360 έρωτες και ένας γάμος πάνω στο μνημόσυνο.

24grammata.com/ σύγχρονοι Λογοτέχνες

Το 24grammata.com παρουσιάζει για πρώτη φορά τα αφηγήματα του Μανώλη Δημελλά, τα οποία, όταν ολοκληρωθεί η εβδομαδιαία παρουσίαση τους, θα περιέχονται στο ebook (flipping book και pdf) – σειρά: εν καινώ– με τίτλο: “Στης σοφίτας τον φεγγίτη” .

Για να διαβάσετε το προηγούμενο αφήγημα κλικ εδώ ή εδώ

Ιστορία  12η.

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς.
Μια ξανάστροφη, του γύρισε ένα χάπο μέσα στα μάδια, τόσο που ‘δε τον ουρανό σφοντύλι. Μα να πάει για μηχανικός στα βαπόρια, που τα ΄βρε αυτά γραμμένα, ο Νικολάκης, που ξάνοιε από της Εξίλες τα βουνά της Κάσου;
Ο Νικόλας Μαστρομηνάς, γεννήθηκε στις έξω γειτονιές των Μενετών, στις πάνω Εξίλες το 1937.
Εποχή με κατακτητές, που τα πιστόλια και οι γκράδες ήταν παιγνίδι για τα παιδικά χεράκια. Δυο περίστροφα, αληθινά, γεμάτα, με πέτσινες θήκες και έκανε τον καμπόϋ, ο δεκάχρονος Νικολάκης, αρχηγός, στους πιτσιρικάδες στο μετόχι,  γυρνούσαν βασιλιάδες, εκείνα τα μικρά τους χρόνια, σαν να ήταν όλος ο κόσμος το μεγάλο χωριό, μα δεν υπήρχε άλλος κόσμος για αυτούς. Μενετές, Αφιάρτης και χοροστάσια στις Εξίλες.
Το σχολείο ήταν κρυφό για αυτά, είχαν και φανερό, κανονικό, μόνο που τα σκληρά χρόνια του πολέμου, με απαγορευμένη την Ελληνική γλώσσα και δάσκαλο τον Ντι Μάγιο, τον Ιταλό που έδερνε αν δεν μιλούσες τα Ιταλικά, η ελληνική γραμματική γινόταν στα διαλείμματα και πάντα με το φόβο μέσα στα μάτια, να μην  σε κάνει τσακωτό ένας περαστικός Ιταλός φαντάρος.
Ένα παιγνίδι ήταν τα γράμματα για τον Νικόλα, πρώτος, αριστούχος από τα πολύ μικρά του, ποτέ δεν ζορίστηκε για να διαβάσει, να μάθει. Η πείνα εκείνα τα χρόνια ήταν ο σύμβουλος και πολλές στιγμές ο οδηγός, το είχαν δουλέψει καλά οι κατακτητές, έδιναν ρούχα, γέμιζαν και το παιδικό στομάχι, μοναχά ένα ζητούσαν από τα ξυπόλητα παιδιά, να γίνουν κομμάτι της φασιστικής ομάδας του Μουσολίνι, να γραφτούν στη νεολαία του.
Οι «Μπαλλίλας» δεν ήταν τίποτε άλλο από τους γενίτσαρους του Ιταλικού συστήματος, όσα παιδιά βρέθηκαν από ανάγκη, πείνα και δυστυχία, με την πλύση εγκεφάλου που τους έγινε τους έκαμαν να μην αμφισβητούν, να αποδέχονται και να δουλεύουν τυφλά, για τον φασισμό.
Οι Μενετές δεν είχαν τέτοια, δεν άφηναν τα παιδιά ούτε οι δασκάλοι, ούτε και οι αγράμματοι αλλά παθιασμένοι με την Ελλάδα, την ιδέα του Ελληνισμού,  γονείς και οι συγγενείς.
