«ΑΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΕΣ» Με αφορμή ένα βιβλίο

24grammata.com / απόψεις

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος

Ο Απόστολος Μπενάτσης, στην πληρέστατη αναφορά του στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, επισημαίνει. «Οι διαψευσμένες προσδοκίες διαθέτουν την αίγλη ερρειπωμένων μνημείων, όχι την αποκρουστική όψη της σήψης.» Θα μπορούσε να εκλάβει κανείς τούτη τη διαπίστωση ως μια αξιωματική θέση, έναν ας πούμε κανόνα, μια καθολική επισήμανση για την αξία του παρελθόντος και την ανταπόκρισή του με τις παροντικές και τις μέλλουσες, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εποχές. Μα σε κάθε κανόνα, συμπληρώνουμε, για να δικαιώνεται η ύπαρξή του και να επιβεβαιώνεται η συγκεκριμένη αυτή ιδιότητά του, οφείλουμε να καθορίσουμε τις εξαιρέσεις. Τις περιπτώσεις, δηλαδή εκείνες που αναιρούν μια αρχή, ισχυροποιώντας την ίδια στιγμή τη σχετική της θέση στη συνείδησή μας.
Με γνώμονα τούτη την καθοριστική διαπίστωση, θα μπορούσε κανείς να αντικρίσει τις λογοτεχνικές και ιστορικές αναφορές στο φαινόμενο εκείνο, το οποίο χαρακτηρίστηκε με τον όρο «ελληνιστικό», σηματοδοτώντας μια σημαντική, σε κάθε τομέα περίοδο του ανεπτυγμένου, ελληνικού κόσμου, όπως ο τελευταίος διαμορφώθηκε από τις επεκτατικές πορείες του Μακεδόνα βασιλιά και την υλοποίηση του οικουμενικού και πολιτιστικού του οράματος. Αναγνωρίζουμε λοιπόν  σε τούτο τον πολιτιστικό και πολιτικό προσδιορισμό μια σπουδαία ακμή του ελληνικού κόσμου, μια κορυφή, αρκετά υψηλή για να θρέψει τις ανθρώπινες επιδιώξεις. Σημαντικές πόλεις, πνευματικός πλουραλισμός, οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, καθιέρωση θεσμών και σπουδαία επιτεύγματα, σε κάθε έκφανση της ατομικής ή συλλογικής δραστηριότητας συνθέτουν την ιστορική, αυτή περίοδο. Μες στη μακραίωνη εξέλιξη της το ελληνικό πνεύμα επεκτείνεται ως ιδανικό και κυριότερα ως λόγος σε μια ακτίνα, η οποία υπερβαίνει οποιαδήποτε άλλο ιστορικό πλαίσιο. Κέντρο της ανεπανάληπτης αυτής ακτίνας επιρροής στέκουν οι ιδρυθείσες από τον Αλέξανδρο πόλεις, με προεξέχουσα βεβαίως την Αλεξάνδρεια, την καβαφική πόλη, οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής πέρα ακόμη και από τα γεωγραφικά όρια της Ανατολικής Μεσογείου. Η πόλη εκείνη, της οποία τα σύνορα όρισε κάποτε ο Μακεδόνας στρατηλάτης με αλεύρι, συνιστά ένα όριο στην εξελικτική πορεία του ελληνικού κόσμου, αναμορφώνοντας με τρόπο αποφασιστικό και απόλυτο τα σύνορα και τους περιοριστικούς ορίζοντες των προηγούμενων εποχών. Η Αλεξάνδρεια με την αίγλη, την κατάρρευση και την τελική αποκαθήλωσή της από πόλο του ελληνιστικού κόσμου, η καβαφική Αλεξάνδρεια δεν αποτελεί μία πόλη. Η σημασία της, αλλά και η αποδεδειγμένη σήμερα σημειολογία της ιστορικής της πορείας αποτελεί ένα σημαντικό δεδομένο για την παγκόσμια ιστορία, ένα όριο απροσπέλαστο, του οποίου την ευρύτητα μπορούν να διαδεχτούν πολυσυλλεκτικές αυτοκρατορίες, όπως η ρωμαϊκή και αργότερα η βυζαντινή.  Μιλώντας για την Αλεξάνδρεια, κανείς αγγίζει την αφετηρία της ιστορίας από τον 4ο αιώνα π.Χ. και έπειτα.
