Γιώργος Κόκκινος παρουσιάζει το βιβλίο της Ειρήνης Γαβριλάκη «Κήποι»

Γιώργος Κόκκινος

Παρουσίαση του ποιητικού βιβλίου της Ειρήνης Γαβριλάκη «Κήποι» , εκδ. 24γράμματα (Νομισματικό Μουσείο, Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019)

Κήποι
Συγγραφέας: Eιρήνη Γαβριλάκη

ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ!!!

και ON LINE https://24grammata.com/product/881/

καθώς και τηλεφωνικά στο 210 612 70 74 / αντικαταβολή

ΔΩΡΕΑΝ έξοδα αποστολής σε όλη την επικράτεια (ανεξάρτητα από το ποσό παραγγελίας)

Επειδή στην τιμωμένη αρέσουν οι καταραμένοι ποιητές και οι κήποι τους, σκέφτηκα να ξεκινήσω την παρουσίαση του βιβλίου της από τον «ωραίο τρελό» που δανείστηκε το ψευδώνυμό του από ένα δέντρο! Εννοώ τον Ρώμο Φιλύρα (βαφτισμένο με το όνομα Γιάννης Οικονομόπουλος, εκ Κιάτου Κορινθίας ορμώμενος, αλλά στον Πειραιά μεγαλωμένος). Στο ποίημά του με τον τίτλο «Φθινοπωρινό», που δημοσιεύτηκε το 1911, γίνεται δυνατή με απόλυτη εκφραστική συμπύκνωση η μαγική, η ταχυδακτυλουργική αλληλοπεριχώρηση του ένδον και του εκτός, η ώσμωση του εξωτερικού με τον εσωτερικό κόσμο. Συγκεκριμένα, η μυρωδιά ενός λουλουδιού ανακαλεί συνειρμικά στον ποιητή παλιότερες περιδιαβάσεις του σε πραγματικούς ανθισμένους κήπους όπου είχε «κράτος και εξουσία η άνοιξη». Στη συνείδηση και τη μνήμη του ο κήπος είναι έννοια συνυφασμένη με τη γέννηση, την ανανέωση, τη νεότητα, τη χαρά. Όμως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Στο σκληρό παρόν του, που εικογραφείται ως μελαγχολικό φθινόπωρο, δηλαδή ως αρχόμενη και όχι ως συντελεσμένη φθορά (κι αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον), η ανάμνηση του κήπου μετατρέπεται σε οδυνηρή ενδοσκόπηση, σε εξέταση εαυτού. Στην ουσία, η ομορφιά της φύσης αντιστοιχίζεται αντιστικτικά με την ομορφιά του πόνου. Γράφει ο Φιλύρας στο οκτάστιχο ποίημά του:

Απόψε ποιο λουλούδι εμύρισα;…

-Δεν ήμουνα σε κήπο…είναι φθινόπωρο

Και πέρα επέσαν των ανθών τα πέταλα

Και πέφτουνε τα φύλλα των δεντρών…

Δεν ήμουνα σε κήπο και δεν ένιωσα

Κανένα μύρο να χυθεί τριγύρω…

Δεν ήμουνα σε κήπο…μόνο μέσα μου

Υψώθη του καημού μου η ευωδία…

Η θεματολογική και σκηνογραφική σύγκριση με τους Κήπους της Ειρήνης δεν είναι τόσο παράδοξη όσο θα νόμιζε κανείς εκ πρώτης όψεως. Το ενδιαφέρον αυξάνεται όταν διαπιστωθεί ότι τον καιρό που ο Φιλύρας βυθίζεται στην παραφροσύνη του τρίτου και τελειωτικού σταδίου της σύφιλης, ξαναγυρίζει στο θέμα του «κήπου». Ξεσπά όμως τώρα, σχεδόν σαν σε αυτόματη γραφή και με λαχανιασμένη ανάσα, σε μια χειμαρρώδη, πλήρη καθηλωμένης και ματαιωμένης επιθυμίας, ονοματοδοσία δέντρων, φυτών, καρπών και λουλουδιών. Σταδιακά, ωστόσο, ο χώρος του κήπου μεταστοιχειώνεται σε θέατρο ή καμπαρέ. Ένα είναι το βέβαιο: ότι οι τέσσερις στροφές του ιδιότυπου ποιήματός του «Σονάτα των κήπων», γραμμένου στο διάστημα 1923-1942, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, παίζουν το ρόλο ενός νεκρόδειπνου χαμένων συντρόφων ή μιας νέκυιας των προσφιλών στιγμών του βίου. Λένε οι δύο πρώτες στροφές που θυμίζουν λετρισμό εξαιτίας των εξεζητημένων ιδιωματικών λέξεων:

