Aν σας ενδιαφέρουν τα διαδικτυακά φιλολογικά μαθήματα για μαθητές εντός και εκτός Ελλάδας, με υπερσύγχρονο Web Conferencing, κλικ εδώ
…«Την παλάντζα και το καντάρι τα χρησιμοποιούσε μόνο όταν πουλούσε στους ψαρέμπορους της αγοράς και στους μανάβηδες-μεταπράτες. Όταν είχε εκεί στην αμμουδιά τις ατέλειωτες σειρές των πεινασμένων που είχαν στο χέρι τους ένα τσίγκινο πιάτο, μια κατσαρολίτσα ή ένα μαστραπά, ποτέ δεν ζύγιζε. Είχε μπροστά του το τελάρο και δίπλα του ένα καλάθι. Κανονισμένες δύο χούφτες διπλές έβαζε στο κάθε πιάτο, λες και ήταν συσσίτιο. Ο κόσμος έριχνε ό,τι κατοχικά λεφτά είχε, αν είχε, στο καλάθι…» (σελ. 281)
γράφει ο Βασίλης Σ. Ε. Τσίχλης, Δικηγόρος Πειραιώς
Παρουσίαση του βιβλίου του Ευάγγελου Αθηναίου, «Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος: ένας γλεντζές, φιλάνθρωπος και θυμόσοφος ψαράς στην παραλία του Φαλήρου», εκδόσεις Μουρούσια, Πειραιάς 2012.
«Όλοι καλάρουνε / μα δε πιάνουν ψάρια, / καλάρ’ ο Ζέπος / και πιάνει καλαμάρια…». Ακούγοντας το όμορφο νησιώτικο τραγούδι του μικρασιάτη Γιάννη Παπαϊωάννου (1913-1972), πίστευα ότι ο Ζέπος ήταν ο πιο τυχερός ψαράς! Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ την καταπληκτική ιστορία του, ότι ψάρευε στο Νέο Φάληρο ή ότι σύχναζε «στου Μπελαμί το ουζερί» (κεφ. 23) στην Παναγιά τη Μυρτιδιώτισσα, εκεί που και εγώ πήγα σχολείο. Όλα αυτά καταγράφει με εξαιρετική ενάργεια και νοσταλγική διάθεση ο Ευάγγελος Αθηναίος, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νέο Φάληρο ενώ είχε την τύχη να γνωρίσει και να συναναστραφεί από κοντά, όχι μόνον τον καπετάν-Αντρέα αλλά και όλη την παρέα του. Ας ακολουθήσουμε, όμως, τη ζωή του καπετάνιου, όπως την αφηγείται ο συγγραφέας στο βιβλίο του, που συνοδεύεται από όμορφη εικονογράφηση.
Βίος και πολιτεία
Στο τέλος του 19ου αιώνος, η περιοχή του Νέου Φαλήρου είχε μετατραπεί σε κοσμική λουτρόπολη με εντυπωσιακά ξενοδοχεία. Ακριβώς την ίδια περίοδο, στην άλλη άκρη του Αιγαίου πελάγους, στο Αϊβαλί, οι εύποροι Έλληνες δημιούργησαν και αυτοί μια λουτρόπολη έξω από την πόλη τους που επίσης ονόμασαν Νέο Φάληρο, κατ’ απομίμηση του πειραϊκού· εκεί συναντούμε τον μικρό Αντρέα Ζέπο. Ο πατέρας του Στράτος, ήταν έμπορος, αλλά μια μέρα ήρθαν οι Τούρκοι, του έσπασαν το μαγαζί και τον πήραν μαζί με άλλους Έλληνες· δεν τον ξαναείδαν πια. Η μητέρα του, η κυρά-Παρασκευή, έγκυος κιόλας, μάζεψε ό,τι μπορούσε, πήρε από το χέρι και τον Αντρέα και κατέφυγαν σε ένα σπίτι με μποστάνι που είχαν έξω απ’ την πόλη για ασφάλεια. Η κυρά-Παρασκευή γέννησε λίγο αργότερα κορίτσι που βαφτίστηκε Στρατούλα, αλλά η ζωή κυλούσε δύσκολα. Ο Αντρέας βρέθηκε, λοιπόν, μούτσος στον «Ταξιάρχη», στο καΐκι του καπετάν-Στέλιου, συγγενή της μητέρας του. Ο «Ταξιάρχης» ήταν από τα μεγαλύτερα ψαράδικα της περιοχής και ο καπετάν-Στέλιος μεγάλος δάσκαλος και καλός άνθρωπος. Έλεγε αργότερα ο καπετάν-Αντρέας:
«Την πρώτη φορά που πήρα το μερτικό μου απ’ το ψάρεμα, λίγες μπαγκανότες στη χούφτα κι ένα διχτάκι ψάρια, σε λίγα λεπτά έκανα τη σχετικά μεγάλη απόσταση από το λιμάνι στο σπίτι μου. Κυριολεκτικά πετούσα… Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά μου που πήγαινα για πρώτη φορά στη μάνα λίγα λεφτά και ένα διχτάκι ψάρια. Νόμιζα ότι είχα γίνει άντρας. Εκείνο που πρέπει να σας πω ξεχωριστά… είναι η χαρά που πήρα μόλις τ’ αφεντικό μου [ο καπετάν-Στέλιος] με πλήρωσε. Η χαρά μου όμως δεν ήταν ότι θα ξόδευα αυτά τα χρήματα για τον εαυτό μου… αλλά γιατί θα τα πήγαινα προσφορά στη μάνα μου» (σελ. 20).
