“Rosaceae Fragaria Rh O+”

24grammata.com- Πολιτικός Λόγος

γράφει η  Ντόρα Βλάσση

Είπαμε: ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Η ιδέα του πολιτισμού και του να είμαστε πολιτισμένοι μας αρέσει, αφού αφορά και οτιδήποτε έχει να κάνει και με την πρόοδο που αφορά τις ανέσεις μας.. .Μ’ αυτά και μ’ αυτά ό,τι στ’ αλήθεια συνιστά πολιτισμό κόντυνε, περιορίστηκε σε ό,τι αφορά τη βολή μας. Όλα τα άλλα, τα άλλα τα δύσκολα, αυτά που αφορούν την θέση μας μέσα στον κόσμο, εμάς ως ΜΟΝΑΔΑ μέσα στο ετερόκλητο σύνολο, τις θέσεις μας που συγκροτούν τη στάση ζωής μας, την ποιότητα μας, την αντίληψη και την ανάπτυξη του είδους μας, με μια κραυγή, με μια καταδίκη, με μια διαμαρτυριούλα τα καταχωρούμε κι αυτά σε όσα έχουμε φέρει εις πέρας και αποδεικνύουν πως πράγματι είμαστε πολιτισμένοι. Εσύ διαμαρτυρήθηκες, το χρέος σου το έκανες, τα χέρια σου είναι καθαρά, η συνείδησή σου ήσυχη.
Λοιπόν πολιτισμένε, πάμε πάλι: ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Είναι κάτι φίλοι, συγγενείς σου, συγχωριανοί σου, αυτός που μένει στο διπλανό αγροτόσπιτο, σ’ αυτήν την περιφέρεια, αυτός που ζει στο διπλανό διαμέρισμα, ο συνάδελφος σου, ο γιος σου, που κάτι τους τρώει, κάτι δηλαδή τους έχαψε και δεν τους απόμεινε τίποτα για να λογαριάζονται κι εκείνοι γι’ άνθρωποι. Όχι για πολιτισμένοι. Το τι είναι πολιτισμός και τι όχι απέχει έτη φωτός απ’ την σφαίρα της αντιληπτικότητας τους. Το τι είναι ανθρωπιά είναι μ’ έναν γελοίο μανιχαϊστικό τρόπο μοιρασμένο μέσα τους. Το τι είναι άνθρωπος συμπυκνώνεται στα βασικά που τους διαφοροποιούν όχι απ’ τα οικιακά ζώα μίας φάρμας -που παρουσιάζουν μεγαλύτερη επικοινωνιακή και συντροφική δυνατότητα απ’ αυτούς, ισχυρότερη αντίληψη και δυνατότητα εφαρμογής της αλληλεγγύης, το στοιχείο δηλαδή εκείνο που σημαίνει περισσότερο από κάθε τί “πολιτισμός”- αλλά απ’ τα νεκροσκούληκα που ψάχνουν ψοφίμι για να φάνε και σταθούν.
Νεκροσκούληκες. Πρέπει να έρθει ένα θανατικό για να γεμίσουν τα στομάχια τους. Η επιβίωση τους και η υπόληψη τους εξαρτάται απ’ το θανατικό. Γι’ αυτό στη Νέα Μανωλάδα κυκλοφορούν με τα όπλα μέσα στις φράουλες. Οι μισοί απ’ αυτούς είναι απόγονοι όσων ήρθαν από το Ντεμούζντερε της Τουρκίας το ’22. Οι προγονοί τους ζυμωθήκαν με την ιδέα και τη συνθήκη της προσφυγιάς. Ήρθαν εκεί ως “ξένοι”, το ίδιο ξένοι όσο οι ξένοι που σήμερα δέχονται τις σφαίρες μίας σκουληκοφουρνιάς που δεν περιμένει να έρθει το θανατικό για να γεμίσουν το σάπιο εαυτό τους με αντριλίκι, με κούφια υπεροχή, με βία. Το φέρνουν μόνοι τους. Σηκώνουν τουφέκια και σημαδεύουν. Χτυπούν, λυσσάνε, γλεντάνε.
Αποτροπιασμένε πολιτισμένε εξ Ηλείας, που έμαθες τι έγινε πάλι στην Μανωλάδα, που ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα πως πρόκειται για μόνιμη και καθημερινή συνθήκη εκεί, εσύ που καταδίκασες τους κοντοχωριανούς σου για τις πράξεις σου και συμπόνεσες τον αδικοπληγωμένο μετανάστη, η σοδειά αυτής της ανθρωπιάς σου είναι για τα σκουπίδια. Κι οι φράουλές σου σάπιες ως την ρίζα. Οι πυροβολισμοί σήμαναν την εκκίνηση της κακοπαιγμένης σου αλληλεγγύης και η διάσταση που πήρε το ζήτημα – την ίδια διάσταση πήρε το 2008 – σε κέντρισε να παράγεις λίγη ευνουχισμένη καταδίκη, λίγο αποτροπιασμό με ημερομηνία λήξης. Αύριο θα είναι όπως πρώτα. Όπως πάντα. Καλύβια, φράουλες και βρώμα. Κι η βρώμα πιο πολύ μέσα στην ανάπηρη καρδιά σου. Γιατί μπορεί να είναι δυνατόν το μυαλό σου να τα κλώθει, να μη βρίσκει στάλα λογικής μέσα στα κεφάλια των συμπατριωτών και φίλων που επικροτούν αυτήν την τακτική γιατί θεωρούν τον μπαγκαντεσιανό λιγότερο