σύντομο κείμενο (υπό την μορφή σχηματικού πεζού Λόγου) για τα όσα εφιαλτικά λαμβάνουν χώρα και σχετίζονται με την Χρυσή Αυγή.
γράφει ο Γιάννης Παναγιωτάκης
Ο Συρφετός των ζωντανών Νεκρών
Ας αναφωνήσουμε λοιπόν όλοι μαζί ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλες τις δεισιδαιμονίες που προσλάβαμε, και πια μπορούμε και εμείς να δηλώνουμε την αυτονομημένη υπεροχή μας. Ναι…είμαστε Μίζεροι, κάτι είναι κι αυτό! Για φανταστείτε να μην ήμασταν τίποτα!
Ένα τίποτα ανάμεσα σε τόσα «κάτι» σε τόσα φωτά εμείς σκοτάδι και ερημιά.
Κανείς, θα μπορούσε να πουλήσει την ψυχή του και στον διάβολο ακόμα για ένα δράμι ταυτότητας, ύπαρξης.
Ω Χαρά και ευδαιμονία, και τώρα που ενδυθήκαμε στολή λαμπρή και ένδοξη, και περιφερόμαστε σαν νεόπλουτοι επαρχιώτες, ανάμεσα στα πλήθη, που πια γίναμε μέρος του εσώτερου πυρήνα τους, Ω Ναι, τώρα πια δυνάμεθα και εμείς να ασχημονούμε με κάθε λόγο ή χωρίς, τι στην ευχή ποτέ δεν είχε σημασία. Μπορούμε ακόμα το κακό, καλό να αποκαλούμε, ακόμα και τον εαυτό μας να αρνηθούμε και να δραπετεύσουμε από την χώρα των ζωντανών, πηδώντας από ψηλά στον πιο βαθύ γκρεμό, σε ένα γλυκό και βέβαιο Θάνατο. Ω τι Χαρά, θα μας θρηνούν αποκαλώντας μας με ονόματα τιμής. Δεν θα είναι κάποιοι ακόμα δειλοί αυτόχειρες ΑΛΛΑ ο τάδε και ο δείνα!
Γενικότητες Αγαπητοί μου, Γενικότητες!..
Πολλαπλασιαζόμαστε σαν τις κατάρες και κάθε βηματισμός, κάθε κρότος σημαίνει κάτι, έστω κι αν δεν σημαίνει τίποτα. Ακόμα μια φαντασιακή εκπλήρωση βγαλμένη από τα βάθη του υπαρξιακού ξεπεσμού μας.
Αρρωστημένη έξαψη μιας βλοσυρής αναγκαιότητας.
Εξαιρέσαμε λοιπόν τις λέξεις που δηλώνουν ζωή και προχωρήσαμε.
Στον κύκλο της Γης, στον τόπο που τίποτα δεν αναδύεται, μονάχα φλόγες και φωτιές που ξεπηδούν από τα σπλάχνα της, μάταια προσπαθώντας να αδράξουν την στιγμή, που σαν σε ύπνο ο ουρανός θελήσει να βρεθεί, άδολα και γαλήνια.. και τότε η ανίερη φωτιά θα υψωθεί σαν μανιασμένη έξαψη, σαν πόθος και σαν ιαχή, τον όψιμο της πόθο να ξεδιψάσει, παράταιρα και λαίμαργα σε συνουσία ιερή να λάβει ύπαρξη, ζώσα πνοή καθώς αξίζει σε νεκρούς και ζωντανούς Δειλούς!
Όλα είναι ορμή, όλα έρωτας και θάνατος, κι όταν δεν είναι, τότε καθάρια διαστροφή και πτώση. Χίλιοι παγωμένοι χειμώνες, κι ακόμα εδώ ξεχασμένος. Σε αυτό το έναστρο κάτι που περιπαιχτικά ασχημονεί με υποσχέσεις για αιώνιες χαρές και φωταψίες.
Χίλιοι Παγωμένοι Χειμώνες και Μίσος βαθύ σαν το σκοτάδι της ψυχής, έτοιμο να ξεχυθεί σε μια ακόρεστη κραυγή αφανισμού. Να στάξει ανταπόδοση, εκδίκηση, λυτρωτική απαίτηση και οφειλή.
Τα φύλλα λυπάμαι, αυτά που κιτρινίζουν με αλλότριο θέλημα. Αυτά που βασανίζονται απ’την αστάθεια των καιρών, που πέφτουν και συνθλίβονται μέσα σε τόσα αλλά που απώλεσαν το θάμβος τους κι αυτά. Και κρίμα και κατάκριμα μέσα σε αυτό το συρφετό της επιμελημένης αταξίας.
Δώστε φωνή και όνομα σε αυτή την συμφορά και μην δοξάζετε το Άγνωστο μονάχα από φόβο.
Χίλιοι Παγωμένοι Χειμώνες και Εγώ. Ξέρω πως όλα θα τελειώσουν κάποτε, Όμως τα άκαιρα χτυπήματα ζητούν εξαγνισμό.