Οδοιπορικό στη Μοζαμβίκη (7): Στα βήματα των πρώτων Ελλήνων

Μαλλόφτη 24 γραμματαP2248162       24grammata.com/ οδοιπορικό στη Μοζαμβίκη
Οι συνεργάτες του 24grammata.com, Μανώλης Δημελλάς και Καλλιόπη Μαλλόφτη, επισκέπτονται (από 14/ 02 / 2014) τη Μοζαμβίκη για επαγγελματικούς λόγους και θα μας ενημερώνουν καθημερινά για την κατάσταση των Ελλήνων στη Μοζαμβίκη, την καθημερινότητα των Αφρικανών καθώς και  τον Πολιτισμό τους .

Αποκλειστικά στo 24grammata.com

Διαβάστε όλα τα άρθρα του 24grammata.com για το οδοιπορικό στη Μοζαμβίκη εδώ

Έβδομη κατάθεση του οδοιπορικού

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς. Φωτογραφίες: Καλλιόπη Μαλλόφτη

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ

Mosambique diario 07.  Στα βήματα των πρώτων Ελλήνων

Από το πόρτο του Σουέζ Μαλλοφτη 24γραμματα P2248164μέχρι το Λουρέτζο Μάρκες, το δεύτερο λιμάνι της Μοζαμβίκης, ήθελες μια χρυσή λιρίτσα. Τόσο  κόστιζε το εισιτήριο για τις άγνωστες χώρες της ελπίδας, στον Αιγύπτιο πράκτορα. Αν όμως ήσουν επιτήδειος, λιγάκι σπαγγοραμένος ή το πιο πιθανόν, απένταρος, κατάφερνες να τρυπώσεις στο βαπόρι με τεχνάσματα και πενταροδεκάρες.

Έφταναν λίγα νομίσματα και ένας γάϊδαρος, μάλιστα, ένας ήρεμος τετράποδος εργάτης, που θα ταξίδευε μετανάστης, για την άκρη της Αφρικής.

Ο Μιχάλης Περαντωνάκης είχε βρεί τον τρόπο για να κάμει σχεδόν τζάμπα το ταξίδι, μοιράστηκε το κρεβάτι με τον φίλο του, τον Αγάπιο Νικολάου, εκείνος είχε τακτοποιήσει, όπως όλος ο κόσμος, τα ναύλα του.

Είχαν ακούσει για τα ορυχεία χρυσού, κάτω στη Νότια Αφρική, μάθαιναν για τα λεφούσια επίδοξων χρυσοθήρων και οι δύο εικοσιπεντάχρονοι φίλοι, ξεσηκώθηκαν, είπαν να ψάξουν για τη κρυμμένη τύχη τους.

Το ταξίδι τους κράτησε κοντά μια βδομάδα, και οι δύο άντρες βγήκαν στον άγνωστο και μακρινό τόπο αποφασισμένοι να τα βγάλουν πέρα.

Για πρώτη δουλειά έκαναν ότι και οι περισσότεροι ξένοι, που πρωτόφταναν ανίδεοι στη χώρα του Ινδικού. Αγόραζαν μπανάνες από τις φάρμες, διαλαλούσαν τη πραμάτεια τους και τις πουλούσαν μέσα στη πόλη. Έτσι το γαϊδουράκι εκτός από το φτηνό ναύλο, που εξασφάλισε στον Περαντωνάκη, έγινε και το μεταφορικό μέσο, για το βαρύ εμπόρευμα τους. Όσο για φαγητό, έτρωγαν ότι περίσσευε από το ίδιο εμπόρευμα, τις απούλητες, πιο ώριμες, τις σάπιες μπανάνες και για τον ύπνο έβρισκαν μια γωνιά, όπως έκαναν και οι ντόπιοι και έστησαν το τσαντίρι τους.