Ο Νικολάκης, με μια χοντροφέτα ψωμί, με λιοπό λάδι και μπόλικη ζάχαρη, το «καΐκι», περπατούσε μια ώρα για το σχολείο, όλα τα μενεδιατάκια το ίδιο,  όχι όλα υπήρχαν και ακόμη πιο φτωχά, οικογένειες, φαμίλιες που δεν τα έφερναν βόλτα, που δεν είχαν ούτε αυτό το «καικάκι», για το πρωινό-δεκατιανό του μαθητή.
Θυμάται ο Νικόλας και ξαναβουρκώνει, πως κόβαν ψιλές, μικρές μπουκιές, από το ψωμάκι τους, ο κάθε μαθητής, για να ταίσουν εκείνους που έπεφταν κάτω, λιγοθυμούσαν από την πείνα, εκείνους που ούτε τα χέρια δεν είχαν κουράγιο να σηκώσουν, σαν να δίνεις σε σπουργίτι ψίχουλα κι εκείνο, το εφτακακόμοιρο, να τα καταπίνει αμάσητα.
Στο σχολειό, οι Έλληνες δάσκαλοι η Μαρίκα Χωρατατζή, ο Γιάννης Οθείτης με την γυναίκα του Τρεμπέλα, ο Γιώργος Καμαράτος, περίμεναν το διάλειμμα, την ευκαιρία να κάνουν στα κρυφά μάθημα την ελληνική γλώσσα. Έτσι έμαθε ελληνικά ο Νίκος και οι υπόλοιποι που ήταν σπορά  πολεμικών χρόνων. Η αριθμητική, η ορθογραφία δεν ήταν μικρό παιγνίδι, ο δάσκαλος, διευθυντής του σχολείου, γνωστός για την σκληρότητα του, κρεμούσε από τα αυτιά όποιον μαθητή έφτανε αδιάβαστος στην τάξη. Όλοι τρέμαν τον Οικονομίδη, όλοι κρατούσαν, έκρυβαν τα αυτιά τους σαν περνούσε από δίπλα τους.
Ακόμη θυμάται τον δάσκαλο Χατζηκωστή, να τον φωνάζει, Νικολάκη της Βαρβαρούλας, όταν τον ρώτησε τίνος είναι, το μικρό όνομα του πατέρα του, εκείνος έξυσε το κουρεμένο με την ψιλή, γουλί για να μην πιάνουν ψείρες, κεφάλι του, δεν ήξερε ούτε το όνομα του πατέρα του.
Από τότε του ΄μεινε και κάθε που γράφει το δικό του όνομα,
τον μνημονεύει, σαν να στέκει ο δάσκαλος παρακεί και να κουνά χαιρέκακα την  βίτσα στα χέρια.
Όλοι οι δασκάλοι τους κοπανούσαν, τους έδερναν, ακόμη και ο Ιταλός με μια χοντρουλή σανίδα,  αλλά η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν του Μηνά Αριστ. Αλεξιάδη, που δεν ήταν ούτε καν δάσκαλος, όμως με κενές τις θέσεις στην απελευθέρωση βρέθηκε να κάνει γεωγραφία στους μικρούς μαθητές. Είχε το ιδίωμα να κρατά πάντα μαζί του ένα στραόξυλο, οπουδήποτε κι αν συναντούσε κάποιο παιδί, έναν μαθητή του, στο δρόμο ή τύχαινε να περνά έξω από το σπίτι του, άρχιζε τις ερωτήσεις, ποια είναι η πρωτεύουσα τις τάδε χώρας, ποιος ο πληθυσμός της δείνα, με τι ασχολούνται οι κάτοικοι σε εκείνο το σημείο του κόσμου, ονόματα από βουνά, λαγκάδια και εάν δεν έπαιρνε απάντηση σωστή, μαύρη ώρα να ήταν η ώρα, ξεκινούσε με το στραόξυλο και κοπανούσε γερά τον ανυποψίαστο και άτυχο, για την τυχαία συνάντηση, μαθητή.
