24grammata.com/ιστορικά ταξίδια
γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Μια “αναγκαστική” δολοφονία
Ζηλεύω όλους εκείνους που αναγνωρίζουν τις φωνές των τραγουδιστών από τα ραδιόφωνα. Είναι σχεδόν μαγικό, να ακούς μια φωνή και να ξεφυτρώνει ένα πρόσωπο και να σκεπάζει ανάποδα, ολόκληρη τη μέσα πλευρά του ματιού σου. Επειτα να καμαρώνεις για την αναγνώριση και να θυμάσαι το τρυφερό, το περασμένο τότε, εκείνη τη χαμένη εποχή, που ξενύχταγες φορτωμένος έρωτα, πάνω στα φτερά του τραγουδιού.
Ωστόσο υπάρχουν τόσοι άνθρωποι, που όσο κι αν τους μνημονεύεις, όσο κι αν ψελλίσεις κάτι αόριστο και για κείνους, παραμένουν πάντα με την τελευταία έρημη, αδειανή από πρόσωπο, εικόνα τους.
Σαν τον νεαρό Ιταλό υπαξιωματικό, τον Πατρούνο, που τα σκυλιά ξέσκισαν και έφαγαν τις σάρκες από τα μούτρα και το κορμί του. Η θλιβερή υπόθεση του εξακολουθεί ριζωμένη στα κατάβαθα της μνήμης, των λιγοστών ζωντανών, στα κεντρικά, και βόρεια χωριά της Καρπάθου, ίσως και μερικών παθιασμένων μελετητών της ιστορίας. Ενώ για τους υπόλοιπους δεν είναι παρά ένα τραγικό πυκνογραμμένο μυθιστόρημα, ένα τραγικό, άγνωστο παραμύθι, που όμως κανείς δεν θέλει να διαβάσει.
Ήταν το φθινόπωρο του 1943, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στα Δωδεκάνησα και την Κάρπαθο, οι σύμμαχοι τους, οι φασίστες Ιταλοί, τους κλουθούσαν από πίσω και όποιος τολμούσε να διαφωνήσει, γινόταν ένας φυλακισμένος λιποτάκτης και κατέληγε στις φυλακές της Ρόδου, αν οι μοτοτζάτερες, τα πλοιάρια μεταφοράς προσωπικού, δεν πήγαιναν στο πάτο της θάλασσας από τα ασταμάτητα συμμαχικά χτυπήματα.
Πολλοί ήταν οι Ιταλοί φαντάροι που δεν ήθελαν καμμιά συμμετοχή στις Γερμανικές επιχειρήσεις, όπως ο Τζουζέπε Πατρούνο, ο υπολοχαγός του πυροβολικού, στην διοίκηση του Αρμάντο Αμεντούνι, που αρνήθηκε κάθε συμμετοχή και έγινε φυγάς.
Ο ψηλός, μελαχροινός ομορφάντρας, δεν ήταν, ούτε αυτός, για πόλεμο, άλλωστε οι έρωτες του με ντόπια κορίτσια, ακόμη είναι στη μνήμη των ηλικιωμένων Μεσοχωριτών, που όμως δεν μαρτυρούν, προτιμούν να σιωπούν για αυτά που ξέρουν.
Ο Πατρούνο είχε σημαντική θέση, στο πυροβολικό του αεροδρομίου, στον Κάστελλο του Αφιάρτη. Ακόμη δεν έχει εξακριβωθεί αν η κίνηση του, να πετάξει τα κλείστρα από τα κανόνια στη θάλασσα, για να μην τα χρησιμοποιήσουν οι Γερμανοί ήταν δική του απόφαση ή μέρος κάποιου τολμηρού σχεδιού των ανωτέρων του. Μετά από αυτή την πράξη πήρε, κυριολεκτικά, τα βουνά. Αμέσως οι Γερμανοί βγήκαν παγανιά, επικύρηξαν μάλιστα τον Ιταλό αντί 10.000 λιρετών, στην αρχή δεν βρέθηκε κανένας Καρπάθιος, για να προδώσει τον Πατρούνο, αν και πολλοί γνώριζαν ότι τα λημέρια της φιλοξενίας του ήταν στα βόρεια του νησιού και ιδιαίτερα στη περιοχή του Μεσοχωρίου.