Είμαστε περίπου στα 188Μαλλοφτη 24γραμματα P22482680, ακόμα η παροικία των Ελλήνων δεν έχει μεγαλώσει, λιγοστοί Έλληνες, δεινοί ψαράδες, τρυγούν τον ινδικό ωκεανό και κάποιοι άλλοι στήνουν φάρμες με ζώα, έχουν καταλάβει πόσο έφορη αλλά συνάμα άγνωστη και επικίνδυνη, είναι η γη της Μοζαμβίκης.

Αν ο άγριος τόπος μπορεί να μας απορροφήσει και νιώθουμε πως μπορούμε έστω και δύσκολα να τον δαμάσουμε,  η ατέλειωτη μοναξιά δύσκολα καταπίνεται, ούτε και υπήρχε εύκολος τρόπος να κάνουν ένα διάλειμμα και να γυρίσουν για λίγο στη πατρίδα.

Ένας τρόπος απέμενε για να κάμουν Ελληνική οικογένεια και αφήσουν ζωντανά Ελληνικά χνάρια, πάνω στην Μοζαμβίκη. Μοναδική λύση ήταν τα αναγκαστικά προξενειά.

Ο Αγάπιος Νικολάου παντρεύτηκε μια άγνωστη, την Ευαγγελία Γρίσπου. Το συνοικέσιο έγινε από τον θείο της, Δημήτρη Γρίσπο, που ζούσε από χρόνια στο Λορέτζο Μάρκες, εκείνος τον διάλεξε, για συγγενή του. Με αλληλογραφία, είχε στείλει τη φωτογραφία του Νικολάου και είχε συμφωνήσει η ανηψιά του και η οικογένεια της, για το γάμο.

Όταν η μέλλουσα νύφη καΜαλλοφτη 24γραμματα P2248237τέβηκε από το πλοίο, κρατούσε τη μικρή φωτογραφία του στα χέρια της, έψαχνε, αναζητούσε τον επίδοξο γαμπρό, όμως πουθενά δεν συναντούσε το βλέμμα του. Γεμάτη απορία ρώτησε την θεία της, γιατί άραγε δεν εμφανίστηκε ο γνωστός-άγνωστος Αγάπιος. Εκείνη δεν έχασε καιρό, της έδειξε τον άντρα που στεκόταν ακριβώς απέναντι της!

Η μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία, το πορταίτο του Νικολάου που έσφιγγε στα χέρια της, ήταν τραβηγμένο, ρετουσαρισμένο και τυπωμένο πριν από είκοσι χρόνια, η Ευαγγελία δεν γνώρισε τον μεγαλύτερο, περίπου τριάντα χρόνια, μελλοντικό σύζυγο της. Παρόλο που η μητέρα της, είχε ράψει μερικές λίρες στο στρίφωμα από το εσώρουχο της, εκείνη ήταν τόσο περήφανη, που δεν σκέφτηκε καμμιά στιγμή να γυρίσει προς τα πίσω. Κάπως έτσι στεφανώθηκαν τα περισσότερα Ελληνικά ζευγάρια στη Μοζαμβίκη. Ένα γράμμα, μια φωτογραφία και μια απόφαση, για το ατέλειωτο ταξίδι κοντά στην άκρη του κόσμου.

Τα συνοικέσια με φωτογραφίες και γράμματα είναι γνωστά, όμως οι γάμοι με πληρεξούσιο δεν ήταν διαδεδομένοι και δεν έγιναν γνωστοί, όμως δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις, που μέσα στο πολυχώρο, που είχαν χτίσει οι μετανάστες από το τέλος της δεκαετία του ’20, το “Αθήναιον”, δεν υπήρχε νύφη, όμως ο παπάς που έφθανε εδώ από το Γιοχάνεσμπουργκ, πραγματοποιούσε την τελετή και άλλαζε βέρες σε μισό ζευγάρι!
μαλλόφτη 24 γραμματα P2248267
Η νύφη είχε στείλει με πληρεξούσιο την αποδοχή της, και ο γαμπρός αντί για εκείνη, είχε δίπλα του κάποια συγγενή της, θεία ή ξαδέρφη, που κρατούσε το χαρτί με την υπογραφή της!

