γράφει ο Ορέστης Μίτιντζης
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1018 και πέθανε το 1081 χωρίς η ημερομηνία θανάτου του να είναι απολύτως σίγουρη και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος. Η οικογένεια του ήταν μέσης κοινωνικής τάξης αν και ανάμεσα στους απώτερους προγόνους του συναντούμε υπάτους και πατρικίους.
Από μικρός χάρη στην φροντίδα της μητρός του έλαβε επιμελημένη παιδεία με δάσκαλο τον Ιωάννη Μαυρόποδα και αφού διδάχθηκε τις τότε καθορισμένες ομάδες γνωστικών αντικειμένων Trivium και Quatrivium, προχώρησε και στο δίκαιο, το οποίο και διδάχθηκε από τον Ιωάννη Ξιφιλίνο. Σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών ο Ψελλός πήρε μια κατώτερη θέση κοντά στον κριτή του θέματος της Θράκης και της Μακεδονίας. Έπειτα στο τέλος του 1041 γίνεται υπογραμματέας του αυτοκρατορικού δικαστηρίου συνεχίζοντας να ανέρχεται σε όλο και υψηλότερα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Εκτός αυτού βέβαια έδινε ιδιωτικά μαθήματα σε μεγάλο αριθμό μαθητών που προσέρχονταν ακόμα και από την Ιταλία ή τις αραβικές χώρες με σκοπό να μορφωθούν στις ανθρωπιστικές και φυσικές επιστήμες .
Λίγο μετά το 1045 και αφού θεσμοθετήθηκε η διδασκαλία του δικαίου από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο ο Ψελλός έλαβε τον τίτλο του «Υπάτου των Φιλοσόφων» που είχε δημιουργηθεί ειδικά γι αυτόν. Είναι βέβαια ενδεικτικό πως την εποχή εκείνη ο Ψελλός βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δόξας του υπηρετώντας επιστήμες όπως η φυσική, τα μαθηματικά, η φιλοσοφία, η μεταφυσική και η θεολογία και πλείστες άλλες. Γνώριζε επίσης τα χαλδαϊκά λόγια, την αλχημεία, την ωμοπλατοσκοπία και την δαιμονολογία. Όπως σημειώνει ο H.Hunger οι αποκρυφηστικές αυτές γνώσεις πρέπει να συνέβαλαν στην επιτυχία του στην πολιτική αν και κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποιούσε την αστρολογία για να παρουσιάζεται στον αυτοκράτορα ως «μελλοντολόγος» και ότι, μολονότι ήταν φιλόσοφος ασκούσε συγχρόνως και την πολιτική. Πρέπει να ειπωθεί εδώ πως όσον αφορά την ενασχόλησή του με την φιλοσοφία, αν και δήλωνε χριστιανός ορθόδοξος ταύτιζε την κοσμοθεωρία του με την θεωρία του Νεοπλατωνισμού έτσι όπως αναδύθηκε από το έργο του Πλωτίνου και του Πρόκλου. Έδινε έμφαση στη φύση και στους νόμους που την διέπουν, η οποία δημιουργήθηκε εξ’ ολοκλήρου από τον Θεό και άφηνε λιγότερο χώρο στο θαυμαστό (το θαύμα δηλαδή). Επίσης πίστευε στην ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου αποποιώντας το αληθές της μοίρας.
Είναι οπωσδήποτε αξιοθαύμαστο το πώς ο Ψελλός διέθετε την επιτηδειότητα ενός αυλικού καταφέρνοντας πάντα να αλλάζει εγκαίρως παράταξη ώστε να βρίσκεται με το μέρος του ισχυροτέρου. Δεν είναι τυχαίο βέβαια πως ο ίδιος κατάφερε να παραμείνει ισχυρός κατά την διάρκεια της βασιλείας δέκα αυτοκρατόρων. Ως ένα παράδειγμα αυτού θα πρέπει να αναφερθεί η συστράτευσή του με τον Ισαάκιο Κομνηνό όταν ηγήθηκε πρεσβείας κατ’ εντολή του αυτοκράτορα Μιχαήλ ΣΤ΄. Η έγκαιρη αυτή αλλαγή στρατοπέδου του εξασφάλισε αργότερα τον τίτλο του προέδρου και αργότερα του πρωτοπροέδρου.