Το περιβόλι, με τουρούντζια, χίλια,

Τα πάρκα, ευωδιαστά, με τζεντζαμίνια,

Τα’ αφράτα, πορτοκάλια, επά’, στα χείλια,

Και τα’ απαλά, στο βάρος, μανταρίνια.

Στη γεύση, τ’ απλολάξευτα, βανίλια,

Να, ευωδιάζουν, τα σταφύλια, και, τα μποτίνια

Στα μπομποτένια ψωμιά, να μπαίνουν, τρίλια,

Πουλιών, το πρωί, και, γκαβοτίνια […].

Τουρούντζια = ?

Τζεντζαμίνια = γιασεμιά

Τρίλια = κελαηδισμός

Γκαβοτίνια = γκαβότα = παλαιός γαλλικός λαϊκός χορός και η σύμφυτη μελωδία.

Ωστόσο, στις στιγμές διαύγειας, η εικόνα του κήπου επανέρχεται ιλαρή και φωτεινή, χωρίς ασφαλώς τους εκφραστικούς και συνειρμικούς ακροβατισμούς της διανοητικής κατάρρευσης. Στο ποίημα «Πασχαλιά» του 1940, ο Φιλύρας γράφει με δροσερή, σχεδόν παιδική χάρη:

Λιλά, και σαν το φραγκοστάφυλο, απαλόχρωμη

Ανθίζεις, στης Ανάστασης, το δείλι,

Δειλή, μημουααπτική, σεμνή κι ανέγγιχτη

Μόλις ονειρευτή, από ένα χείλι.

Ανθίζεις, με τα στρογγυλά λουλούδια σου,

Σαν αυγουλάκια, κόκκινα και μπλάβα

Τονίζοντας, μες στ’ άνθη, τα τραγούδια σου,

Των τόνων σου, την έβδομην, οχτάβα.

Το θέμα του κήπου, άλλοτε ανθισμένου και γεμάτου πρόσχαρη ζωή και τώρα πλέον παραδομένου στην φθορά, μεταφορά της μετάπτωσης από την ανέφελη κατάσταση της υγείας και της αισιοδοξίας στην επώδυνη αντίθετη της ασθένειας και της πεισιθάνατης μελαγχολίας, το συναντάμε και στο έργο ενός άλλου εμβληματικού καταραμένου, του Κώστα Καρυωτάκη.

                Ὁ κῆπος εἶμαι ποὺ ἄλλοτε

Ὁ κῆπος εἶμαι ποὺ ἄλλοτε μὲ τἄνθη του εὐωδοῦσε

κ’ ἐγέμιζε μὲ χαρωπὸ τιτύβισμα πουλιῶν,

ποὺ μὲ κρυφομιλήματα καὶ ψίθυρο φιλιῶν,

τὴ νύχτα, στὴ σκιάδα του, ἡ ἀγάπη ἐπερπατοῦσε.

Ὁ κῆπος εἶμαι ποὺ ἔμεινε χρόνια πολλὰ στὴν ἴδια

θέση, μάταια προσμένοντας κάποιαν ἐπιστροφὴ,

ποὺ ἀντὶ λουλούδια τώρα πιὰ στ’ ἀγκάθια ἔχει ταφεῖ,

ποὺ σώπασαν τ’ ἀηδόνια του καὶ πνίγεται στὰ φίδια.

Αντιλαμβάνεσθε ότι δεν θεωρώ άστοχη κι αστόχαστη την αναζήτηση γενεαλογιών και τη διερεύνηση της ανακύκλωσης και της ανασημασιολόγησης θεμάτων και εννοιών στη λογοτεχνία, ακόμα κι αν τρομάζουν ορισμένους οι συγκρίσεις και το χρονικό χάσμα που μεσολαβεί.

