Rooster eggs

24grammata.com/ παυσίλυπος λόγος

κείμενο / φωτογραφίες Μανώλης Δημελλάς

Από παντού φτάνουν πληροφορίες για τον ξεσηκωμό, μια ξαφνική  αναταραχή άνευ προηγουμένου, που μέσα στον γενικό χαμό σχεδόν κανείς δεν έχει πάρει χαμπάρι. Είναι αλήθεια λοιπόν, οι ξένοι,
μάς βαρέθηκαν και φεύγουν.
Στα νότια της Ρόδου είδαν κόκκινα φώτα να λαμπυρίζουν στον ουρανό και παραδίπλα στην Κάρπαθο, σε ένα γλέντι του Σεπτέμβρη, του αποχωρισμού, εκεί που ξεκινούν να κονταίνουν οι μέρες, κόκκινη χρυσόσκονη, κομμάτια από περίεργο χώμα έπεσαν, έλουσαν τον χορό, δίχως να φυσάει στάλα άνεμος.
Μα το χειρότερο ήταν τα βαπόρια της άγονης γραμμής, αν και σαπάκια, έχαναν μήνες τώρα την ρότα τους, μα δεν το ομολογούσαν, τα όργανα γύριζαν σαν τρελά, όλοι θα φώναζαν για πλοία ερείπια και όχι για τους περίεργους ξενιστές μας.
Οι ιστορία ξεκινά να γράφεται την δεκαετία του 1960, ίσως και λίγο νωρίτερα ποιός ξέρει, τότε και ενώ εμείς οι νησιώτες όπως όλοι οι Έλληνες μαζευόμασταν στα μεγάλα αστικά κέντρα ήρθαν για πρώτη φορά στον τόπο μας.
Ταξίδευαν από τον μακρινούς, άλλους γαλαξίες, όχι την Ανδρομέδα ή από κάποιο γνωστό αστρικό σύστημα, αλλά κατέληξαν στη γη έπειτα από περιπλάνηση κοντά 200 ετών, δικών μας χρόνων,
γιατί για αυτούς δεν ήταν παραπάνω από μερικές ώρες.
Κοντοί, κακομούστουνοι με μεγάλες φούξια ελιές δίχως μύτες μα πολλά ευαίσθητα μάτια και μικρά άτρυπα αυτιά, γεμάτα σκουλαρίκια. Έτσι είναι οι εποικιστές, που χρόνια τώρα ζούν σε ένα από τα βαθύτερα σημεία της μεσογείου, στα 3253, 5 μέτρα κάτω από την θάλασσα, χωμένοι στην τάφρο της Καρπάθου.
Οι Μπλίξ, δεν γεννιούνται, δεν αναπνέουν και το σημαντικότερο δεν πεθαίνουν. Υπήρχαν από πάντα, οι ίδιοι, θα υπάρχουν ακριβώς οι ίδιοι, βαρετό για εμάς που ο χρόνος μετρά, για εκείνους δεν είναι διάσταση, δεν έχει ρόλο ζουν χιλιάδες δικά μας, χρόνια μιας στιγμής, έτσι δεν προλαβαίνουν να νιώσουν την δικιά μας βαρεμάρα, την μοιραία ανοησία που κάνει την ώρα να μοιάζει άλλοτε με τέρας,
που μας πνίγει, μα τις περισσότερες των περιπτώσεων η ζωή μας μοιάζει με την γιορτή που έγινε για εμάς μα με ηχηρή
την απουσία μας.
Βρέθηκαν να ταξιδεύουν στο άπειρο σύμπαν, ούτε κι αυτοί πια ξέρουν,ούτε και θέλουν να θυμούνται, από που κρατά η σκούφια τους, πόλεμοι, ανατροπές, διεκδικήσεις, μικρές και μεγάλες στιγμές μιας ιστορίας που μοιραία έσβησε τα παλιά χνάρια, χάριν στην ανάγκη να γραφτούν νέα περάσματα, νέα σημάδια στο μυαλό και τα υδαρή κορμιά τους.
Κάτι σαν φούσκες, έτσι μοιάζουν, μόνο που ο ήλιος μας τα αδυνατίζει, τα δυσκολεύει, έτσι έπρεπε να επιλέξουν ένα σκοτεινό, ήσυχο σημείο, μακριά από πολιτισμούς και δικιά μας πρόοδο για να αναπτύξουν τον κόσμο τους.