Λίγο μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’ ο Ψελλός αναγκάστηκε για πολιτικούς λόγους προφανώς να καρεί μοναχός στην μονή της Θεοτόκου της «Ωραίας Πηγής στον Όλυμπο της Βιθυνίας και μετονομάστηκε σε Μιχαήλ, πολύ σύντομα όμως αφού εγκατέλειψε τον μοναχικό βίο ανέλαβε ενεργό ρόλο στις πολιτικές υποθέσεις της πρωτεύουσας.
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ί Δούκα ο Ψελλός εναντιώθηκε στον γάμο της Ευδοκίας της Μακρεμβολίτισσας με τον Ρωμανό Διογένη που εκπροσωπούσε την αντίθετη σ’ αυτόν στρατιωτική παράταξη στην Αυτοκρατορία χωρίς εν τέλει να καταφέρει να τον ματαιώσει. Ως εκ τούτου βέβαια, ύποπτος είναι ο ρόλος του στην καθοριστική για την πορεία της αυτοκρατορίας ήττα στο Ματζικέρτ to 1071. Έπειτα, μετά την τύφλωση του Ρωμανού και την υποκριτική επιστολή του σ’ αυτόν παρά της διαβεβαιώσεις του ότι επρόκειτο να εξασφαλίσει την ασφάλεια του, συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας υπηρετώντας τον μαθητή του, Μιχαήλ Ζ’, τον επονομαζόμενο Παραπινάκη έως ότου εκτοπίστηκε με ενέργειες του πανούργου και αδίστακτου ευνούχου Νικηφορίτζη. Πέθανε παραμελημένος και αποκομμένος απ’ την πολιτική σκηνή που τόσο είχε αγαπήσει λίγο μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Νικηφόρο Γ’ Βοτανειάτη στης 23/3/1078.
Ο Μιχαήλ ψελλός φαίνεται να έχει πλούσιο συγγραφικό έργο θεολογικού, ιστορικού, δικαϊκού, λαογραφικού και ποιητικού περιεχομένου. Το γνωστότερο δε όλων είναι η «Χρονογραφία», ένα ιστορικό έργο που συνεχίζει από χρονολογικής άποψης το πόνημα του Λέοντα Διακόνου και καταγράφει ιστορικά γεγονότα από την εποχή της βασιλείας του Ιωάννη Τσιμισκή μέχρι και την εποχή του Μιχαήλ Ζ’ δίνοντας έμφαση στον σχολιασμό ατόμων της πολιτικής σκηνής της Αυτοκρατορίας σε επίπεδα που αποκλίνουν από την καθεαυτό πολιτική ιστορία. Όσον αφορά βέβαια την συγγραφικό του χαρακτήρα ξεχωρίζει για την εξαιρετική ψυχολογική περιγραφή των προσώπων του έργου του και την παρουσίαση των πολλών πλευρών της προσωπικότητας των.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. ΜΑΡΤΙΝΟΣ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια. Τόμος 12. Αθήνα 1966.
A.P KAZHDAN, A.M TALBOT, A.CUTLER, T.E GREGORY, M.P SEVCENKO. The Oxford Dictionary of Byzantium. New York 1991, Oxford University Press, Vol. 2.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ. Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι. Εκδόσεις Κανάκη (Αθήνα 2009), Τόμος Γ’.
HERBERT HUNGER. Η λόγια και κοσμική γραμματεία των βυζαντινών. MIET (Αθήνα 1987-1994), μτφρ. Α.Γ Μπενάκη.