Ο καπετάν-Στέλιος, μια μέρα που πήγε να πουλήσει ψάρια στη Σμύρνη, κατάλαβε ότι η κατάσταση δεν ήταν καλή. Επιστρέφοντας στο Αϊβαλί μαζεύει τη γυναίκα του, την κυρά-Ζωή, την οικογένεια Ζέπου και φεύγουν το βράδυ. Βάζουν πλώρη για Πειραιά αλλά όταν φτάσαν στον Σαρωνικό, ο καιρός τους έριξε στην Αίγινα. Στην Αίγινα άφησαν τις γυναίκες σε ένα μοναστήρι που φιλοξενούσε
Καπετάν Ανδρέας Ζέπος πρόσφυγες, και ο καπετάν-Στρατής με τον Αντρέα ξεκίνησαν στον «Ταξιάρχη» να αναγνωρίσουν τα νερά. Σύντομα κατάφεραν να βγάζουν γερό μεροκάματο και νοίκιασαν ένα παλιό μικρό σπιτάκι με δύο δωμάτια κοντά στην παραλία όπου ζούσαν όλοι μαζί:
«Δεν πέρναγε μέρα χωρίς η κυρά-Παρασκευή να μην γονατίσει στην εικόνα της Παναγιάς που έφερε απ’ την πατρίδα. Προσευχόταν και ευχαριστούσε για το πόσο γρήγορα και καλά τακτοποιήθηκαν» (σελ. 57).
Η κυρά-Ζωή όμως, που ήταν πάντα ασθενική, πέθανε λίγο αργότερα, και ο καπετάν-Στέλιος σύντομα την ακολούθησε. Στην κυρά-Παρασκευή παραχωρήθηκε ένα μικρό διαμέρισμα στις προσφυγικές πολυκατοικίες του Τουρκολίμανου και έτσι ο καπετάν-Αντρέας βρέθηκε στον Πειραιά. Πούλησε τον «Ταξιάρχη», που ήταν ακατάλληλος για ψάρεμα στο Φάληρο, και αγόρασε ένα δυνατό τρεχαντήρι, τέτοιο που κανείς άλλος δεν είχε στην περιοχή αφ’ ου μπορούσε να ψαρεύει βαθύτερα και να καλάρει τουλάχιστον δύο φορές περισσότερες από τους άλλους ψαράδες. Δυστυχώς, με τον θάνατο της κυρά-Παρασκευής λίγο αργότερα, χάνει και τον έλεγχο του ποτού.
Γρήγορα γίνεται ο πρώτος ψαράς του όρμου του Φαλήρου, τα κονόμησε και απέκτησε μεγάλη φήμη ως ένας από τους διασημότερους γλεντζέδες· όσα έβγαζε, κάθε βράδυ τα ακούμπαγε. Σύχναζε στην ταβέρνα του Καούδη στις Τζιτζιφιές, όπου τραγουδούσε ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Άφηνε μάλιστα αρκετά χρήματα, ώστε ο Παπαϊωάννου, που «χαιρόταν όταν τον έβλεπε», έγραψε γι’ αυτόν στην κατοχή το πασίγνωστο τραγούδι λόγω του οποίου τον θυμόμαστε και εμείς σήμερα. Φαντάζομαι τον καπετάν-Αντρέα να σηκώνεται να χορέψει το τραγούδι του, και από κάτω να χειροκροτούν και να φωνάζουν: «άιντα λεβέντη καπετάνιο, να ζήσεις!»