Αν και ούτε ραδιόφωνο δεν είχε το χωριό, όλοι οι μαθητές έγιναν γεροί στη γεωγραφία, αφού  ακόμη και σήμερα έρχεται συχνά στο ύπνο τους ο δάσκαλος και δήθεν περαστικός, περιμένει τις σωστές απαντήσεις.
Ήταν το 1948, που ξεμυαλισμένος μάζευε τα πράματα του για τον Πειραιά, η θεία του Άννα Μαυρομάτη, τον είχε προετοιμάσει, για τα όνειρα του υπήρχαν δρόμοι, αληθινές στράτες.
Τα Καμίνια ήταν το κέντρο των απόδημων Μενετιατών, τα φτωχά Καμίνια, που ψήναν τούβλα και από εκεί το όνομα,  αγκάλιαζαν στοργικά κάθε μετανάστη, εκεί μετά την Α΄γυμνασίου, στα δεκατέσσερα, μπήκε στην σχολή μηχανικών, άκου μηχανικός, το άκουγε στην αρχή ο πατέρας του, ο Γιώργης, αναστέναζε με την χαζομάρα, την ανοησία του γιού του.
Όταν είδε πως προχωρούσε καλά, παράλληλα έβγαζε και το νυχτερινό ο πιτσιρίκος, ο πατέρας του ήρθε στο Πειραιά και έδωσε
9 λίρες χρυσές στον Βαγγέλη Αναργύρου, για να δουλέψει στο μηχανουργείο του, ο Νίκος θα έπρεπε να γράψει την ανάλογη προυπηρεσία.
Παραλίγο να γίνει και ιπτάμενος, αν δεν το έπαιρνε χαμπάρι ο γέρος του, που τον έκοψε στο νήμα, πάνω στις εξετάσεις έκανε καταγγελία ο πατέρας του, έτσι του απαγόρεψε την συμμετοχή σε αυτές,  ένας  δρόμος έμεινε ανοιχτός, η μοίρα δεν ξεγράφει για τον Νικόλα,
δεν άργησε να βρεθεί στην αγκαλιά της θάλασσας.
Ηλεκτρολόγος, υπαξιωματικός στο πολεμικό ναυτικό. Έξι χρόνια έμεινε στα γκρι  βαπόρια, τα πολεμικά, έξι χρόνια που θυμάται, τις άσπρες παγωτατζίδικες στολές, την Κρήτη, τον ναύσταθμο στα Χανιά, τον Πειραιά με τις μέρες εξόδου του, που τις πέρναγε στην σχολή εργοδηγών «Αριστοτέλης», τόση αγωνία για μόρφωση και πτυχία τον έπνιγε από τότε, μα πιο φρέσκους έχει τους έρωτες, εκείνες τις στιγμές του που γέμιζε με χάδια και κρατούν στην μνήμη σαν πρωινά, δροσερά φιλιά.
Υπηρετούσε στον «Αλιάκλμονα», το αρματαγωγό που μας χάρισαν και αυτό, οι Αμερικάνοι, όταν στα Χανιά γνώρισε την Καίτη, την ίδια στιγμή ξεμυαλισμένος με την Ζωζώ και το μυαλό στα γλέντια του Πειραιά, ο Νικόλας ξοδεύει το μεροκάματο πάνω στους σκοπούς της νύχτας. Είναι γλυκό το τραγούδι πάνω στο ξενύχτι, αν χαζεύεις και καμιά μικρούλα κλείνουν τα αυτιά και ξεσηκώνονται τα μάτια.
Σκαστός, δραπέτης από το βαπόρι, το 1959 ανέβηκε για ένα γλέντι, μια χοροεσπερίδα στον «Γκέσουρα», μια ταβέρνα στο Ρέντη, που εκείνα τα χρόνια ήταν μεγάλη δουλειά να γλεντάς εκεί μέσα.
Σάββατο την κοπάνησε από Κρήτη και η Τετάρτη τον έβρισκε μεθυσμένο να γλεντά με κάτι Συμιακούς περιμένοντας να σαλπάρει το βαπόρι της γραμμής για πίσω. Γλύτωσε το στρατοδικείο από τον έρωτα του, ο θείος της Ζωζώκας, ήταν γνωστός του κυβερνήτη, έτσι την έβγαλε μοναχά με 40 μέρες φυλακής.
