24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνιας
γράφει ο Γιώργος Μαρκόπουλος
Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως στο ευρύ φάσμα του μεταπολεμικού ποιητικού λόγου, το τμήμα εκείνο που διαμορφώνεται μέσα σε μια ιδεολογική αναθεώρηση, και κυρίως αυτό που πολλοί συνηθίζουν να αποκαλούν “ποίηση της ήττας”, καλύπτει έναν αξιοσημείωτο χώρο, σε βαθμό που να δίνει τον τόνο, και να ορίζει δύο τουλάχιστον γενεές ποιητών, με ουσιαστικές καταθέσεις και υπολογίσιμο έργο.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι ποιητές αυτοί στο σύνολό τους, δεν αποσπάστηκαν ούτε από την ιδεολογία, μέσα και έξω από το έργο τους, ούτε από το όραμα. Αντίθετα μάλιστα, προσπάθησαν να τα απομονώσουν και να τα αποκαθάρουν και τα δυο, από τη βαρύτατη σκιά των πολιτικών σκοπιμοτήτων και πεπραγμένων. Στην ουσία, πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία απενοχοποίησης και απεμπλοκής από τη συνυπευθυνότητα της ιδεολογικής συμπόρευσης, εν ονόματι πάντα της ιδεολογίας και του οράματος. Γιατί λίγο ή πολύ, οι ποιητές αυτοί, ενταγμένοι στις γραμμές της Αριστεράς, στην πιο αγωνιστική της φάση, αφού αποτραβήχτηκαν μέσα τους, αρνούμενοι να δεχθούν έστω και σιωπηρά την πρακτική της λαθεμένης γραμμής (τότε που αυτό βέβαια είχε κάποιο κόστος), τοποθετούνται, με κλυδωνισμό ψυχής, απέναντι στα φαινόμενα της παραχάραξης και της αβασάνιστης οικειοποίησης των αγώνων και των αγωνιστών, εκφράζοντας με πειστικό τρόπο την άποψη πως οι νεκροί δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση άλλοθι, για να υποστηριχθεί οποιαδήποτε γραμμή.
Αλλά, ας μη μακρηγορούμε, και ας περάσουμε στους “Σαδδουκαίους”. Τι είναι το βιβλίο αυτό; Ποιοι είναι οι “Σαδδουκαίοι” και τι θέλουν να πουν; Κλείνοντας τη συλλογή, εκείνο που μας μένει είναι μια γεύση, ή μάλλον μια ακαθόριστη εντύπωση, ότι κάτι το διαφορετικό και το ασυνήθιστο συμβαίνει εδώ. Ύφος “σκληρό”, κατακερματισμός των εικόνων, δομή στέρεη, πύκνωση των σχημάτων, λες και πρόκειται για γραμμικό σχέδιο αρχιτέκτονα, ενώ οι φράσεις βγαίνουν “χτυπημένες”, σαν ακρωτηριασμένοι αντάρτες με γάζες, στους διαδρόμους των πρόχειρων νοσοκομείων, ή σαν πυρομαχικά σε στρατιωτικό φορτηγό, ύστερα από τρομακτική φωτιά. Αυτά, όσον αφορά γενικώς τη μορφή. Όσον αφορά το περιεχόμενο;
Εκείνο που είναι ήδη αναγκαίο να σημειώσουμε, είναι ότι ο Κατσαρός, για να συναντήσει την όποια λύτρωσή του, κυριολεκτικά διαμελίστηκε. Ως εκ τούτου, η διάθεσή του γίνεται άκρως αναρχική και επαναστατημένη, και ο ίδιος αποκτά ενστικτωδώς τον φλογερό ρομαντισμό, εκείνο, που από ανάγκη ακριβώς, χρειάζεται για να “επιβιώσει”. Κανένα ποίημα της συλλογής, νομίζω, δεν παρουσιάζει περισσότερο ανάγλυφα τα παραπάνω λεγόμενα, όσο το προσφιλές, και πολύ γνωστό πλέον, “Η διαθήκη μου”. Όχι μόνο για την ιστορία, θα πρέπει να παραθέσω εδώ και τη σημείωση του ίδιου του ποιητή, που υπάρχει δημοσιευμένη ακριβώς στο τέλος του προαναφερθέντος ποιήματος, και που έχει ως εξής: “Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ‘Δημοκρατικός Τύπος’ λογοκριμένο από προοδευτικό διανοούμενο. Αναγκάστηκα να διαμαρτυρηθώ στο επόμενο φύλλο της ίδιας εφημερίδας με το Υστερόγραφο”. (Του οποίου, “υστερόγραφου”, θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα ο τελευταίος στίχος, ο οποίος, δηλώνει με τον εναργέστερο νομίζω τρόπο, την άποψη του Κατσαρού, για την “ελευθερία”, που επικρατούσε ήδη στον πολιτικό χώρο, για τον οποίο τόσο και τόσο αίμα σπαταλήθηκε):
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν
Είναι φανερό, πως η κριτική του είναι καταλυτική, φορτισμένη με την “επιτάχυνση” που γκρεμίζει απαραβίαστα ταμπού, χαρίζει όμως συγχρόνως στίχους σπάνιας δυναμικότητας, κρατώντας μόνο κάποια “άφθαρτα” κατ’ αυτόν σύμβολα, εφόδια χρήσιμα, μέσα σε αυτή τη γενικότερη διάψευση και τη φθορά. Ο λόγος του γίνεται μέσα στην απελπισία του “μεσσιανικός”, “κηρυγματικός”, διακρινόμενος από μια υπεροπτική διάθεση, πλην όμως βαθιά ανθρώπινος και “ραγισμένος”, σε πολλές του πτυχές, έτσι ώστε ο Κατσαρός, να αναδεικνύεται εδώ ως ο ποιητής που αγγίζει θέματα με τρόπο εξαιρετικό, προβάλλοντας θέσεις οι οποίες, πολύ μετά, ύστερα από χρόνια, θα εκδηλώνονταν στο διεθνή χώρο. Και ήθελα να το σημειώσω αυτό: Είναι λάθος να τον περιορίζουμε μόνο στο δικό μας, ελληνικό χώρο, μια και αυτός, ξεκινώντας από την ελλαδική περιπέτεια, καθίσταται στο τέλος οικουμενικός ποιητής, αλλά και μια τραγική στο βάθος της μορφή, ένα ακρωτηριασμένο μνημείο, που θυμίζει με το πέρασμα του χρόνου το τίμημα που πλήρωσε κατά το πρόσφατο παρελθόν ο άνθρωπος, έχοντας αντιμέτωπη, πάνω απ’ όλα, την τραγική μοίρα του.
