Λεξικό της κοινής ελληνικής

24grammata.com / βιβλίο

από το www.greek-language.gr (ο εγκυρότερος ιστότοπος για τη Γλώσσα)
Tο Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.

Ετυμολογία

παρουσίαση ένος μέρους του λεξικού από τον Ευάγγελο Β. Πετρούνια

Περιεχόμενα

* α. Σύσταση του νεοελληνικού λεξιλογίου
* β. Προσαρμογή των δανείων
* γ. Ετυμολογικές και μορφολογικές πληροφορίες· προέλευση, μορφολογική ανάλυση
* δ. Ετυμολογικές ενδείξεις
* ε. Έκταση της ετυμολογικής ιστορίας
* στ. Ενδείξεις για την εξέλιξη της προφοράς
* ζ. Ορθογραφικές ενδείξεις

Σ
το τμήμα αυτό ετυμολογούνται όλα τα λήμματα, οι τυχόν παράλληλοι τύποι της βασικής λέξης (π.χ. ζέστη & ζέστα, ζεματώ & ζεματίζω, ζεύγλη & ζεύγλα & ζεύλα), καθώς και τυχόν διαφορετικές προελεύσεις της ίδιας λέξης που έχουν αποτυπωθεί στις βασικές σημασίες της (π.χ. δίσκος, ιδέα, ιστορικό, αιματο-, αντι-, -ικός2). Ετυμολογούνται επίσης τα αντίστοιχα θηλυκά των αρσενικών καθώς και τα υπολήμματα, δηλαδή τα υποκοριστικά, τα μεγεθυντικά, τα επιρρήματα σε -ώς, -ως και τύποι ανώμαλων ρημάτων .Εξαίρεση γίνεται μόνο για τα νεοελληνικά υποκοριστικά σε -άκι και τα επιρρήματα σε -ά, -α, που η ετυμολογία τους είναι αυτονόητη. Οι ετυμολογίες των δεύτερων τύπων διαχωρίζονται με άνω τελεία.
α. Σύσταση του νεοελληνικού λεξιλογίου

Η πηγή μιας σημερινής λέξης είναι ο πρόδρομός της. Νεοελληνικές λέξεις που οι πρόδρομοί τους υπήρχαν κιόλας κατά το μεσαίωνα, είτε από παλιότερες γλωσσικές περιόδους (π.χ. πατέρας), είτε ως δάνεια από άλλες γλώσσες (π.χ. σπίτι), είτε δημιουργήθηκαν τότε με βάση παλιότερα ή σύγχρονα γλωσσικά στοιχεία (π.χ. άβαφος, ανθρωπιά), είναι, για τη σημερινή μορφή της γλώσσας, λέξεις κληρονομημένες. Επίσης κληρονομημένες θεωρούνται και όλες οι λέξεις λαϊκής προέλευσης που δημιουργήθηκαν κατά τη νεότερη εποχή με βάση σύγχρονα ή παλιότερα γλωσσικά στοιχεία (π.χ. θεότρελος). Οι υπόλοιπες λέξεις ή είναι πρόσφατα δάνεια τόσο λαϊκά όσο και λόγια, ή λόγιοι νεολογισμοί. Εκτός από λαϊκά δάνεια που είναι προϊόντα εξωτερικού δανεισμού (π.χ. ζουμπούλι) παρουσιάζονται και μερικές περιπτώσεις “εσωτερικού δανεισμού”, δηλαδή δανεισμού της κοινής από άλλη διάλεκτο (π.χ. κοπελιά). Οι κληρονομημένες λέξεις αποτελούν τη βάση της γλώσσας και έχουν τη μεγαλύτερη στατιστική συχνότητα. Σε απόλυτους αριθμούς όμως, μέσα σε ένα σχετικά μεγάλο λεξικό, οι λέξεις των υπόλοιπων κατηγοριών είναι περισσότερες.