Ο δεύτερος ήρωας της ιστορίας μας, ο Μιχάλης Περαντωνάκης, δεν διάλεξε νύφη με αλληλογραφία, προτίμησε να ταξιδέψει στη Κρήτη. Εκεί του γυάλισε η μικρούλα  Αναστασία Χατζιδάκη, την παντρεύτηκε και επέστρεψαν μαζί στο Λουρέτζο Μάρκες.

Ο Περαντωνάκης με τον Νικολάου, που είχαν μεταναστεύσει παρέα από την Ελλάδα, ανέπτυξαν ιδιαίτερη και σπουδαία επιχειρηματική δραστηριότητα.

Ο Αγάπιος Νικολάου ξεκίνησε την εισαγωγή και εμπορία ευρωπαϊκων  αυτοκινήτων, με πρώτα αυτοκίνητα τα Austin και mini. Ξεκίνησε μαζί με τον Πορτογάλο Ρομέο, την Ronil, το όνομα της εταιρίας τους είχε τα αρχικά από τα  ονόματα τους, όμως πριν καν η επιχείρηση περπατήσει, ο συνέταιρος τα παράτησε και έφυγε, έμεινε να συνοδεύει το πρώτο όνομα, στη φίρμα της εταιρίας ακόμη και σήμερα, που στο τιμόνι της Ronil, είναι τα δισέγγονα του Αγάπιου.

Ο Μιχάλης Περαντωνάκης πριν το 1900, άνοιξε τη πρώτη του επιχείρηση, ένα μικρό μπακάλικο.

Λίγα χρόνια μετά, με τις μαζεμένες οικονομίες του, έφτιαξε την “vittoria limitada”. Μια από της πρώτες εταιρίες που τροφοδοτούσαν τα περαστικά βαπόρια. Είχε όμως η  ξεχωριστή ιδέα, που έγινε το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής μπύρας και αναψυκτικών στην Μοζαμβίκη.  Reunidas, fabrica de cerveza. Η φημισμένη, ξανθιά laourentina του, έπαιρνε κάθε χρόνο πολλά βραβεία στην Ευρώπη και την Αφρική. Σήμερα εξακολουθεί παγώνει στα Μοζαμβικάνικα ψυγεία, αφού η εταιρία πέρασε σε κρατικά χέρια με την αλλαγή της κυβέρνησης το 1975 και σήμερα έχει πουληθεί σε Πορτογιέζους επιχειρηματίες, όμως έχει χάσει τη σπουδαία αίγλη της.

Και να ήταν μόνο αυτές οι μπίζνες και οι δουλειές τους, ασχολήθηκαν με φάρμες, οικοδομικά, ακόμη και με εστιατόρια.

Και οι δυό τους μπλέχτηκαν με δεκάδες διαφορετικές επιχειρήσεις και ξεσήκωσαν φίλους και συγγενείς, από τη φτωχομάνα Ελλάδα και τους έφεραν για να κάμουν προκοπή, και όσο μεγάλωναν τις εταιρίες τους, τόσο καλούσαν τους συντοπίτες, που είχαν διάθεση να κάμουν χρήματα με μια, Μαλλοφτη 24γραμματα P2248274μοναδική προυπόθεση, να μη φοβηθούν, από τα ατέλειωτα ωράρια και τον όγκο της δουλειάς.

Το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν η μαλάρια και συχνά έστελνε τους αρρώστους στο μνήμα.  Τα λιγοστά, πολλές φορές ανύπαρκτα φάρμακα, οδηγούσαν στο Black water fever, που ήταν η εξέλιξη της. Έτσι ο άμοιρος ασθενής κατέληγε στα γρήγορα, αφού έχανε από παντού αίμα.

Μοναδική  θεραπεία το θαυματουργό κινίνο, όμως είχε ένα θλιβερό αποτέλεσμα, αργά και σταθερά έλιωνε το συκώτι των ασθενών και ανέβαζε δραματικά των αριθμό των θυμάτων. Κάπως έτσι πέθανε στα δεκαοκτώ του, ο αδελφός της Αναστασίας, Γρηγόρης Χατζιδάκης. Ήρθε με ένα σωρό όνειρα από τη Κρήτη, όμως έμεινε μόνιμος κάτοικος σε ένα μνήμα του Λουρέτζο Μάρκες.