Αφορμή για το “κάρφωμα” του ήταν το γλέντι στο πανηγύρι του Άγιου Γεωργίου του “μεθυστή”, στις αρχές Νοέμβρη 1943.
Ήταν πολλοί εκείνοι που είδαν τον Ιταλό δραπέτη να γυρνά τα σπίτια, που είχαν λυροτσάμπουνα και γλεντοκοπούσαν. Μάλιστα στο Σπόα ήταν ο σημερινός παπάς, ο Κωσταντίνος Χαλκιάς, λυράρης εκείνη την εποχή, μόλις σχόλασε το γλέντι έδειξε στον Πατρούνο και σε δύο ακόμη Ιταλούς στρατιώτες, που συμμετείχαν στο γλέντι, το δρόμο για το Μεσοχώρι. Πήρε ακόμη και καλό ρεγάλο, τα στρατιωτικά κυάλια, δεν ξεχνά ακόμη και σήμερα ποιά ήταν η συμφωνία τους. Αμίλητος υποσχέθηκε να τους πάρει στη Δραμωνά και να τους στείλει με ασφάλεια στο Μεσοχώρι.
Εκεί πρόσεξαν τον Πατρούνο πολλά ζευγάρια μάτια. Άλλωστε δεν περνούσε απαρατήρητος ο λυγερόκορμος αξιωματικός που δεν δείλιασε, και δεν έβγαλε ούτε για μια στιγμή, τη στρατιωτική στολή του. Φαίνεται όμως πως κάποιοι “δικοί” μας δεν άντεξαν στον πειρασμό, “τραγούδησαν” στην διοίκηση των Γερμανών για τα καλιμέντα του Ιταλού φυγά, αλλά και το χωριό, που τον καλύπτει.
Δεν άργησε να φανεί μια στρατιωτική ομάδα των κατακτητών και να ψάχνει σπιθαμή προς σπιθαμή, το Μεσοχώρι και την γύρω περιοχή. Μάλιστα μάζεψαν όλους τους κατοίκους και τους ανακοίνωσαν πως το χωριό πρόκειται να το κάψουν, αν δεν παρουσιαστεί ο λιποτάκτης Πατρούνο, αν δεν προβάλει, ακόμη και νεκρός!
Ο Μικέλε, στρατιωτικός διοικητής στο Μεσοχώρι, έσωσε τον φυγά Πατρούνο σκηνοθετώντας την απόδρασή του, από τη καζάρμα που συνήθως κοιμόταν, όμως άλλη δυνατότητα βοήθειας δεν υπήρχε, για τον στρατιώτη που τα έβαλε με το τρίτο ράϊχ.
Μοναδική λύση η διαφυγή του από τη θάλασσα και η βοήθεια της ομάδας κατασκοπείας, του Σαμιώτη ασυρματιστή Κρασόπουλου και του Καρπάθιου κατασκόπου, Χριστόφορου Λυτού, που κρύβονταν σε μια σπηλιά στον Λευκό (στα Αξάγκια), στην καμάρα του Χατζιπίνη. Ο σύνδεσμος Νικόλας Χατζηλύκος, πήρε το ιδιόχειρο σημείωμα του δασκάλου Χαροκόπου στους κατάσκοπους . Ήταν επιβεβλημένο να βοηθήσουν τον μοναδικό Ιταλό, που αντιστεκόταν με τόσο σθένος απέναντι στους Γερμανούς. Δεν θα μπορούσαν, δεν είχαν δικαίωμα, να τον αφήσουν πίσω. Ο Πατρούνο μεταφέρθηκε στα γρήγορα στο κρυσφήγετο. Και εκεί ξεκινά η τελευταία πράξη ενός δράματος, που μοιάζει με ανοιχτή πληγή, που δεν κλείνει μέσα στο χρόνο. Ο Ιταλός υπαξιωματικός, περιμένει μάταια κάποιο συμμαχικό πλοιάριο, να τον παραλάβει και να τον μεταφέρει κάπου με ασφάλεια. Ωστόσο οι Γερμανοί ξεκινούν τα κόλπα τους, πιάνουν 5 Μεσοχωρίτες και 5 Σποϊτες, τους αλυσοδένουν και τους κλείνουν στο κρατητήριο στα Πηγάδια. Οι ώρες γίνονται άγρια δραματικές.