Λόγιας προέλευσης λέξεις έχουν δημιουργηθεί τόσο από καθαρευουσιάνους όσο και από δημοτικιστές (π.χ. ανθοβολία·ανθοβολιά). Οι περισσότερες λέξεις λόγιας προέλευσης που περιλαμβάνονται στο ΛΚΝ είναι τέτοιες από ετυμολογική άποψη, στη χρήση όμως δεν είναι πια λόγιες αλλά κανονικές. Στην πλειοψηφία τους οι λέξεις λόγιας προέλευσης είναι δάνεια των εξής κατηγοριών: δάνεια από τα αρχαία ελληνικά ή από την ελληνιστική κοινή = διαχρονικός δανεισμός (π.χ. ίλιγγος, ισοψηφία)· δάνεια από νεότερες γλώσσες = εξωτερικός δανεισμός (π.χ. ζαμανφουτισμός, ζενίθ, θόριο, ιβουάρ, ιμπεριαλισμός)· μετάφραση ξένων λέξεων, έτσι ώστε να μη διακρίνεται εύκολα η ξένη προέλευση = μεταφραστικά δάνεια (μτφρδ.) με περισσότερο ή λιγότερο πιστή αντιστοίχιση των επί μέρους λεξικών στοιχείων (π.χ. ανυψωτήρας, αυτοκινητόδρομος, γραμματοκιβώτιο, ηφαίστειο, θερμίδα, θεριζοαλωνιστικός, ουρανοξύστης)· αποδόσεις (απόδ.) ξένων λέξεων χωρίς ακριβή μετάφραση των λεξικών στοιχείων τους (π.χ. αισθησιοκρατία, διαπιστευτήριο)· αλλαγή εν μέρει ή και τελείως της σημασίας μιας προϋπάρχουσας λέξης από ξένη επίδραση = σημασιολογικός δανεισμός (σημδ., π.χ, έντυπος, εντύπωση, ημιμαθής, ιός).

Ορισμένες φορές η μετάφραση μπορεί να έχει γίνει σε παλιότερη περίοδο της γλώσσας, π.χ, ανθύπατος (ελληνιστικό μεταφραστικό δάνειο), θρίαμβος (ελληνιστικός σημασιολογικός δανεισμός), ο οποίος (μεσαιωνικό μεταφραστικό δάνειο ). Λαϊκής προέλευσης μεταφραστικά δάνεια (π.χ. χαραμοφάης) δεν είναι συχνά, και συνήθως ξεκινούν ως φράσεις (π.χ, πίνω, στη φράση: πίνω τσιγάρο).

Οι λόγιες λέξεις, προπαντός αυτές που ήρθαν από την καθαρεύουσα, συχνά παραβαίνουν τους φωνολογικούς και μορφολογικούς κανόνες, κάποτε και τους σημασιολογικούς, τόσο της νέας όσο και της αρχαίας ελληνικής· στις σοβαρότερες περιπτώσεις σφαλερής δημιουργίας το ΛΚΝ παρέχει τη σχετική πληροφορία (π.χ, στα λήμματα ζωοπανήγυρη, ιεροραφείο, τηλεόραση).

Υπάρχουν ακόμη δύο κατηγορίες δανείων που παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερη σχέση προς την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Η πρώτη είναι λέξεις που από παλιότερη περίοδο της ελληνικής πέρασαν σε άλλες γλώσσες και επιστρέψανε αργότερα, συνήθως με αλλαγμένη μορφή και σημασία = αντιδάνεια (αντδ., π.χ. καναπές). Τα περισσότερα αντιδάνεια έχουν λαϊκή προέλευση και ο αριθμός τους είναι μικρός. Σπάνια χαρακτηρίζονται αντιδάνεια λόγιες λέξεις (π.χ, αμμωνία, εγκυκλοπαίδεια). (Αντιδάνεια μπορεί να εντοπιστούν και σε παλιότερη περίοδο της ιστορίας της γλώσσας, π.χ. ελληνιστικό γραικός).

Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν λέξεις δημιουργημένες για φιλοσοφικές, επιστημονικές, τεχνολογικές κ.ά. ανάγκες στις νεότερες γλώσσες ή στα νεολατινικά (νλατ.) με βάση αρχαία ελληνικά γλωσσικά στοιχεία ή με συνδυασμό ελληνικών και λατινικών, στη δεύτερη περίπτωση ως “υβριδικοί σχηματισμοί”. Οι λέξεις αυτές πέρασαν στη συνέχεια στα νέα ελληνικά (π.χ. ζωολογία, ηλεκτρολογία, θεϊσμός, θερμοδυναμική, ιδεαλισμός, κοινωνιολογία, σοσιαλισμός).