Ο καπετάνιος υπήρξε μεγάλος γλεντζές και πότης· όταν οι άλλοι έπιναν καφέ, αυτός έπινε ούζο. Γρήγορα κατέληξε αλκοολικός, και ο ίδιος ποτέ δεν προσπάθησε να το κρύψει ή να δικαιολογηθεί. Άσωτος όμως, ο καπετάνιος δεν ήταν· ούτε χαρτόπαιζε, ούτε εκμεταλλεύτηκε κανέναν, ούτε ήταν χασικλής, ούτε γυναικάς – μόνον πότης και γλεντζές. Αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν ξέχασε ποτέ ότι και ο ίδιος ήταν πρόσφυγας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να τον θυμόμαστε μόνον ως γλεντζέ, αλλά και ως φιλάνθρωπο. Πάντρεψε πολλές ορφανές κοπέλες που δεν είχαν κουμπάρο να τις στεφανώσει, βάφτισε πολλά αβάπτιστα που λόγω της φτώχειας δεν είχαν τα απαραίτητα για το μυστήριο, τάισε τη χήρα και το ορφανό· ακόμη και στις γάτες έδινε τα πατημένα ψάρια για να φάνε (σελ. 277-278). Κυρίως όμως, στη μεγάλη πείνα της κατοχής, βοήθησε κόσμο και ντουνιά.
Το 1941 οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τον Πειραιά και οι κάτοικοι αναγκάζονται να καταφύγουν στην Αθήνα. Περνώντας απ’ το Φάληρο, πολλοί ηλικιωμένοι έμειναν εκεί διότι δεν μπορούσαν άλλο να περπατήσουν. Ο καπετάν-Αντρέας δίνει αλεύρι στον φούρνο απ’ τ’ απόθεμά του, και μοιράζει ψωμί.
Το καΐκι του έφερε μεγάλα ψάρια, διότι είχαν σκοτωθεί από τις εκρήξεις και επέπλεαν στο νερό και, αντί να τα πουλήσει, τα βράζει και τα μοιράζει συσσίτιο (σελ. 77-79).
Στην κατοχή έσωσε πολύ κόσμο:
«Την παλάντζα και το καντάρι τα χρησιμοποιούσε μόνο όταν πουλούσε στους ψαρέμπορους της αγοράς και στους μανάβηδες-μεταπράτες. Όταν είχε εκεί στην αμμουδιά τις ατέλειωτες σειρές των πεινασμένων που είχαν στο χέρι τους ένα τσίγκινο πιάτο, μια κατσαρολίτσα ή ένα μαστραπά, ποτέ δεν ζύγιζε. Είχε μπροστά του το τελάρο και δίπλα του ένα καλάθι. Κανονισμένες δύο χούφτες διπλές έβαζε στο κάθε πιάτο, λες και ήταν συσσίτιο. Ο κόσμος έριχνε ό,τι κατοχικά λεφτά είχε, αν είχε, στο καλάθι…» (σελ. 281).
Στα Δεκεμβριανά, διεξήχθησαν μεγάλες μάχες μεταξύ Άγγλων και Ελασιτών στο Νέο Φάληρο. Κάθε μεσημέρι, που γινόταν μια άτυπη ανακωχή, ο καπετάν-Αντρέας μαζί με δύο-τρία παλικάρια μάζευαν τους τραυματίες Ελασίτες (οι Άγγλοι μάζευαν τους δικούς τους) και τους πήγαιναν σε ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο. Τους νεκρούς Άγγλους που έβρισκαν, τους πήγαιναν έξω από τον στρατώνα τους, και τους Ελασίτες στην παραλία όπου τους έθαβαν φτωχικά, αλλά αξιοπρεπώς (κεφ. 15). Οι ευεργεσίες του καπετάνιου, δεν μπορούν να εξαντληθούν σε λίγες γραμμές ενώ το βασικότερο, ότι έδινε ελπίδα σε όλους τους δυστυχισμένους και πεινασμένους, δύσκολα περιγράφεται – και ακόμη δυσκολότερα ανταποδίδεται.
