Νυχτερινό ΙΙ
Ο Νικήτας Κακκαβάς είναι καλός φίλος, εξαίρετος συνάδελφος (καρδιολόγος) και προικισμένος λογοτέχνης (κατά την ταπεινή μου άποψη από τους σημαντικότερους της γενιάς μας). Δεν είναι η πρώτη φορά που στο παρόν ιστολόγιο δημοσιεύεται δείγμα δουλειάς του, εντούτοις η σημερινή ανάρτηση με «δυσκόλεψε» κάπως σε προσωπικό επίπεδο, προκαλώντας μου μια φυσική -τρόπον τινά- συστολή. Διαβάζοντας το «Νυχτερινό ΙΙ» ένοιωσα, όπως συχνά μου συμβαίνει με τα διηγήματα του Νικήτα, ένα ιδιαίτερο λυτρωτικό συναίσθημα, ένα μυστήριο είδος ταυτόχρονης συναισθηματικής έντασης και ψυχικής γαλήνευσης. Αυτό το ίδιο συναίσθημα μου προκαλεί συχνά η μουσική του Χατζηδάκι.
Είναι η ευθεία, καίρια βολή της μεγάλης τέχνης στις ψυχές των ανθρώπων. [Σ.Κυρζόπουλος]
Nυχτερινό ΙΙ
στον Στάμο Κυρζόπουλο και στη σύντροφο του Χρύσα
στη μνήμη του μικρού Βαγγέλη Μ.
«Θα παίρνετε ένα χάπι κάθε πρωί. Και λίγο προσοχή στο αλάτι, ιδίως στις κρυφές πηγές αλατιού. Ξέρετε… Κονσέρβες, αλλαντικά, τυριά, ξηροί καρποί. Θα σας ξαναδώ σε τρεις μήνες».
Άνοιξε το συρτάρι, ψάχνοντας τη σφραγίδα του. Στη σπουδή του να την βρει, σκόρπισε ένα κουτί συνδετήρες στο πάτωμα.
Λαθροκοίταξε το ρολόι απέναντι στον τοίχο, όση ώρα έγραφε τη συνταγή. Περασμένες δέκα, άργησε πάλι σήμερα και είχαν κανονίσει για κινηματογράφο με τη Λίνα και τον Κώστα. Θα προλάβαινε στο τσαφ, αρκεί να μην είχε κίνηση τέτοια ώρα η Τσιμισκή.
Η κυρία Αντωνιάδου συνέχιζε ακατάπαυστα τις ερωτήσεις της σχετικά με την πίεση της. Προσπέρασε την ανηλεή, για τη στιγμή, φλυαρία της με ένα αδρό κούνημα της κεφαλής, όση ώρα έγραφε τα φάρμακα.
Ένοιωσε ανακούφιση, ξεπροβοδίζοντας στα γρήγορα το ζεύγος Αντωνιάδη. Το κλείσιμο της πόρτας λυτρωτικό άφηνε προσωρινά, αλλά οριστικά για σήμερα, εκτός την αρρώστια και τους αρρώστους. Με μια βιαστική κίνηση πέταξε την ιατρική ρόμπα στην καρέκλα. Καθώς έβαζε τα παπούτσια του, δικαίωσε για μια ακόμα φορά τον Αναγνωστάκη που σε κάθε λήξη εφημερίας έκλεινε το βιβλίο συμβάντων, γράφοντας την ίδια πάντοτε φράση: «Βαριά η καλογερική. Ώρα να ξαναγίνω ευτυχής ως Λωτοφάγος. Δρ Ι.Μ.Α. – μαθητευόμενος Σαμάνος του Ανθρωπίνου Πόνου».
«Κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι…» επανέλαβε τη βραδινή ιδεοαναγκαστική του αρίθμηση. Όλα άρτια και στη θέση τους. Μπορούσε επιτέλους να φύγει ευτυχής ως Λωτοφάγος.
Ξαφνικά το τηλέφωνο του γραφείου κουδούνισε. Ο Σαμάνος μόλις έβαζε τρικλοποδιά στο Λωτοφάγο.
Κοντοστάθηκε στην εξώπορτα διστακτικός. Ζύγισε στο πόδι τις εκδοχές. Να σηκώσει το τηλέφωνο ή όχι; Αν ήταν κάποιο επείγον περιστατικό, τα σχέδια για σινεμά ανατρέπονταν και η Χρύσα θα είχε για μέρες μούτρα. Αν ήταν κανένας από τους γνωστούς ψυχάκηδες, αρκούσε να παίξει για λίγα λεπτά το γνωστό του καθησυχαστικό, ψυχοκαθαρτήριο μονόλογο, που τον έκανε διάσημο ανάμεσα στο πολυπληθές ακροατήριο των ασθενών του και θα ξεμπέρδευε.