Τα όρια ανάμεσα σ’ αυτή την κατηγορία και στα μεταφραστικά δάνεια δεν μπορούν να καθοριστούν αυστηρά, καθώς οι υβριδικοί σχηματισμοί συνήθως μεταφράζονται (π.χ. κοινωνιολογία). Συχνά δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί σε ποια νεότερη ευρωπαϊκή γλώσσα πρωτοπαρουσιάστηκαν οι διάφοροι επιστημονικοί όροι που αποτελούν γενικά μέρος του διεθνούς επιστημονικού λεξιλογίου (διεθ.). Επίσης δεν είναι πάντα γνωστό από ποια ακριβώς γλώσσα ήρθαν στα νέα ελληνικά. Στις ετυμολογίες είναι δυνατόν να υποδειχτούν μία ή περισσότερες πιθανές προελεύσεις, οι σχετικές ενδείξεις όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν οριστικές (π.χ. αριστοτελισμός).

Παρόμοια είναι η κατάσταση και με πολλά μεταφραστικά δάνεια. Οι λέξεις αυτές έχουν λόγια προέλευση και ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος. Συχνά δεν ταιριάζουν με τους κανόνες ούτε και της αρχαίας ελληνικής (π.χ, μικρόβιο, πανόραμα, πολυκλινική)· άλλωστε, πρωταρχικός σκοπός των ξένων επιστημόνων που δημιούργησαν τους όρους αυτούς ήταν η πρόχειρη και γρήγορη αντιμετώπιση των καινούριων αναγκών της επιστήμης και της τεχνολογίας και όχι η επίδειξη γνώσης της αρχαίας ελληνικής. Τέλος, συμβαίνει η ίδια αρχαία ελληνική λέξη να αλλάζει σημασία στις ευρωπαϊκές γλώσσες, και τελικά αυτή η αλλαγή να εισάγεται και στα νέα ελληνικά (π.χ. ιδιώτης, φανταστικός)· δες πιο πάνω για το σημασιολογικό δανεισμό.
β. Προσαρμογή των δανείων

Κανονικά τα δάνεια προσαρμόζονται βαθμιαία στους κανόνες της αποδέκτριας γλώσσας. Στην προσαρμογή όμως, ιδιαίτερα κατά την πρόσφατη εποχή, παρουσιάζονται ανασταλτικοί παράγοντες.

Σε γενικές γραμμές, παράγοντες που βοηθούν στην προσαρμογή των δανείων είναι: παλαιότητα, λαϊκή προέλευση και λαϊκή χρήση, συχνότητα της λέξης, περιορισμένος αριθμός δανείων στη συγκεκριμένη περίοδο, προέλευση από γλώσσα που τυχαίνει να έχει προφορά παρόμοια με της νέας ελληνικής.

Αντίστροφα, παράγοντες που εμποδίζουν την προσαρμογή είναι: πρόσφατος δανεισμός, λόγια προέλευση και λόγια χρήση, σπανιότητα της λέξης, μεγάλος αριθμός δανείων στη συγκεκριμένη περίοδο, προέλευση από γλώσσα με πολύ διαφορετική προφορά.

Έτσι, τα δάνεια από τα ιταλικά είναι προσαρμοσμένα σε μεγάλο βαθμό (σχετικά παλιός λαϊκός δανεισμός από γλώσσα με παρόμοιο φωνητικό σύστημα), πράγμα που συμβαίνει και με τα δάνεια από τα τουρκικά (σχετικά παλιός λαϊκός δανεισμός, παρόλο που τα φωνητικά και φωνολογικά συστήματα των δύο γλωσσών δεν μοιάζουν), ενώ, αντίστροφα, λέξεις από τα γαλλικά, τα αγγλικά ή την καθαρεύουσα είναι σε μεγάλο βαθμό απροσάρμοστες (σχετικά πρόσφατος δανεισμός, συνήθως λόγιος, από γλώσσες με διαφορετικό φωνητικό και φωνολογικό σύστημα). Κοινές, επομένως, λέξεις από λαϊκό δανεισμό σπάνια παραμένουν απροσάρμοστες. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό πως σε λαϊκότερη γλώσσα από αυτήν που στοχεύει να περιγράψει το ΛΚΝ πολλές δάνειες λέξεις ακούγονται συνήθως προσαρμοσμένες (π.χ, γκαράζι, σοφέρης).
γ. Ετυμολογικές και μορφολογικές πληροφορίες· προέλευση, μορφολογική ανάλυση

