24grammata.com/ οδοιπορικό στη Μοζαμβίκη
Οι συνεργάτες του 24grammata.com, Μανώλης Δημελλάς και Καλλιόπη Μαλλόφτη, επισκέπτονται (από 14/ 02 / 2014) τη Μοζαμβίκη για επαγγελματικούς λόγους και θα μας ενημερώνουν καθημερινά για την κατάσταση των Ελλήνων στη Μοζαμβίκη, την καθημερινότητα των Αφρικανών καθώς και τον Πολιτισμό τους .
Αποκλειστικά στo 24grammata.com
Διαβάστε όλα τα άρθρα του 24grammata.com για το οδοιπορικό στη Μοζαμβίκη εδώ
Όγδοη κατάθεση του οδοιπορικού
γράφει ο Μανώλης Δημελλάς. Φωτογραφίες: Καλλιόπη Μαλλόφτη
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Mosambique diario 08. Μια κοσμοπολίτισσα από το Λορέτζο Μάρκες
Στη μικρή Ελληνική κοινότητα του Μαπούτο, όλοι οι Έλληνες έχουν να διηγηθούν μοναδικές προσωπικές στιγμές και περίεργες ιστορίες. Όμως μια απογεματινή αποσπερία, είναι αρκετή, για να ξεχωρίσεις τη κυρία Μαρία Κασιμάτη. Διακριτική και μετρημένη, παρακολουθεί ήσυχα, σχεδόν αθόρυβα, όλες τις κινήσεις, ακούει κάθε κουβέντα, και δεν χρειάζεται πολύ χρόνο για να μετρήσει τους ανθρώπους.
Σαν γνήσια Κρητικιά, χαμογελούν ακόμη και τα μάτια της, φαίνονται μέσα από τα γυαλιά, έπειτα κερνά μια τσικουδιά και γίνεται ολόκληρη μια ζεστή, τρυφερή αγκαλιά.
Η ζωή της Μαρίας μοιάζει με ένα περιπετειώδες παραμύθι, που κρύβει πολλές στιγμές χαράς και ευτυχίας και άλλες τόσες δύστροπες, εξαιρετικά φορτισμένες, ανάποδες εποχές.
Η Μαρία Χατζιδάκη, η Μαίρη, όπως συνήθιζε να τη φωνάζει η μητέρα της, γεννήθηκε το 1933 στο Λορέτζο Μάρκες, τη πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης, γονείς της είναι ο Μανώλης Χατζιδάκης και η Ουρανία Ανδρεδάκη, κόρη του φημισμένου γιατρού Γεώργιου Ανδρεδάκη, που ήταν προσωπικός φίλος και συνεργάτης του Ελευθέριου Βενιζέλου. Για 33 χρόνια ήταν βουλευτής, αντιπρόσωπος από τη Κρητική πολιτεία στην Αθήνα και αρκετοί μνημονεύουν ακόμα τις θεραπείες και τα άγνωστα φάρμακα, που έφτιαχνε και έδινε στους ασθενείς του.
Ο πατέρας της Μαρίας είχε μεταναστεύσει από τις αρχές του 1910 στη Μοζαμβίκη, δούλευε κι αυτός στις επιχειρήσεις Ελληνικών συμφερόντων και παράλληλα είχε ανοίξει το δικό του κατάστημα.
Πέντε χρόνια μετά από τη γέννηση της κόρης τους, και το υγρό κλίμα της πόλης, είχε αρχίσει να επιδρά αρνητικά στην υγεία της Ουρανίας. Ετοίμασε βαλίτσες, πήρε τη μικρή τους κόρη στην αγκαλιά της, σχεδόν αναγκαστικά τράβηξε για τη Κρήτη. Το ταξίδι με το πλοίο έμοιαζε ατέλειωτο, πέρασαν τρεις βδομάδες για να βγουν στο Πόρτ-Σαϊντ. Από εκεί με άλλο βαπόρι, κατέληξαν στον Πειραιά και συνέχισαν μέχρι το Ρέθυμνο.
Αναπάντεχα ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος έκοψε κάθε επικοινωνία με τη Μοζαμβίκη, χάθηκαν τα ίχνη του Μανώλη, η Ουρανία και το παιδί μάταια περίμεναν μια καλή είδηση, μια πληροφορία από την Αφρική.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια, και με το τέλος του πολέμου, άνοιξαν οι δρόμοι και τα κακά μαντάτα, όπως γίνεται κάθε φορά, έτρεξαν και έφτασαν πρώτα.
