου και τότε όλες οι πληγές αρπάζουν φωτιά. Άγρια πράγματα και όλο λιγοστεύεις εμπρός στο παράθυρο και τα μετέωρα ρυμουλκά. Την ακούς ενώ ζωγραφίζεις τρελές, εξωτικές μορφές στο νου σου και όταν ανάβουν της πόλης τα φανάρια είσαι ήδη πολύ χαμηλά. Πάντα ο τυφλός στη γωνιά του δρόμου, πάντα οι έφηβοι εραστές που αναμένουν μ΄αγωνία και περισυλλογή το τελευταίο δρομολόγιο. Πάντα η Κατερίνα και τ΄άλλα, τα κρυμμένα φύλλα της νύχτας. Πνιγμένος μες στις αγκαλιές χάνεσαι στην πόλη, μια διαρκής εποχή των θορύβων και το φαινόμενο του καταποντισμού. Έτσι ηλεκτρικά επιβιώνεις. Με τα σημάδια στο σώμα σου, με τα ποταμίσια μάτια σου, όλο βροχές και ψίθυροι ανησυχητικοί.
Σε μια ώρα ή και λιγότερο τελειώνει ετούτη η χρονολογία. Απέμεινες ολομόναχος μες στην πόλη. Κάπου κάπου φαίνονται ρακένδυτα παιδιά, σαν μέσα από τις ομίχλες. Κάπου κάπου ρίχνονται στοές και φλέγονται οι ρυθμοί και τ΄αγάλματα, χαράδρες και άγνωστα, άγρια πουλιά από θειάφι και το γαλάζιο της Μυτιλήνης. Στην οδό Θεσσαλονίκης ποτέ δεν θα φανείς ξανά. Προσμένοντας το θάνατο, θα σφραγίσεις και εσύ σαν τους απογόνους το έρημο σπίτι και για πάντα θα χαθείς στις Κυκλάδες. Ο καιρός είναι άρρωστος και η Αθήνα από λάδια. Όταν θ΄αλλάζουν οι αιώνες και ολόκληρη η οδός Θεσσαλονίκης θα΄χει βλαστήσει, εκείνη θ΄ανακηρυχτεί αγία και θα καθοριστεί μ΄ακρίβεια ο καιρός των εορτασμών της. Ο Ισθμός που έπλεκε τόσα χρόνια, ένα αληθινό αριστούργημα το ΄φτιαξες τώρα με κορνίζα και ψιλό τζάμι και παντού, σ΄όλα τα νησιά το παίρνεις μαζί.  Και άμα ρωτούν οι εραστές σου εσύ τινάζεσαι και κλαις, όλο σπασμοί τ΄ασκητικό σου σώμα, ένας πρίγκηπας από ελεφαντόδοτο, χρυσό και λύπη.
Απόψε που θ΄αλλάξουν οι καιροί, εσύ  ακόμη στη ζωή, δίχως αέρα και δίχως φως. Και η οδός Θεσσαλονίκης με τα σφραγισμένα σπίτια. Με τ΄άμφια του χρόνου άναψες τα φώτα, έδεσες σφιχτά την σκεπή. Έρχονταν των πλοίων οι φωνές, με τους ανέμους που θέριζαν την οδό Θεσσαλονίκης, έρχονταν βρισιές και άλλα, σπασμένα επεισόδια της νύχτας. Έσκυψες, σαν νάρκισσος, έσκυψες μες στον ύπνο σου βαθύτερα. Τινάχτηκαν τα περιστέρια μέσα απ΄τη γούρνα.
Αργότερα, όταν τον παίρνανε, όλοι με τα σακάκια στις πόρτες  αποχαιρετούσαν. Ήταν δίχως μάτια, ήταν κάποιος που ξεθωριάζει ανάμεσα στα κλαριά, σαν από μαγεία. Το σπίτι απέμεινε ανοιχτό, σαν στόμα έκπληκτο από το φιλί. Πέρασαν τα νερά μέσα απ΄τα δωμάτια, η στέγη τινάχτηκε, η στέγη σαν χαρταετός ή σαν γέλιο πέταξε πίσω. Το συμβάν καταγράφηκε στις παλαιές δέλτους των συμβάντων, ως τελευταίο του έτους. Τους εραστές του και τον κόσμο τους περιφρόνησε. Σαν προσευχή τους συλλογίστηκε και ύστερα τ΄αρνήθηκε όλα.