Αποφάσισε να το ρισκάρει. Σήκωσε το τηλέφωνο με την απροθυμία που κάνει κάποιος το πρώτο βήμα σε ναρκοπέδιο.
«Στάμο έλα ο Σήφης είμαι…» ακούστηκε γνώριμη φωνή από την άλλη άκρη του σύρματος. Ανακουφίστηκε, ήταν ο Αναγνωστάκης.
«Πάλι πήδηξες καμιά καινούργια ειδικευόμενη και με πήρες για εξομολόγηση;» απάντησε με γελαστή φωνή. «Αναγνωστάκη λέγε γρήγορα τί θες, με περιμένει η Χρύσα και οι κουμπάροι στο σινεμά. Μόλις που προλαβαίνω!».
«Στάμο θυμάσαι εκείνον το μικρούλη από τη γειτονιά σου;» ακούστηκε περίεργα σοβαρή η φωνή του Αναγνωστάκη. «Τον είχαμε μέσα πάλι με πνευμονία. Ξέρεις… Πέθανε πριν από λίγο στον ύπνο του».
Αισθάνθηκε τη νάρκη να σκάει, πριν ακουμπήσει καλά-καλά το πόδι του στο έδαφος.
d c
Mια ιδιοτροπία στο γενετικό του υλικό, οδήγησε το δευτερότοκο, ροδοκόκκινο βρέφος της εικοσιπεντάχρονης Άννας να μεταλλαχθεί σε ένα ανάπηρο νήπιο. Το κακό άρχισε να εμφανίζεται από την ηλικία των δύο. Ανταριάζονταν μέσα του η ζωή, μα οι μαλθακοί μυώνες δεν υπάκουαν στα κελεύσματα της. Ο μικρός Διονύσης βάδιζε με δυσκολία, για τρέξιμο ούτε λόγος! Και από τα πέντε το παιδί ήταν πλέον καθηλωμένο σε μια αναπηρική πολυθρόνα.
O Στάμος είχε ακούσει τους γονείς του να μιλούν για αυτόν, κάτι μισόλογα για «το καημένο το παιδάκι και τη μάνα του που σηκώνει σταυρό», μα δεν τον είχε δει ποτέ.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τυχαία ένα καλοκαίρι που είχε γυρίσει στο Βόλο μετά τη λήξη της εξεταστικής. Επέστρεφε από τον φούρνο, τσιμπολογώντας την αχνιστή φραντζόλα και βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο ξανθό χαμογελαστό αγοράκι με τα καταπράσινα μάτια, περίσσια ευλογίας σε ένα πρόσωπο εκμαγείο ανεμελιάς. Πίσω του έσπρωχνε το καροτσάκι ο μεγάλος του αδερφός. Κοντοστάθηκε με τεθλασμένο δέος μπροστά τους! Λευκές, απαστράπτουσες ακτίνες αθωότητας ακτινοβολούσαν τα δυο παιδικά πρόσωπα, αποσυνδέοντας και εκμηδενίζοντας με το εκτυφλωτικό τους φως την όποια σκιά πόνου και θλίψης κρύβονταν σε τούτο τον καμβά.
Από εκείνο το μεσημέρι βάλθηκε να τον παρακολουθεί, όποτε και όπως μπορούσε. Δεν ήταν δα και δύσκολο να συναντήσει κανείς το μικρό Διονύση. Το αναπηρικό του αμαξίδιο διέσχιζε καθημερινά τους δρόμους του Βόλου, σπαραχτικά χαρωπό άρμα, κάνοντας τους οδηγούς και τους περαστικούς να σταματούν με σέβας μπροστά σ’ αυτόν τον Πρίγκιπα της πόλης. Πολύχρωμο, με σημαιάκια, κόρνα, καθρεφτάκια δεξιά και αριστερά στους βραχίονες. Στις ρόδες αναβόσβηναν μαργαριτάρια κάτι μικροσκοπικά κίτρινα φωτάκια. Καμιά φορά σαν να άκουγες μια αόρατη μπάντα να σκορπίζει στον αέρα μια αλά μαρς μουσική υπόκρουση για τον λαμπρό εποχούμενο στον περίπατο του.