Βάση της νέας ελληνικής είναι η ελληνιστική κοινή, δηλαδή η γλώσσα που διαμορφώθηκε περίπου από τον 4ο προς τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 4ο με 5ο αιώνα μ.Χ., και που από άποψη πολιτικής ιστορίας αντιστοιχεί στην εποχή των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Λέξεις, επομένως, που δημιουργήθηκαν σ’ αυτή την περίοδο θεωρούνται η βάση των σημερινών και δεν αναλύονται μορφολογικά, εκτός από μερικές περιπτώσεις για αποφυγή παρανόησης (π.χ. τα λήμματα από ζωο-·δες χαρακτηριστικά ζωογόνος, ζωόμορφος)· δηλώνεται όμως η προέλευσή τους και, αν πρόκειται για δάνεια, η διαδικασία προσαρμογής τους. Για την περίοδο αυτή χρησιμοποιήθηκε η συντομογραφία “ελνστ.” Και, φυσικά, δεν αναλύονται μορφολογικά, ούτε δηλώνεται η προέλευσή τους, πρόδρομοι που υπήρχαν κιόλας στην ακόμη παλιότερη, την αρχαία ελληνική, περίοδο, είτε ως παλιά ινδοευρωπαϊκή κληρονομιά (π.χ. πατήρ, πρόδρομος της λέξης πατέρας), είτε ως προϊνδοευρωπαϊκές λέξεις (π.χ. θάλασσα), είτε ως δάνεια (π.χ. χρυσός): για την ανάλυση και την ιστορία των λέξεων των δύο αυτών περιόδων της ελληνικής γλώσσας αρμόδια είναι τα λεξικά της αρχαίας και όχι της νέας ελληνικής. Εξαίρεση σ’ αυτή την αρχή γίνεται σε σπάνιες περιπτώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερη πολιτιστική σημασία, όπως στην ονομασία των γραμμάτων του αλφαβήτου. Όλες οι άλλες λέξεις αναλύονται μορφολογικά, ώστε να φανεί η εξέλιξη του μορφολογικού συστήματος της γλώσσας μας από τη βάση της και πέρα, δηλαδή από την ελληνιστική εποχή μέχρι σήμερα.

Με τη ρητή μορφολογική ανάλυση γίνεται σαφέστερο ποια είναι κάθε φορά η βάση μιας λέξης. Για παράδειγμα, από τις παρακάτω συγγενικές λέξεις, θέατρο και θεατρικός είναι λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (λόγ. < αρχ.)· θεατρώνης είναι λόγιο δάνειο από την ελληνιστική κοινή (λόγ. < ελνστ.)· θεατράκι είναι λέξη λαϊκής, και όχι πια λόγιας, προέλευσης με βάση τη λέξη θέατρο· θεατρολόγος και θεατρολογία είναι λόγιες λέξεις με βάση τη λόγια (< αρχαία ελληνική) λέξη θέατρο(ν) και τα επίσης λόγια συνθετικά -λόγος, -λογία, που είναι και αυτά λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά· θεατρόφιλος είναι λόγια λέξη από το αγγλικό theatrophile, που με τη σειρά του στηρίζεται στα αρχαία γλωσσικά στοιχεία θέατρο(ν) και φίλ(ος)· θεατράνθρωπος είναι λόγιο μεταφραστικό δάνειο και μάλιστα σφαλερό. Από την τουρκική λέξη zorπροέρχεται η λέξη ζόρ-ι με προσαρμογή στο σύστημα της νέας ελληνικής· από την ελληνική πια λέξη ζόρ(ι) και το επίσης τουρκικής προέλευσης επίθημα -ιλίκι παράγεται η λέξη ζορ-ιλίκι, ενώ η υπόλοιπη σειρά των συγγενικών λέξεων παράγεται με βάση παλιότερα επιθήματα: ζοριλ(ίκι) > ζοριλ-ίδικος, ζόρ(ι) > ζόρ-ικος, ζόρ(ι) > ζορ-ίζω, ζορισ- (ζορίζω) > ζόρισ-μα. Όπως φαίνεται από τα παραδείγματα, το μέρος της βάσης, δηλαδή της αρχικής λέξης, που δεν συμμετέχει στην παραγωγή του παράγωγου δηλώνεται σε παρένθεση, και το ίδιο συμβαίνει με τον ενεστώτα ρημάτων, εφόσον βάση της παράγωγης λέξης είναι το συνοπτικό τους θέμα.
δ. Ετυμολογικές ενδείξεις

