ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 24γραμματαΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ, ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ

γράφει ο Απόστολος θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Κάποτε θα με ρωτήσεις για ΄κεινα τα χρόνια. Μια Ελλάδα παραμορφωμένη, διουνυσιακή και ηδυπαθής. Απ΄άκρη σ΄άκρη γράφεται το τραγούδι της εποχής εκείνης. Τότε συνέβη μ΄ακρίβεια αυτό που ομολογεί ο Αμερικάνος Gary Snyder όταν κάνει λόγο για συνείδηση, σκέψη, γλώσσα και φαντασία άγριες.
Αυτή η ποίηση είναι στ΄αλήθεια η τροχιά ενός ολόκληρου λαού. Και οι σκληρές, οι λαϊκές νύχτες στα μαγαζιά της αγίας, ελληνικής επαρχίας, εκεί που γράφονται οι εντυπώσεις του έθνους απ΄τους καλούς, παλιούς καιρούς. Ακριβώς όπως το ΄πε η Κατερίνα της οδού Ανδρέα Μεταξά, ταξιδεύοντας ταραγμένη ανάμεσα στα σκουπίδια του αιώνα μας.
Οι τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα ολοκληρώνουν το ελληνικό δράμα. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως αυτή η εποχή δεν αποτελεί παρά το τέλος ενός πολιτισμού. Η φλεγόμενη επαρχία δίνει τον τόνο σ΄ένα κρεσέντο ανεπανάληπτο. Ολόκληρο το έθνος να εξαντλείται σ΄ασκήσεις παράξενες, όπως το άθλημα της αγιωνυμίας που ποτέ δεν εκτίμησε ο ταξιδευτής Παύλος Μάτεσις και άλλες συνήθειες εφιαλτικές. Τώρα πληγώνονται οι αισθήσεις, υπάρχει ακέραια η εκτίμηση πως τώρα το φιλμ πληγώνει.
Ακόμη ηχούν τα γρήγορα αυτοκίνητα, οι ξέφρενες, εκείνες μοτοσικλέτες που εκτινάσσονται μες στην ησυχία, όπως ποτέ ξανά άλλοτε. Είμαστε οι συνήθειες που κάποτε μας έθρεψαν.
Γι΄αυτό και εγώ αγαπώ εκείνη τη νύχτα που μένει, όπως διεσώθη στο φιλμ του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Μιλώ για τα παράθυρα πίσω απ΄τους αεροδιαδρόμους, το κορίτσι με τα όνειρα πλεγμένα στα μαλλιά της που όλο φεύγει σε υγρές πόλεις, με μαγαζιά απαστράπτοντα που φλέγονται, φλέγονται, φλέγονται αργά τη νύχτα. Γι΄αυτό και εγώ ταυτίζω εκείνη την εποχή με την καθαρή, γυναικεία φωνή, ερεθίζοντας τη θλίψη μου και άλλα κοσμιτικά της ζωής μου ουσιώδη. Την Ελλάδα τη συνθέτουν αναρίθμητες εποχές. Σπουδαίες στιγμές μ΄άρωμα ελληνορωμαϊκό και αιολικά απογεύματα μ΄αγάλματα δίχως μάτια. Με δυο μονάχα εσοχές να στηρίζουν το μετέπειτα. Άγκυρες, άγκυρες πολλές σ΄αυτά τα νερά, καθώς εσύ χειροκροτείς ανένδοτος, θαυμάσιε πολίτη, προσηλωμένε στον Μπαχ και τον Τσιτσάνη. Και το κορίτσι σου μες στις κλούβες, μ΄ορθάνοιχτες πόρτες και παράθυρα, ξανθό, γυμνό και όμορφο σε μια κορυφαία έκφραση του ελληνικού έρωτα. Γύρω σπαρμένοι αμφορείς και η γωνιά της προτομής κάποιας θεάς ανάμεσα στις ρίζες.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος σημειώνει. Η Αθήνα δεν σέβεται τίποτε, γι΄αυτό την αγαπώ. Πρέπει, λοιπόν να΄χει στομάχι ετούτη η ποίηση του Νίκου Παναγιωτόπουλου για ν΄αντέξει τούτο τον τόπο. Τα τραγούδια του πρέπει να μπορούν να σηκώσουν τις προτομές, τα λάστιχα, τον χάλυβα, τ΄αυγουστιάτικα φεγγάρια, τα ποιήματα, τις επαρχίες. Σύνορα ολόκληρα μιας παλιάς και τελειωμένης εποχής.