Ξοπίσω του έτρεχε η πιτσιρικαρία, πολύβουος θίασος ξωτικών. Οι πιστοί σωματοφύλακες φίλοι του που από τη βίγλα του παιδικού τους μυαλού φαίνονταν ακόμα πολύ μακρινές και δυσδιάκριτες οι ιοβόλες λέξεις των ενηλίκων «σακάτης», «αρρωστιάρης», «κακεχτικός», «μαραμένος». Έσπρωχναν εναλλάξ το καροτσάκι, κατεβαίνοντας όλα μαζί την οδό Καρτάλη, για να φτάσουν στη θάλασσα. Αντίλαλος στους παράδρομους και στα κάθετα σοκάκια οι ματζόρε νότες του παιδικού τους τραγουδιού «Και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιός-ποιός-ποιός θα φαγωθεί. Ω-ε, ω-ε, ω-ε, ωωωω-εεε…». Σ’ αυτά τα όλο υγεία και αρτιμέλεια εξάχρονα αγόρια και κορίτσια τα ατροφικά και δύσμορφα μέλη του Διονυσάκη δεν προξενούσαν καμιά αποκρουστική εντύπωση, ούτε το διαφορετικό αναρτούσε κανενός είδους «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ». Καθώς, παιδιά ακόμη, κοιτούσαν, μα δεν έβλεπαν με τις παραμορφωτικές διόπτρες του οίκτου.
Με τα ίδια αυτά τα μάτια, της αγάπης, έβλεπαν το Διονυσάκη και οι γονείς του, η Άννα και ο Δημήτρης. Ήταν ο μόνος από τη γειτονία που το είχε αντιληφθεί εξαρχής, χωρίς να τους γνωρίζει καν. Ίσως για αυτό και δεν είχε μετρήσει για σκληρότητα ή για αδιαφορία από μεριά τους την εμμονή να ζήσει ο Διονυσάκης τον ενεστώτα της παιδικής του ηλικίας δίχως περιορισμούς στο όνομα της στοργής, αλλά επί ίσοις όροις με τους συνομηλίκους του. Για την Άννα και το Δημήτρη ο αλουμινένιος σκελετός και οι σιδερένιοι τροχοί της αναπηρικής πολυθρόνας δεν ήταν κρύο μέταλλο, ούτε μηχανικά υποκατάστατα των πελμάτων του παιδιού τους, παρά μόνο ζωντανή προέκταση βιολογίας. Χωρίς να ξαστοχεί διόλου, ο γονεϊκός νους τα έβλεπε σαν τους σφριγηλούς, δυνατούς μηριαίους και κνημιαίους του μικρού Διονύση. Οι ροδιές του αμαξιδίου στο σκονισμένο δρόμο τους έμοιαζαν σαν να ήταν ο θρους των βημάτων του. Και ο Στάμος δεν διέκρινε καμιάς λογής ψευδαίσθηση ή αυθάδεια σ’ αυτό.
Ωστόσο αναρωτιόταν συχνά με ποιον τρόπο συνέχιζαν να ζουν στην υπόλοιπη ζωή τους. Εξακολουθούσαν να κάνουν έρωτα; Έβαφε η Άννα τα μάτια και έβαζε κραγιόν στα χείλη της; Αγόραζε το αγαπημένο του άρωμα ο Δημήτρης; Τους άρεσε ακόμα να χορεύουν; Σχεδίαζαν τις καλοκαιρινές διακοπές σε κάποιο δύσβατο νησάκι των Κυκλάδων; ‘Η σκέπασαν εφάπαξ και εφεξής την κάρα τους με τη στάχτη της δυστυχίας που φορτώθηκαν, απέστρεψαν το πρόσωπο τους και έγιναν συγκαλυμμένοι ερημίτες;
Κάθε φορά που κατέβαινε στον Βόλο, τον έψαχνε. Δεν ησύχαζε αν δεν τον έβλεπε, έστω μια φευγαλέα ματιά. Η μάνα του δεν εννοούσε το ενδιαφέρον του για τον Διονυσάκη, αλλά απαντούσε πάντοτε στις ερωτήσεις του. Προϊόντος του χρόνου, ωστόσο, με ολοένα και πιο λακωνικό τρόπο.