Η απουσία άλλης ένδειξης στην ετυμολογία μιας λέξης σημαίνει πως η λέξη δημιουργήθηκε μέσα στη νεότερη λαϊκή γλώσσα με βάση σύγχρονα ή παλιότερα γλωσσικά στοιχεία (π.χ. θεότρελος).

Αν μια λέξη είναι κληρονομημένη από περίοδο παλιότερη από τη μεσαιωνική, παραλείπεται η δήλωση των ενδιάμεσων περιόδων· για παράδειγμα, αν υπάρχει η συντομογραφία “αρχ.” χωρίς άλλη ένδειξη (π.χ. στα λήμματα θέλημα, μητέρα, πατέρας), αυτό σημαίνει πως πρόκειται για λέξη κληρονομημένη από τα αρχαία ελληνικά που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στη γλώσσα. Δηλώνεται, πάντως, η τυχόν μορφολογική προσαρμογή αυτών των λέξεων στο νεότερο γλωσσικό σύστημα.

Αν η λέξη έρχεται από τη λόγια παράδοση, δίνεται η ένδειξη “λόγ.” (π.χ. θεατρολογία). Αν μετά την ένδειξη αυτή δεν ακολουθεί άλλη, πρόκειται για λόγιο νεολογισμό (π.χ. αμπελοκαλλιέργεια)· αλλιώς, επισημαίνεται η παραπέρα πηγή. Λόγιες λέξεις της νεοελληνικής που μαρτυρούνται τόσο στην αρχαία όσο και στην ελληνιστική περίοδο χαρακτηρίζονται με την ένδειξη “λόγ. < αρχ.”, δηλαδή λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά, παρόλο που είναι πιθανό οι λόγιοι να τις δανείστηκαν από κείμενα της ελληνιστικής εποχής. Αν πρόκειται για κάποια νεοελληνική διάλεκτο άλλη από την κοινή νεοελληνική, αυτό δηλώνεται (π.χ, στα λήμματα -ίτσα, κοπελιά).

Αν μια λέξη ήρθε κατά τη νεότερη περίοδο από άλλη γλώσσα, δίνεται η συντομογραφία που αντιστοιχεί σ’ αυτή τη γλώσσα· αν πρόκειται για λόγιο δανεισμό, προηγείται η ένδειξη “λόγ.” (π.χ. ζενίθ, ζωοφιλία, ηφαίστειο, ιβουάρ). Αν μια λέξη ξένης προέλευσης είχε μπει στα ελληνικά κατά το μεσαίωνα, προηγείται η ένδειξη “μσν.” (π.χ. ζάρι). Σε ορισμένα δάνεια δηλώνεται δίπλα στην ξένη λέξη η προφορά της με τονικό σημάδι, όταν χρειάζεται να υποδειχτεί αλλαγή στο τονικό σχήμα, π.χ. μαφία: λόγ. < αγγλ. mafia [má-].
ε. Έκταση της ετυμολογικής ιστορίας

Όπως δηλώθηκε και πιο πάνω, δεν θεωρήθηκε χρήσιμο σε λεξικό της νέας ελληνικής να προχωρήσει η ετυμολογική ιστορία πέρα από τα αρχαία ελληνικά. Στα δάνεια καθορίζεται οπωσδήποτε η άμεση πηγή δανεισμού· για παράδειγμα, η λέξη καφές δηλώνεται πως ήρθε από τα ιταλικά και τα γαλλικά, και όχι απευθείας από τα τουρκικά ή τα αραβικά.