Η οικογένεια Χατζιδάκη θρηνούσε τέσσερους νεκρούς, μεταξύ τους και ο πατέρας της Μαρίας.
Ορφανή και με οικονομικά που δεν επέτρεπαν για να ταξιδέψει και να σπουδάσει στην Αθήνα, συμφώνησε με τη θεία της, που ζούσε στο Γιοχάνεσμπουργκ να επιστρέψει στην Αφρική. Τη τραβούσε το αίμα της, επαναλαμβάνει σήμερα η ίδια, που δεν μετανιώνει, καμμιά μικρή στιγμή, για τις επιλογές της.
Αφήνει για λίγο τη δική της ιστορία και πιάνει ένα περισσότερο μακρύ και παράξενο ταξίδι, περιγράφει τη ζωή του συζύγου της.
Ο κρητικός Νικόλαος Κασιμάτης, έφτασε στο Λορέτζο Μάρκες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, στα 1924.
Γεννημένος ακριβώς το 1900, στο Αμάρι του Ρεθύμνου, ήταν ο μόνος γιός, μιας οικογένειας που είχε τέσσερα κορίτσια.
Τα στριμωγμένα και φτωχικά, παιδικά χρόνια, τον ανάγκασαν να ξενητευτεί πρόωρα στην Αθήνα. Εκεί έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, όταν έφτασε σε ηλικία για να υπηρετήσει τη θητεία του, γύρισε στη Κρήτη και με το όπλο στον ώμο, έφυγε για τη Σμύρνη.
Ο Νίκος βρέθηκε να υπηρετεί στρατιώτης στο Εσκί Σεχίρ και μέσα στη μάχη, τραυματίστηκε και σκεπάστηκε από νεκρά κορμιά συμπολεμιστών του. Κατάφερε να σηκωθεί και βρέθηκε λαβωμένος σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο με προσωρινή απώλεια μνήμης. Στην Κρήτη μαθεύτηκε για κάποιο παληκάρι από το Αμάρι, που σκοτώθηκε μέσα στην αντάρα της μάχης. Οι γονείς του τον έκλαψαν, έκαναν ακόμη και μνημόσυνο.
Λίγους μήνες μετά, επέστρεψε στη Κρήτη και βρήκε τους δικούς του να φορούν μαύρα!
Από τα ξαδέλφια του έμαθε για την ανοικτή πρόσκληση προς την Αφρική, που είχε κάνει ο ξάδελφος του, Μιχάλης Περαντωνάκης.
Δίχως πολλές σκέψεις, βρέθηκε στους δρόμους του Λορέτζο Μάρκες.
Στη τσέπη του είχε μόνο τα ναύλα του, δύο-τρεις, χρυσές λίρες. Μοναδικό εφόδιο ήταν το σχολαρχείο στη Κρήτη, τα λιγοστά γράμματα, που διδάχτηκε εκεί, θα οδηγούσαν τη κούρσα ζωής του Νίκου.
Πρώτη δουλειά το μεγάλο μπακάλικο του Περαντωνάκη, με μισθό 10 λίρες το μήνα. Το μηνιάτικο δεν έφτανε ούτε για το ενοίκιο του σπιτιού του, εκεί του ζητούσαν 12 λίρες για ένα μικρό δωματιάκι! Από τότε το Λουρέτζο είχε πανάκριβα ενοίκια.
Όπως όλοι οι Έλληνες δεν έφτανε μια δουλειά, δεν ήταν αρκετό ένα οκτάωρο, για να τα βγάλει πέρα, ζήτησε βοήθεια από τη ξαδέλφη του και κουνιάδα του ιδιοκτήτη, όμως εκείνη τον προέτρεψε να αναζητήσει μια δεύτερη δουλεία και του παραχώρησε δωρεάν, ένα υπόγειο στο κέντρο της πόλης.
Είναι οι πρώτες, δύσκολες στιγμές του Νίκου, αγοράζει ένα τηγάνι και το φαγητό του για έξι μήνες, είναι αυγά και τηγανιτές πατάτες.
