Το Παλαιοπωλείο, Κωστής Σχιζάκης

Ο ελληνιστικός Κωστής Σχιζάκης

Στο βάθος του «Παλαιοπωλείου», εκδ. 24γράμματα

γράφει ο Απόστολος θηβαίος

Το Παλαιοπωλείο, Κωστής Σχιζάκης, εκδ. 24γράμματα, ISBN: 978-618-5469-68-9, σελ 278, τιμή:17.00

σε όλα τα βιβλιοπωλεία και

online https://24grammata.com/product/991/

Μπορείτε, ακόμα, να τα παραγγείλετε και τηλεφωνικά 210 612 70 74,

ΔΩΡΕΑΝ ΕΞΟΔΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ

Στην πλατεία Αγίων Ασωμάτων μπορεί να βρει κανείς ένα πλήθος ασύλληπτων πραγμάτων. Προϊόντα άλλων εποχών, με την αναγκαία πατίνα του χρόνου που τα σαρώνει μα και πράγματα ενδεικτικά της επικαιρότητας, του συρμού που παραδίνεται στον άνεμο, που χάνει και πάλι κερδίζει τις σημασίες του. Ολόκληρα νοικοκυριά στοιβάζονται στα πόδια των περαστικών. Ένα σερβίτσιο με ωραίες, λεπτότατες υφάνσεις που ελίσσονται ως φλέβες, ένα σκονισμένο πικάπ με φωνή κουρασμένη, επιγραφές της Αθήνας που κατεδαφίζεται αργά, μερικές προτομές ελασσόνων γλυπτών που τώρα προσελκύουν το ενδιαφέρον των τουριστικών γκρουπ. Λάμες, μαχαίρια, λαμπτήρες, φωτιστικά, πολυθρόνες, νομίσματα, συλλογές γραμματοσήμων, είδη ωρολογοποιίας. Και τι δεν βρίσκει κανείς σε αυτό το οικόπεδο που έχει επιφορτιστεί με τον χαρακτήρα ενός μαρσεγέζικου κήπου των ερειπίων. Ίσως στο βάθος του μαγαζιού με τα αρχαία φόντα κατοικούν ακόμη τα επίκρανα που βίαια η εποχή μας απέσπασε από τον φυσικό της χώρο και τώρα ουρλιάζουν σαν άνθρωποι – έρωτες.

Κάπως έτσι μοιάζει το Παλαιοπωλείο του Κώστα Σχιζάκη. Το καινούριο βιβλίο των εκδόσεων 24γράμματα που φθάνει στα ράφια των βιβλιοπωλείων, διαθέτει μια παλαιά πόρτα, απολύτως λαϊκή και ετοιμόρροπη. Στους τοίχους του φέγγει σαν υδατογραφία το παλιό Ρέθυμνο και οι ψηφίδες από την θρυλική αυτοκρατορία της νεότητας. Ανάμεσα στα δοχεία με τα ακριβά υγρά μπορεί κανείς να ανακαλύψει λεπτομέρειες της εποχής που περνά και χάνεται . Παλιές καμάρες, ζωές σε παράταξη, ταφτάδες, μουσελίνες, βελούδα, σατέν όλων των χρωμάτων και των δεκαετιών που κυλούν σαν ρεύματα κάτω από το πέρασμά μας. Το μυθιστόρημα του Ηρακλειώτη αρχιτέκτονα που εμπνεύστηκε πριν από μερικά χρόνια την δημιουργία ενός Μουσείου Εικαστικών Τεχνών συνιστά ένα αληθινό μαργαριτάρι, πλούσιο από μικρές και μεγάλες μυθιστορίες. Η Άννα, ο Δημήτρης, το στενό με τα δυο τρία σπίτια, τα χρόνια τα ακρωτηριασμένα, ο έρωτας που πατά τον θάνατο. Στο μυθιστόρημα του Κ. Σχιζάκη αναπλάθεται ένα είδος νεότητας που μόνον τα ταξίδια μπορούν κάποτε να ανασύρουν. Η μεγαλοσύνη και η ανθρωπιά ποτίζουν τις σελίδες με εκείνο το είδος της φίνας μελαγχολίας που συνεπάγεται η αξεδιάλυτη σκόνη του καιρού. Μυρωδιές των δρόμων, έρωτες και αποχαιρετισμοί, η φρεσκάδα των καθημερινών πραγμάτων που χάθηκε και τώρα ξαναζεί μες στις σελίδες του Παλαιοπωλείου.

