Οι συνεργάτες του 24grammata.com, Μανώλης Δημελλάς και Καλλιόπη Μαλλόφτη, επισκέπτονται (από 14/ 02 / 2014) τη Μοζαμβίκη για επαγγελματικούς λόγους και θα μας ενημερώνουν καθημερινά για την κατάσταση των Ελλήνων στη Μοζαμβίκη, την καθημερινότητα των Αφρικανών καθώς και τον Πολιτισμό τους .
Αποκλειστικά στo 24grammata.com
Διαβάστε όλα τα άρθρα του 24grammata.com για το οδοιπορικό στη Μοζαμβίκη εδώ
Έκτη κατάθεση του οδοιπορικού
γράφει ο Μανώλης Δημελλάς. Φωτογραφίες: Καλλιόπη Μαλλόφτη
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Mosambique diario 06, εξομολογήσεις ενός μουλούκου
Τα μάτια χάνουν τα όρια, λυγίζουν από την απεραντοσύνη του ορίζοντα και η μυρωδιά της βρεμένης γης φτάνει να υγράνει τα κατάβαθα του μυαλού. Η Μοζαμβίκη δεν είναι κατασκευασμένη από ανθρώπινα χέρια, φτάνουν λίγα χιλιόμετρα ασφάλτου που οδηγούν στο πουθενά. Κι εκεί, μέσα στο άγριο δάσος, σε κυριεύει το συναίσθημα της μικρότητας του είδους μας.
Ίσως να φτιάξαμε τρανούς πολιτισμούς, να λατρεύουμε τα χέρια των δημιουργών, εκείνων που σκάλισαν πέτρες και τις στρίμωξαν για πάντα αγκαλιασμένες. Στα γρήγορα μάθαμε πως θα χτίσουμε πόλεις μεγαθήρια, για να ντύσουμε τις μεγάλες ψεύτικες ανάγκες μας. Αλλά το άγνωστο που κρύβει η μάνα γη, είναι ικανό να μας παγώσει, αφού απέναντι της, εξακολουθούμε να είμαστε ίσα με τα μυρμήγκια.
Σαν δίποδα σκυλιά, μας αρέσει να μυρίζουμε τα κάτουρα των διπλανών και μετά να χωρίζουμε τα τσανάκια μας, με την ασφάλεια των κανόνων μας, και με το πορτοφόλι γεμάτο χάρτινα νομίσματα θαρρούμε ότι όλα αγοράζονται, όλα ξεπουλιούνται και όλα θα μπορούσαν να γίνουν, με συμβόλαια, κάποτε δικά μας.
Εδώ είναι διαφορετικά, δεν μας μοιάζουν και αυτό τρομάζει περισσότερο από όλα. Πόσοι εξερευνητές, πόσοι ιεραπόστολοι και
πόσοι κατακτητές, πέρασαν από αυτά τα χώματα. Ο κάθε ένας από αυτούς, έχει θάψει τη προσωπική του ιστορία βαθιά μέσα στην αφρικάνικη λάσπη. Όσοι κατάφεραν
να επιστρέψουν ξέρασαν μικρές αλήθειες και μεγάλους μύθους, για την άγνωστη γη και το δυτικό μυαλό άρπαξε την ευκαιρία, για να γράψει στοίβες από μυθιστορήματα.
Δεν είναι το χρώμα του δέρματος, για τα μάτια του κόσμου, παίζουμε σκάκι με αληθινά άσπρα και μαύρα πούλια.
Οι πρώτοι άποικοι ήρθαν σε έναν διαφορετικό κόσμο και από τότε προσπαθούν να ξασπρίσουν τη μαύρη ήπειρο. Εκείνη, που έχει αντοχές, ακόμα κρατά, όσο κι αν κόβουν δέντρα για να κάνουν κάρβουνα, τρυπούν τη γη για ρουφήξουν διαμάντια, ρουμπίνια και χρυσό και σκοτώνουν τα ζώα, για να μοσχοπουλήσουν δέρματα και με τα νεκρά ταριχευμένα τους κορμιά να ντύσουν τα σαλόνια των ηρώων κυνηγών.