Οι Μ. Πρωτοψάλτης, Μ. Μάλτας, Μ. Νουαράκης, Μ. Σακέλλης, Γ. Πρωτοψάλτης από το Μεσοχώρι και οι Κ. Τσαμπουνιέρης, Μ. Ταλαράντας, Γ. Βασιλαράς, Θ. Δήμαρχος. Κ. Πάχος από τα Σπόα, ετοιμάζονται, θα περάσουν από εκτελεστικό απόσπασμα αν δεν βρεθεί ο Ιταλός Πατρούνο.
Οι Γερμανοί δεν φορούν προσωπεία, ούτε και κρύβουν τον σιχαμερό κόσμο τους. Κατακτητές, που θέλουν να ορίζουν με τα γεμάτα όπλα τους τον κόσμο. Μάλιστα διαδίδουν ότι όσο δεν πέφτει στα χέρια τους ο φύγας, θα συλλαμβάνουν και θα τουφεκίζουν δεκαμελής ομάδες από τα δύο χωριά. Το Σπόα και το Μεσοχώρι, που φαίνεται να μετατρέπονται σε εχθρική ζώνη.
Στη σπηλιά των κατασκόπων τα νέα ανατρέπουν κάθε σχέδιο. Ο Πατρούνο δεν μπορεί, δεν πρέπει να φύγει από την Κάρπαθο.
Ο Λυτός γνωρίζει και καταλαβαίνει, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις.
Η ριμάδα αλήθεια πονάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο φυγάς από την άλλη, μυρίστηκε τον θάνατο που τον κλωθωγύριζε, έγινε εριστικός, έψαχνε αφορμές για να την κοπανήσει, ενώ η ομάδα των Ελλήνων κατασκόπων δεν άνοιγε τα χαρτιά της. Πρότεινε στο φυγά να μην βιάζετε, να κάνει υπόμονη, θα φαινόταν κάποιο συμμαχικό υποβρύχιο και θα τον απελευθέρωνε. Έτσι του έλεγαν, ενώ προετοίμαζαν τη “λυτρωτική” δολοφονία του.
Στην σκλαβωμένη Κάρπαθο τα δυό χωριά ετοίμαζαν μοιρολόγια και θρήνους για τους φυλακισμένους.
Φόνος και ανδρισμός δεν πάνε παρέα, ίσως είναι από τις σπάνιες, τις μοναδικές στιγμές της ιστορίας, που μια τέτοια σφαγή δικαιώνει τη συλλογική σκέψη και την ηθική, ενός ήδη πονεμένου τόπου. Μαζική αντίσταση στην ουσία δεν υπήρχε, απέναντι σε εκείνα τα άθλια θηρία, που καθόριζαν τη μέρα και τη νύχτα, εξουσίαζαν το είναι των ανθρώπων. Ο Λυτός πήρε την πιο βαριά απόφαση, θα σκότωνε τον ξεχωριστό Ιταλό στρατιώτη, που τόσο πρώιμα ξεκίνησε ολομόναχος την αντίσταση.
Δεν έβλεπε καμιά άλλη λύση, παρά να στείλει το πτώμα του Πατρούνο στους Γερμανούς και έτσι να κλείσει έναν κύκλο αίματος, που φαινόταν να ανοίγει και να παρασύρει αρκετούς αθώους στον τάφο. Δεν άργησε να πυροβολήσει τον Τζιουζέπε Πατρούνο, τον σκοτώνει πισώπλατα και κλείνει, ματώνει την πιο σπουδαία προσωπική, αντιστασιακή προσπάθεια που έγινε το 1943 στην Κάρπαθο.
