Οι φωτογράφοι της Μοζαμβίκης

portrait_ricardo_rangel 24γραμματα24grammata.com/ οδοιπορικό στη Μοζαμβίκη

Διαβάστε όλα τα άρθρα του 24grammata.com για το οδοιπορικό  στη Μοζαμβίκη εδώ

 

ΜΟΖΑΜΒΙΚΑΝΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
1960-1990
(το σχετικό άρθρο μεταφράζεται από το υλικό του Mozambique History Net)

μετάφραση/ επιμέλεια: Απ. Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Η ενασχόληση με τη φωτογραφία, όπως η ποίηση και το ποδόσφαιρο, συνιστούν τις πιο διαδεδομένες ασχολίες στις τάξεις της μοζαμβικανής διανόησης. Ο Bruno Z’Graggen σημειώνει σχετικά : «Η φωτογραφία στη Μοζαμβίκη συνιστά υλικό δέσμευσης. Αναπαριστά ανθρώπους με σεβασμό και επικεντρώνεται σ΄αυτούς μ΄αξιοπρέπεια. Χαρακτηρισμένη άλλοτε από εμπάθεια και προκατάληψη επικεντρώνεται στο περιεχόμενο ενώ αποκηρύσσει την αδικία. Εντάσσει στο υλικό της την περίοδο του αποικισμού, τη δεκαετία του 1950, τον αγώνα της ανεξαρτησίας και του οριστικού διαχωρισμού από την Πορτογαλία το 1975, τον εμφύλιο πόλεμο, την ειρηνευτική συμφωνία του 1992 και την διεκδίκηση ενός νέου και υποσχόμενου μέλλοντος. Οι φωτογραφικές προσεγγίσεις πολλές φορές κατέστησαν αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολλές, ενδιαφερόμενες ομάδες. Έχουν μετατραπεί σε μια αρχή ηθικής τάξεως ενώ ενισχύουν την προσπάθεια να προσδιοριστεί μια εθνική ταυτότητα στη μεταποικιακή Μοζαμβίκη. ([Iluminando vidas, page 7].
Ricardo Rangel himself, Kok Nam, Joel Chiziane, João Costa (Funcho), Rui Assubuji, Alfredo Paco, Luís Basto, Naíta Ussene, Alfredo Mueche, Martinho Fernando, Ferhat Vali Momade, Albino Mahumana, José Cabral, Alexandre Fenias. Αυτά είναι τα ονόματα μερικών απ΄τους πιο σημαντικοkok_nam_book_200 24γραμμαυαύς φωτογράφους, έργα των οποίων φιλοξενούνται κατά καιρούς στο έντυπο Iluminado Vidas.
Η πιο σημαίνουσα προσωπικότητα, όμως στον τομέα της φωτογραφίας δεν ήταν άλλη από τον Ricardo Rangel. (1924-2009) Ξεκίνησε τη σταδιοδρόμια του ως βοηθός εμφανίσεως κατά τη δεκαετία του 1940, σε ιδιωτικά κυρίως στούντιο, ενώ το 1952 έγινε ο πρώτος, μαύρος φωτογράφος που δούλεψε για μια μοζαμβικανή εφημερίδα , τη Noticias da Tarde.» Αργότερα θ΄απασχοληθεί για λογαριασμό της A Tribuna και θ΄αναμειχθεί στην ίδρυση του εβομαδιαίου εντύπου Tempo το 1970. Το 1981 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της κυριακάτικης εφημερίδας, ενώ διδάσκει σε νεαρούς φωτογράφους, αναλαμβάνοντας την οργάνωση του εθνικού κέντρου φωτογραφίας Associação Fotográfica Moçambicana. Θα πεθάνει το 2009 σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών.
Ο Rangel υπήρξε ένας φανατικός πολέμιος της αδρανούς δημοσιογραφίας. Το 2002 δημοσιεύει ένα μικρό βιβλίο με τίτλο Foto-jornalismo ou foto-confusionismo με το οποίο στηλιτεύει τα είδη της δημοσιογραφίας επιστρατεύοντας παραδείγματα από λήψεις του τοπικού τύπου.
Η πιο διάσημη εργασία του Rangel είναι μια σειρά προκλητικών σπουδών των λεγόμενων «κακών κοριτσιών» στην αποικιακή περιοχή των κόκκινων φαναριών Λουρέντσο Μαρκές και μετέπειτα Rua de Araújo.  Οι σειρές τιτλοφορήθηκαν «Pão Nosso de Cada Noite», μια προικισμένη παράφραση του ευαγγελικού ρητού, «δώσε μας κύριε κάθε ημέρα, τον άρτο τον επιούσιον.»
Άλλες σημαντικές προσωπικότητες της φωτογραφίας αποτέλεσαν οι Kok Nam and Naíta Ussene. Ο δεύτερος ξεκίνησε ν΄απασχολείται στο Tempo το 1974 ως βοηθός για να εργαστεί τελικά υπό τον Kok Nam, διακόπτοντας τη συνεργασία του με το Tempo. O Κοκ Ναμ (1939-2012) ήταν ο γεννημένος στη Μοζαμβίκη από μετανάστες γονείς. Το 1966 ξεκίνησε να εργάζεται ως φωτογραφικός ανταποκριτής για το Diário de Moçambiquepao_nosso_580x618 24γραμματ, ενώ αργότερα θα συνεργαστεί με τον Rangel στο Noticia. Αναδείχτηκε επικεφαλής φωτογράφος για το Tempo to 1970. Οι φωτογραφίες του Nam είναι εξαιρετικά διαδεδομένες στο διεθνή τύπο, με διαρκείς ανατυπώσεις.
Η αναπαράσταση αποτέλεσε ανέκαθεν την πιο ασφαλή μέθοδο καταγραφής των γεγονότων. Η ιστορική αξία της φωτογραφίας επιβεβαιώνεται από το σημερινό αριθμό εκθέσεων, σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσω των οποίων αναπλάθεται η ιστορική μνήμη και τα τοπία του παρελθόντος. Ο Μπερσόν στην αυτοβιογραφία του σημειώνει, πως η φωτογραφία δεν αποτελεί παρά την πλήρη ευθυγράμμιση ανάμεσα στα μάτια, τις καρδιές και το μυαλό. Οι φωτογράφοι της Μοζαμβίκης, εκ των οποίων ορισμένα ονόματα αναφέρονται σε τούτο το άρθρο τάσσονται στην πλευρά της πολιτικής παρατήρησης, συλλαμβάνοντας με τη φωτογραφία την πιο διαυγή και ειλικρινή αναπαράσταση της μοζαμβικανής ιστορίας. Στην περίπτωση αυτών των δοκιμαζόμενων περιοχών, η φωτογραφία παύει ν΄αποτελεί μια εκλεκτική συνήθεια της άρχουσας τάξης. Δεν σχετίζεται με συλλήψεις φρούτων, ρωπογραφιών, δρόμων ή εξωφρενικών κατασκευών, αλλά με τον χτύπο, τον δίχως χρώμα της ανθρώπινης καρδιάς. Μιας καρδιάς που ζητά να εμπιστευτεί τον εαυτό της, τις αντιληπτικές ικανότητες και την πιο διάφανη και ξεκάθαρη, εθνική συνείδηση. Για τις περιοχές αυτές, στις οποίες η ιστορία δεν θα υπάρξει ποτέ καταγεγραμμένη ολοκληρωτικά και αντικειμενικά, η φωτογραφία συνιστά τη μόνη, αξιόπιστη μέθοδο προσέγγισης της εθνικής μνήμης και του λαϊκού παλμού.