Δεν είναι λίγοι οι τίτλοι, οι οποίοι πραγματεύονται την ιστορική πορεία της βασιλικής αυτής πόλης. Ιστορικές μελέτες, με αυστηρές εξειδικεύσεις, μυθιστορηματικές αναφορές και ταξιδιωτικές μαρτυρίες γοητεύονται, ως προς το περιεχόμενό τους από τους ανθρώπους και την υφολογική αισθητική ετούτο του πρόδρομου, αστικού δημιουργήματος. Οι άνθρωποί της, οι πολιτιστικές παροχές της απέναντι στο σύνολο του τότε ανεπτυγμένου κόσμου δεν θα μπορούσαν να μην ερεθίσουν τους μελετητές και τους τυχοδιώκτες όλων των εποχών. Αυτοί επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση του Παυσανία, περιφρονώντας όσα εφήμερα και ανώφελα συμβαίνουν στους ανθρώπους. Η Αλεξάνδρεια ξεπερνά τους ιδρυτές της, γενιές υποκύπτουν στο διαμορφωμένο ρεύμα ετούτου του κόσμου και αναγνωρίζουν μες στα όριά της την αφετηρία για στοχεύσεις υψηλότερες και σπουδαιότερες, ακόμη και από τις ίδιες τις παροχές της. Η πρώτη πόλη της δυναστείας του Αλέξανδρου στέκει ως μια γοητευτική και αδελφική σφίγγα, γεμάτη μυστικά και υποσχέσεις, κατέχοντας τις απαντήσεις των καιρών, μα και τα ζητούμενα των μελλούμενων εποχών. Η ακμή της συνιστά μια απόδειξη της τελευταίας ετούτης επισήμανσης. Ο Μπαρές, αναφερόμενος στην ανθρώπινη ψυχολογία θα αναγνωρίσει την αδιαμφισβήτητη δυναμική της εγωιστικής προσέγγισης εμπρός στους καιρούς, τις σκοπιμότητες, τις ευκαιρίες. Η πόλη ασθμαίνει ιστορικά κάθε σταθμό της εξέλιξής της, αυτοκαλλιεργείται και απολαμβάνει.Αναγνωρίζει μες στους κόλπους της κάθε μορφή ζωής, μετατρέπεται σε ένα μητροπολιτικό κέντρο, αυξάνει τα ανθρώπινα πάθη, δημιουργεί νέες προϋποθέσεις, νέα πάθη, καθορίζει την καθαρότητα και τη χυδαιότητά τους. Η Αλεξάνδρεια συνιστούσε ανέκαθεν ένα βαθύτατα ανθρώπινο και ιστορικό, αστικό τοπίο. Η ακμή της ήταν τέτοια, ώστε μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως από ένα τέτοιο ύψος, η πτώση δεν θα μπορούσε να αποτελεί μια λιγότερο, τραγική περίπτωση.