Ο λεβέντης, ξεχωριστός Πατρούνο, δεν ένιωθε το νησί για ξένο τόπο, ερωτεύτηκε, τραγούδησε και γλέντησε στα χωριά της Καρπάθου. Δεν ανέχτηκε εντολές, από τους Γερμανούς κατακτητές. Όμως τα προσωπικά πετάγματα δεν χωρούν στους μεγάλους πολέμους, τελικά το πτώμα του πετάχτηκε στη ρεματιά του Συκινά, στον ξεροπόταμο του Αγίου Γεωργίου, λίγο πάνω από τον Λευκό. Ήδη οι Γερμανοί είχαν αφηνιάσει, χτένιζαν τη περιοχή και αναζητούσαν μέρα και νύχτα τον φυγά.
Αδέσποτα, πεινασμένα σκυλιά, μυρίστηκαν πρώτα το πτώμα του Πατρούνο. Δεν άφησαν καμμιά τρυφερή σάρκα του, να μην τη κατασπαράξουν, μάλλον Θεόσταλτα, θα λέει ο ιστορικός της εποχής, βοήθησαν και αυτά στο βιαστικό σβήσιμο της ιστορίας, αφού οι Γερμανοί δεν χρειάστηκε να κάνουν ιατροδικαστική εξέταση. Φώναξαν μονάχα την κοπέλα του Πατρούνο από το Όθος, που τον αναγνώρισε από δύο κρεατοελιές, μια στο γόνατο, και μια στη ψηλά στο εσωτερικό του αριστερού χεριού του, κάτι που φαίνεται να πιστοποίησε και ο Ιταλός γιατρός Κούτολο. Έτσι δεν αποκαλύφθηκαν τα τραύματα από τις κρυμμένες εγγλέζικες σφαίρες, στο κορμί του Ιταλού.
Οι Γερμανοί, φαίνεται να πείσθηκαν για την αυτοκτονία του Ιταλού, ίσως να έκαναν κι άλλες, πιο πονηρές σκέψεις, όμως μόλις λίγους μήνες πριν είχαν τουφεκίσει τους τρεις Σποϊτες, φορτώνοντας τους ένα σωρό άδικες κατηγορίες, και είχαν ήδη πετύχει τους σκοπούς τους.
Με τις σφαίρες αλλά κυρίως με τις γκεμπελικές μεθόδους τους εκφόβισαν για τα καλά τον ντόπιο πληθυσμό, όποιος θα τολμούσε να σηκώσει κεφάλι, θα κατέληγε αργά ή γρήγορα νεκρός και ο ίδιος αλλά και ο γείτονας του.
Ο όμορφος Τζιουζέπε Πατρούνο ήταν από την αρχή καταδικασμένος, κάθε ατομική πράξη, σε δύσκολες, σε τραγικές συλλογικές στιγμές της ιστορίας είναι πάντα καταδικασμένη. Δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλη και ξεχωριστή, αν δεν φαίνεται το γερό έρεισμα, μέσα στο σύνολο της κοινωνίας, αν δεν υπάρχει ανταπόκριση, στριμώχνεται αθόρυβα στον πάτο του χρόνου.
Όσο κι αν έκλαψε η φαμίλια του Πατρούνο στην Cerignola, έξω από το Bari, δεν έφτασε για να αλλάξει την τραγική πορεία του προς τον θάνατο. Δεν διδάσκονται τέτοια διδάγματα, θέλει τσαγανό, πάθος και βαθιά αυτοεκτίμηση, για να ξεχωρίσει ο σπουδαίος αγωνιστής. Όμως ακόμα πιο ανοιχτά μάτια θέλει ο ιστορικός του μέλλοντος, που αγκιστρωμένος σε στερεότυπα και ξεπερασμένες, σβησμένες ηθικές, λογαριάζει και τον κατακτητή για άνθρωπο.
(Ένα ευχαριστώ στον Σποϊτη ερευνητή Ηλία Βασιλαρά, είναι από εκείνους που καταγράφουν και επαναφέρουν κάθε τόσο στο προσκήνιο το πικρό παρελθόν μας.
Ο Μ. Κασσώτης αναφέρει τον Πατρούνο με το βαφτιστικό Αλμπέρτο).