NIETZSCHE – BERGMAN

24grammata.com/ κινηματογράφος

γράφει η Εύα Γαλατσάνου

Ο σουηδός σκηνοθέτης Ernst Ingmar Bergman στο κινηματογραφικό έργο «Η Σιωπή» πραγματεύεται θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με την αναζήτηση ηθικών μέτρων και την αμφισβήτηση της ύπαρξης του Θεού τα οποία σχετίζονται με το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του γερμανού Friedrich Nietzsche. Αυτή η συγγένεια ίσως πηγάζει από την όμοια θρησκευτική διαπαιδαγώγηση που έλαβαν από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Ο Bergman εκφράζει έντονα τις θρησκευτικές του αμφιβολίες μέσα από την ταινία του «Η Σιωπή». Η Έστερ είναι η «λογική» αδελφή που πάντα έπραττε το σωστό, ακολουθούσε τα «πρέπει» της κοινωνίας, απείχε από τις σωματικές απολαύσεις και που αγαπούσε πολύ τον πατέρα της ο οποίος ήταν πάστορας και τελικά συμβολοποιούσε τον Θεό της οικογένειας αφού και ο Θεός αποτελεί τον πατέρα των ανθρώπων, πλέον είναι βαριά άρρωστη, και εκφράζει ακριβώς το ασκητικό ιδεώδες, ο πόνος είναι συνεχής και αδιάκοπος, ο θρησκευόμενος αναπνέει μέσα από τον πόνο. Ομοίως και η αδελφή της Άννα που έχει εσωτερικεύσει την φωνή της Έστερ αλλά και του πατέρα Θεού, ουσιαστικά την αξιακή κλίμακα της αδελφής της, με αποτέλεσμα ό,τι κάνει να κρίνεται από αυτήν και να οδηγείται σε πράξεις εντελώς αντίθετες από αυτά που λέει η αδελφή της. Ωστόσο με αυτό τον τρόπο από αυτήν και οδηγείται στον πόνο της εσωτερικής της ύπαρξης.
Ο Bergman εκφράζει την έντονη κριτική του στις αξίες της Χριστιανοσύνης, έτσι και ο Nietzsche απορρίπτει την σεμνότυφη ηθική του χριστιανισμού, την παραίτηση από τη ζωή και τον έντονο πόνο, αλλά υποστηρίζει την αποδοχή της ζωής όπως είναι.
Η χριστιανική ηθική έχει ως θεμέλιο την μνησικακία, όπως στη ταινία η Άννα δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί τον ελεγκτικό ρόλο τής αδελφής της και τελικά η αυτοθυσία, η συγχώρεση, η αλληλεγγύη και οι αξίες που πρεσβεύει η ηθική αυτή δεν εκφράζουν παρά την πικρία του αδυνάτου όπως αναφέρει ο Nietzsche.
Η Έστερ απέχει από κάθε επαφή με τους άντρες, ο άντρας γι’ αυτήν είναι ένα απλό αρσενικό, ένα εξευτελιστικό αντικείμενο, ενώ οι ανικανοποίητες αισθήσεις της Άννας που είχαν καταπιεστεί από τις αρχές τής Έστερ την οδηγούν σε μία ανικανότητα να ελέγξει τα ένστικτά της κάνοντάς την να περπατήσει γυμνή μπροστά στο γιο της και να δοθεί στον πρώτο άντρα που συναντά στο δρόμο της. Με αυτό τον τρόπο ο Bergman τονίζει την καταστροφική επενέργεια της καταπίεσης των ενστίκτων που επιβάλλει ο Χριστιανισμός.
Ο Nietzsche πιστεύει ότι η θρησκεία επιθυμεί να καταπνίξει τα ένστικτα και να επιβάλει ένα σύστημα αξιών βασισμένο στη στέρηση και την υποτίμηση, ενώ εξυμνεί το διονυσιακό πρότυπο που χαρακτηρίζεται από την άδολη ειλικρίνεια του ενστίκτου, την επικράτηση της θέλησης των φυσικών επιθυμιών.
Για τον ιερέα, όπως αναφέρει ο Nietzsche, όλος ο κόσμος είναι γεμάτος τιμωρίες και ανταμοιβές και τα γεγονότα είναι ηθικές ενδείξεις. Αυτή η φιλοσοφία την οποία ακολούθησε σ’ όλη της τη ζωή η Έστερ επηρεασμένη από τον πατέρα της και την άσκησε αυταρχικά στην αδελφή της Άννα οδήγησε σε μια τελματωμένη κατάσταση μη επικοινωνίας, στέρησης, απογοήτευσης.