άνθρωπο και γιατί θέλουν να “καθαρίσει ο τόπος”, στο δείπνο και στο καφενείο να παίρνεις φωτιά συζητώντας για το γεγονός, μπορεί και ν’ αρνηθείς να πίνεις από δω και πέρα το κρασί σου με τους νεκροσκούληκες αυτής της λογικής, αλλά η καρδιά σου τί νοημοσύνη έχει; από τι υλικό είμαι φτιαγμένη; Τι είναι αυτό που ρίχνει μία καρδιά σε συναισθηματική αφασία; Πριν τους πυροβολισμούς ήταν εκεί πάντα τα καλύβια και οι φράουλες και η βρώμα και οι άνθρωποι. Ζέοντες εργαζόμενοι άνθρωποι μέσα στα θερμοκήπια στους 47 βαθμούς Κελσίου. Ο κόπος απλήρωτος, η εξαθλίωση νόμος και η απανθρωπιά μέθοδος και τρόπος ζωής. Κι αυτό το ξέρεις κάθε μέρα. Το ήξερες και πριν τους πυροβολισμούς. Περνώντας απ’ τα μέρη τους το είδες με τα ίδια σου τα μάτια. Και το σήκωνες και με το μυαλό και με την καρδιά σαν ελαφρύ, σαν νομοτελειακή συνθήκη, σαν από καταβολής κόσμου δεδομένο και ένυπτες σαν Πιλάτος τας χείρας σου.
Όταν καθεύδεις, αποχαυνωμένος κι ήσυχος πως δεν πίνεις πια το κρασί σου με τους αυτουργούς να θυμάσαι πως είσαι το δεξί τους χέρι εδώ και χρόνια. Και την αλληλεγγύη σου λογάριασε την ίδια με την αλληλεγγύη κυρίας σε φιλανθρωπικό σουαρέ, απ’ αυτές τις επιχρυσωμένες από πάνω ως κάτω που κόπτονται δήθεν για τον τρίτο κόσμο. Ο τρίτος κόσμος είσαι εσύ κι όταν κάνεις το κομμάτι σου στα καφενεία ή στα σαλόνια του Πύργου και της Πάτρας εκεί κοντά, τσιρίζοντας για το πόσο γουρούνια είναι οι ένοχοι, κάποιος γελάει μαζί σου. Είναι ο “φραουλάς”, ο αφέντης των δούλων, ο κοντοχωριανός που σε αηδιάζει, αυτός που του δείχνεις την αλληλεγγύη σου εμπράκτως, υποθάλποντας τον εδώ και χρόνια για τους πυροβολισμούς που πέφτουν και δεν παίρνουν τόση έκταση, για τα καλύβια και τη βρώμα και τη ντροπή που είστε ως ξεχωριστές μονάδες ο καθένας σας και ως κοινωνικό σύνολο από πάνω ως κάτω.
Εδώ στις πόλεις, η φρίκη δεν είναι λιγότερη για τους μετανάστες. Ο υπερπληθυσμός μπορεί να καταπιεί πολλά. Μπορεί πολλά να χωνέψει. Σπανίως θα δεις τα πρόσωπα των υπαίτιων, βλέπεις μόνο το αποτέλεσμα, γι’ αυτό δεν είναι εύκολη η προσωπική δραστική επέμβαση, παρά μόνο η καταγγελία στους αρμόδιους φορείς, οι οποίοι υπολειτουργούν. Η αποξένωση, η ασυνειδησία, η απανθρωπιά έχουν να κάνουν και με το αχανές της αστικής χωροταξίας και το απρόσωπο των υπευθύνων των αρμόδιων αρχών και φορέων. Συνηθίζουμε να λέμε ότι στην επαρχία υπάρχει ακόμα συλλογικότητα. Φεύ! Στις μικρές κοινωνίες οι άνθρωποι ξέρουν τα πρόσωπα των υπαίτιων και των υπευθύνων. Στην Ηλεία και τις γύρω κοντινές περιοχές τους υποθάλπουν, εθελοτυφλούν, κρατούν την αγανάκτηση τους εδώ και χρόνια μόνο για τα γραφεία και τα σαλόνια τους. Και το γεγονός αυτό κάνει την αδιαφορία τους χίλιες φορές πιο ντροπιαστική για τον τόπο και για το ανθρώπινο είδος γενικώς.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
“Επαναστάτες”/ (“Τρακτέρ” 1934)

Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Μπέμπελ και Μπουχάριν
τους στρίμωξα στο νου κουκί-κουκί.
Να με, λοιπόν, κατέκτησα την χάριν
να κρίνω με την διαλεκτική.

«Αχώριστος η θεωρία κ’ η πράξη» –
συχνά σκοντάφτω στην εφαρμογή,
μα η κριτική μου πάντοτε είναι εν τάξει,
όλους κι όλα τα ελέγχει, τα εξηγεί.

Τις συγκεντρώσεις των προλεταρίων
απ’ το παράθυρό μου τις κοιτώ
ώς να συγκινηθώ μέχρι δακρύων
και γράφω στίχους πλέον των 100.

Τη σκέψη αφήνω διάφανο μπαλόνι
στον άδειο ν’ ανεμίζεται ουρανό,
να βλέπω την εντύπωση που απλώνει
το χρώμα που αντιφέγγει το κενό.

Τώρα το “Κάπιταλ” του Μαρξ κηρύττω,
μα αποφεύγω την κάθε συμπλοκή
γιατί, ξέρω, θανάσιμα θα πλήττω
αν κάποτε με βάλουν φυλακή.