Αν ο καλός ποιητής δεν περιαυτολογεί, δεν ομφαλοσκοπεί ασκόπως, δεν αναζητεί στο καθημερινό βίωμα το δήθεν αρχετυπικό υπόστρωμα νοήματος, αλλά αποβλέπει να αναπαραστήσει ή μάλλον να φέρει στην επιφάνεια του νοητού κόσμους αόρατους ή λανθάνοντες στην πολύβουη ζωή τους, αυτή που κρύβεται στη φύση ή στην Ιστορία, πλουτίζοντας με αυτό τον τρόπο συγκινησιακά τη δική μας εμπειρία και φαντασία, το όνειρο και την ευαισθησία μας, τότε η Ειρήνη Γαβριλάκη κάνει αυτό ακριβώς: εμπλουτίζει το διανοητικό και συναισθηματικό βίο μας με ξένες ζωές και φωνές. Ζωές πολλών ανθρώπων. Με άλλα λόγια, η ποίησή της είναι κατοικημένη από ανθρώπους. Ανθρώπους που παρουσιάζονται σαν κήποι, πολλοί και διαφορετικοί, ζώντες και τεθνεώτες. Στο κείμενο 19 διαβεβαιώνει:

«Είμαι κήπος, είσαι κήπος, είναι κήπος.

Είμαστε κήποι, είστε κήποι, είναι κήποι.

Όχι κρεμαστοί, [μα] κρεμασμένοι».

Στους Κήπους αυτούς ένας κοντορεβυθούλης μεταλλαγμένος Σίσυφος κανοναρχεί σπρώχνοντας μια πέτρα προς τη θάλασσα ώσπου να γίνει ο ίδιος πέτρα.

Δεν είναι διόλου γλωσσοκεντρική και ναρκισσευόμενη, ούτε απαριθμητική, ευθέως στρατευμένη και οργισμένη η ποίηση της Ειρήνης, όπως θα επέβαλε το έθος της εποχής της κρίσης. Είναι μια ποίηση ελεγειακή και ανακλητική του παρελθόντος, στον πυρήνα της οποίας βρίσκουμε τη μνήμη και τον συντελεσμένο χρόνο. Οι Κήποι της φαντάζουν σαν μια ιδιάζουσα φυσική θεατρική σκηνή, στην οποία εξελίσσονται υπαρξιακά δράματα που διασταυρώνονται και γίνονται αξεδιάλυτα. Η αφήγησή τους δίνει νόημα στον χρόνο κατασκευάζοντας, ταυτόχρονα, τον εαυτό και τον κόσμο. Η ίδια, στο κείμενο 15, γράφει: «Ο κήπος μου τη νύχτα μεταμορφώνεται σε θέατρο δραμάτων». Στην ποίηση της Ειρήνης ξανακερδίζεται και ο χαμένος χρόνος, η σπαταλημένη ζωή, αφού γίνονται απτά τα πολλαπλά νοήματά του.

Η Ειρήνη αναδεικνύει με μια αφηγηματική τεχνική που θα την περιέγραφα ως σύνδεση πολυεδρικών πρισμάτων, την πολύπλοκη πραγματικότητα που κρύβουμε μέσα μας, τις διαδρομές του εσώτερου βίου μας, το στοχασμό και τα συναισθήματα. Παράλληλα, όμως, καθιστά διαυγή και την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, όπως και αυτές που θα ονομάζαμε είτε δυνητική είτε για πάντα χαμένη, αλλά που από τη βούληση και τη μνήμη μας εξαρτάται να μην τις απολιθώσουμε αλλά να τις κάνουμε ν’ αναστηθούν και να δικαιωθούν μεταγγίζοντάς τους νέα πνοή ζωής σαν μικροί θεοί.

Οι Κήποι της Ειρήνης είναι μικρά διατεμνόμενα σύμπαντα, αντικατοπτρισμοί, χοροί ζωντανών και νεκρών, αναπνοές και λαχανιάσματα, σκηνικά φτιαγμένα από παιδικά ιχνογραφήματα, αγαπημένες σκιές και ψίθυροι, μυστικά, παλμοί και διαθλάσεις.