Δεν άργησε να πιάσει τα εμπόρια. Και αυτός ξεκίνησε να αγοράζει μπανάνες, από την ενδοχώρα της Μοζαμβίκης, και να τις πουλάει στο Λουρέτζο Μάρκες.
Παντρεύτηκε το 1938, τη κόρη του Μιχάλη Περαντωνάκη, τη Κλειώκα,μαζί απέκτησε ένα γιό, το Μιχάλη.
Όμως εκείνη υπέφερε από άσθμα. Η καρδιά της τελικά δεν άντεξε, πέθανε στα ξαφνικά το Φλεβάρη του 1955.
Δεν ήθελε να μείνει μονάχος, έτσι με ένα επεισοδιακό προξενειό και μπόλικη επιμονή, καταφέρνει να στεφανωθεί την τριάντα χρόνια νεώτερη του Μαρία. Αν και η μητέρα της είχε ενστάσεις και ήταν αντίθετη με αυτό το γάμο, η ίδια εκτίμησε τον μετρημένο χαρακτήρα και το ήθος του.
Ο Νίκος ήταν ο χαρακτηριστικός ακούραστος Έλληνας μετανάστης.
Μιλούσε τακτικά για τα πρώτα χρόνια του, ήταν σίγουρα η πρώτη πενταετία του ’40, τότε κοιμόταν ελάχιστα τις νύχτες, μονάχα τρεις ώρες έκλεινε τα μάτια του, και όποτε μπορούσε έκανε ένα μικρό μεσημεριανό διάλειμμα.
Το υπόλοιπο εικοσιτετράωρο δούλευε ασταμάτητα. Ξυπνούσε στις τρεις τα χαράματα, και πήγαινε πρώτα στο εργοστάσιο, έπειτα περνούσε από τους ψυκτικούς θαλάμους, που έφτασε να τους κάνει 36, ενώ παραδίπλα από τα μεγάλα ψυγεία, είχε το παγοποιείο, αφού ήταν και ο προμηθευτής πάγου, της κεντρικής αγοράς. Στη συνέχεια, άλλαζε ρούχα, φορούσε κουστούμι και γραβάτα και έτρεχε στα γραφεία της εταιρίας του, στο κέντρο της πόλης.
Ο Κασιμάτης αναλάμβανε τις τροφοδοσίες των πλοίων στο λιμάνι του Μαπούτο (τότε Λουρέτζο Μάρκες). Με το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, η επιχείρηση του απογειώθηκε, αφού η Πορτογαλία δεν είχε συμμετοχή και στάθηκε ουδέτερη, έξω από αυτόν.
Ο κόλπος της Μοζαμβίκης και το λιμάνι είχε γεμίσει από εμπορικά πλοία. Τότε η δουλειά του Νίκου γνώρισε μιαν απίστευτη άνθιση.
Σχεδόν καθημερινά, το σπίτι της οικογένειας Κασιμάτη ήταν γεμάτο από περαστικούς ναυτικούς. Έλληνες καπετανέους, μηχανικούς, ακόμη και ναύτες, έβρισκαν κρητική φιλοξενία, μέσα στη κάψα της Αφρικάνικης γης. Κάποια φορά στο μακρινό λιμάνι του Ινδικού, βρέθηκε ένα ναυτάκι από το Μέρωνα Αμαρίου Κρήτης, και όταν γύρισε πίσω είχε να λέει για την υποδοχή του Νίκου και της Μαρίας.
Όμως εκείνος στιγμή δεν ησύχασε, πίστευε στην αξία της γης, έτσι αγόρασε πολλά κτήματα, και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Παράλληλα άνοιξε εστιατόριο και μαγαζιά στην κοντινή Ματόλα, μόλις είκοσι χιλιόμετρα από τη πρωτεύουσα. Και σήμερα οι παλαιότεροι που ζουν πέρα από το ποτάμι, όταν αναφέρουν τη Ματόλα, χρησιμοποιούν το επώνυμο του, όλη η πόλη ήταν του Κασιμάτη! Κι αν καμμιά φορά υπέφερε από μαλάρια, κι αν έτρεμε, και απότομα ανέβαζε υψηλό πυρετό, αυτό δεν τον εμπόδιζε να κάνει όνειρα και να οργανώνει ακόμα καλύτερα τις σπουδαίες μπίζνες του στη Μοζαμβίκη. Μάλιστα απέφευγε να αποκαλύπτει τους στόχους και τα μυστικά του. Ούτε στη σύζυγο του, τη Μαρία, δεν κουβέντιαζε τα επιχειρηματικά πλάνα του. Όταν κάποιο όνειρο του γινόταν πραγματικότητα, τότε φρόντιζε να το παρουσιάσει στους δικούς του, αλλά για εκείνον ήταν πια παρελθόν, προχωρούσε γρήγορα στο επόμενο.