Μα τα δύσκολα τα πέρασε με την Καιτούλα, τους έκανε τσακωτούς στο σπίτι ενός φίλου ο πατέρας της, λίγο πριν ξεκινήσει η χειροδικία μπήκαν οι γειτόνοι και βρέθηκε στην αστυνομική διεύθυνση Χανίων, ο αξιωματικός όσα και να του είπε δεν έπεισε τον Νικόλα για να τραβηχτεί από την ιστορία.
Άρχισαν τα όργανα, στο Κούμπε, έξω από τα Χανιά, η πρώτη σφαίρα έσπασε το τζάμι του λεωφορείου και πέρασε ξυστά από δίπλα του.
Ξεκίνησαν και τα γράμματα με τις απειλές, την είχε κουρέψει, τη κλείδωσε μέσα και η κόρη μαράζωνε από τον καημό της.
Οι απειλές δεν είχαν τελειωμό, στην Κρήτη οι νταήδες μετρούσαν με τα θανατικά που είχαν σπύρει και έκεινος ήταν γραμμένος στα κατάστιχα των φόνων, ήταν υποψήφιος.
Ντύθηκε, ξυρίστηκε, πήρε και τον οπλονόμο του καραβιού με δυό, όχι ένα, κουμπούρια ζωσμένο και κίνησαν για το σπίτι της Καιτούλας.
Στρίβειν δια του αρραβώνος, εκεί το πρωτόμαθε το κόλπο, φάγανε και γλυκάκι, αυτό του κουταλιού, δεν τάγγιασε η γλώσσα, ροτάριζε κάθε που έφτανε να ορίσει τις εξελίξεις, όμως ξεκαθάριζε, την θέλει και θα την επάρει. Μια φευγάτη ματιά στην έξοδο, ήταν και η τελευταία φορά που είδε την Καιτούλα, μαύρα από το κλάμα τα γλυκά τσακίρικα μάτια της, μαντήλι περασμένο στο κεφάλι να κρύβει τα στραβό-κουρεμένα της μαλλιά. Ένα πικρό χαμόγελο μαρτυρούσε το τέλος που ήρθε αφού ο έρωτας δεν πόσοσε να γίνει, πνίγηκε μες τα μέλια.
Ήρθαν άλλες, λογής-λογης γυναίκες, που για τον γλεντζέ Νικόλα δεν πολυάνοιγαν την καρδιά του μα προσέφερε ό,τι είχε.
Αρχές Αυγούστου του 1957, ακόμη δεν τόχε πάρει απόφαση, θα πήγαινε στην χάρη της, στις Μενετές ή θα καθόταν στα Καμίνια να το γιορτάσει τον δεκαπενταύγουστο, αναρωτιόταν και οι μέρες έφευγαν βουβά.
Πέρασε του Χριστού και δεν άντεξε, μπήκε στο πλοίο της γραμμής χωρίς να το λογαριάσει, μόνο με την άσπρη στολή εξόδου, άλλωστε κρυφοκαμάρωνε για αυτό, μεγάλη δουλειά εκείνα τα πεινασμένα χρόνια, να φοράς τα άσπρα, να καμαρώνεις μέσα στα ναυτικά.
Εκεί μια Κασσιώτισα έκαμε την καρδιά να λιώνει σαν παγωτό μακριά από τον πάγο, ιδροκοπά και αναστέναζε με την πρώτη, κλεφτή, ματιά. Πήραν φωτιά τα λυροτσάμπουνα, γλεντίζαν μέσα στο βαπόρι, που εκείνα τα χρόνια ήθελε κοντά τρεις ημέρες να βγείς πάνω στην Κάρπαθο, θαρρώ πως ίδια μετρούσε, σαν σήμερα πήγαινε το ρολόι, μα χασομερούσαν οι άνθρωποι, στεκόταν ο ένας δίπλα στο άλλον και άκουγαν, μπαίναν ο ένας στα παπούτσια του άλλου πιο εύκολα έτσι  μοιραζόταν και σκορπούσε ο καημός.