Ακριβώς το φαινόμενο ενός νέου κόσμου, όπως προκύπτει από την ιστορική παρακμή της αλεξανρινής πολιτείας, συνιστά το βασικό στοιχείο του εντυπωσιασμού, για τον Γάλλο Ντανιέλ Ροντώ. Με τη διάθεση ενός ταξιδιώτη που εκτείνεται στον ορίζοντα και το βάθος ενός ολόκληρου κόσμου, ο Ροντώ αποκωδικοποιεί τη σημερινή Αλεξάνδρεια, βιώνει ο ίδιος το βασιλικό, ιστορικό της στίγμα και αναγνωρίζει στον κόσμο της πόλης, τους φορείς ενός βεβαρυμένου παρελθόντος, λησμονημένες κιβωτούς για τις επερχόμενες γενιές. Στο αισθητικά πληρέστατο πόνημά του, «Η πρωτεύουσα της μνήμης», με την εξαιρετική μετάφραση της Άννας Σπυράκου, ο Ροντώ ακολουθεί το ύφος μιας μαρτυρίας. Μα δεν αρέσκεται στην πεπερασμένη φιλολογία ενός ορισμένου ύφους. Με μια προφορικότητα, οριακά ικανή να μεταδώσει το προσωπικό βίωμα ετούτης της πόλης, όπως συγκροτείται από έναν αγνό και παθιασμένο μύστη της, ο Ροντώ αντικρίζει την πόλη μέσα από το παρόν και την ιστορία της, μέσα από τα πιο κομβικά πρόσωπα της διαχρονικής της πορείας. Μες σε τούτα τα όρια διαπιστώνει την αισθαντικότητα της αλεξανδρινής πολιτείας, προσδιορίζει την ψυχολογία των ξεπεσμένων ηρώων της, απομεινάρια παλαιών αριστοκρατιών. Μες σε μια ατμόσφαιρα βισκοντικού νεορεαλισμού ο Ροντώ ανιχνεύει στην ιστορία της πόλης, την ελληνική, την οικουμενική της ιδιότητα, εξιστορεί τις αιτίες του ξεπεσμού, διαπιστώνει μες στην καβαφική ποίηση την πιο απτή, τη λαϊκή ερμηνεία του φαινομένου που αποκαλείτει «Αλεξάνδρεια.»
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης συνιστά ένα όριο, ανάμεσα στη διαχρονικότητα του παρόντος και του μέλλοντος, μια σύνοψη του πνεύματος, του στοχαστικού αισθητισμού, όπως ο Σεφέρης περιέγραψε την προσέγγιση του ποιητή εμπρός στην πραγματικότητα. Με το λόγο και την ερμηνεία του ο Ροντώ πασχίζει και ίσως κατά τόπους το κατορθώνει να περιγράψει το πάθος ετούτου του κόσμου, την κίνηση δηλαδή του εσωτερικού του ρυθμού, όπως επικράτησε και προσδιορίζεται πια στην ποίηση του Αλεξανδρινού.  Αν ο λόγος ενός ποιητή στέκει πάντοτε πέρα από τον κόσμο, τότε και ο Καβάφης διαθέτει πληθωρικά τούτο το χάρισμα. Με μοναδική επισήμανση πως στην ίδια απόσταση από την ιστορία και τον άνθρωπό της στέκει εξίσου και και η ίδια η Αλεξάνδρεια.
Δεν πρόκειται για μια πολύ αποχρώσα συχνότητα, μα για τον πιο ζωντανό χαρακτήρα μιας πόλης- κόσμου, κατά τα πρότυπα των πόλεων-κρατών. Το ζήτημα δεν είναι η πληρότητα του ταξιδιωτικού αφηγήματος, η έξοχη τεχνική, η ιστορική πληροφορία, ο ίδιος ο συγγραφέας ίσως. Το αξιοσημείωτο πάντοτε, συνιστά η Αλεξάνδρεια, καθώς κανείς απομακρύνεται την τελευταία ώρα της αναχώρησής του και ο θαυμαστός φάρος παίρνει και πάλι φωτιά. Η ίδια μεγαλοπρεπής, μελαγχολική οδύνη, η ίδια καλλονή που βαδίζει αποφασιστικά προς το θάνατο. Ποτέ προς τη λήθη, ποτέ. Ετούτη την υπενθύμιση ας συγκρατήσουμε. Δίχως αμφιβολίες. Άλλωστε η Αλεξάδρεια θα επιβληθεί, εκ νέου.