Ο Νίκος είχε καταφέρει, όπως αρκετοί Έλληνες, να αλλάξει ακόμη και την υπηκοότητα του, την έκαμε Πορτογιέζικη και έτσι είχε ίσα δικαιώματα με τους κατακτητές. Σε διαφορετική περίπτωση οι νόμοι δεν επέτρεπαν στους υπόλοιπους λευκούς μετανάστες, όπως για τους ντόπιους μαύρους, να κάνουν αγοροπωλησίες γης και χρειαζόταν πάντα κάποιον Πορτογάλο για συνέταιρο.
Από όλες τις αγορές του, ξεχωρίζει το πανέμορφο και τεράστιο κτήμα, που αγόρασε στα σύνορα με τη Ζουαζιλάνδη, έξω από τη πόλη Ναμάσα, περίπου 80 χιλιόμετρα μακριά από τη πρωτεύουσα. Πρόκειται για ένα κομμάτι γης 96 εκταρίων, δηλαδή για 960 στρέμματα! Στον τεράστιο χώρο, έχτισε ένα διώροφο σπίτι, που άνοιγε σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Ήταν το εξοχικό της οικογένειας Κασιμάτη.
Αφήσαμε πίσω το γάμο του ζευγαριού, που έγινε το 1956, μέχρι τότε ο Νίκος δεν είχε ιδιαίτερη κοινωνική ζωή, λόγω πένθος, όμως η Μαρία έφερε καινούριο αέρα και άλλαξε σελίδα, στη ζωή του Νίκου.
Μια τυχαία πρόσκληση, κοινωνικής εκδήλωσης στο “Αθήναιον” και η ξαφνική παρουσία της οικογένειας Κασιμάτη, αναστάτωσε τη Ελληνική κοινότητα.
Ίσως ήταν η πρώτη φορά μετά το χαμό της Κλειώκας, που έβλεπαν τον Κασιμάτη σε μια νυχτερινή έξοδο! Οι συγκυρίες ήταν μοναδικές, οι Έλληνες έψαχναν λύση για να χτίσουν την Ελληνική εκκλησία. Από ένα λάθος του αρχιτέκτονα Λάμπρου, σχεδιάστηκε ένα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, ενώ ο στόχος ήταν για ένα πολύ μικρότερο εκκλησάκι. Κάποιος πετυχημένος επιχειρηματίας, θα έπρεπε να πάρει πάνω του τη δημιουργία του ναού.
Με την παρουσία του Νίκου η παρέα φωτίστηκε, επιτέλους βρέθηκε ο άνθρωπος που θα οδηγούσε τη κοινότητα στο μεγάλο όνειρο της. Στα γρήγορα οργανώθηκε ο σύλλογος με στόχο την αποπεράτωση του ναού, με πρόεδρο ποιόν άλλο, το Νίκο Κασιμάτη, αντιπρόεδρο τον Μανώλη Μακρόπουλο, ταμία τον Ευάγγελο Βέλιο, γραμματέα τον Θανάση Αστερίου και σύμβουλο τον Μιχάλη Πρωτούλη.
Περίπου δύο χρόνια αργότερα, το 1958, μπήκαν τα θεμέλια της εκκλησίας και στις 19 Ιουνίου 1960, έγινε ο πρώτος γάμος. Γαμπρός ήταν ο Γιώργος Κωνσταντάρας, νύφη η Αθηνά Χριστονάκη, και ο ιερέας που ήρθε από τη Πρετόρια της Ν. Αφρικής, ήταν ο πατέρας Βαρνάβας.
Από το 1957 μέχρι και το τέλος της ζωής του, ο Νίκος Κασιμάτης ήταν ο επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας στη Μοζαμβίκη. Διαδέχθηκε τον Καστελορίζιο έμπορο, Αντώνη Μω.