Ο Bergman λοιπόν υποστηρίζει ότι ο χριστιανισμός έχει αθετήσει τις υποσχέσεις του κατά πολύ. Ούτως ή άλλως, όπως αναφέρει ο Nietzsche, κανάνα ηθικό σύστημα συμπεριλαμβανομένου και του χριστιανισμού δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί αν δεν στηριχθεί σε εκείνες τις πρακτικές που αποκλείει, όπως το ψέμα.
Τελικά, στο αποκορύφωμα της ταινίας, η εξιλέωση δεν επέρχεται, ο θάνατος της Έστερ είναι σίγουρος και επισφραγίζεται με το γράμμα-διαθήκη στον ανιψιό της Γιόχαν όπου του εμπιστεύεται τη λέξη «ψυχή». Ο Bergman δείχνει ότι ο συγκρατημένος σύμφωνα με τις πατρικές προτροπές τρόπος ζωής της Έστερ, την οδήγησε στην στέρηση, την καταπίεση και τον άκρατο σωματικό και πνευματικό πόνο. Συνειδητοποιεί την απομάκρυνσή της από τη φύση, την άρνηση του άντρα και τελικά τη νοσηρή σχέση της με την αδελφή της Άννα. Η κάθαρση και η δικαίωση δεν επέρχονται ούτε σ’ αυτήν ούτε στην αδελφή της όπου την αφήνει να πεθάνει και στο τραίνο του γυρισμού ανοίγει το παράθυρο αφήνοντας να βραχεί σε μια προσπάθεια λύτρωσής της. Οι θεμελιώδεις αξίες και ηθικές αρχές της θρησκείας και φιλοσοφίας εκφράζουν το ασκητικό ιδεώδες αναφέρει ο Nietzsche, ο πόνος είναι το υπέρτατο νόημα, ενώ ο θρίαμβος του Χριστιανισμού οφείλεται στο γεγονός ότι έχει ανάγει τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου σε κοσμική σημασία. Ωστόσο ο Bergman με τον θάνατο της Έστερ δηλώνει τρανταχτά την μικρή σημασία του, την αδιαφορία γι’ αυτόν και τελικά την απουσία της προσωπικής εξιλέωσης. Ο Nietzsche λοιπόν λέει ότι ο νους εξέφρασε το ασκητικό ιδεώδες και απαίτησε από την ύπαρξή του αιτιολόγηση και δικαίωση. Απαντά τονίζοντας πόσο άσκοπος και τυχαίος φαίνεται ο ανθρώπινος νους μέσα στη φύση, ο κόσμος υπήρξε χωρίς τον άνθρωπο αιώνες και όταν εξαφανιστεί το είδος, θα είναι σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Είναι ο ανθρώπινος νους που εκλαμβάνει τα πάντα – ακόμα και τη ζωή και το θάνατο – σαν να αποτελεί αυτός το κέντρο του κόσμου. Ωστόσο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Nietzsche έκρινε αυστηρά την ηθική λέγοντας πως είναι ανήθικη, δεν εννοούσε όμως την κατάργησή της, διότι μ’ αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι οδηγούμενοι μόνο από τα ένστικτά τους θα είχαν αφανιστεί αλλά προτείνει την «μεταξίωση των αξιών». Αρνείται τις προϋποθέσεις της υπάρχουσας ηθικής και τονίζει ότι πρέπει να αποφεύγονται οι ανήθικες πράξεις και να γίνονται οι ηθικές αλλά για άλλους λόγους.
Ο Bergman με τον θάνατο της Έστερ, που αποτελεί την αποκορύφωση του δράματος, δηλώνει τη «σιωπή» του Θεού, την απουσία, την ανυπαρξία του να έρθει να λυτρώσει τον πιστό, την εγκατάλειψη του Ουράνιου Πατέρα και με αυτό τον τρόπο φέρνει τις δύο αδελφές αντιμέτωπες με την τραγικότητα των υπάρξεών τους, το βάρος των ενοχών τους, το μετάνοιωμα των επιλογών της ζωής τους χωρίς να μπορούν να κρατηθούν από κάπου και αν πα΄ρουν κουράγιο. Έτσι και ο Nietzsche λέγοντας πως «ο Θεός πέθανε» θέλει να αφυπνίσει τον άνθρωπο δείχνοντάς του ότι πρέπει να αποδεχθεί τη ζωή και να παλέψει μαζί της.