Καμιά σκηνογραφία πέρα από όσα ανασύρει ο μύθος και η απλή, ατομική μας ιστορία, σπάραγμα, κεφάλι ιερατικό της μεγάλης, λαϊκής μυθολογίας. Ο έρωτας που νυχτερεύει στα άσπιλα μάγουλα του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο τόκος εν τη ψυχή που συνιστά ένα είδος προστιθέμενης αξίας για το φινάλε του θεάτρου, η αυθεντικότητα και η γνησιότητα της αναπαραγωγής ενός κόσμου και μιας εποχής συνθέτουν τα πολύτιμα, ειδικά χαρακτηριστικά του Παλαιοπωλείου που φέρνουν οι εκδόσεις 24γράμματα  στο προσκήνιο. Τα πρόσωπά του γλείφουν την σκόνη, βαδίζουν σαν σκυλιά και σαν πεταλούδες, κυνηγούν φεγγάρια σε μια σπάνια, κυνηγετική περίοδο, πατούν στο ακαθόριστο της ζωής, το κατώφλι της ζωής τους απολύτως ποιητικό. Τα χρόνια κυλούν στις σελίδες του μυθιστορήματος με την φυσικότητα της δροσιάς όταν σταλάζει στα χέρια σου. Ο Κώστας Σχιζάκης δεν εικονογραφεί την ζωή των ηρώων του. Για την ακρίβεια, έχουμε να κάνουμε με έναν ζωγράφο αξιώσεων, με έναν αγωγό που κουβαλά ρεύματα και βιογραφίες. Στις σελίδες του μυθιστορήματος η καρδιά υπαγορεύει, η φαντασία γράφει, το πνεύμα διορθώνει. Η τραγωδία του ανακουφίζει, σκεπάζει το όνειρο που γερνά. Το όνειρο που αρκεί το λεπτόν ίχνος της αρβύλης του συγγραφέα για να ξυπνήσει και να φωτίσει την νύχτα.

Ο Κώστας Σχιζάκης αντικρίζει τον κόσμο και τις παραφωνίες του με όλο τον έρωτα που αρμόζει σε ένα βλέμμα συνεπαρμένο. Ζωγραφίζει τα πρόσωπά του με αποχρώσεις της νοσταλγίας, κάθε τόσο τσακίζεται και έπειτα γαντζώνεται από ειδύλλια, μοναξιές, έρωτες, κεφάλαια. Η φαντασία του διαθέτει την σπάνια συνείδηση των μυθιστοριογράφων, ο λόγος του δονείται από την απλότητα της ζωής που με λίγη ποίηση φέγγει. Της ζωής που ίδια φλέγεται στην Βερόνα, την Ρώμη, την Αθήνα, το Ρέθυμνο. Της πιο σπάνιας βιογραφίας που στεγανή από ζωή άλλον δρόμο δεν έχει από την κάθαρση. Της ζωής με τον πλούσιο διάκοσμο και τον ανυπόφορο σάλο της.

Το μυθιστόρημα των εκδόσεων 24γράμματα καλείται να υπηρετήσει ένα είδος που ολοένα και περισσότερο, κερδίζει έδαφος μες στην πλούσια βιβλιοπαραγωγή των τελευταίων δεκαετιών. Θες η θλίψη πίσω από την ζωή που δεν μαλακώνει, θες το συντελεσμένο και το χρονικό που μας γοητεύουν με τον τρόπο που μας κερδίζει η ομορφιά εκείνων που δεν γνωρίζουν πως υπήρξαν όμορφοι, οι σελίδες του Παλαιοπωλείου στήνουν ξανά πάνω στην σκηνή τις συγκινήσεις μας. Εκείνες τραγουδούν στα διαλείμματα του ανέμου που σαρώνει τις δεκαετίες. Μέσα από τις ίδιες αυλακώσεις , κάτω από φωταψίες και πρόζες, φτάνουν τα απόφωνα από τις λεπτομέρειες της ζωής. Ο συγγραφέας με μια αφοπλιστική δήλωσή του στο οπισθόφυλλο της έκδοσης επισημαίνει πως σε τούτο το μαγαζί μπορεί κανείς αν το θελήσει τίποτε να μην αγοράσει. Στους διαδρόμους του ξεσταχιάζουν πράγματα και πρόσωπα που κανείς δεν επιθυμεί. Μες στους κόλπους της φαντασίας του επιβιώνει η αιωνιότητά τους που δείχνει πάντα τον δρόμο. Στο βάθος της αποθήκης του, προσμένουν οι μορφές για να ξαναζήσουν. Προσμένει εκείνο που λένε ιστορική καλλιγραφία, ένα είδος ανθρώπινης ποίησης που ευδοκιμεί μες στις σκόνες, την βατίστα, τους ταφτάδες, τα λάθη και τις αποδημίες. Μια ατμόσφαιρα ρηγματώδης διατρέχει τις σελίδες του Παλαιοπωλείου και όλα μεταμορφώνονται σε κλειδιά. Οι μορφές και τα γεγονότα διαθέτουν ένα είδος φόρμας που δεν χάνει την έκτασή της μες στο πολύ σκοτάδι και την πολλή μνήμη. Μια αίσθηση ξυπνά ανάμεσα σε εκείνα τα παλιά πράγματα, μια αίσθηση που δεν φέρνει την πλήξη, που σκεπάζει σαν φτερούγα τα μάτια του μύστη για να δει κάποτε καλύτερα, για να ακούσει ευκρινέστερα τις παγωμένες μουσικές που ζωντανεύουν τα πρόσωπα των ελληνιστικών ηρώων του Κώστα Σχιζάκη.