Την ίδια περίοδο έγινε μέτοχος και ένας από τους πέντε διευθυντές, στην μεγάλη αλευροβιομηχανία της Ματόλα. Ήταν μια εποχή φορτωμένη με κοινωνικές υποχρεώσεις, αλλά το σαβουάρ βίβρ και οι κανόνες τον Πορτογάλων δεν σήκωναν παρεκλίσεις. Η οικογένεια Κασιμάτη εκτός από τα επιχειρηματικά και φιλικά θέματα, εκπροσωπούσε όλη τη πατρίδα στη Μοζαμβίκη.
Όλα αυτά μέχρι το ξεσηκωμό και την αλλαγή της χώρας.
Ήταν 25 Ιουνίου 1975, όταν πήραν τα πράγματα στα χέρια τους οι κομμουνιστές της Φρελίμο. Εκείνη τη βραδιά η οικογένεια Κασιμάτη είχε καλεσμένους στο σπίτι, όμως το προσωπικό, οι ντόπιοι υπάλληλοι εξαφανίστηκαν! Ήταν η πρώτη φορά, από τότε που παντρεύτηκαν, στα 1957, που η Μαρία έκανε τις δουλειές στη κουζίνα και έπλυνε τα πιάτα!
Κανένας δεν πίστευε, κυρίως δεν περίμενε, μια τέτοια, τόσο μεγάλη στροφή στην πολιτική και στα δεδομένα της χώρας. Οι ξένοι πίστευαν στην ανεξαρτησία της Μοζαμβίκης, τους είχε κουράσει η αλλαγή της εξουσίας από μακριά. Κάθε τέσσερα χρόνια η εξουσία της Λισσαβώνας διάλεγε και έστελνε έναν καινούριο κυβερνήτη. Έφτανε εδώ κάποιος φρέσκος, Πορτογάλος διοικητής, και μέχρι να φέρει σε λογαριασμό τη χώρα, ο καιρός περνούσε, τις περισσότερες φορές άσκοπα, μέχρι να φτάσει η εποχή για να αντικατασταθεί με κάποιον άλλο υψηλόβαθμο αξιωματικό.
Οι λευκοί μετανάστες ξεκίνησαν από το 1974 να εγκαταλείπουν σταδιακά τη χώρα, οι πρώτοι νόμοι εθνικοποιούσαν ότι είχε εισόδημα, και όλη η γη της Μοζαμβίκης περνούσε με νόμο στα χέρια του κράτους.
Οι ξένοι έπρεπε να διαλέξουν από τις περιουσίες τους. Μπορούσαν να έχουν μόνο ένα σπίτι, εκείνο που θα έμεναν, και να διατηρήσουν ένα εξοχικό. Με νόμο το μηνιαίο εισόδημα ήταν 20000 σκούδα, χρήματα που δεν έφταναν για να ζήσει μια μέση οικογένεια.
Όλη η υπόλοιπη περιουσία τους περνούσε σε κρατικά χέρια και έλεγαν πως θα την μοίραζαν στο λαό. Η Μαρία πιστεύει πως δεν δόθηκε τίποτε στον λαό και όλα ήταν λόγια που χάθηκαν μέσα σε μια τροπική Μοζαμβικάνικη καταιγίδα.
Η ανεξαρτητοποίηση έφερε τον εμφύλιο, μεταξύ των κομμουνιστών της Φρελίμο και τους εθνικού απελευθερωτικού κινήματος της γνωστής Ρενάμο, με χρήματα κυρίως από τα φιλελεύθερα γειτονικά κράτη, που δεν ήθελαν κομμουνιστές τριγύρω τους.
Έπειτα από δεκαεπτά χρόνια εμφυλίου, που εξελισσόταν έξω από την πρωτεύουσα, η εξουσία στο σύνολο της Μοζαμβίκης, πέρασε στα χέρια των κομμουνιστών ανταρτών.
Η οικογένεια του πρόξενου Κασιμάτη, δεν είχε πρόθεση να αφήσει τη Μοζαμβίκη, η υγεία του Νίκου κλονίστηκε, όμως δεν υπήρχε διαθέσιμος γιατρός, έτσι έφυγαν βιαστικά, για τη Νότια Αφρική, με σκοπό σύντομα να επιστρέψουν. Στο μεσοδιάστημα της θεραπείας του, τα επιχειρηματικά δεδομένα του Κασιμάτη άλλαξαν. Εγκατέλειψε τη Μοζαμβίκη ακόμη και ο Πορτογάλος διευθυντής του, Ζοάο Μπερναντίνιο Ντα Σίλβα, ο οποίος πέρασε από το Γιοχάνεσμπουργκ και πρότεινε στο Νίκο και τη Μαρία να μην επιστρέψουν στο Μαπούτο. Ήταν το Σεπτέβρη του ’78, όταν πια το πήραν απόφαση. Ο Νίκος και η Μαρία Κασιμάτη, με τα δύο παιδιά τους, τον μικρό Νίκο και τη Στέλλα, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα.