Ιδιαίτερα στα δάνεια αποφεύγεται η ετυμολογική ιστορία να προχωρεί χωρίς λόγο διαδοχικά σε διάφορες ξένες γλώσσες. Μακρύτερη ετυμολογική ιστορία δίνεται περισσότερο σε πρόσφατα δάνεια, καθώς και σε περιπτώσεις που έχουν κάποια σημασία για την ιστορία του πολιτισμού. Έτσι, δεν αναφέρεται πως η λέξη κάρο, που έρχεται από τα λατινικά και τα ιταλικά, μπήκε στα λατινικά από τα αρχαία κελτικά, επειδή αυτό θα ενδιέφερε μόνο την ιστορία της λατινικής γλώσσας. Ούτε αναφέρεται από ποια γλώσσα μπήκε στα τουρκικά η λέξη μπακάλης (από τα αραβικά). Αντίθετα, σε περιπτώσεις όπως ονόματα λαϊκών μουσικών οργάνων, π.χ. ζουρνάς ή σαντούρι, αναφέρεται όχι μόνο ότι ήρθαν από τα τουρκικά αλλά και ότι στα τουρκικά μπήκαν αντίστοιχα από τα περσικά και τα αραβικά, επειδή αυτή η πληροφορία είναι σημαντική για την κατανόηση των πολιτιστικών επιδράσεων.

Αν η σημερινή λέξη, είτε είναι κληρονομημένη είτε είναι λαϊκό ή λόγιο δάνειο, έχει πολύ διαφορετική σημασία από τον πρόδρομο, δίνεται η βασική σημασία της παλιότερης λέξης (π.χ. δεσπότης, ηγούμενος, θαρρώ, θεοσοφία, Θεοτόκος, θερμοκρασία, μπατζάκι, σταυρός). Επίσης προστίθεται η αρχαία σημασία, αν είναι πολύ διαφορετική από την ελληνιστική (π.χ. θεσπίζω). Ακόμη, για αποφυγή σύγχυσης επισημαίνεται η ύπαρξη διαφορετικής λέξης σε παλιότερη γλωσσική περίοδο που τυχαία έχει την ίδια μορφή (π.χ. ημερίδα, ημίμετρο, θεσμοθετώ), αλλά και συγγενικής παραγωγής παλιότερη λέξη με την ένδειξη “πρβ.”, για να φανεί αν τυχόν και σε παλιότερη περίοδο παρουσιάζεται παρόμοια λειτουργία της γλώσσας (π.χ. ιεραρχώ). Δεν ήταν όμως δυνατό, στα πλαίσια ενός μη εξειδικευμένου λεξικού, να δηλωθεί ποια λέξη έχει τυχόν αντικατασταθεί από την καινούρια.

Αν γίνεται αναφορά σε λέξη άλλη από τον πρόδρομο και η λέξη αυτή δεν υφίσταται ως λήμμα του λεξικού, ερμηνεύεται επιτόπου (π.χ. το στοιχείο δολιχός στη λέξη θεοδόλιχος).

Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι δυνατό η ίδια λέξη να έχει διαφορετική ετυμολογία στις διάφορες σημασίες της, κάτι συχνό προπαντός σε λέξεις λόγιας προέλευσης (π.χ. θετικός, ιστορικό, αιματο-, αντι-, -ικός2, λαϊκό -ίτσα, λαϊκό και λόγιο δίσκος). Εφόσον όμως κάποια λέξη έχει μία ετυμολογία, και τουλάχιστον μία από τις σημασίες της είναι περίπου ίδια με κάποια σημασία του προδρόμου (π.χ. Θεός), αποφεύγεται να δοθούν περισσότερες πληροφορίες· διαφορετικά, το ετυμολογικό μέρος θα έπρεπε να διογκωθεί σε ιδιαίτερο ιστορικό λεξικό.