Μετά την κατοχή, η έντονη εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση της περιοχής είχε ως συνέπεια τη μόλυνση των φαληρικών υδάτων και το ψάρεμα, πλέον, ήταν αδύνατο. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να επιστρέψει στο Τουρκολίμανο και να ψαρεύει στα ανοικτά, αλλά το ψάρεμα εκεί ήταν πολύ δύσκολο, πολύ κουραστικό και δεν απέφερε πάντα κέρδος· απ’ το πολυπληθές τσούρμο του, κράτησε μόνον δύο-τρία παλικάρια. Τα χρόνια όμως είχαν περάσει, ο καπετάνιος είχε βαρύνει (χώρια που ήταν και αλκοολικός) ενώ μεροκάματο δεν έβγαινε· δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο αυτή τη δουλειά. Περί το 1955 αποφασίζει να δουλέψει ως “μανάβης”, να παίρνει ψάρια από τα καΐκια και να γυρίζει να τα πουλήσει. Αντί να γυρνάει τις γειτονιές όμως, αξιοποίησε τις γνωριμίες του και πήγαινε ψάρια σε όλες τις ταβέρνες και τα εστιατόρια. Ούτε πάλι, όμως, έβγαζε μεροκάματο γιατί οι ταβέρνες δεν πλήρωναν. Του ’λεγαν «έλα τη Δευτέρα μετά το Σαββατοκύριακο που θα ’χουμε δουλειά» αλλά ούτε τη Δευτέρα πλήρωναν γιατί «δεν ήρθε κόσμος». Όμως, και ο ίδιος ο καπετάνιος δεν είχε πια τη δύναμη να γυρίζει την πόλη με τα πόδια και τα βαριά καλάθια· είχε μεγαλώσει.
Παίρνει, λοιπόν, ένα καλάθι ψάρια, και στέκεται έξω από τον ηλεκτρικό στο Φάληρο. Βγάζει μικρό μεροκάματο αλλά η πληρωμή γίνεται τουλάχιστον τοις μετρητοίς και όχι όπως στις ταβέρνες. Όταν τελειώνει νωρίς, ψαρεύει μόνος του χταπόδια και τα πουλά την επομένη. Έβαλε μάλιστα και μια ταμπέλα: «Ψάρια απ’ τον καπετάν-Αντρέα Ζέπο». Τα λεφτά δεν έφταναν όμως, και η γυναίκα του, η κυρά Κατίνα, αναγκάζεται να ξενοδουλέψει. Τυχερή στην ατυχία της, την παίρνει βοηθό στο σπίτι της η Φανή, η γυναίκα του λογοτέχνη Κώστα Σούκα. Η Φανή ευεργετήθηκε από τον καπετάνιο όταν στην κατοχή της έδινε, μαζί με τόσους άλλους, από μια χούφτα ψάρια και επιβίωσαν. Γρήγορα ο καπετάνιος συνδέθηκε με τη φιλολογική συντροφιά του Σούκα, η οποία τον δέχθηκε με σεβασμό και αγάπη· εκεί τον γνώρισε και ο Ευ. Αθηναίος. Απ’ αυτούς τους ανθρώπους βρήκε μια αναγνώριση για όσα έκανε στην κατοχή. Εντυπωσίαζε μάλιστα τη συντροφιά, με την έντονη φιλοσοφική του διάθεση, εκείνη την εποχή των γηρατειών του, όταν σκεπτόταν τα παλιά:
«Είμαι από κείνους τους ανθρώπους που δεν ξεχνούν να θυμούνται το καλό που τους έκαναν. Δεν είμαι σαν κάποιους άλλους, που θυμούνται πάντα να ξεχνούν» (σελ. 287).
Αλλά είχε πια μεγαλώσει: «περί το τέλος του 1969 ο καπετάν-Αντρέας άνοιξε τα πανιά του και έφυγε».
Ας ολοκληρώσουμε με δύο πληροφορίες που συλλέξαμε γράφοντας αυτό το κείμενο.
Το καΐκι του, που είχε το όνομα της γυναίκας του, η «Αικατερίνη», εξακολουθεί να ταξιδεύει. Στη σειρά ντοκυμαντέρ της Ν.Ε.Τ. «Αιγαίο νυν και αεί», στο επεισόδιο «Αέρας στα πανιά μας», βλέπουμε με αρκετές λεπτομέρειες την «Αικατερίνη», που πλέον ονομάζεται «Ζέπος». Ακούμε μάλιστα και τον Παπαϊωάννου να μιλάει για τον καπετάν-Αντρέα. Ο Παπαϊωάννου δεν ξέχασε τον φίλο του, και αμέσως μετά τον θάνατό του, του αφιέρωσε ένα ακόμη τραγούδι, το «Ο Ζέπος εκουράστηκε», ένα ζεϊμπέκικο σε πένθιμο ρυθμό, που τραγούδησε ο Βαγγέλης Περπινιάδης: «Τα ταβερνάκια γύρισε / για τη στερνή του τσάρκα / και καπετάνιος μπάρκαρε / στου Χάροντα τη βάρκα…».