Η τελευταία φορά που τον είχε δει ήταν το φετινό Πάσχα. Μαζεμένοι έξω από την εκκλησία του Αγίου Μάρκου η τσακαλαρία, ντυμένοι τα άμφια και με τα Εξαπτέρυγα. Μεγάλη Πέμπτη. Πάνω-κάτω τα σαγόνια τους, αγνοούσαν τις φωνές του παπά: «Μην μασάτε τσίχλες, όταν κρατάτε Εξαπτέρυγα!». Ο Διονυσάκης για πρώτη φορά τον κοίταξε κατάματα, με επιμονή. Έκανε να του πει κάτι, αλλά έπαθε αναπάντεχη αναρθρία. Εκεί, τότε, σαν να του φάνηκε μια αδιόρατη θλίψη να ανεβαίνει στα ουράνια, προαισθάνθηκε πως η αμμωτή πυξίδα άρχιζε να μετρά αντίστροφα για τον Διονυσάκη. Κι έπειτα η ναυτία αυτής της μαύρης σκέψης τον πλημύρισε.
Από εκείνο το βράδυ άρχισε να καταγράφει – σχεδόν ψυχαναγκαστικά – σε ένα νοητό κατάλογο όλα τα ανάπηρα παιδιά που έβλεπε ή γνώριζε. «Τρία σήμερα σε αναπηρικό καροτσάκι», «ένα τυφλό αγοράκι την Κυριακή στο πάρκο», «το μωράκι της Ελένης με τον αυτισμό», «η Στελίτσα με το λειψό αριστερό χέρι», «ο μικρός από το διαμέρισμα του 3ου ορόφου με το ακουστικό στο δεξιό αυτί»… Και για πρώτη φορά άρχισε να συνειδητοποιεί πως, έξω από τον πάνορμο του παιδικού δωματίου του μικρού του γιού, επικρατούσε μια τέτοια βίαιη τρικυμία∙ αμέριμνος αυτός τόσο καιρό αγνοούσε τα κατακόκκινα νερά.
Έκτοτε του είχε καρφωθεί η ιδέα να γράψει ένα ποίημα, μια ιστορία ή έστω κάποιο μικρό σημείωμα για αυτή την ατελεύτητη στρατιά των ηττημένων της Φύσης. Όλων αυτών που ήρθαν στη ζωή με σύμβαση εξαρχής λειψή και ετεροβαρή. Τα εκατοντάδες, τα χιλιάδες, τα εκατομμύρια παιδιά που στερήθηκαν το πιο αυτονόητο αγαθό της παιδικής ηλικίας. Παιδιά κουτσά, τυφλά, παιδιά που δεν θα μπορούσαν να ακούσουν ποτέ μόνο με τα αυτιά τους την ανθρώπινη φωνή, μια μουσική, τη βροχή ή το καλοκαιρινό αεράκι στους θάμνους της αυλής. Βρέφη με κομμένα ακροδάχτυλα, με δύσμορφο προσωπάκι, με τρύπια καρδιά, με βραδυφλεγή νου, με λειψό πνεύμονα.
Έπρεπε κάποιοι να μιλήσουν κάποτε και γι΄αυτούς!
Το τηλέφωνο κουδούνισε επίμονα. Κοίταξε το ρολόι του. Πλησίαζε έντεκα. Σε λίγο ακούστηκε ο τηλεφωνητής: «Στάμο η Χρύσα είμαι. Αν είσαι ακόμη στο ιατρείο, σήκωσε το! Είμαστε έξω από το σινεμά, θα ‘ρθεις επιτέλους;».
Δεν απάντησε. Aυτό το βράδυ αισθάνθηκε πως είχε άλλη αποστολή.
Έκλεισε τα φώτα και τράβηξε δυνατά την εξώπορτα του ιατρείου. Βγαίνοντας, τον χτύπησε ένα παγωμένο αεράκι. «Φθινοπώριασε για τα καλά» σκέφτηκε.
Μπήκε στο πρώτο πρακτορείο ΛΟΤΤΟ που βρέθηκε ανοικτό στον δρόμο του. Κάθισε στον πάγκο σιωπηλός για ώρα πολύ, η διαστολή η αφύσικη του χρόνου δεν τον άφησε να υπολογίσει για πόσο. «Δώς μου ένα τσιγάρο!» είπε σε μια στιγμή επιτακτικά στον πράκτορα με το βαμμένο μαλλί πίσω από τον πάγκο.
Τράβηξε μια λευκή κόλλα χαρτί κάτω από μια στοιβάδα δελτίων ΛΟΤΤΟ, πήρε στην τύχη ένα στυλό και ξεκίνησε να γράφει. Ακατάπαυστα, σαν να του υπαγορεύει κάποιος τις λέξεις.
