Οι λαθρόψυχοι (12): τα πρόσωπα της ελληνικής νομαρχίας, Απ. Θηβαίος

Εmigration 24grammataΟι λαθρόψυχοι (12)

Λαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς: εδώ

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

  5. Στέλιος Μοιρας, True story, εδώ
  6. Θεοχάρης Παπαδόπουλος,   Η ανηφόρα μιας ζωής εδώ
  7. Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Απατηλά Όνειρα, εδώ
  8. Γιώργος Μάντζιος, Κόκκινα νύχια, εδώ
  9. Μ.Τασάκος, Αγριόχορτα εδώ
  10. Γ. Πετρέλλης, Σεργκέι, εδώ
  11. Γ. Πρίμπας, Προηγούνται οι ντόπιοι εδώ

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Το χάραμα φύγαν για το καταφύγιο. Χαιρετήθηκαν μες στα σκοτάδια, ανάμεσα στις πέτρες ορκίστηκαν πως θ΄ανταμώσουν το επόμενο θέρρος. Έπειτα οι σκιές σύρθηκαν κατά το δρόμο. Το μονοπάτι μες στις πρασινάδες και άλλες ιστορίες. Εκείνο το πρωινό  ξημέρωνε της Παναγίας.
Είναι κακοτράχαλο το μονοπάτι για το καταφύγιο και οι βρύσες λιγοστές. Οι βοσκοί σου δείχνουν το δρόμο. Ακολουθείς τα σκυλιά και βγαίνεις πέρα απ΄τις σκιές, πέρα απ΄τα δέντρινα σπίτια. Όλο δακτύλιους, αναρίθμητες εποχές πάνω στους κορμούς. Και οι ρίζες που κατηφορίζουν ως τα Γιάννενα και απ΄εκεί συγκρατούν ολόκληρη την Ήπειρο. Βαδίζαν αργά. Κάθε τόσο έπαυαν, φώναζαν τα ονόματα, ο γηραιότερος μουρμούραγε τους ταξιδιωτικούς σκοπούς. Άμα φάνηκε το καταφύγιο, πάγωσαν, έπαψαν. Ήταν ανεβασμένο σαν ξωκλήσι πάνω στον τελευταίο λόφο. Κάποιοι έγνεφαν. Σκαρφάλωσαν ίσαμε το μεσημέρι, είδαν απ΄εκεί που κοιτούν οι άγιοι και οι ψυχές και σώπασαν. Ο γέρος είπε πως εκεί θα ΄θελε να τελειώσει. Φωτογραφήθηκαν όλοι μαζί πάνω στο βράχο με το σταυρό. Κάτω τ΄άγρια άλογα που τινάζονταν εμπρός στις μυστικές αφορμές. Η όψη της θεάς και τ΄άλογα που περνούν κάτω απ΄το φουστάνι της αγίας, όπως συμβαίνει με την Ίσιδα και του μύστες. Κάποιοι κίνησαν νωρίς για τη Δρακόλιμνη. Σ΄έξι ώρες απ΄εδώ ζουν οι δράκαινες και τα οράματα της αγίας, βραχώδους Ηπείρου, είπαν και ένας ένας, χάνονταν πίσω από τα καταπράσινα στήθια της γης. Ήταν και άλλοι. Ομάδες ομάδες που έρχονταν από μια άλλη απόσταση. Κάθε που πλησίαζαν ακούγονταν οι τουφεκιές των συνοριοφυλάκων. Βολές προειδοποιητικές για εκείνους που έρχονται από τις χαμένες επαναστάσεις. Κάτι ρακένδυτοι έφηβοι, οι μητέρες με τ΄άρρωστα παιδιά τους. Πόσα θάφτηκαν κάτω απ΄τα σύνορά μας, είπαν και έτρεχαν με νερό και ψωμί και υποδέχονταν όσους γλίτωναν τ΄αρπαχτικά της νύχτας και τα περίπολα. Κρύβονταν ίσαμε να περάσει το μεσημέρι, μετά ακολουθούσαν τον ήλιο και όταν πνιγόταν έπαιρναν το δρόμο. Ακούγονταν οι φωνές τους πάνω στα χώματα και έρχονταν αχνά τα μοιρολόγια και ο κόπος τους που σχηματίζει τις ξαφνικές καταχνιές. Αργά το βράδυ οι περιηγητές και οι οδοιπόροι γύρεψαν τη γωνιά και υποσχέθηκαν να θυμούνται τούτο τον ουρανό. Εκείνοι απ΄τη Δρακόλιμνη όλο έρχονταν, αχνοί και αδιόρατοι έβγαιναν μέσα από τον υδράργυρο της νύχτας, με τους φανούς και τις λυχνίες. Οι προσκυνητές, έλεγαν και ύψωναν στον ουρανό σωστικές φωτοβολίδες να μην χαθεί ο δρόμος. Ο δρόμος.
Η νύχτα στο Πάπιγκο κρύβει βογγητά, τρόμο και έναστρους  ουρανούς. Και εκείνο το παιδί που ΄θαψε τη μάνα του και ολομόναχο, δυο μάτια πάει να πει μες στη νύχτα, στίγματα στο ύφασμά της, ζήτησε νερό στο καταφύγιο. Ζήτησε να ξαποστάσει. Του ΄δωσαν όνομα, του ΄παν να κατέβει στα Γιάννενα, να λησμονήσει τα κατεδαφισμένα Τίρανα, του ευχήθηκαν να ΄χει το βήμα του αγγέλου, του μίλησαν με δωρικές φωνές, με σύμφωνα, μ΄απαγορεύσεις. Του ΄παν εδώ τα φεγγάρια είναι μισερά.
Κράτησε λίγο χώμα απ΄τη γη της Ηπείρου και είπε θα πάω στην Αθήνα.
Απ΄εδώ θα πουν, πέρασαν κάποτε πολίτες αληθινοί, είπαν οι άνθρωποι του καταφύγιου. Καθώς εκείνοι της Ελληνικής Νομαρχίας, άνθρωποι μ΄αλλαγμένα ονόματα, ήρωες που βαδίζουν μέρες και νύχτες, μονάχα για την ελευθερία τους.