Οι Κήποι της Ειρήνης είναι τοπία δυναμικά και μεταβαλλόμενα. Αλλάζουν ανάλογα με τα πλάσματα που τα κατοικούν και τις μουσικές που παράγει η συγκατοίκησή τους σε αυτούς. Επίσης, ανάλογα με την οπτική γωνία και τα βιώματα του αναγνώστη. Είμαι βέβαιος ότι ανάμεσά μας οι πλήρεις εμπειριών, ευτυχισμένων μα και τραυματικών, βλέπουν τους Κήπους της σε διαρκή ανθοφορία, πολύχρωμους και πολύβουους σαν μελίσσια, αλλά με διαφορετικούς για τον καθένα τελεστές.

Στους Κήπους αυτούς ακούς παραμύθια, συνήθως με αμφίβολο ή τρομαχτικό τέλος. Κάποτε όμως, με την πανσέληνο, και τα αγάλματα που τους στολίζουν ελευθερώνουν την εγκάθειρκτη ψυχή τους, ζωντανεύουν και στροβιλίζονται σε τρελές χορογραφίες.

Είναι Κήποι στο ήπιο ή το αμείλικτο φως, κυρίως όμως Κήποι στο σκοτάδι. Κήποι με αποτυπωμένους φεγγαρόδρομους και Κήποι της ασέληνης νύχτας. Κήποι των αναμονών, των μυστικών, του ανέκφραστου, των διλημμάτων, του ανέκκλητου και του απονενοημένου. Κήποι των συμβόλων, αλλά και της αμφισημίας. Κήποι της ήττας και της ματαίωσης. Κήποι των δύσκολων αποφάσεων και της νέας προσμονής. Κήποι της βροχής, αλλά συνάμα και Κήποι του φόβου ότι θα έρθει αργά ή γρήγορα η ξηρασία.     

Η Ειρήνη γράφει γενικώς μια ποίηση συναισθησίας. Αυτό συμβαίνει όμως κατ’ εξοχήν στους Κήπους όπου λόγος, μουσική, εικόνα, γεύση, όσφρηση συνυφαίνονται και αλληλοσυμπληρώνονται δημιουργώντας ολιστικές εμπειρίες. Γι’ αυτό, εάν έπρεπε να επικαλεστώ έναν αγαπημένο μου ζωγράφο όταν διαβάζω τους Κήπους, ο πρώτος που θα μου ερχόταν στο μυαλό είναι ο Πωλ Ντελβώ, ενώ η αρμόζουσα μουσική υπόκρουση για την ανάγνωσή μου θα ήταν οι Gnosiennes του Ερίκ Σατί ή η βαριά και σπασμένη φωνή της Μarianne Faithfull να τραγουδά τους στίχους του Randy Newman:

Στη Γερμανία πριν τον πόλεμo

Ζούσε ένας άντρας

Η ιστορία λέει πως ήταν ένας κακός λύκος

αλλά στο τραγούδι συμβαίνει το αντίθετο.

Κάθε μέρα την ίδια ώρα διέσχιζε το πάρκο και έφθανε

Στην όχθη του Ρήνου.

Κοιτούσε το ποτάμι αλλά

Σκεφτόταν τη θάλασσα.

Ώσπου συνάντησε ένα κορίτσι

Με γκρίζα μάτια και χρυσά μαλλιά.

Μαζί της έμενε ακίνητος

Κάτω από τον φθινοπωρινό ουρανό.

Tι να είναι άραγε αυτός ο λύκος; Αρχετυπικό σύμβολο του κακού ή μια μετωνυμία της έκπτωσης των καθαρών μορφών;

Yπάρχουν λύκοι ή απειλές της άγριας παρουσίας τους στους Κήπους;

Στους Κήπους, κοιτάμε τα δέντρα, τα φυτά, τα λουλούδια, αλλά, συγχρόνως, έχουμε επίγνωση ότι οι αναβαθμοί της αισθητικής μετουσίωσης ή της διεργασίας ενός τραύματος -που δεν δηλώνεται, δεν περιγράφεται, αλλά υπάρχει- θα φέρουν τον δρόμο μας στον απέραντο ουρανό και στην αχανή θάλασσα. Από το μερικό και το θραυσματικό πορευόμαστε αργά, αλλά όχι βασανιστικά, στο όλον, στο καθολικό. Άλλωστε, αρχαιολόγος δεν είναι η Ειρήνη;  Στους Κήπους της ένας σβόλος χώμα γίνεται αντικατοπτρισμός του στερεώματος.