Όλη η μεγάλη περιουσία του Νίκου και της Μαρίας, είχε περάσει στα χέρια του κράτους. Τα κτήματα, το μερίδιο του εργοστασίου στη Ματόλα, τα μεγάλα σπίτια, όλα χάθηκαν.
Πριν το δεύτερο γάμο του, ο Νίκος είχε παραδώσει ότι είχε αποκτήσει από τη προίκα, με τη πρώτη του σύζυγο, τη Κλειώκα, στο γιό Μιχάλη.
Ότι τους πήραν, είχαν παλέψει να το αποκτήσουν είκοσι χρόνια, από το 1956 μέχρι το 1975!
Η κατάσταση της υγείας του Κασιμάτη στην Αθήνα, όλο και χειροτέρευε, δεν μπορούσε να το πιστέψει, όλη η ζωή του, έσβησε σα να ήταν χτισμένη πάνω στη παραλία του Λορέτζο Μάρκες και ένα πρωινό, τη πήρε σιωπηλά η παλίρροια.
Στις 9 Νοεμβίου 1978, ο Νίκος έφυγε από τη ζωή, γεμάτος από το παράπονο, δε μπόρεσε να καταπιεί τη πίκρα, από την εντελώς άδικη, αρπαγή της περιουσίας.
Ακούραστος μαχητής, δίχως πολλές γκρίνιες, μόνο στον Ελληνικό καφέ έβγαζε μια μικρή ιδιοτροπία, που τον έπινε βαρύ και σκέτο, όλη η ζωή του ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας.
Η Μαρία Κασιμάτη μοιράζει τα χρόνια της ανάμεσα στην Κρήτη, την Αθήνα και το Μαπούτο. Συνδετικός κρίκος για όλα η ανοιχτή, η απέραντη θάλασσα. Γαλαντώμα, ανοιχτοχέρα, και κοσμοπολίτισσα βλέπει την εξέλιξη του κόσμου και αμφιβάλει, δεν είναι σίγουρη αν πάμε μπροστά ή τα βήματα μας έχουν γυρίσει προς τα πίσω.
Χαμογελάει κάθε που ακούει κάτι για το παρελθόν, έζησε τις μεγάλες στιγμές των Πορτογιέζων, και τις τρανές δόξες της Ελληνικής παροικίας.
Η Μοζαμβίκη ήταν επαρχία και όχι αποικία, για τους Πορτογάλους κατακτητές. Επαναλαμβάνουν τακτικά οι φιλελεύθεροι ντόπιοι, και η Μαρία Κασιμάτη βλέπει στα τωρινά χρόνια πολύ μεγαλύτερη φτώχεια από εκείνες, τις παλιές, ξεχασμένες εποχές.
Το σημαντικό για τους Πορτογιέζους δεν ήταν το χρώμα του δέρματος, μα η καταγωγή, και για αυτό το λόγο αναπτύχθηκε ένα διαφορετικού τύπου, ταξικό απαρτχάιντ, που δεν προέβαλε, τουλάχιστον φανερά, τις φυλετικές διακρίσεις, όμως έκανε στη άκρη τους πρώτους και αληθινούς κατοίκους της χώρας.
Αυτός ήταν και ο ουσιαστικός λόγος για τους λευκούς μετανάστες ξένους, που βρέθηκαν εδώ και στα γρήγορα, αφομοιώθηκαν, έγιναν κομμάτι του τόπου. Άλλωστε στη Μοζαμβίκη παρουσιάστηκε το ιδιαίτερο φαινόμενο των πολλών παιδιών με τις ντόπιες γυναίκες. Έφευγαν από τη Ελλάδα και έφτιαχναν καινούριες οικογένειες με τις όμορφες, λυγερές Μοζαμβικάνες.
Συνεχίζεται…