Περίπου 450 από δάφτους, έφτασαν το 1963 με 4 ακάτους, στην αρχή πέρασαν από το άλλο ημισφαίριο, αλλά τα φώτα και οι ραδισυχνότητες που έπιαναν με τα ευαίσθητα ραντάρ τους  απογοήτευσαν. Άλλαξαν πορεία πέρασαν πάνω από βουνά, κάμπους, έβγαλαν κοντά όλη την ανατολή, πέρασαν από πόλεις και χωριά. Φάνηκαν στην Ινδία, μα και σχεδόν ταυτόχρονα στην Ισπανία, εκεί μάλιστα κάποιος έκανε λόγο γι «φιλικούς ξένους», αφού όπως είπε μίλησε μαζί τους, ακολούθησαν ποτάμια και βουνά αναζητώντας τον καλύτερο για αυτούς τόπο, ήσυχο και σκοτεινό.
Κατέληξαν χωρίς να το πολυκαταλάβουν και αυτοί, στην τάφρο της Καρπάθου.
Σιωπηλά στις 11 Νοέμβρη του 1963 βούτηξαν στην θάλασσα και έπιασαν πάτο. Έκει έστησαν τα τσαντίρια τους και έβαλαν πλώρη για να φτιάξουν μια πρότυπη πόλη, μια κοινωνία όπως την φαντάζονταν από την αρχή των αδιόρθωτων ταξιδιών τους.
Σιωπηλά κατακτούσαν την άβυσο, καθαρά, τακτοποιημένα χρόνια, δίχως την παραμικρή ενόχληση από τους ιθαγενείς.
Άρχισαν να συνηθίζουν στο φως, σιγά και σταθερά, ανέβαιναν προς την επιφάνεια, η βαθειά γαλήνη τους έγινε παραξενιά για το απόκοσμο. Χάζευαν τους περαστικούς ψαράδες, προσπαθούσαν να βρούν κοινά, ρίζες με τα ροζιασμένα χέρια, με τα δίποδα που χρησιμοποιούν ήχους, κραυγές ακατάλυπτες, για να αλλάξουν συναισθήματα, εντολές, κατευθύνσεις.
Τα κοινά λίγα, μα η περιέργεια μεγάλη, μοναχά τα γουρλωμένα μάτια των ψαριών έδιναν χρώμα στην σιωπή τους, το πλανκτόν άφθονο, έτσι καμμιά στιγμή δεν προβληματίστηκαν για την τροφή,      η εξέλιξη του είδους, η καθιέρωση του εσωτερικού τόπου σαν δεδομένο ήταν το μόνο που τους απασχολούσε.
Μα στον ανύπαρκτο χρόνο, τον δικό τους ακίνητο ρυθμό, βρέθηκαν εκεί κάτω, έζησαν την τρομερή λαίλαπα του πιο βρώμικου ζώου που συνάντησαν μέχρι τώρα σε όλους τους γαλαξίες. Τον άνθρωπο.
Πουθενά δεν βρήκαν τόσο ματαιόδοξο, μίζερο και ρυπαρό όν, που μόνο τις προσωπικές ανάγκες του έφτασε να προσπαθεί μα λύσει, κάναμε ολόκληρο τον πλανήτη που είδαν από ψηλά και καμάρωναν οι ξένοι, ένα απέραντο σκουπιδαριό, ρουφήξαμε την ζωτική ενέργεια από τα άντερα της γης, μετά μπήξαμε τα κλάματα όταν τα γλειφιτζόυρια μας έπαψαν να είναι γεμάτα ζάχαρη, μιάς και σχεδόν όλα τα γλυκά τα είχαμε μολύνει με τα σάλια μας.
Έφυγαν από την θάλασσα τα ήσυχα ψαράκια, βγήκαν περίεργα ζώα γεμάτα δηλητηριασμένες τοξίνες και τα νερά που κάποτε άστραφταν από ζωντάνια έχασαν την λαμπερή υγεία τους.
Μισοπακέταραν οι ξενιστές μας, τόσα χρόνια ούτε που φάνηκαν στην επιφάνεια, τόσα χρόνια ούτε που πήραν θέση στην δικιά μας ημερήσια, ακατάσχετη θανατολογία.
Μα τώρα μπαινοβγαίνουν στα σαχλισμένα νερά νευρικιασμένοι, πάνε τα ιωδιούχα όνειρα τους, πάει η πιθανότητα συμβίωσης, πήραν διαζύγιο από το κοινό μας στέκι.
Δίνουν τον τρύπιο ντενεκέ, που φτιάξαμε για πλανήτη και αναχωρούν για ένα πιο καθαρό περιβάλλον, προσέχουν μόνο μην τυχόν και πάρουμε χαμπάρι τον προορισμό, είναι βλέπεις η μόνη έγνοια τους, να μην δούμε που θα καταλήξουν, ίσως γιατί αυτή
την φορά θα πρέπει να ψάξουμε και εμείς έναν άλλον κόσμο,
να μας αποδεχθεί, μόνο που κι εκεί το πιθανότερο είναι πως θα βγάλουμε τις αδυναμίες μας και θα πνίξουμε το διαφορετικό με τις ψεύτικες, αλλοπρόσαλες παχύσαρκες ανάγκες μας.