Προτείνουν ο Bergman και ο Nietzsche την αντικατάσταση του πεθαμένου Θεού από τον ζωντανό άνθρωπο όπου παλεύει και βαδίζει σ’ ένα επικίνδυνο δρόμο εν γνώσει του. Αυτό είναι μια πράξη ζωής όπου ξορκίζει τον κακό δαίμονα της μεταφυσικής και φτάνει στην αυτοϋπέρβαση και τελικά στον νιτσεϊκό Υπεράνθρωπο (Übermensch). Τον άνθρωπο που έχει πολλά θετικά όπως και αρνητικά, είναι προτέρημα και μίασμα αλλά κυρίως έχει αυτοκυριαρχία για να τιθασσεύει ο ίδιος τα πάθη χωρίς να έχει ανάγκη τον «ηθικό» δεσμοφύλακα.
Ωστόσο, όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να πιστεύουν a priori σύνθετες προτάσεις, όπως είναι της χριστιανικής ηθικής όπου εξέφραζε η Έστερ, γιατί αυτές είναι που συντηρούν τη ζωή σ’ ένα ολότελα τεχνητό και κατασκευασμένο κόσμο όπως λέει ο Nietzsche. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν γεννήθηκε από τον νου η προσποίηση για να μπορέσει το άτομο να διατηρηθεί στη ζωή, έτσι το θέατρο που παίζει η Άννα μπροστά στην αδελφή της για την ελευθεριότητα των «ηθών» της αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό αφού ενδόμυχα γνωρίζει ότι εξαπατά η ίδια τον εαυτό της, βαυκαλίζεται καθώς ό,τι κάνει καθορίζεται από την αδελφή της, ορθό ή αντίθετο, είναι αυτή που βυθίζει τον άνθρωπο στις ψευδαισθήσεις και τον κάνει να μην γνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό τελικά. Όπως και η Άννα πλέον δεν γνωρίζει καν την ίδια.
Έχοντας σχετικοποιήσει ο Bergman το καλό και το κακό πλέον καμία από τις δύο αδελφές δεν παρουσιάζεται καλή ή κακή, η γραμμή είναι δυσδιάκριτη, πότε η μία παρουσιάζεται «σωστή» και πότε η άλλη, άλλοτε η μία γίνεται καθρέφτης της αλληνής με αποτέλεσμα το κάθε τι να τρέπεται στο αντίστροφο, υπάρχει μια διαλεκτική ανάμεσά τους, η μία αξία αλληλοδιαδέχεται την άλλη σ’ ένα αδιάκοπο παιχνίδι εξέλιξης, υπάρχει απόλυτη αρμονία από τη στιγμή που και οι δύο αποφασίζουν να μιλήσουν ανοιχτά, να «κρίνουν» τις αλήθειες μέχρι τώρα στη ζωή τους και να αναγνωρίσουν την αναλήθεια ως όρο. Έτσι και ο Nietzsche θεωρεί ότι το κακό πηγάζει από το κακό και το αντίστροφο, είναι σημεία μιας μοναδικής συνεχούς, είναι αλληλένδετα και τα χωρίζουν μόνον «βαθμοί» και «λεπτές αποχρώσεις». Ίσως και η αξία τους να έγκειται ότι είναι «μπλεγμένα, αγκιστρωμένα» μεταξύ τους. Έτσι αποδεχόμενοι τον όρο της αναληθείας ως όρο ζωής θέτουμε τον εαυτό μας πέρα από το καλό και το κακό.
Ο Bergman και ο Nietzsche με το έργο τους απορρίπτουν κάθε πίστη στην ύπαρξη Θεού, επικρίνουν τις υπάρχουσες ηθικές αξίες και την καταπίεση του ανθρώπου. Καθώς λοιπόν η τέχνη δίνει νόημα στην ύπαρξη βάζουν τον εαυτό τους στη θέση του Θεού και ως καλλιτέχνες γίνονται ποιητές του κόσμου τους.
Και οι δύο ποιητές, ο Nietzsche της ζωής και ο Bergman των ταινιών του που ουσιαστικά εκφράζουν την ίδια του τη ζωή, μέσα από την καλλιτεχνική τους δημιουργία στρέφουν την προσοχή τους στο άτομο, τις ανησυχίες του, τους φόβους, τον τρόπο ζωής και τέλος το σύμπαν που δημιουργεί και ζει μέσα σ’ αυτό.