«Μικρέ μου γενναίε,
σου γράφω τώρα που έγινες πια μια Σκιά στην Χώρα των Σκιών, ένα μικρό, λευκό σύννεφο στον ανοιχτό ορίζοντα. Δεν γνωριστήκαμε ποτέ. Ωστόσο, μπορεί να με είχες αντιληφθεί, τότε που σε πρωτοείδα ένα παιδάκι πέντε χρονών – πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια; Είχα κοντοσταθεί και σε παρατηρούσα ανάμεσα στην πολύβουη παιδική συντροφιά σου χαμογελαστό πάνω στο αναπηρικό αμαξίδιο. Μου έκανες βαθιά εντύπωση. Σε καμάρωσα! Δεν ήσουν κάπου απόμερα απομονωμένος, φοβικός και δυστυχισμένος, αλλά στεκόσουν εκεί στο κέντρο του κύκλου. Ήθελες να είσαι μαζί με τους φίλους σου και τα κατάφερες! Διαφορετικός, αλλά ίσος ανάμεσα σε ίσους. Από τότε, βλέπεις, η αδύναμη καρδιά σου έκρυβε τόσο πολύ ψυχή.
Από εκείνο το πρωινό σε ξανασυνάντησα πολλές φορές. Τυχαία στο δρόμο, στο πάρκο, στα παγκάκια της πλατείας, στην αγορά, στο σχολείο σου. Σε ξαναείδα κάποιο ηλιόλουστο απόγευμα του Απρίλη, ανάμεσα στις πρώτες νιφάδες παραμονές Χριστουγέννων, στη λήξη της σχολικής χρονιάς καυτό μεσημέρι του Ιούνη. Πάντοτε μαζί με τους φίλους σου, που έδειχναν για σένα την έγνοια της αληθινής αγάπης. Πάντοτε ένα χαμογελαστό και ξέγνοιαστο παιδάκι! Κι ας σου στέρησε η ζωή το πιο αυτονόητο αγαθό της παιδικής ηλικίας.
Σαν γιατρός γνώρισα από πολύ κοντά την αρρώστια. Είδα τους ανθρώπους να θυμώνουν, να σκληραίνουν, να λιποψυχούν, να παραιτούνται, να κλείνονται στον εαυτό τους εξαιτίας του πόνου και της ασθένειας. Είδα τους πιο θαρραλέους να λυγίζουν, το χαμόγελο να γίνεται δάκρυ, την πίστη να λιγοστεύει. Σε τούτη τη θλιβερή αναπόληση δεν θυμάμαι, όμως, ποτέ μου τέτοιας λογής χαρούμενο ιππότη, όπως ήσουν εσύ!
Η τελευταία εικόνα που έχω από εσένα, μικρέ μου γενναίε, ήταν λίγες εβδομάδες πριν. Έσπρωχναν οι φίλοι βιαστικά το αναπηρικό καροτσάκι σου, τρέχοντας για να κρυφτείτε όλοι από μια αναπάντεχη ανοιξιάτικη μπόρα. Μου φάνηκες κουρασμένος. Μεγάλωσες πια! Σαν να μην βολεύονταν στο μικρό ασθενικό σου κορμάκι το εικοσάχρονο παλικάρι που έγινες.
Έμαθα το θλιβερό νέο στο ιατρείο μου. Ταράχτηκα στα αλήθεια, αν και είχα αρχίσει από καιρό να πιστεύω πως πλησίαζε για σένα η ώρα να γιατρευτείς από την ασθένεια της ζωής. Δεν θα ‘ρθω στο ξόδι σου. Άλλωστε, πως θα μπορούσα; Στο ξαναείπα, δεν γνωριζόμασταν. Είμαι σίγουρος ότι στο στερνό σου λίκνο θα έχεις ένα πελιδνό κάλλος, μια απόκοσμη γαλήνη. Και λίγο πριν δύσει ο ήλιος υπάκουοι μεταλλωρύχοι οι νεκροθάφτες θα βυθίσουν το φέρετρο σου στο χώμα, για να σε χωρίσουν δια παντός από όσους αγάπησες και σ’ αγάπησαν.
Τώρα που εξανεμίζεσαι αστρόσκονη στους δέκα Γαλαξίες είναι η σειρά μου να σε αποχαιρετήσω.