Ο παραπάνω περιορισμός δεν εφαρμόστηκε αυστηρά στην περίπτωση των παραθημάτων, δηλαδή των επιθημάτων (που παραδοσιακά ονομάζονταν και παραγωγικές καταλήξεις) και των προθημάτων. Παρέχονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αρχική λειτουργία και την εξέλιξη των παραθημάτων για τρεις λόγους: (α) για να αντιμετωπιστούν εκπαιδευτικές ανάγκες, (β) επειδή η ανάλυση και η ιστορική παρουσίασή τους έχει παραμεληθεί στη γλώσσα μας, (γ) επειδή τα επιθήματα, και σε μικρότερο βαθμό τα προθήματα, έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία για τη δομή και την ιστορία της γλώσσας από ό,τι έχουν οι μεμονωμένες λέξεις. Επίσης περισσότερες πληροφορίες δόθηκαν για τα πρώτα και δεύτερα συνθετικά (π.χ. γερο-), και ιδιαίτερα για όσα από αυτά μπορούν να θεωρηθούν συμφύματα (π.χ. ευρω-, υδρο-, -γόνος).
στ. Ενδείξεις για την εξέλιξη της προφοράς

Δεν ήταν τεχνικά δυνατό να δοθεί η προφορά των παλιότερων μορφών των λέξεων, εκτός από λίγες περιπτώσεις όπου υπάρχει μεγάλος κίνδυνος παρανόησης (π.χ. θάμπος -θάμβος, κουμπί -κόμβος). Μια παλιότερη μορφή, προπαντός μια αρχαία ελληνική λέξη, που γράφεται περίπου όπως η σημερινή μορφή, συνήθως προφερόταν διαφορετικά. Στις κληρονομημένες λέξεις οι αλλαγές της προφοράς ακολουθούν αυστηρά τους γλωσσικούς κανόνες και την εσωτερική δομή του συστήματος, ενώ στις λέξεις λόγιας προέλευσης παρατηρούνται “ορθογραφικές προφορές” (π.χ. κόμβος, ανδρείος).

Ανάλογες ενδείξεις για ξένες δανείστριες γλώσσες δεν ήταν τεχνικά δυνατό να δοθούν. Ο χρήστης όμως μπορεί να βοηθηθεί από τυχόν άλλες πληροφορίες, όπως ειδική εξήγηση κάποιας αλλαγής στην προφορά (π.χ. ζιπουνάκι, ζουρλός) ή από την ένδειξη “ορθογρ. δαν.” (π.χ. ζέβρα, ιαγουάρος): προφανώς αν η σχετική λέξη είχε μπει με τον κανονικό τρόπο του προφορικού δανεισμού, θα είχε διαφορετική προφορά. Η ένδειξη για ορθογραφικό δανεισμό στα προϊόντα του διαχρονικού δανεισμού παραλείπεται ως αυτονόητη. Ο χρήστης πρέπει να θυμάται πως στην περίπτωση του διαχρονικού δανεισμού δεν έχει ακολουθηθεί πάντα η φυσική εξέλιξη της γλώσσας.

Μόνο με τη συνειδητοποίηση τουλάχιστον των φωνολογικών και των μορφολογικών, αν όχι και των συντακτικών, κανόνων που καθορίζουν την εξέλιξη της γλώσσας η ετυμολογία ξεπερνάει τα όρια της σκέτης εγκυκλοπαιδικής πληροφόρησης και της ανεκδοτολογίας και γίνεται γλωσσική επιστήμη. Και παράλληλα, αν δεν επισημανθούν οι βασικές σημασιολογικές αλλαγές των λέξεων, προπαντός εκείνων που είναι φορείς πολιτιστικών εννοιών, η ετυμολογία όχι μόνο δεν βοηθάει την ιστορική κατανόηση, αλλά και τη διαστρεβλώνει.
ζ. Ορθογραφικές ενδείξεις

Εφόσον στη γραφή της νέας ελληνικής ακολουθείται περίπου ιστορική ορθογραφία για λέξεις που ξεκινούν από τα αρχαία ελληνικά, οι ετυμολογικές πληροφορίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως ορθογραφικό κριτήριο. Έτσι, μπορεί να γίνουν φανερές τόσο περιπτώσεις ορθογραφικής απλούστευσης (π.χ. παλικάρι), όσο και περιπτώσεις όπου η κρατούσα ορθογραφία δεν στηρίζεται ιστορικά (π.χ. αυγό, τσιγγάνος). Θα ήταν όμως υποβάθμιση του ετυμολογικού έργου να θεωρηθεί πως πρωταρχικός σκοπός της ετυμολογίας είναι ο ορθογραφικός κανονισμός.