Δεκαεφτάχρονη, πιτσιρίκα, μα σαν γυναίκα μυαλωμένη η μαυρομάλλα Κασσιώτισα που του έδωσε, στα κρυφά, ραντεβού στο Φρύ. Ο δρόμος κακοτράχαλος, ξετροχάρης, με μποφόρια που κάναν τις μαντινάδες τρικάντουνες αλλά και οι δυο, ο Νικόλας και η Άννα έδειχναν σαν μαγνητισμένοι.
Στην Κάρπαθο τρωγόταν με τα ρούχα του, ούτε αλλαξιά δεν είχε και ονειρευόταν έρωτες στην Κάσο.
Βρήκε με τον ξάδερφο του τον βαρκάρη που έκανε τα δρομολόγια, από την Αρκάσσα στο Φρύ της Κάσου, μπήκαν βιαστικά μέσα, ο ξάερφος πλανόδιος έμπορας, βρήκε ευκαιρία να πουλήσει τα υφάσματα που καιρό τώρα προσπαθούσε να τα σπρώξει στο χωριό, στις Μενετές, που τον είχαν καταλάβει τι σαβούρες τους πάσσαρε και τον είχαν κάμει πέρα.
Μα καθώς ήταν ανοιχτό, ξεσκέπαστο το σκάφος, έμπαιναν τα κύματα και τους γέμιζαν αρμύρα. Το στενό έσταζε το κύμα σαν δηλητήριο.
Άρπαξε τα υφάσματα ο Νικόλας, τυλίχτηκε με αυτά και βγήκε βρεμένος, σαν συντυληγμένο σάβανο στο Φρύ.
Ο βαρκάρης φτάνοντας, διασκεδάζοντας τους πελάτες του, φώναξε, διαλαλούσε στους μαζεμένους νησιώτες πως έφερε τον καινούριο λιμενάρχη. Δυσπιστούσαν στην αρχή, μα μόλις είδαν την άσπρη του στολή μόνο που δεν τον σήκωσαν στα χέρια. Πέντε μέρες κράτησε το γλέντι, μόνο που δεν κάψανε το μαγαζί του Πιπίνου, στο λιμανάκι της Κάσου. Πέντε μέρες κράτησε και ο έρωτας με την Αννούλα που ακόμη την θυμάται και λέει πως παραλίγο, αν δεν ήταν ξένη, μακριά από την Κάρπαθο μπορεί και να γινόταν  γυναίκα του. Είναι που στο νησί την καταγωγή και την γενιά δεν την δίνει ο άντρας μα η γυναίκα που παντρεύεται, έτσι όλοι προσεχτικά διαλέγουν την νύφη να είναι από τα γύρω μετόχια.
Μα την μετέπειτα γυναίκα της ζωής του, την γνώρισε το 1959 σε ένα περίεργο μνημόσυνο.  Η Καρπαθιά μπαινόβγαινε στο μυαλό του από καιρό, τού το τόχαν σφυρίξει για εκείνη, μα δεν είχαν βρεθεί ποτέ από κοντά, να τα πούνε, να δουν βρε αδερφέ αν συνταιριάζουν τα χνώτα τους.
Είχε περάσει ένας χρόνος από ένα γλέντι στην Πεντέλη, εκεί το ξημέρωμα αγόρασε δυο κότες και τις έδωσε δανεικές στο πατέρα της, που γλεντίζανε μαζί, να τις αναθρέψει και κάποια στιγμή να τις περάσουν από το τσουκάλι στην απέραντη αιωνιότητα, στα υγρά των στομαχιών.