Και μία διευκρίνιση, ακόμη: Αν σκεπτόμασταν, έστω και για μια στιγμή, να ταυτίσουμε τους “Σαδδουκαίους” με τους “επιγόνους” π.χ. του Αναγνωστάκη, ή με εκείνους που “άλλα έλεγαν στους φίλους τους κι άλλα στην καθοδήγηση” του Άρη Αλεξάνδρου, ή με εκείνους που τώρα “άλλοι ασπάζονται, άλλοι ζητωκραυγάζουν” του Κωσταβάρα, ή με εκείνους που “μεθυσμένοι από νύχτα και χαμένη δόξα/ αντιστρέφουν τις ευθύνες, επιβάλλουν αποφάσεις/ διέπουν τύχες αγωνιστών” του Πατρίκιου, πριν το επιχειρήσουμε, θα έπρεπε να είμαστε άκρως προσεχτικοί, μια και πιστεύω ότι ο Μιχάλης Κατσαρός δεν δρούσε με την ίδια συνειδητότητα, αλλά εισπράττοντας τα μηνύματα του “έξω” κόσμου, τα “μετα-ποιούσε” στη συνέχεια, μέσα στο “βασίλειο” του προσωπικού του, ιδιωτικού, εσωτερικού κόσμου, και τα επέστρεφε με έναν τρόπο ενστικτώδη, ως άρνηση και ως θέση, συγχρόνως. Η α-συνέχεια, αλλά και η σε ικανοποιητικό βαθμό, ακόμη τότε, ως εκ συμπτώσεως, ταύτιση απόψεων των δύο ετούτων κόσμων, είναι νομίζω, το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτού του αποτελέσματος, αυτής της διεργασίας. Οι “Σαδδουκαίοι”, οπαδοί Ιουδαϊκής αίρεσης η οποία ιδρύθηκε κατά τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνος, αντιπολιτευόταν (κατά τον 2ο αιώνα) τους φαρισαίους, ήσαν προσκολλημένοι στο γράμμα του νόμου, παραμελούσαν την προφητική διδασκαλία, απέρριπταν την παράδοση, και δεν παραδέχονταν την αθανασία της ψυχής και την ανάσταση των νεκρών. Τέλος, απέδιδαν μεγάλη σημασία στους τύπους των ιεροτελεστιών, και λάτρευαν την ευζωία και τις διασκεδάσεις.
Ίσως, λοιπόν, αυτή η ανεπτυγμένη τους “τυπολατρεία”, καθώς και η αγάπη τους για την “ευζωΐα”, να ήσαν εκείνα τα στοιχεία που πιθανώς ερέθισαν τον Κατσαρό, και τα οποία πράγματι παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με τους διαχειριζόμενους τότε τις τύχες των οπαδών της Αριστεράς. Ίσως, όμως, τίποτε από όλα αυτά να μην αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα και, ο Κατσαρός, μέσα στην ιδιορρυθμία του, να χρησιμοποίησε τη λέξη αγνοώντας τελείως τη σημασία της.
Πάντως, εντύπωση κάνει πώς κάτι άπιαστο και άρρητο αιωρείται σε αυτή τη συλλογή, στο σύνολό της. Όπως εντύπωση κάνει και η εντιμότητα του δημιουργού της, που με την πρόθεση του απόλυτου καθαρμού της γλώσσας από κάθε ψευδεπίγραφο επαναστατικό βερμπαλισμό, που σβήνει και απαλείφει από την ποιητική μνήμη κάθε κούφια ρητορεία. Έτσι άλλωστε κατάφερε να επιβάλλει σιωπή και σεβασμό στην εξαγνισμένη με το αίμα, από την άχνα των ψυχών, από τη θυσία των νεκρών συντρόφων, επανάσταση.
Και το σπουδαιότερο: κατέδειξε τη διαφορά ανάμεσα στον πολιτικά στρατευμένο και τον πολιτικά στοχαζόμενο ποιητή, που εκφεύγει από τον ολισθηρό οίστρο της συνθηματολογίας, έχοντας ως υλικό του εσωτερικές συγκρούσεις, αντιφάσεις και αμφιβολίες πνευματικής τάξεως.