Το τραγούδι
Ακόμη και όσο ζούσε ο καπετάν-Αντρέας, το τραγούδι του Παπαϊωάννου ήταν πασίγνωστο· μάλιστα, ο Μάνος Χατζηδάκης διασκεύασε ορχηστρικά τον «Ζέπο» στον δίσκο του «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» το 1962. Προσωπικά, χωρίς να έχω ιδιαίτερες μουσικές γνώσεις, πάντα πίστευα ότι ο «Ζέπος» είναι παραδοσιακός νησιώτικος χορός. Επί πλέον, διαβάζοντας το βιβλίο του Ευ. Αθηναίου, συνειδητοποίησα ότι οι στίχοι του είναι αυθεντικά λαϊκοί με την έννοια ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι στίχοι δημοτικού τραγουδιού αφ’ ου διασώζει (και μάλιστα με συνοπτική ακρίβεια) την ιστορία ενός υπαρκτού προσώπου, όπως συνήθως συμβαίνει στα δημοτικά μας τραγούδια.
Ας μελετήσουμε, λοιπόν, το τραγούδι, σε συνάρτηση με τις πληροφορίες του βιβλίου:
«Μια ψαροπούλα / είναι αραγμένη / μπρος στ’ ακρογιάλι / το Ζέπο περιμένει»
Τις «ψαροπούλες», τα ψαροκάικα δηλαδή, τις αράζουν βέβαια μπροστά στην ακρογιαλιά. Ο καπετάν-Αντρέας όμως, την άραζε ακόμη και μπροστά στην άμμο του μαγαζιού που έπαιζε ο Παπαϊωάννου (σελ. 196).
«Καπετάν-Αντρέα Ζέπο / χαίρομαι όταν σε βλέπω»
Ο Ζέπος επισκεπτόταν το μαγαζί του Παπαϊωάννου και άφηνε αρκετά χρήματα, γι’ αυτό και ο Παπαϊωάννου «χαιρόταν όταν τον βλέπει». Μάλιστα, συχνά τραγούδαγε: «καπετάν-Αντρέα Ζέπο / βαλ’ το χέρι στο γελέκο» διότι ο Ζέπος έβγαζε από τη τσέπη του γιλέκου χρυσές λίρες (σελ. 73).
«Όλοι καλάρουνε / μα δε πιάνουν ψάρια, / καλάρ’ ο Ζέπος / και πιάνει καλαμάρια»
Ο Ζέπος αγόρασε ένα ευέλικτο τρεχαντήρι με μηχανή ντίζελ, την «Αικατερίνη», που έκανε τέσσερις με πέντε καλάδες την ημέρα μέχρι 1.200 μέτρα απ’ τ’ ακρογιάλι, όταν οι υπόλοιπες βάρκες (με τα κουπιά) έκαναν δύο καλάδες την ημέρα μέχρι 400 μέτρα απ’ το γιαλό (σελ. 60-61). Οι άλλες βάρκες, που είχαν μεγάλο ανταγωνισμό μεταξύ τους, δεν έπιαναν πάντα καλό μεροκάματα. Ο καπετάν-Αντρέας όμως, καθώς ψάρευε μόνος του, πάντα γέμιζε τον σάκο.
«Έγια μόλα έγια λέσα / έχει ο σάκος ψάρια μέσα»
Το «έγια μόλα έγια λέσα» είναι παράγγελμα όταν τραβάμε κουπί. Ο σάκος πέφτει στη θάλασσα και σ’ αυτόν συγκεντρώνονται τα ψάρια, οπότε πρέπει να κωπηλατήσει το πλήρωμα για να τραβήξει η τράτα τον σάκο και να μαζευτούν τα ψάρια. Ο Ζέπος είχε μηχανοκίνητη βάρκα, αλλά επειδή στην κατοχή η βενζίνη σπάνιζε, ίσως σε κάποια σημεία του ψαρέματος το πλήρωμα κωπηλατούσε. Δεν αποκλείεται, βέβαια, ο Παπαϊωάννου να χρησιμοποιεί το ναυτικό αυτό παράγγελμα απλώς για να προσδώσει εντονότερα το θαλασσινό στοιχείο στο τραγούδι του.