Όσο κι αν τους κοιτάμε με λύπηση, όσο κι τοποθετούμε τον εαυτό μας, πεινασμένο και άρρωστο, μέσα στις καλύβες τους και στα κρυφά τρομάζουμε με τέτοιες παράλογες υποθέσεις, δεν μπορούμε να αγγίξουμε τις ανάγκες και να πιστέψουμε στη διαφορετικότητα του δικού τους κόσμου. Τρία δωμάτια είναι, όλο κι όλο, ένα μικρό σπιτάκι μέσα στο δάσος. Στο ένα ανάβουν
φωτιά και μαγειρεύουν το φαγητό, το δεύτερο είναι μια αποθήκη για φρούτα, ρούχα και οτιδήποτε πρέπει να μην είναι παρατημένο, και στο τρίτο ίσα που χωρούν να κοιμηθούν στριμωγμένα τα μέλη της οικογένειας.
Τα αφεντικά, ότι χρώμα κι αν είχαν, από τα πρώτα χρόνια δεν ήθελαν οι ιθαγενείς να φτιάχνουν μεγάλα καλύβια. Για να μη μάθουν να ζουν και να κρύβονται από τον ήλιο και να παρατούν τις ατέλειωτες δουλειές, πίσω από τους τσιμεντόπλινθους αυτών των σπιτιών.
Όσο όμως πλησιάζεις προς τα περίχωρα της πόλης, τόσο μοιάζουν στις δικές μας συνήθειες και τα βλέμματα τους αγριεύουν. Είναι ο φθόνος ή μήπως η ντροπή που γεννά η φτώχεια και η ανέχεια;
Οι μικρομεσαίοι μαύροι έχουν τηλεόραση, ζουν και δουλεύουν για τους λευκούς, βλέπουν τα ηλεκτροφόρα καλώδια στα σπίτια των ξένων, έμαθαν γράμματα και διαβάζουν εφημερίδες ενώ σκρολάρουν στο facebook. Κι αυτοί ψάχνουν ένα ολοκαίνουριο κινητό!
Θέλουν, ονειρεύονται να γίνουν περίπου σαν κι εμάς.
Έτσι ξεκινά ένα ατέλειωτο μπλέξιμο. Όσοι μπορούν να μαζευτούν τριγύρω από την πρωτεύουσα Μαπούτο, εγκαταλείπουν την αγροτική ζωή και μεταμορφώνονται. Στην πραγματικότητα δεν είναι δικό τους αυτό το όνειρο. Πρόκειται για τη φάκα μιας πανανθρώπινης συνείδησης, αυτή που μας έχουν από χρόνια γερά φυλακισμένους.
Ένα παγκόσμιο σύστημα, το έξυπνο κόλπο, που προτιμά να ελέγχει και εδώ, τον ντόπιο πληθυσμό, δίνοντας του ψίχουλα για κατανάλωση μέσω τον δεκάδων ΜΚΟ, παρά να του παρέχει την αναγκαία τεχνογνωσία, για να βγάλει το ψωμί του από την μοναδική, εύφορη, μα τόσο ευλογημένη Μοζαμβικάνα γη.
Άραγε τι είναι πιο εύκολο να μάθεις κάποιον να βγάζει το ψωμί του από τη γη ή μήπως να του δίνεις ψίχουλα και να σε έχει μόνιμα ανάγκη;
Οι κουβέντες με τους ξένους επενδυτές καταλήγουν σχεδόν πάντα στο ίδιο τραγικό τροπάριο:
“Οι μαύροι θα είναι πάντα μαύροι, οι άκρες από τις τρίχες είναι μέσα στο κεφάλι και δεν έχουν αφήσει χώρο για μυαλό, ενώ οι ρίζες βγαίνουν απέξω”.
Από τους πρώτους μετανάστες που βγήκαν στα λιμάνια της Μοζαμβίκης, τη Μπεϊρα και το Λουρέτζο Μάρκες, δεν έμειναν οι φράχτες τους με τα δηλητηριώδη φυτά για να γλυτώνουν τις επιθέσεις των λιονταριών. Τα περισσότερα λιοντάρια τα σκοτώσαμε, τα ρημάξαμε, όπως καθετί που δε μοιάζει με τα μούτρα μας, δίχως δεύτερη σκέψη.
Ωστόσο εμείς πνιγμένοι σε ένα ωκεανό από στερεότυπα, εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως είμαστε οι μουλούκοι (λευκοί), που ήρθαμε να τους εκπολιτίσουμε!