Οι πρωτοπόροι Έλληνες με σεμνότητα και περηφάνεια, έκρυψαν τον ατέλειωτο, διαρκή αγώνα τους, για επιβίωση και προκοπή.

Όταν τύχαινε να επιστρέψουν στη πατρίδα, όλοι τους έβγαζαν το καπέλο, μπροστά στα μάτια τους θαρρούσαν πως έβλεπαν τους πιο πλούσιους Έλληνες της Αφρικής, όλου του κόσμου. Νόμιζαν πως εκείνοι που έφυγαν, βρήκαν ορυχεία με διαμάντια και τσουβάλια γεμάτα από χρυσό και γυαλιστερούς πολύτιμους λίθους. Άλλοτε πάλι έλεγαν πως κληρονόμησαν ή σε μια νύχτα έκλεψαν κασσελάκια με περιουσίες.

Έχτιζαν έτσι ένα σωρό μύθους, για τους ανθρώπους που μάτωναν μέσα στα Αφρικάνικα δάση.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η παροικία γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθηση της. Ήταν το 1908 που ιδρύθηκε η πρώτη Ελληνική ένωση στη πόλη Μπέϊρα, ενώ στη πρωτεόυσα, οι Έλληνες με πρωτοστάτες τους Περαντωνάκη και Νικολάου, αγόρασαν οικόπεδο στη καρδιά της πόλης και έχτισαν το ξακουστό Αθήναιον. Πολύ αργότερα, το 1957 ολοκληρώθηκε μέσα στο υπόλοιπο οικόπεδο η εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών. Της δόθηκε αυτό το όνομα προς τιμή στον Μιχάλη Περαντωνάκη, τιμώντας έτσι την βοήθεια του.

Και οι δύο μεγάλες πόλεις της Μοζαμβίκης,  Μπεϊρα και Λουρέτζο Μάρκες, γέμισαν αποφασισμένους Έλληνες, εκείνους που ξέφυγαν από μια μυσοβυθισμένη, φτωχή πατρίδα, με πρώτο σκοπό την επιβίωση με αξιοπρέπεια.

Ο Μιχάλης Περαντωνάκης δεν ήθελε να μείνει στη ξενητιά, γύρισε στην Ελλάδα και κατοικεί από το 1938, στα χώματα του τόπου του. Στο Αμάρι του Ρεθύμνου.

Η πιο ξεχωριστή λεπτομέρεια στο χρονολόγιο της ιστορίας του, δεν ήταν το μεγάλο κομπόδεμα που κατάφερε να κάνει. Πρόκειται για την αλλαγή του ονόματος του. Από  τον ερχομό του στη Μοζαμβίκη, επαναλάμβανε πως είναι ένας Κρητίκαρος. Από μακριά ξεχώριζες το το στριφτό μουστάκι,  καΜαλλοφτη 24γραμματα P2248348ι από κοντά η ιδιαίτερη προφορά του δεν άφηναν αμφιβολίες για τη καταγωγή του.  Έτσι λοιπόν οι ντόπιοι δεν έχασαν την ευκαιρία, ξέχασαν το βαφτιστικό του όνομα και αποκαλούσαν τον Μιχάλη, Κritiko. Μέχρι που το παρατσούκλι προστέθηκε πλάϊ στο επίθετο και γράφτηκε σε όλα τα επίσημα έγγραφα!

Τα χρόνια μπορεί να κυλούν γρήγορα, να κάνουν τα νιάτα και τα κουράγια στην άκρη, δεν έσβησαν όμως το πάθος τους για τη πατρίδα. Μέσα στη καθημερινότητα της άγριας ζούγκλας, οι μετανάστες δεν χρειαζόταν να μιλούν για τη χώρα τους.

Στα κορμιά, στα μυαλά, στη γλώσσα σε όλα ήταν χαραγμένη η Ελλάδα.