Η ποίηση της Ειρήνης αρδεύεται από λεπτή, στοχαστική ειρωνεία και από φιλοσοφικό, υπονομευτικό σαρκασμό. Ένας σοφός πιερότος, ίσως κι ένας άγριος λύκος, κρύβεται πίσω από κάθε της στίχο. Όπως γράφει στο κείμενο 7:

«Θέλω έναν κήπο γεμάτο μαργαρίτες.

Πού να τρέχεις στα μαντεία;

Ο καιρός στενεύει πια….».

Τι είναι τελικά ο Κήπος;

Είναι ο συμβολικός τόπος του αέναου κύκλου της ζωής: του ριζώματος, της ανθοφορίας, της φθοράς, του θανάτου και της αναγέννησης. Είναι η επιθυμία, το όνειρο και η εκπλήρωση, όπως και η διάψευση και η ματαίωση. Είναι η εκδίπλωση των φυσικών μορφών σε όλη τους την εκφραστική πολυσημία, αλλά και η δημιουργικότητα, το αίνιγμα και η κόλαση της Ιστορίας στη μικροκλίμακα του ατομικού βίου. Είναι η προσωπική μυθολογία. Είναι ένα μαγικό κάτοπτρο που σου επιτρέπει να το διασχίσεις διεισδύοντας σε μυστικούς και αόρατους κόσμους, στις φωλιές των ονείρων.

Θέτω ορισμένα ερωτήματα με στόχο τον διανοητικό ερεθισμό της ομήγυρης:

Είναι αρχιτεκτονημένοι, φροντισμένοι και περιποιημένοι οι Κήποι της Ειρήνης ή η χλωρίδα και η πανίδα φροντίζουν με τις άναρχες επιλογές τους να τους κάνουν μικρές ζούγκλες; Να το πάρει το ποτάμι; Είναι και τα δύο. Ωστόσο, κυρίως είναι αφρόντιστοι, τέτοιοι που της δίνουν τη δυνατότητα να χαράζει τις δικές της διαδρομές, τις σπειροειδείς της περιπλανήσεις, τις δικές της αλλεπάλληλες χωροθετήσεις.

Από ποιόν ακριβώς πληθυσμό κατοικούνται οι Κήποι; Ποιες είναι οι αναλογίες στις τάξεις του; Διακρίνω τη μαργαρίτα, τη ντάλια, το νυχτολούλουδο, το γιασεμί, το ηλιοτρόπιο, τα μυριστικά, τα βότανα, τα τροπικά, τον κάκτο, τον θάμνο, οπωροφόρα που δεν κατονομάζονται, τη μυθολογική μηλιά με τα χρυσά μήλα, ακόμα και σαρκοβόρα φυτά.

Υπάρχουν πουλιά στους Κήπους; Απαντώ: ναι, υπάρχουν και πολλά μάλιστα. Αποδημητικά και νυκτόβια, αλλά κι αυτά που φωλιάζουν στα δέντρα και τραγουδούν. Υπάρχουν κι άλλα που λάμπουν δια της απουσίας τους ή του συμβολισμού τους, εννοώ τα περιστέρια.

Υπάρχουν έντομα; Ναι, πολλά = κουνούπια, τζιτζίκια…Κυριαρχούν όμως οι πεταλούδες.

Υπάρχουν χρώματα; ναι, και τα βασικά και όσα προέρχονται απ’ τις επιμειξίες τους, εννοώ τα συμπληρωματικά.

Και για να ολοκληρώσω:

 «δέντρα, χωράφια, λαχανόκηποι κι από το φράχτη μέσα, Ελένη, φώναξα», γράφει ο Σινόπουλος με συγκαλυμμένο σπαραγμό στον Νεκρόδειπνο. Για εμένα τουλάχιστον, αυτή η Ελένη αναγεννιέται στην παρουσία και τη δημιουργία της Ειρήνης. Όπως η Ελένη, ένα άλλο μυθολογικό αρχέτυπο, η Ειρήνη ήταν και παραμένει ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα και ένα άλυτο μυστήριο. Θέλει θάρρος, επιμονή και υπομονή η λύση και η αποκρυπτογράφηση.