Η μια κότα όμως δεν άντεξε, έσβησε παραπονεμένη μέσα στο στενό κοτέτσι. Ο Νικόλας βρήκε αφορμή, τέτοιος ήταν, μάζεψε την παρέα του, έβαλαν όλοι μαύρα περιβραχιόνια, ανέβηκαν στην Πεντέλη με τα όργανα στα χέρια. Στήθηκε μεγάλο γλέντι, ξεχάστηκε η νεκρή, μα αυτό δεν είναι και η γιατρειά, το φάρμακο στην απώλεια, η δράση, η έντονη ζωή. Εκεί έκλεισε κι ο γάμος, παντρεύτηκε μέσα στην  χρονιά το 1959 που έμελε να είναι και το τέλος μιας ήσυχης ζωής.
Επήρε την Σοφία και κατέβηκαν στο Απόλλωνα, στα Καμίνια, άνοιξαν μια ταβέρνα που μια νύχτα ολόκληρη σκαρώναν μαντινάδες, με τον Γιάννη Φρεσκάκη, για να βγάλουν το όνομα της, μα δεν τα κατάφεραν και απόμεινε ανώνυμη.
Εκεί, Κομοτηνής και Μαραγκούρη, έριξε 70.000 δραχμές, γερά μαιδιά για την εποχή.
Σαν να ανοίξαν οι ουρανοί και έβρεχε χρήμα, έτσι του πήγαινε του Νικόλα, μοναχά το Σαββατοκύριακο το ταμείο, ο μπεζαχτάς γέμιζε με δυόμιση οικόπεδα, αφού με την είσπραξη, τα 15.000 χιλιάρικα, έπαιρνες τότε μπόλικη γη, ανάξιο χώμα, που τότε κανείς δεν πολυυπολόγιζε.
Γλέντια τα Σαββατόβραδα στου «Μαντουβάλα» μετά το κλείσιμο της ταβέρνας, ζωάρα, γεμάτη ξεγνοιασιά, μα η μουσική και τραγούδι δεν κράτησε πολύ, ο φθόνος, βγήκε σαν ιστός αράχνης, έπιασε από τα πόδια, σφιχτά το βήμα του Νικόλα, μέχρι και οι συγγενείς γκρινιάζαν για την επιχείρηση και είχαν, σαν κοκκόρια, όλοι γνώμη.
Τέσσερις μήνες άντεξε τη  μούγρα, το καλοκαίρι του 1960, έδωσε ραντεβού με την παρέα του, φώναξε και τα όργανα. Εκεί πάνω στο τελευταίο γλέντι του μαγαζιού, τα έσπασε όλα, έκανε τον αγώνα του λαμπόγυαλο, μόνο καρέκλες και  τραπέζια δεν έσπασε, γιατί πάνω σε αυτά είπαν τις τελευταίες μαντινάδες που ακούστηκαν στο ανώνυμο μαγαζί. Γεμίζουν δάκρυα τα μάτια, όταν θυμάται τη μάνα του, όλη τη νύχτα η Βαρβάρα, καθόταν  μοναχή στην έξω μερά του, κοντά στην είσοδο του κέντρου, έκλαιγε και τον κοίταζε με πικρό παράπονο.
Από τότε ξεκίνησε τα μπάρκα,τα μεγάλα ταξίδια που κράτησαν μια ζωή, ακόμη ταξιδεύει ο ευαίσθητος Νικόλας, δεν σταματά να κάνει ντηζελομηχανή το μυαλό και να σκίζει τους χάρτες, εκείνους που με τον φόβο του στραόξυλου, στάμπα στα μελανιασμένα από το ξύλο ποδάρια, η Αμερική, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Ευρώπη, μεγάλα μπάρκα που απέμειναν βαθειά χαραγμένες μνήμες. Στέκουν γεγονότα και πρόσωπα, φρέσκα, αναλλοίωτα και συνοδεύουν κάθε βήμα.
Ο Νικόλας, τραγουδιστής, γράφει, σκαρώνει μαντινάδες, θυμάται, δεν σβήνει τίποτε από τα πρώτα. Ίδια διαδρομή θα τραβούσε και τώρα, αν του έλεγαν να ξαναδιαλέξει στα ίδια πατήματα, ακριβώς τα ίδια χνάρια θα άφηνε ξοπίσω του.