Υποκλίνομαι, λοιπόν, μικρέ μου γενναίε! Υποκλίνομαι στα βαθιά σου μάτια, καθρέπτες, όπου μέσα τους καθρεπτίζονταν η λάμψη της στοργής των δικών σου ανθρώπων. Στα καστανά σου μαλλιά, περήφανη χαίτη που έδιωχνε μακριά το παράσιτο του οίκτου και κέρδιζε τον άνεμο. Στο αναπηρικό σου καροτσάκι, με τις ρόδες-φτερά που σε ταξίδεψαν εκεί που τα αδύναμα μέλη σου ποτέ δεν θα μπορούσαν. Στο μεγάλο μάθημα που έδινες κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε ημέρα σε όλους εμάς. Μας έμαθες να συλλαβίζουμε ακέραιες τις λέξεις: αξιοπρέπεια, αισιοδοξία, περηφάνια, καλοσύνη, αυτάρκεια, ευπροσηγορία. Στην παιδική καρδιά των φίλων σου, που δεν σε άφησε στιγμή μόνο σου, ασπίδα που κράτησε μακριά τον πόνο, τη θλίψη, τη μοναξιά, για να μη σε ζυγώσουν. Στους γονείς σου που ξόδεψαν κάθε στάλα λατρείας, στοργής και φροντίδας που είχαν. Σήκωσε πολλά ο ώμος τους. Πρέπει τώρα να αναμετρηθούν με την απουσία σου.
Καλή συνέχεια, μικρέ μου γενναίε, εκεί που βρίσκεσαι τώρα. Μόνος σου πλέον! Χωρίς το αναπηρικό καροτσάκι και τους φίλους σου. Συντροφιά σου η αγάπη και η τρυφερότητα, που εσύ γέννησες στις – άμαθες κι αμήχανες μπρος στο Καλό – καρδιές μας.
Χρειάζεται, βλέπεις, ο Παράδεισος και αληθινούς Αγίους…».
Διάβασε στα γρήγορα ό,τι έγραψε. Έμοιαζε καταρχήν ως νεκρολογία, αλλά και με έωλη σκέψη, βιωμένη εμπειρία ή με έκλαμψη μιας ξεχασμένης θαλπωρής,
Χούφτιασε το χαρτί και βγήκε από την ομίχλη καπνού του πρακτορείου. Ο αέρας έφερνε παγωμένη τη μυρωδιά της θάλασσας. Τον τράβηξε το εξατμισμένο ιώδιο από τη μύτη και άρχισε να κατηφορίζει προς την Παραλία. Τον προσπερνούσαν διαρκώς ζευγάρια και παρέες, φίρδην μίγδην γελαστά αγόρια και κορίτσια, ντυμένα a la mode που δεν του πήγαινε και δεν γούσταρε, κάτι ξεβαμμένα παντελόνια και μωβ χοντρά παπούτσια με λυμένα κίτρινα κορδόνια. Τους έβλεπε με ανάκατο θυμό και οίκτο για την άγνοια της αγνοίας τους: πως μπορούσαν να μην αναγνωρίζουν αυτήν τη δυναστεία της θλίψης που κυριαρχούσε ολόγυρα τους;
Περιμάζεψε από το γρασίδι του Λευκού Πύργου ένα άδειο μπουκάλι ρετσίνας που πέταξαν φεύγοντας κάτι φοιτητές. Δίπλωσε στα τέσσερα τη λευκή κόλλα με προσοχή. Απ’ έξω έγραψε με μεγάλα γράμματα: «Γράμμα για τον Παράδεισο». Έπειτα έσπρωξε το χαρτί μέσα στη διάφανη φιάλη, σφραγίζοντας την με ένα μισοστραβωμένο σκουριασμένο καπάκι που του βρέθηκε πρόχειρο, πεταμένο χάμω.
Αίφνης από το μοναδικό γκρίζο σύννεφο του βραδινού ουρανού ξεπρόβαλλε μεγάλο και φωτεινό το φεγγάρι.
Πλησίασε τη σκούρη θάλασσα. Κοίταξε δεξιά-αριστερά αμήχανα σαν συνωμότης. Η παραλία γεμάτη ψυχές στο βραδινό τους περίπατο, μα κανείς δεν φαίνονταν να έδινε σημασία σε τούτη την ανώνυμη δέηση. Γονάτισε και άφησε το μπουκάλι να πέσει στον Θερμαϊκό.
Έμεινε έτσι σκυφτός για ώρα πολύ, ώσπου το γυάλινο κάργκο απομακρύνθηκε στον ήρεμο στροβιλισμό των νυχτερινών κυμάτων…
http://sxoliopoliti.blogspot.gr