«Μέσα στο τσούρμο του / ειν’ όλοι οι πότες / εξ ειν’ απ’ την Κούλουρη / κι εξ’ Αϊβαλιώτες»
Η απόδοση «ειν’ όλοι ιππότες» που τραγουδιέται συχνά, φαίνεται λανθασμένη, καθώς η λέξη «ιππότες» είναι άσχετη· αντιθέτως, η λέξη «πότες» ταιριάζει επακριβώς…
Πριν από τη μικρασιατική καταστροφή, στο Φάληρο ψάρευαν Κουλουριώτες (Σαλαμίνιοι) – η γυναίκα του Ζέπου καταγόταν από μια απ’ αυτές τις οικογένειες. Μετά κατοίκησαν στο Τουρκολίμανο πρόσφυγες από τ’ Αϊβαλί που δούλευαν στις τράτες του Φαλήρου (σελ. 66-68). Το τσούρμο των δώδεκα ατόμων ίσως φαίνεται υπερβολικό· εν τούτοις, χρειάζονταν οκτώ με δώδεκα ναύτες για να βγάλουν την ψαροπούλα στη στεριά (σελ. 65), ξέχωρα το πλήρωμα στην τράτα.
«Αστακούς και καραβίδες / που’ ναι για τους μερακλήδες / έγια μόλα έγια λέσα / έμπα στη βαρκούλα μέσα».
Ο Ζέπος, ό,τι εκλεκτότερο έπιανε στην καλάδα (μεγάλες γαρίδες, καλαμάρια κτλ.), δεν το πούλαγε αλλά το ’τρωγε μαζί με τους φίλους του (σελ. 88, πρβλ. 268). Πάντως, οι δύο πρώτοι στίχοι της τελευταίας στροφής ίσως είναι μεταγενέστεροι, γιατί δεν υπάρχουν στην πρώτη εκτέλεση του Παπαϊωάννου το 1946. Την άποψη αυτή ενισχύει το γεγονός ότι ο Βαγγέλης Περπινιάδης τραγούδαγε: «καλαμάρια και γαρίδες / που τα τρων’ οι μερακλήδες». Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι δύο αυτοί στίχοι φαίνονται ασύνδετοι με το υπόλοιπο τραγούδι αλλά δεν αποκλείεται να τους προσέθεσε ο ίδιος ο Παπαϊωάννου αργότερα σε κάποια άλλη περίσταση.
Είναι εντυπωσιακό ότι όλοι οι στίχοι του τραγουδιού ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα χωρίς υπερβολές, όπως σαφώς συνάγεται από τα χωρία του βιβλίου στα οποία παραπέμπουμε. Όσα αναφέραμε συνοψίζει με τον καλλίτερο τρόπο ο Μίκης Θεοδωράκης: όταν άκουσε για πρώτη φορά τον «Ζέπο», εξόριστος στην Ικαρία, εντυπωσιάστηκε από τον καθαρό λαϊκό στίχο που μπορεί να έχει ένα τραγούδι για μπουζούκι (σελ. 188). Στο σημείο αυτό έγκειται η έμπνευση του Παπαϊωάννου και η διαχρονικότητα του τραγουδιού.
Ο συγγραφέας
Ο Ευάγγελος Ν. Αθηναίος είναι Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής, υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Ασχολήθηκε με τη ναυτιλία επαγγελματικά και επιστημονικά με σωρεία δημοσιεύσεων, αλλά αφιερώθηκε στην εκπαίδευση καθώς ίδρυσε και λειτουργεί μαζί με τη σύζυγό του Ελένη Γκάτσου τα γνωστά εκπαιδευτήρια «Παιδαγωγική Birds».
Έχει γράψει επίσης: «Το δίκαιον της προεπαναστατικής ναυτιλίας των Ελλήνων» (πρώτο βραβείο Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών), «Θαλάσσια περιήγησις (cabotage): ιστορική, νομική, κοινωνική θεώρησις», «Σύμβαση ναυτολόγησης: ναυτεργατικές διαφορές».
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Δικηγορική Επικαιρότητα», έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, τ. 116, 1ο τρίμηνο 2013
αναδημοσίευση από το http://www.istorikathemata.com