Δεν είναι οι 360 έρωτες τους, όχι δεν είναι υπερβολές, κρατά στο αρχείο του τα γράμματα, τα φλογερά ερωτόλογα, δεν είναι οι αγωνίες για το χωριό, το νησί του, που έβγαιναν όλες μέσα στα συλλογικά. Είναι που έψαχνε πάντα  να ξετρυπώσει το μυστικό της ζωής, σκάλιζε, πότε μέσα στις μηχανές και πότε μέσα στα βιβλία να ανακαλύψει το γιατί κάποιοι καίνε φλάντζα πιο νωρίς, ενώ άλλοι είναι ακούραστοι, την κρατούν αναμμένη και ζεστή για πολλά χρόνια.
Είναι το νερό που το πίνουν στον Καύκασο παγωμένο και πετούν το λιωμένο κατακάθι του, το δηλητήριο που λένε. Το κάνει 37 χρόνια ο Νικόλας και ας μην είναι Καυκάσιος περιμένει τα αποτελέσματα.
Είναι που δεν σταματά να γράφει, να έχει άποψη και να συγκινείται με κάθε τι που αγγίζει την ψυχή του.
Ο Νικόλας μεγάλωσε στα χρόνια που η ντροπή δεν ήταν μόνο λέξη, ήταν στάση ζωής, στα χωράφια και τις άλωνες που η μάνα, του έμαθε να μιλά με σήματα, με την φωτιά πιάναν κουβέντα, με τα απέναντι βουνά, σηματωροί μιας δύσκολης, σιωπηλής ζωής.
Άφησε πίσω τα λειψά γράμματα, άφησε πίσω κατακτητές, μιζέριες και φτώχειες. Πρώτα έβαλε τα γράμματα, την μόρφωση και τον πολιτισμό στην ζωή του, τώρα στα μεγάλα χρόνια του, ακόμη μαθητής, προσπαθεί, τελευταία μαθαίνει να συγχωρεί, να λέει το ευχαριστώ σε εκείνους που άλλα κατάλαβαν, άλλα ζήτησαν από εκείνον και μέσα στην ανημπόρια τους δεν βλέπουν.
Το ήθος είναι λέξη δύσκολη, κουβέντα που γράφεται όταν ξεθάβουμε, θυμόμαστε τα δικά του πρώτα χρόνια. Τέτοιος άνθρωπος ο Νίκος, δεν ξεχνά το δίκιο, μα δεν χτυπά τον πεσμένο στο καναβάτσο αντίπαλο.  Μετανάστης που 25 χρόνια προσέφερε στα συλλογικά όργανα του τόπου, της Καρπάθου, μια προσφορά που δεν λέγεται, δεν κάνει να εξομολογείται, έτσι είναι ο Νίκος, που θα τα πει όλα μα μόλις κλείσει τον αιώνα. Μόλις πατήσει τα 100 θα μιλήσει για τους έρωτες του, στα πέρατα του κόσμου, μα και την Αθήνα.  Τα κρυφά παράπονα του, για τα συλλογικά κοινά, που όταν έβγαιναν τα προσωπικά θέματα στον αφρό, καθυστερούσαν την εξέλιξη.
Όσο στέκει ο αδριάντας στην είσοδο του χωριού το μυαλό θα γυρνά σε κείνον, έργο δικό του και αυτό, ίσως το μεγαλύτερο, σίγουρα αυτό που ο Νικόλας πονά και καμαρώνει περισσότερο, αφού κατάφερε να δώσει πρόσωπο στην ιστορία μας, μα ντρέπεται όταν μιλά για τον εαυτό του, τα λέει με μισόλογα  και μέσα από το στόμα.
Το νερό ζεστάθηκε, πετάξαμε το κατακάθι, το δηλητήριο που λέει ο Νικόλας, άντε να δούμε τώρα που τα βάλαμε και με τον θάνατο τι να τα κάνουμε τα μνημεία, κανείς δεν θα μας πιάνει, ούτε ο «Μιχαλάκης», δεν θα μας σταματά.